ψεύδομαι
Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art
English (LSJ)
A v. ψεύδω B.
Greek (Liddell-Scott)
ψεύδομαι: ἴδε ἐν λ. ψεύδω.
French (Bailly abrégé)
Moy. de ψεύδω;
f. ψεύσομαι, ao. ἐψευσάμην, pf. ἔψευσμαι;
tromper dans son intérêt ou en ce qui vous regarde ; d’où
1 mentir : πρός τινα, dire un mensonge à qqn ; avec un acc. de ch. : ainsi construit ψεύδεσθαι peut se traduire -- soit par « mentir à, manquer à, trahir » : ὅρκια IL mentir à ses serments, violer ses serments ; ξυμμαχίαν THC trahir une alliance ; ἀπειλάς HDT faire mentir des menaces, ne les pas mettre à exécution ; χρήματα XÉN ne pas tenir sa promesse au sujet d’argent à fournir ; Pass. ψευσθεῖσα ὑπόσχεσις THC promesse à laquelle on a manqué ; abs. ψεύδεσθαι EUR manquer à sa parole ; -- soit par « supposer faussement, inventer, imaginer » ; Pass. ἐψευσμέναι ἀγγελίαι THC nouvelles mensongères ; avec un inf. : ἐψεύσατο Νεοπτόλεμος εἶναι PLUT il prétendit faussement être Néoptolème;
2 tromper : τινά, qqn ; τινά τι, qqn en qch.
Étymologie: v. ψεύδω.
English (Autenrieth)
imp. ψεύδεο, fut. ψεύσομαι, aor. part. ψευσάμενος: speak falsely, lie, deceive; ψεύσομαι ἦ ἔτυμον ἐρέω, ‘shall (do) I deceive myself, or?’ Il. 10.534.
English (Slater)
ψεύδομαι
1 lie ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν (O. 13.52)
English (Strong)
middle voice of an apparently primary verb; to utter an untruth or attempt to deceive by falsehood: falsely, lie.
English (Thayer)
1st aorist ἐψευσάμην; (deponent middle of ψεύδω (allied with ψιθυρίζω etc. (Vanicek, p. 1195)) 'to deceive', 'cheat'; hence, properly, to show oneself deceitful, to play false); from Homer down; to lie, to speak deliberate falsehoods: οὐ ψεύδομαι, τινα, to deceive one by a lie, to lie to (Euripides, Aristophanes, Xenophon, Plutarch, others): Winer's Grammar, § 31,5; Buttmann, § 133,1; Green, p. 100f), εἰς τινα, κατά τίνος, against one, L G omit; Tr marginal reading brackets ψευδόμενοι; others connect καθ' ὑμῶν with εἴπωσι and make ψευδόμενοι a simple adjunct of mode (A. V. falsely)); κατά τῆς ἀληθείας, Tdf. makes ψεύδεσθε absolutely; cf. Winer's Grammar, 470 (438) n. 3). (The Sept. for כִּחִשׁ and כִּזֵּב.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α
1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ.
β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ.
γ. «οὐ ψεύσομαι ἀμφὶ Κορίνθῳ», Πίνδ.)
2. (για λογικά επιχειρήματα ή συλλογισμούς) είμαι ψευδής
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) εξαπατώ κάποιον λέγοντας ψέματα (α. «εἴπερ μὴ θεοὶ ψεύσουσί με», Σοφ.
β. «ξυναινέσασα Λοξίαν ἐψευσάμην, Αισχύλ.)
2. (το ενεργ.) ψεύδω
α) (με αιτ. και γεν.) διαψεύδω τις ελπίδες ή τις προσδοκίες κάποιου, τον απογοητεύω (α. «ἔψευσας φρενῶν Πέρσας», Αισχύλ.
β. «ἔψευσάς με ἐλπίδος», Αριστοφ.)
β) (με αιτ. πράγμ.) παρουσιάζω κάτι ως ψευδές («ψεύδοντες οὐδὲν σῆμα τῶν προκειμένων», Σοφ.)
3. (το μέσ.) ψεύδομαι
α) (με απρμφ.) προσποιούμαι ή προφασίζομαι ότι...
β) είμαι επίορκος ή ψευδομάρτυς
γ) παραβαίνω ή αθετώ («ὅρκια πιστὰ ψευσάμενοι», Ομ. Ιλ.)
δ) (για πληροφορία ή ισχυρισμό) είμαι ψευδής ή παραπλανητικός («ἡ τρίτη τῶν ὁδῶν μάλιστα ἔψευσται», Ηρόδ.)
4. (το παθ.) απατώμαι σχετικά με κάτι ή διαψεύδομαι ως προς κάτι (α. «ἐψευσμένοι τῆς τῶν Ἀθηναίων δυνάμεως», Θουκ.
β. «ψεύδομαι τῶν σκοπῶν», Θουκ.)
5. φρ. α) «ψεύδομαι περί τινος» — λέω ψέματα για κάποιο θέμα (Πλάτ.)
β) «ψεύδομαι κατά τινος» — λέω ψέματα εις βάρος κάποιου (Λυσ.)
γ) «ψεύδομαι πρός τινα» — λέω ψέματα σε κάποιον (Ξεν.)
δ) «ἡ ψευσθεῑσα ὑπόσχεσις
υπόσχεση που δεν τηρήθηκε (Θουκ.)
ε) «ὁ ψευδόμενος (λόγος)» — περίφημο σόφισμα, που επινοήθηκε από τον Ευβουλίδη, μαθητή του Ευκλείδου του Μεγαρέως, και σύμφωνα με το οποίο εκείνος που ομολογεί ότι ψεύδεται λέει και αλήθεια και ψέματα (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψεύδω, -ομαι, όπως και το σιγμόληκτο ουδ. ψεῦδος, ανάγονται, κατά την επικρατέστερη άποψη, σε ρίζα pse-u-d- < pe-u-dh < bhe-u-dh-, παρεκτεταμένη μορφή της ΙΕ ρίζας bhes- / bhseu- «φυσώ, φουσκώνω» (πρβλ. αρχ. ινδ. bhastrā- «φυσητήρας»). Εντύπωση, ωστόσο, προκαλεί η χρήση ρίζας με σημ. «φυσώ, φουσκώνω», προκειμένου να δηλωθεί η έννοια του ψέματος, της απάτης. Ο συγκερασμός τών δύο εννοιών πρέπει να βασίζεται —αν γίνει δεκτή η άποψη— σε μεταφορική χρήση της αρχικής σημ. της ρίζας: «φυσώ» > «βγάζω ήχους χωρίς νόημα, σφυρίζω» > «εξαπατώ» (πρβλ. την ομηρ. φρ. ἀνεμώλια βάζειν «το να φλυαρεί κανείς μάταια, να μιλάει στον αέρα»)].
Greek Monotonic
ψεύδομαι: βλ. ψεύδω Β.
Russian (Dvoretsky)
ψεύδομαι: med. и pass. к ψεύδω.
Frisk Etymology German
ψεύδομαι: {pseúdomai}
Forms: Aor. ψεύσασθαι, Fut. ψεύσομαι (alles seit Il.), Pf. ἔψευσμαι (Hdt., att.),
Grammar: v.
Meaning: lügen, auch (att.) belügen, trügen; jünger, bes. in att. Prosa sehr selten Akt. ψεύδω, ψεῦσαι, ψεύσω, auch m. δια-, durch Lüge betrügen, täuschen, irre machen, öfter Pass. Aor. ψευσθῆναι, Pf. ἔψευσμαι, auch m. κατα-, δια-, sich täuschen, betrogen werden (Hdt., att.).
Composita : oft m. Präfix, bes. κατα-,
Derivative: Davon 1. ψεῦδος n. Lüge (seit Il.), als Vorderglied (zur Form Schwyzer 440) unbeschränkt produktiv, z.B. ψευδάγγελος m. Lügenbote, Lügenmelder (O 159; Risch ̨ 76b) mit -ία f. (X., D. C.), -έω (Ph.; unsicher Ar. Av. 1340); ψευδομάρτυς m. der Falsches bezeugt, falscher Zeuge (Pl., Kritias, Arist. usw.; Kretschmer Glotta 11, 110; weitere Lit. bei Bauer Gr.-dt. Wb. s.v.); auch als Hinterglied, z.B. ἀψευδής ohne Lüge, untrüglich (seit Hes.) mit -εια, -έω, -ία; ἐπιψευδής lügenhaft (Δ 235; Leumann Hom. Wörter 136f.). Von ψεῦδος : a) ψευδάρια n. pl. Tit. einer Abh. des Eukleides. b) ψευδής lügenhaft, falsch (Hes. Th. 229 [sicher?], ion. att.), wohl nach ἀληθής (Frisk Kl. Schr. 18 m. Lit.); daneben in derselben Bed. ψεῦδις (Pi.), -ήμων, -αλέος (Nonn.), -άλμιον· ψευδές H. (: φυτάλμιος). — 2. κατά-, διάψευσις f. falscher Bericht, Trug (Str., Stob.), ψευσίστυξ Bein. des Apollon Lügenhasser (AP; Schwyzer 439). 3. ψεῦσμα (κατά-, διά-) n. Lüge, Trug (Pl., hell. u. sp.), καταψευσμός m. ‘Verleum- dung’ (LXX). 4. -της m. Lügner (Ω 261, wohl auch Τ 107, Pi., Hdt., S. usw.), f. -τις (Epigr. Kyrene), -τήρ ib. (Man.), f. -τειρα (Orac. Sibyll.); -τάζω lügen (Tz.). 5. ἄψευστος ‘trug- los, wahrhaft’ (Ph., Plu., AP) mit τέω (Plb.). — Neben den hochstufigen ψεύδομαι, ψεῦδος, ψευδαλέος steht mit regelmäßiger Tiefstufe ψυδρός lügenhaft, falsch (Thgn. 122 [[[varia lectio|v.l.]] ψυδνός, Lyk.) mit Ψυδρεύς m. Monatsname (Kork., IG 9 : 1, 682 IVa) mit Bezug auf Hermes; ebenso ψύδος, pl. ψύδη (EM819, 13, A. Ag. 999 [lyr.]), wofür indessen sonst ψύθος, -η (A. Ag. 478 u. 1089 [lyr.], Kall.Fr. 184; EM) mit ἔψυθεν· ἐψεύσατο H.; vgl. noch ψυθιζομένων· γογγυζόντων, ψυθιστάς· ψιθυριστάς, ψυθῶνες· διάβολοι H. — Näheres über ψεῦδος u. Verw. bei Luther "Wahrheit" und "Lüge" 80ff., 115ff., 133ff.; auch, bes. zur Morphologie, Frisk Kl. Schr. 16 ff. (m. Lit.).
Etymology : Zum tiefstuflgen ψυδρός stimmt arm. sut, o-Stamm, Lüge, lügenhaft (Bugge KZ 32,25f., Osthoff Etym.par. 233f.; zurückhaltend Hübschmann Arm. Gr. 492), was in Anbetracht der vielen lexikalischen Übereinstimmungen zwischen diesen beiden Sprachen kaum Zufall ist. An das hochstufige ψεύδομαι erinnert ein slav. Wort für täuschen in slovak. šudit’, cech. šiditi (Machck Ling. Posn. 5, 70f. nach Mann; weitere, fragliche Kombinationen bei Mann The Slavonic Review 37, 136 f.). Da die Bed. Lüge, lügen gewiß einen euphemistischen Hintergrund hat (etwa faseln, plappern), ist das Wort von Haus aus wahrscheinlich lautnachahmend (Schwyzer 329, Grošelj Živa Ant. 7, 44), was die Herstellung einer strikten Genealogie erschwert. — Vgl. ψιθυρίζω, auch ψύδραξ.
Page 2,1132-1133
Chinese
原文音譯:yeÚdomai 普修多買
詞類次數:動詞(12)
原文字根:(作)假 相當於: (כָּזַב) (שָׁקַר)
字義溯源:撒謊*,說謊,說虛謊,謊話,捏造,欺哄,嘗試以謊言來欺騙,欺騙
同源字:1) (ἀψευδής)誠實的 2) (ψευδάδελφος)假弟兄 3) (ψευδαπόστολος)假使徒 4) (ψευδής)假的 5) (ψευδοδιδάσκαλος)假教師 6) (ψευδολόγος)說謊的 7) (ψεύδομαι)撒謊 8) (ψευδόμαρτυς)假見證 9) (ψευδομαρτυρέω)作假見證 10) (ψευδομαρτυρία)假證詞 11) (ψευδοπροφήτης)假先知 12) (ψεῦδος)虛謊 13) (ψευδόχριστος)假基督 14) (ψευδώνυμος)不真實的稱呼 15) (ψεῦσμα)捏造 16) (ψεύστης)說謊者
出現次數:總共(12);太(1);徒(2);羅(1);林後(1);加(1);西(1);提前(1);來(1);雅(1);約壹(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 說謊(4) 西3:9; 來6:18; 雅3:14; 約壹1:6;
2) 我⋯說謊(2) 林後11:31; 加1:20;
3) 說虛謊(1) 提前2:7;
4) 說謊的(1) 啓3:9;
5) 說謊言(1) 羅9:1;
6) 欺哄(1) 徒5:3;
7) 你所欺哄的(1) 徒5:4;
8) 捏造(1) 太5:11