πραγματικός

Revision as of 20:20, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

English (LSJ)

ή, όν, A fit for action or business, businesslike, statesmanlike, later Greek for πρακτικός, βασιλεύς, ἄνδρες, Plb.7.11.2, 7.12.2, al.; pragmatici homines, men of the world, men of affairs, Cic.Att.2.20.1; wise and prudent men, Vett. Val.17.22; πραγματική, = ἐπιστήμη τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, Andronic. Rhod.p.574 M. Adv. -κῶς Cic.QF2.14.2. 2 Subst. πραγματικός, ὁ, agent, attorney, π. τῆς πόλεως, τοῦ νομοῦ, Inscr.Magn.189 (ii A. D.), PAmh.2.107.15 (ii A. D.), cf. SIG888.101 (Scaptopara, iii A. D.). b Lat.pragmaticus, legal adviser, Cic.de Or.1.45.59, Quint. Inst.12.3.4, Juv.7.123. c civil official, opp.military officer, PTeb.58.18 (ii B. C.), OGI139.7 (Egypt, ii B. C.), 669.21, al. (ibid. i A.D.); civilian, opp. στρατιωτικός, Plb.14.1.13; ἱερόδουλοι καὶ π. τοῦ ἱεροῦ LXX 1 Es.8.22. 3 π. τύπος, νόμος, = Lat. pragmatica sanctio, Just.Nov.7.2.1, Cod.Just.1.3.38.6. II of things, 1 of history, political (including military), Plb.1.2.8, 9.2.4, al., Plu.Galb.2, etc.; π. ἀποφάσεις political utterances, Plb.32.2.7. 2 of speech or action, able, prudent, statesmanlike, ἔργον, λόγοι, Id.3.116.7, 36.5.1; τρόπος Id.23.5.5; ὥστε μὴ ὑποπτεῦσαί τι περὶ αὐτοῦ πραγματικόν anything machiavellian, Id.30.27.2, cf.30.19.11. Adv.-κῶς Id.2.13.1, al.; by statecraft, Id.31.10.6. III relating to subject-matter, opp. style, ὁ π. τόπος, opp. ὁ λεκτικός, D.H.Comp.1: Sup., -ωτάτη εὕρεσις Hermog. Inv.1.1. 2 relating to fact, θεωρήματα, ζήτησις, Epicur.Nat.28 Fr.4 (p.5 V.), Demetr.Lac.Herc.1014.62; πίστις Syrian.in Hermog. ip.57 R. (v.l.): -κή, ἡ, deliberation on matter of fact or on action, ib.iip.161 R.; π.ἔγγραφος, ἄγραφος, ib.p.162 R. b material (opp. formal, verbal), διαφωνία Simp. in Cael.640.28. Adv. -κῶς, ζητεῖν Phld.Rh.2.238 S., cf. Plu.2.960b; διαφέρεσθαι ib.1113c; τὸ π. ἀπορούμενον difficulty arising from facts (opp. verbal), Simp.in Ph.1289.35: Sup., ἐν τοῖς Στωικοῖς - ώτατα φιλοσοφῆσαι Porph.Abst.4.8: opp. ψυχικῶς, στοιχειακῶς, Anon.in Westermann Mythogr.p.328. IV πραγματικόν, τό, in Magic, effective spell, PMag.Par.1.2432. V troublesome, formidable, of a citadel, Plb.4.70.10; λίαν δυσάλωτος καὶ π. πόλις Beros. ap. J.Ap.1.20; of an attack, Plb.5.5.4; ἀήττητα καὶ π. πλήθη Id.1.35.5.

German (Pape)

[Seite 693] geschäftig, ὁ πραγματικός, in Geschäften erfahren, Geschäftsmann, bes. bei Sp. Rechtsgelehrter, Anwalt, Quint. 3, 6, 58. 12, 3, 4; der den Rednern u. Sachwaltern die Rechtsgründe an die Hand gab, auf welche sie ihre Reden gründeten, Cic. de orat. 1, 45, überh. sachkundig, erfahren, ad Att. 2, 20; öffentliche, Staatsgeschäfte betreibend, Pol. 7, 12, 2 u. öfter; bes. in Staatsgeschäften erfahren, εἰ βασιλέως πραγματικοῦ φρένας ἔχεις, 7, 11, 2; aber auch die römische Legion nennt er ἀήττητα καὶ πραγματικὰ πλήθη, 1, 35, 5. Er vrbdt auch ὁ πραγματικὸς τρόπος τῆς ἱστορίας, 9, 2, 4, wie ὁ τῆς πραγματικῆς ἱστορίας τρόπος, 1, 2, 8, u. bezeichnet. seine Geschichte als eine pragmatische, im Ggstz der Geschichte der fabelhaften u. Heroenzeit (vgl. Plut. Galb. 2); auch = thatkräftig, Etwas auszurichten im Stande, ἐπίθεσις, 5, 5, 4, λόγοι ἀνδρώδεις καὶ πραγματικοί, 36, 3, 1, u. öfter; auch das adv. braucht er häufig, geschickt, kundig, kräftig, λογίζεσθαι, διανοεῖσθαι, 3, 80, 5. 4, 50, 11, καὶ νουνεχῶς, 2, 13, 1.

Greek (Liddell-Scott)

πραγμᾰτικός: -ή, -όν, (πράγμα) ὁ ἐπιτήδειος εἰς ἐνέργειαν ἢ ἀσχολίαν ἐνεργητικός, δραστήριος, ἐν χρήσει ἐν τῇ μεταγενεστ. Ἑλλην. ἀντὶ τοῦ πρακτικός, μάλιστα ἐπὶ ἀνθρώπων ἐμπείρων τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, Πολύβ. 7. 11, 2., 7. 12, 2, κ. ἀλλ., πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4897C, 7· οἱ πρ., ἀντίθετον τῷ οἱ στρατιωτικοὶ ὁ αὐτ. 14. 4, 13, πρβλ. 24. 5, 5, Κικ, πρ. Ἀττ. 2. 20· ― ἐνίοτε ὡσαύτως ἐπὶ στρατιωτῶν καὶ τῶν ὁμοίων, ἄνδρες ἐνεργητικοί, Πολύβ. 1. 35, 5, πρβλ. 7. 11, 2· ― ἐντεῦθεν ἡ νομικὴ φράσις pragmatica sanctio ἢ jussio, αὐτοκρατορικὸν διάταγμα ἐπὶ δημοσίων ὑποθέσεων, Κῶδ. Ἰουστ., κτλ. 2) παρὰ τοῖς Ρωμ. συγγραφεῦσι pragmaticus ἐκαλεῖτο ὁ ὑποβάλλων ἐπιχειρήματα εἰς τοὺς ῥήτορας καὶ δικηγόρους, ὁ διευθύνων δίκας κτλ., Cic de Orat. 1. 45, 59, Ἰουβεν. 7. 123, Quintil 12. 3, 4. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, 1) ἐπὶ ἱστορίας, συστηματικὴ ἔκθεσις τῶν γεγονότων, Πολύβ. 1. 2. 8, κτλ.· πρβλ. πραγματεία ΙΙΙ. 2) ἰσχυρός, ἐπὶ φρουρίου, ὁ αὐτ. 4. 70, 10. 3) ἐπὶ λόγου, ὁμιλίας, διαγωγῆς, κτλ., ἱκανός, φρόνιμος, ὁ αὐτ. 3. 116, 7., 36. 3, 1, κτλ.· ― οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. 2. 13, 1, κτλ. ΙΙΙ. ὁ ἀναφερόμενος εἰς πραγματικὰ πράγματα, ὁ πρ. τόπος κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὁ λεκτικός, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 1· ― οὕτως ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθετον τῷ ψυχικῶς, Script. Myth. σ. 328 Westerm.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 propre au maniement des affaires, prudent, avisé ; particul. habile politique;
2 qui concerne les affaires politiques.
Étymologie: πρᾶγμα.

Spanish

fórmula mágica

Greek Monolingual

-ή, -ό / πραγματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πρᾱγμα, -ατος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματικότητα, που συμφωνεί με την πραγματικότητα
2. αυτός που υπάρχει πραγματικά, ο αληθινός, ο αντικειμενικός («πραγματική ιστορία»)
νεοελλ.
1. (νομ.) αυτός που αναφέρεται ή ανήκει ή υπάγεται σε περιουσιακό αντικείμενο, δηλαδή σε εμπράγματη σχέση δικαίου ή σε εμπράγματο δικαίωμα (α. «πραγματική δουλεία» — η δουλεία που βαρύνει ορισμένο ακίνητο
β. «πραγματικό δίκαιο» — το καλούμενο εμπράγματο δίκαιο)
2. το θηλ. ως ουσ. η πραγματική
(λογ.) τομέας της μεταλογικής ή γενικής σημειωτικής στον οποίο εξετάζονται οι σχέσεις μεταξύ γλωσσικών σημείων και του ανθρώπου που τά χρησιμοποιεί
3. φρ. α) «πραγματικοί αριθμοί»
μαθημ. συνοπτική ονομασία τών θετικών και τών αρνητικών αριθμών, καθώς και του μηδενός, οι οποίοι υποδιαιρούνται σε ρητούς και άρρητους και ονομάστηκαν έτσι σε αντιδιαστολή προς τους φανταστικούς αριθμούς, δηλαδή τους μιγαδικούς ή τους υπερμιγαδικούς
β) «πραγματικό είδωλο» — το είδωλο που σχηματίζεται με την εστίαση τών φωτεινών ακτίνων που προέρχονται κατευθείαν από το πραγματικό αντικείμενο, σε αντιδιαστολή προς το φανταστικό είδωλο, που σχηματίζεται έμμεσα από την προέκταση τών ακτίνων αυτών πίσω από την ανακλώσα επιφάνεια
νεοελλ.-μσν.
φρ. «πραγματική κύρωση»
(νομ.) ονομασία τών διαταγμάτων για τη ρύθμιση θεμελιωδών θεμάτων της πολιτείας, όπως τών σχέσεων της με την Εκκλησία, προβλημάτων διαδοχής, ζητημάτων φορολογίας, οργάνωσης της διοίκησης, ιδιοκτησίας κ.ά.
αρχ.
1. ικανός, επιτήδειος, πρακτικός
2. ενεργητικός, δραστήριος («εἰ δὲ βασιλέως πραγματικοῦ τηρεῖν αὐτήν», Πολύθ.)
3. συνετός, μυαλωμένος, σώφρονος
4. πολιτικός («πέφυκε τοῖς φιλομαθοῦσιν ὁ τῆς πραγματικῆς ἱστορίας τρόπος», Πολύβ.)
5. υλικός, σε αντιδιαστολή με τον προφορικό
6. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα γεγονός που έχει συμβεί
7. αποτελεσματικός, δραστικός
8. (για τόπο) οχυρωμένος από τη φύσηδυσάλωτος καὶ πραγματικὴ πόλις», Ιώσ.)
9. (για επίθεση) ορμητικός, ακάθεκτος («αἰφνίδιον καὶ πραγματικήν... συνίστασαν τὴν... ἐπίθεσιν», Πολύβ.)
10. υλικός
11. το αρσ. ως ουσ.πραγματικός
α) αντιπρόσωπος, πληρεξούσιος, επίτροπος («πραγματικὸς τῆς πόλεως», επιγρ.)
β) νομικός σύμβουλος ρητόρων και δικηγόρων
γ) πολιτικός υπάλληλος
δ) πολίτης, ιδιώτης («ἱερόδουλοι καὶ πραγματικοὶ τοῦ ἱεροῦ», ΠΔ)
12. το θηλ. ως ουσ. ἡ πραγματική
α) επιστήμη τών ανθρώπινων πραγμάτων
β) συζήτηση για ένα γεγονός ή ζήτημα
13. το ουδ. ως ουσ. τὸ πραγματικόν
(για μαγεία) αποτελεσματική επωδός.
επίρρ...
πραγματικά / πραγματικῶς, ΝΜΑ
ουσιαστικά
νεοελλ.
πράγματι, όντως, αληθινά
αρχ.
1. ενεργητικά, με δραστηριότητα
2. συνετά, φρόνιμα («νουνεχῶς καὶ πραγματικῶς χειρίζων τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν», Πολύβ.)
3. από πολιτική ικανότητα.

Greek Monotonic

πραγμᾰτικός: -ή, -όν (πρᾶγμα),
I. 1. κατάλληλος για ασχολία, ενεργητικός, δραστήριος, οἱ πραγματικοί, οι άνθρωποι της δράσης, σε Πολύβ.
2. στους Ρωμαίους συγγραφείς, pragmaticus ήταν ένα είδος πληρεξούσιου δικηγόρου, σε Κικ.
II. λέγεται για την ιστορία, συστηματικός, σε Πολύβ.· λέγεται για ομιλία, διαγωγή κ.λπ.· ικανός, φρόνιμος, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πραγμᾰτικός:
1) сведущий в государственных делах, политически опытный (βασιλεύς Polyb.);
2) дельный, т. е. боевой (πλήθη Polyb.);
3) укрепленный, крепкий (τάξις Polyb.);
4) сильный, энергичный (αἰφνίδιος καὶ πραγματικὴ ἐπίθεσις Polyb.);
5) деловой, разумный (λόγος Polyb.);
6) основанный на фактах, прагматический (τρόπος τῆς ἱστορίας и ἱστορία Polyb.).
II
1) опытный государственный деятель, искусный политик Polyb.;
2) законовед, поверенный, адвокат Cic., Juv.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πραγματικός -ή -όν [πραγματεύομαι] efficiënt. Plut. Lyc. 21.1. politiek:. πραγματικὴ ἱστορία politieke geschiedenis Plut. Galb. 2.5.

Middle Liddell

πρᾶγμα
I. fit for business, active, business-like; οἱ πραγματικοί men of action, Polyb.
2. in Roman writers, pragmaticus was a kind of attorney, Cic.
II. of history, systematic, Polyb.: of a speech, conduct, etc., able, prudent, Polyb.:—adv. -κῶς, Polyb.