παίζω

From LSJ
Revision as of 14:23, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παίζω Medium diacritics: παίζω Low diacritics: παίζω Capitals: ΠΑΙΖΩ
Transliteration A: paízō Transliteration B: paizō Transliteration C: paizo Beta Code: pai/zw

English (LSJ)

Dor. παίσδω Theoc.15.42: Lacon. pres. part. gen. pl. fem. παιδδωἇν Ar. Lys.1313 (lyr.): fut. παιξοῦμαι Syrac. in X.Smp. 9.2,

   A παίξομαι LXX 2 Ki.6.21, AP12.46 (Asclep.), παίξω ib.211 (Strat.), Anacreont.41.8: aor. 1 ἔπαισα Hom. (v. infr.), Ar.Pl.1055, etc.: pf. πέπαικα Men.923.3: pf. Pass. πέπαισμαι Hdt.4.77 (v.l. πέπλασται), Ar.Th.1227; imper. πεπαίσθω Pl.Euthd.278d: also aor. ἔπαιξα Crates Com.23, Ctes.Fr.29.59, LXX Jd.16.25, Luc.DDeor.6.4, etc.: pf. πέπαιχα Plu.Dem.9:—Pass., aor. ἐπαίχθην Id.2.123f, Hld.8.6: pf. πέπαιγμαι Epigr.Gr.979.3 (Philae); inf. πεπαῖχθαι Timarch. ap. Ath.11.501f; imper. πεπαίχθω Phld.Mus.p.106 K., Fronto Epig.Gr.5.86: Hom. uses only pres. and impf., and (in Od.8.251) aor. imper. παίσατε; Trag. only pres.: (παῖς):—prop., play like a child, sport, τῇ δέ θ' ἅμα Νύμφαι… ἀγρονόμοι παίζουσι Od.6.106, cf. 7.291 (never in Il.), Hdt.1.114, etc.: metaph., αἰὼν παῖς ἐστὶ παίζων Heraclit.52.    2 esp. dance, παίσατε Od.8.251; δῶμα περιστεναχίζετο ποσσὶν ἀνδρῶν παιζόντων 23.147, cf. Hes.Sc.277; π. τε καὶ χορεύειν Ar.Ra.409, cf. 390; ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν Pi.O.13.86:—Pass., ἀλλὰ πέπαισται μετρίως ἡμῖν, of the chorus, Ar. Th.1227.    3 play [a game], σφαίρῃ π. Od.6.100; κλεψύδρῃ Emp.100.9; κύβοις ἐπὶ συνθήκαις π. Ctes.l.c.; ἀντ' ἀστραγάλων κονδύλοισι π. Pherecr.43, cf. Antiph.92; π. διὰ γραμμῆς (v. γραμμή III. 2); π. πρὸς κότταβον Pl.Com.46.1; μετά τινων with others, Hdt.1.114: c. acc. cogn., κότταβον ἀγκύλῃ π. Anacr.53 (dub.); σφαῖραν Plu.Alex.73; π. παιδιὰν πρός τινα Ar.Pl.1055, cf. Pl.Alc.1.110b; κύνα καὶ πόλιν π., of a game similar to our draughts, Cratin. 56: with Advbs., φαινίνδα π. Antiph.283, cf. Crates Com. l.c., etc.    4 play on a musical instrument, h.Ap.206: c. acc., Πὰν ὁ καλαμόφθογγα παίζων Ar.Ra.230; dance and sing, Pi. O.1.16.    5 play amorously, πρὸς ἀλλήλους X.Smp.9.2; μετά τινος LXX Ge.26.8; of mares, Arist.HA572a30.    6 hunt, pursue game, π. κατ' ἄλσος S. El.567.    II jest, sport, Hdt.2.28, 5.4, 9.11; opp. σπουδάζω, X. Mem.4.1.1; opp. σπουδῇ λέγω, Id.Cyr.8.3.47; παίζετε ταῦτα λέγοντες (opp. σπουδάζετε) Pl.Euthd.283b; π. καὶ χλευάζειν Ar.Ra.376; π. καὶ γελᾶν Antiph.218.4; πῖνε, παῖζε Amphis 8; π. πρός τινα make fun with a person, E.HF952, cf. Pl.Men.79a, Men.Pk.198; π. εἴς τι play with a thing, Pl.Phd.89b: c. Adj. neut., τοιαῦτα ἔπαιζον σπουδῇ πρὸς ἀλλήλους X.Cyr.6.1.6: part. παίζων is freq. abs., jestingly, Pl.Tht.145b, al.; opp. σπουδάζων, Id.Lg.636c, al.:—Pass., ὁ λόγος πέπαισται has been made up as a jest (v.l. for πέπλασται), Hdt.4.77; ταῦτα πεπαίσθω ὑμῖν enough of jest, Pl.Euthd.278d, cf. Phdr.278b, Phld. l.c.; πεπαῖχθαι τὴν λέξιν Timarch. l.c.; τοῦτο τὸ παιζόμενον 'as the joke is', Plu. 2.1090f; τὸ Μενεδήμῳ πεπαιγμένον ib.81e; but οἷα πέπαιγμαι, in act. sense, Epigr.Gr.979.3 (Philae).    2 c. acc., play with, make sport of, Luc.Nigr.20, AP10.64 (Agath.).    3 Gramm., of words played upon or coined for the joke's sake, οἱ κωμῳδοὶ παίζειν εἰώθασι τὰ τοιαῦτα Sch.Ar.Av.42, cf. 68, etc.

German (Pape)

[Seite 442] fut. παίξομαι u. παιξοῦμαι, z. B. Xen. Conv. 9, 2, aor. ἔπαισα, so beides attisch, vgl. Schol. Ar. Th. 947 u. Atticisten, nur dor. ἔπαιξα, Phryn. 102, oder nach Moeris hellenistisch, doch ist προσέπαιξεν v. l. bei Xen. Mem. 3, 1, 4, παῖξαι Plat. Euthyd. 278 c, ὑποπαίξας Ael. H. A. 12, 21, ἵνα τι παίξωμεν S. Emp. pyrrh. 2, 211; perf. πέπαισμαι, erst Sp. πέπαιγμαι, die auch das perf. act. πέπαιχα bilden, vgl. Lob. Phryn. 240; – scherzen, wie die Kinder spielen, lachen; Od. 6, 106. 7, 291; H. h. Cer. 425; παίσατε, Od. 8, 251, wo es tanzen bedeutet, wie 23, 147; H. h. Ven. 120; Hes. Sc. 277. 282; μετ' αὐτῆς παίζων χορεύειν βούλομαι, Ar. Ran. 415; παίζων ἐνόπλια, vom Waffentanze, Pind. Ol. 13, 83; – ein musikalisches Instrument spielen, H. h. Apoll. 206; – gew. übh. scherzen, οἷα παίζομεν ἀμφὶ τράπεζαν, mit Hindeutung auf den Chorgesang, Pind. Ol. 1, 16; θεᾶς παίζων κατ' ἄλσος, Soph. El. 557, scheint auf die Jagd zu gehen; παίζει πρὸς ἡμᾶς δεσπότης, Eur. Herc. Fur. 952; auch = spotten, verlachen, παίσαντα καὶ σκώψαντα vrbdt Ar. Ran. 392, wie παίζων καὶ χλευάζων 375 (wovon es Plut. Symp. 2, 1, 5 unterscheidet); πέπαισται μετρίως ἡμῖν, Th. 1230; vgl. οὐκοῦν ἤδη πεπαίσθω μετρίως ἡμ ῖν τὰ περὶ λόγων, Plat. Phaedr. 278 b; πεπαῖχθαί τις ἂν οἰηθείη τὴν λέξιν, Timarch. bei Ath. XI, 501 e, wie ὁ λόγος ἄλλως πέπαισται ὑπὸ Ἑλλήνων, ist zum Scherz erdichtet, Her. 4, 77; οὐχ ὅτι παίζει, καί φησιν ἐπιλήσμων εἶναι, Plat. Prot. 336 d, er sagt zum Spaß; πότερον παίζετε ταῦτα λέγοντες, Euthyd. 283 b; πρός τινα, Gorg. 500 d Hipp. mai. 300 d; εἰς τὰς τρίχας μου, auf meine Haare spotten, Phaed. 89 b, wie Plut. Alex. 38 u. a. Sp.; Ggstz σπουδάζω, Plat. Phaedr. 234 d Gorg. 481 a (wie bei Xen. Cyr. 8, 3, 47 im Ggstz von σπουδῇ λέγειν); καὶ γελᾶν, Euthyphr. 3 e; mit dem accus., παιδιάν, Scherz treiben, Alc. I, 110 b, wie Ar. Plut. 1057 u. Luc. Prom. 8; auch παίζω παλαιστήν, ich spiele den Ringer. Epict. encheir. 29; παίζειν διὰ σκωμμάτων εἰς τοὺς ἀπαντῶντας, Plut. Camill. 33. – Sp. auch τί, verspotten, Luc. Nigr. 20; τινά τινι, Einen womit necken, Sp., die es auch bes. von verliebten Tändeleien brauchen, vgl. Naeke Choeril. p. 245. – Die dor. Form παίσδω Theocr. 15, 42 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

παίζω: Δωρ. παίσδω, Θεόκρ. 15. 42· μέλλ. παιξοῦμαι Συρακόσ. ἐν Ξεν. Συμπ. 9, 2, παίξομαι Ἀνθολ. Π. 12. 46, παίξω αὐτόθι 211, Ἀνακρέοντ. 41. 8· - ἀόρ. α΄ ἔπαισα Ὅμ., Ἀττικ., πρκμ. πέπαικα Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 17, παθ. πρκμ. πέπαισμαι Ἡρόδ., Ἀριστοφ., καὶ ῥημ. ἐπίθ. παιστέον (ἄν καὶ οἱ αὐτοὶ τύποι ἀνήκουσι καὶ εἰς τὸ παίω). - Μεταγενέστ. συγγραφεῖς ἔχουσι τοὺς κατὰ τὴν γραμματικὴν ἀναλογίαν τύπους, ἀόρ. ἔπαιξα Κτησ. Περσ. 59, Λουκ., κτλ.· πρκμ. πέπαιχα Πλουτ. Δημοσθ. 9· - Παθ., ἀόρ. ἐπαίχθην ὁ αὐτ. 2. 123Ε, Ἡλιόδ.: παθ. πέπαιγμαι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 979. 3, ἴδε κατωτ. ΙΙ· - ὁ Ὅμηρ. χρῆται μόνον ἐνεστ. καὶ παρατ., καὶ (ἐν Ὀδ. Θ. 251) τῇ προστ. ἀορ. παίσατε· οἱ δὲ Τραγ. μόνον τῷ ἐνεστ.: (παῖς). Κυρίως, παίζω ὡς παιδίον, διασκεδάζω, «παίζω», τῇ δέ θ’ ἅμα Νύμφαι .. ἀγρονόμοι παίζουσι Ὀδ. Ζ. 106, πρβλ. Η. 291 (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ἰλ.), Ἡρόδ. 4. 114, κτλ. 2) ὀρχοῦμαι, χορεύω, παίσατε Ὀδ. Θ. 251· δῶμα περιστεναχίζετο ποσσὶν ἀνδρῶν παιζόντων Ψ. 147, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 277· π. τε καὶ χορεύειν Ἀριστ. Βάτρ. 407, πρβλ. 388· ἐνόπλια .. ἔπαιζεν (ἴδε ἐνόπλιος) Πινδ. Ο. 13. 123· - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, . Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 299· - καὶ ἐν τῷ παθ., ἀλλὰ πέπαισται μετρίως ἡμῖν, ἐπὶ τοῦ χοροῦ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1227. 3) παίζω [[[παιγνίδιον]]], σφαίρῃ π., παίζω τὴν σφαῖραν, κοινῶς «τὸ τόπι», Ὀδ. Ε. 100· κλεψύδρῃς παίζ. Ἐμπεδ. 351· ἀντ’ ἀστραγάλων κονδύλοισι παίζετε Φερεκράτης ἐν «Δουλοδιδασκάλοις» 9, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Ἐπιδαυρίῳ» 1· π. διὰ γραμμῆς (ἴδε γραμμὴ ΙΙΙ. 2)· πρὸς κότταβον παίζειν Πλάτ. Κωμ. ἐν Διὶ κακουμένῳ» 1· μετά τινων Ἡρόδ. 1. 114· ὡσαύτως, μετὰ συστοίχ. αἰτ., π. κότταβον Ἀνακρ. 23· σφαῖραν Πλουτ. Ἀλέξ. 73· ὡσαύτως, πρὸς κότταβον Πλάτ. Κωμ. ἐν Διὶ κακουμένῳ» 1· π. παιδιὰν πρός τινα Ἀριστοφ. Πλ. 1055-7, πρβλ. Πλάτ. Ἀλκ. 1. 110Β· κύνα καὶ πόλιν π., ἐπὶ παιγνιδίου ὁμοίου τῷ νῦν παιζομένῳ «ζατρικίῳ» ἢ τῇ «ντάμᾳ», Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 3 (ἔνθα ἴδε Meineke)· ὡσαύτως μετ’ ἐπιρρ., φαινίνδα π. Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 8, πρβλ. Κράτητα ἐν «Παιδιαῖς» 2. 4) παίζω μουσικὸν ὄργανον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 206· - καὶ οὕτω, χορεύω καὶ ᾄδω (πρβλ. μολπὴ), Πινδ. Ο. 1. 24. 5) παίζω ἐρωτικῶς, Näke εἰς Χοιρίλ. σ. 245· πρὸς ἀλλήλους Ξεν. Συμπ. 9, 2· ἐπὶ θηλειῶν ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18. 12. 6) διασκεδάζω θηρεύων, ἐξέρχομαι εἰς κυνηγέσιον, π. κατ’ ἄλσος Σοφ. Ἠλ. 567. ΙΙ. διασκεδάζω, παίζω, «χωρατεύω», λέγω ἀστεῖα, Ἡρόδ. 2. 28., 5. 4., 9. 11· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σπουδάζω, Πλάτ. Νόμ. 636C, Ξεν. Ἀπομν. 4. 1. 1· πρὸς τὸ σπουδῇ λέγω, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 3, 47· παίζετε λέγοντες Πλάτ. Εὐθύδ. 283Β· π. καὶ χλευάζειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 376, πρβλ. 392· π. καὶ γελᾶν Ἀντιφάνης εν «Φιλοθηβαίῳ» 2, 4: πῖνε, παῖζε· θνητὸς ὁ βίος, ὀλίγος οὑπὶ γῇ χρόνος Ἄμφις ἐν «Γυναικοκρατίᾳ» 1· π. πρός τινα, περιπαίζω τινά, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 952, πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 79Α· π. εἴς τι, λέγω ἀστεῖα περί τινος πράγματος, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 89Β· μετ’ οὐδ. ἐπιθετικῆς ἀντωνυμίας, τοιαῦτα ἔπαιζον σπουδῇ πρὸς ἀλλήλους Ξεν. Κύρ. 6. 1, 6· ἡ μετοχ. παίζων, συχνάκις κεῖται ἀπολ., ἀστειευόμενος, Πλάτ. Θεαίτ. 145Β, κ. ἀλλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σπουδάζων, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 636C, κ. ἀλλ.· - Παθητ., ὁ λόγος πέπαισται, ἔχει λεχθῇ ἀστείως, χάριν ἀστεϊσμοῦ, Ἡρόδ. 4. 77· ταῦτα πεπαίσθω ὑμῖν, ἀρκετὰ ἐλέχθησαν ἀστεῖα, Πλάτ. Εὐθύδ. 278D, πρβλ. Φαίδρ. 278Β· πεπαῖχθαι τὴν λέξιν Τίμαρχ. παρ’ Ἀθην. 501Ε· τοῦτο τὸ παιζόμενον, τὸ ἀστείως λεγόμενον, Πλούτ. 2. 1090F· τὸ πεπαιγμένον ὁ αὐτ. 2. 81Ε· - ἀλλά, οἷα πέπαιγμαι, ἐπὶ ἐνεργητ. σημασίας, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 979. 3. 2) μετ’ αἰτ. παίζω μέ τι, ἐμπαίζω, περιπαίζω, Ἀνθολ. Π. 10. 64, Λουκ. Νιγρ. 20. 3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ λέξεων, ἐφ’ ὧν γίνονται ἀστεϊσμοί, ἢ αἵτινες ἐσχηματίσθησαν χάριν λογοπαιγνίου.

French (Bailly abrégé)

f. παίξω, ao. ἔπαισα ou ἔπαιξα, pf. πέπαικα;
Pass. ao. ἐπαίχθην, pf. πέπαισμαι et πέπαιγμαι;
I. faire l’enfant, càd s’amuser, jouer, être enjoué : π. σφαίρῃ OD ou σφαῖραν PLUT jouer à la balle ; ἀστραγάλοις PLUT jouer aux osselets ; παιδιὰν π. πρός τινα AR jouer avec qqn ; τὰ παιδία παίζει ; en gén. se divertir, s’amuser ; particul.
1 danser;
2 chasser;
II. se faire un jeu de :
1 plaisanter, badiner : τοιαῦτα ἔπαιζον σπουδῇ πρὸς ἀλλήλους XÉN voilà ce dont ils devisaient entre eux avec une sereine gravité ; Pass.λόγος πέπαισται HDT la légende a été inventée par plaisir ; τοῦτο δὴ τὸ παιζόμενον PLUT comme on dit en plaisantant;
2 se jouer de, se moquer de : π. εἴς τινα railler qqn, rire de lui ; εἴς τι se moquer de qch.
Étymologie: παῖς.

English (Autenrieth)

(παῖς), ipf. παίζομεν, aor. imp. παίσατε: play (as a child); of dancing, Od. 8.251; a game at ball, Od. 6.100.

English (Slater)

παίζω
   1 play c. intern. acc. οἷα παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν (O. 1.16) ἀναβαὶς δ' εὐθὺς ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν (sc. Bellerophon, mounted on Pegasos) (O. 13.86)

English (Strong)

from παῖς; to sport (as a boy): play.

English (Thayer)

from Homer down; properly, to play like a child; then universally, to play, sport, jest; to give way to hilarity, especially by joking, singing, dancing; so in צִחֵק, as in Sept. for שִׂחַק. (Compare: ἐμπαίζω.)

Greek Monolingual

(ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω)
1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ.
β. «ἔπαιζε δὲ μετ' ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.)
2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β. «παίζειν πρὸς κότταβον», Πλάτ.)
3. χειρίζομαι μουσικό όργανο («παίζει καλά κιθάρα»)
4. ερωτοτροπώ, («εἶδε τὸν Ἰσσαάκ παίζοντα μετὰ Ρεβέκκας τῆς γυναικὸς αὐτοῦ», ΠΔ)
5. αστειεύομαι, χωρατεύω («παίζει πρὸς ἡμᾱς δεσπότης ἢ μαίνεται;», Ευρ.)
6. εμπαίζω, περιπαίζω, κοροϊδεύω
νεοελλ.
1. επιδίδομαι σε κερδοσκοπικά παιχνίδια («παίζει στον ιππόδρομο»)
2. μετέχω σε χαρτοπαίγνιοούτε πίνει, ούτε παίζει»)
3. ασχολούμαι επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με κάποιο ομαδικό άθλημα («αυτή τη χρονιά δεν θα παίξει στην ομάδα, γιατί έχει τραυματιστεί»)
4. (για αθλητική ομάδα) συμμετέχω σε αθλητικό αγώνα («αυτή την Κυριακή η ομάδα θα παίξει στη θεσσαλονίκη»)
5. χειρίζομαι κάτι με ευχέρεια
6. εκτελώ μουσικό κομμάτι
7. (για θίασο) παριστάνω ένα έργο στη σκηνή
8. (για ηθοποιό) υποδύομαι ορισμένο ρόλο ενός θεατρικού έργου («όλοι οι ηθοποιοί έπαιξαν καλά»)
9. (για άψυχο) κινούμαι εδώ κι εκεί, πάλλομαι, ταλαντεύομαι (α. «παίζει το μάτι μου» β. «παίζει το πόδι μου μέσα στο παπούτσι»)
10. καταπιάνομαι με μια εργασία χωρίς σοβαρή διάθεση
11. (κυρίως στην Κρήτη) πυροβολώ («του 'παιξα μια με το πιστόλι»)
12. φρ. α) «τον παίζω στα δάχτυλα» — τον κάνω ό,τι θέλω, τον εξουσιάζω
β) «μού τήν έπαιξε» — μέ εξαπάτησε
γ) «μάς παίζει τον παπά» — προσπαθεί να μάς εξαπατήσει, κάνει πως δεν καταλαβαίνει
δ) «εγώ δεν παίζω» — εγώ δεν αστειεύομαι, μιλώ σοβαρά
ε) «δεν είναι παίξε γέλασε» — δεν πρόκειται για κάτι απλό και εύκολο
στ) «του τίς έπαιξα» — τον έδειρα
ζ) «όχι παίζουμε» — λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος προκαλεί έκπληξη σε κάποιον ο οποίος δυσπιστούσε
η) (για μάθηση, τέχνη κ.λπ.) «το παίζω στα δάχτυλα» — το γνωρίζω πολύ καλά
θ) «παίζω σπουδαίο (ή πρωτεύοντα ή καθοριστικό) ρόλο» — έχω μεγάλη σημασία, είμαι πολύ σημαντικός
ι) «οι τιμές παίζουν» — οι τιμές κυμαίνονται
ια) «παίζω με τις λέξεις» — κάνω λογοπαίγνια ή ταυτολογώ
ιβ) «τά παίζω όλα για όλα» ή «παίζω με τη φωτιά» — διακυβεύω το παν, ριψοκινδυνεύω τα πάντα
ιγ) «παίζω τη ζωή μου» ή «παίζω το κεφάλι μου» — ριψοκινδυνεύω τη ζωή μου
ιδ) «το παίζω... (επιστήμονας, σπουδαίος, μεγάλος κ.λπ.)» — παριστάνω τον....
13. παροιμ. «παίζει ο λύκος με τ' αρνί» — λέγεται για άνιση πάλη
αρχ.
1. χορεύω («ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν», Πίνδ.)
2. χορεύω και τραγουδώ
3. πηγαίνω για κυνήγι
4. (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. και παρακμ. ως ουσ.) τὸ παιζόμενον ή τὸ πεπαιγμένον
αυτό που ειπώθηκε ή έχει ειπωθεί αστεία («τῷ Μενεδήμῳ πεπαιγμένον» — έχει λεχθεί αστεία από τον Μενέδημο, Πλούτ.)
5. φρ. «ὁ λόγος πέπαισται» — έχει λεχθεί χάριν αστεϊσμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός. Το ρ. παίζω εκτός από τον κανονικό του σχηματισμό: ἔπαισα, πέπαισμαι, εμφανίζει και θ. παιγ- / παιχ- με ουρανικό σύμφωνο, αναλογικά προς τον σχηματισμό τών ουρανικόληκτων ρημάτων: παιξοῦμαι, ἔπαιξα, ἐπαίχθην, πέπαιγμαι (πρβλ. παῖγμα, παίγνιον, παίκτης)].

Greek Monotonic

παίζω: Δωρ. παίσδω, μέλ. παιξοῦμαι και παίξομαι, αόρ. αʹ ἔπαιξα, παρακ. πέπαικα, αργότερα πέπαιχα — Παθ., παρακ. πέπαισμαι, αργότερα πέπαιγμαι (παῖς
I. 1. κυρίως, παίζω όπως τα παιδιά, διασκεδάζω, παίζω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.
2. χορεύω, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· ομοίως σε Μέσ., σε Ησίοδ.
3. παίζω παιχνίδι, σφαίρῃ παίζω, παίζω μπάλα, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, παίζω σφαῖραν, σε Πλούτ.
4. παίζω μουσικό όργανο, σε Ομηρ. Ύμν.
II. 1. διασκεδάζω, παίζω, αστειεύομαι, κάνω αστεία, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· παίζω πρός τινα, περιπαίζω κάποιον, τον εμπαίζω, σε Ευρ.· παίζω εἰς τι, λέω αστεία σχετικά με κάποιο πράγμα, σε Πλάτ.· η μτχ. παίζων χρησιμ. απόλ., πάνω στην πλάκα, αστειευόμενος, στον ίδ. — Παθ., ὁ λόγος πέπαισται, ειπώθηκε ως αστείο, σε Ηρόδ.· ταῦτα πεπαίσθω ὑμῖν, αρκετά ειπώθηκαν ως αστεία, σε Πλάτ.
2. με αιτ., παίζω μαζί με, σε Ανθ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

παίζω: дор. παίσδω (fut. παίσομαι - дор. παιξοῦμαι, поздн. παίξομαι и παίξω; aor. ἔπαισα и ἔπαιξα; pf. πέπαικα - Plut. πέπαιχα; adj. verb. παιστέον; pass.: aor. ἐπαίχθην, pf. πέπαισμαι - поздн. πέπαιγμαι)
1) играть, резвиться, забавляться (Νύμφαι παίζουσι Hom.; οἱ παῖδες παίζοντες Her.): π. κατ᾽ ἄλσος Soph. развлекаться в роще, т. е. охотиться;
2) танцевать, плясать (π. τε καὶ χορεύειν Arph.; δῶμα περιστεναχίζετο ποσσὶν ἀνδρῶν παιζόντων τε γυναικῶν Hom.);
3) быть участником игры (во что-л.), играть (τινὰ παιδιὰν π. Plat.): π. σφαίρῃ Hom. или σφαῖραν Plut. играть в мяч; διὰ γραμμῆς π. Plat. играть в перетяжки (каждая из двух групп играющих, разделенных линией, старается перетянуть к себе побольше участников другой группы);
4) муз. играть (на чем-л.) (= ἐγκιθαρίζειν) HH;
5) шутить, подшучивать (π. καὶ χλευάζειν Arph.; π. σπουδῇ πρὸς ἀλλήλους Xen.): π. πρός τινα Plat., Eur.; насмехаться над кем-л.; ὁ λόγος πέπαισται ὑπ᾽ αὐτῶν Ἑλλήνων Her. (этот) рассказ выдуман в шутку самими греками; ταῦτα πεπαίσθω ὑμῖν Plat. полагаю, что это сказано вами в шутку (досл. пусть это будет вашей шуткой); τὸ παιζόμενον или τὸ πεπαιγμένον Plut. в виде шутки.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παίζω [παῖς] Dor. imperf. ἔπαισδον, imperat. παῖσδε, Lac. ptc. gen. plur. παιδδωᾶν; Att. aor. ἔπαισα en ἔπαιξα; aor. pass. ἐπαίχθην;\n perf. πέπαικα en πέπαιχα, med.-pass. πέπαισμαι en πέπαιγμαι;\n fut. παίξω, fut. pass. παιχθήσομαι spelen, zich amuseren:; σφαίρῃ met een bal Od. 6.100; αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων de eeuwigheid is een kind, een spelend kind, dat speelt met zijn pessoi Heraclit. B 52; ἔπαιζε μετ ’ ἄλλων ἡλίκων hij zat met andere leeftijdgenootjes te spelen Hdt. 1.114.1; παίζων κατ ’ ἄλσος zich vermakend in het heilige woud Soph. El. 567; seks.: βούλει διὰ χρόνου πρός με παῖσαι; wil je eindelijk weer eens met me spelen? Aristoph. Pl. 1055; ἵνα παίσωμεν μετ ’ ἐκείνης om ons met haar te amuseren Aristoph. Av. 660. dansen:; πέπαισται μετρίως ἡμῖν er is voldoende door ons gedanst (d.w.z het stuk is uit) Aristoph. Th. 1227; muziek maken:; Πὰν ὁ καλαμόφθογγα παίζων Pan die speelt op zijn rietfluit Aristoph. Ran. 230; zingen. Pind. O. 1.16. schertsen, spotten: pass.:; οὗτος ὁ λόγος ἄλλως πέπαισται dat verhaal is een loos schertsverhaal Hdt. 4.77.2; τοιαῦτ ’ ἔπαιζον σπουδῇ πρὸς ἀλλήλους zo schertsten zij in ernst met elkaar Xen. Cyr. 6.1.6; met acc.:; π. τὰ τῶν ἀνθρώπων πράγματα de spot drijven met het mensdom Luc. 8.20; met πρός of εἰς+ acc.. παίζειν μου εἰς τὰς τρίχας de spot drijven met mijn haren Plat. Phaed. 89b.

Middle Liddell

παῖς
I. properly, to play like a child, to sport, play, Od., Hdt., etc.
2. to dance, Od., Pind.:—so in Mid., Hes.
3. to play [a game, σφαίρηι π. to play at ball, Od.; also, π. σφαῖραν Plut.
4. to play (on an instrument), Hhymn.
II. to sport, play, jest, joke, Hdt., Xen., etc.; π. πρός τινα to make sport of one, mock him, Eur.; π. εἴς τι to jest upon a thing, Plat.: the part. παίζων is used absol. in jest, jestingly, Plat.:—Pass., ὁ λόγος πέπαισται is jocularly told, Hdt.; ταῦτα πεπαίσθω ὑμῖν enough of jest, Plat.
2. c. acc. to play with, Anth., Luc.

Chinese

原文音譯:pa⋯zw 派索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:打擊 相當於: (צָחַק‎) (שָׂחַק‎)
字義溯源:遊戲,跳舞,慶祝,玩耍;源自(παῖς)*=孩童)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 玩耍(1) 林前10:7