ὥσπερ

From LSJ
Revision as of 08:30, 21 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ".[[" to ". [[")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὥσπερ Medium diacritics: ὥσπερ Low diacritics: ώσπερ Capitals: ΩΣΠΕΡ
Transliteration A: hṓsper Transliteration B: hōsper Transliteration C: osper Beta Code: w(/sper

English (LSJ)

or ὥς περ, Adv. of Manner, A like as, even as, ζῆν ὥ. ἤδη ζῇς S.Ph.1396; ἐσῴζετ' ἂν... ὥ. οὐχὶ σῴζεται Id.El.994; but the Verb is more often left to be supplied, οὔ τι κατακρύπτουσιν... ὥ. Κύκλωπες Od.7.206, cf. 2.333, Il.4.263, 14.50; ἔξεστί θ', ὥ. Ἡγέλοχος, ἡμῖν λέγειν . . Ar.Ra.303; τεταγμένοι ὥ. ἔμελλον Th.4.93; τοῖς ἠτυχηκόσιν ὥ. ἐγώ D.45.1; Hom. freq. puts a word between ὡς and περ, e.g. ὡς σύ περ αὐτή, ὡς τὸ πάρος περ, ὡς ἔσεταί περ Od.19.385, Il.5.806, 1.211; as for instance, ὅταν χορὸς . . γίγνηται, ὥ. <ὁ> εἰς Ηλον πεμπόμενος X.Mem.3.3.12; ὥσπερ differs from ὡς in Hom., in that it seldom has an antecedent expressed, as in Il.24.487, τηλίκου ὥ. ἐγών; also in Hes.Th.402, ὣς δ' αὔτως... ὥ. ὑπέστη; but in Trag. and Att. . is very freq. after demonstr. words; before οὕτως, Meliss.3, Ar.Av.188; after it, S.Tr.475, etc.; ὥ. καὶ... οὕτω καὶ . . X.Cyr.7.5.75, cf. Pl.R.354b; ὥ... ὧδε . . S.OT276; τοιοῦτος ὥ. Pl.Prt.327d; αὐτοῦ ὥ. εἶχον just as they were, then and there, Hdt. 2.121. δ, cf. S.Ant.1235; εὐθὺς ὥ. εἶχεν X.An.4.1.19; εὐθὺς ὥ. ἔτυχε Id.HG3.1.19; τὰν τράπεζαν κάτθετε ὥ. ἔχει Sophr. in PSI11.1214a2; καὶ τὸν δαελὸν σβῆτε ὥ. ἔχει on the spot, ib.14: c. gen., ὥ. ἔχει δόξης Pl.R.612d: strengthened, ὥ. γε just exactly as, Ar.Nu.673; ὥ. καί even as, ὡς καὶ ἐγώ περ Il.6.477; ὥ. καὶ ἄλλο τι Th.1.142, etc.: . also follows ἴσος, in Od.20.282, μοῖραν . . ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον, cf. S.El.533; so after ὁ αὐτός, Pl.Phd.86a, D.9.33; after ὅμοιος, ὅμοιος ἀτμὸς ὥ. ἐκ τάφου πρέπει A.Ag.1311, cf. Th.4.34. 2 ὥσπερ ἄν c. subj., v. infr.III; c. opt., ὥσπερ ἄν τις . . λέγοι Pl.Phd. 87b, cf. X.HG3.1.14; cf. ὡσπερεί ΙΙ. II to limit or modify an assertion or apologize for a metaphor, as it were, so to speak, ὥ. ἀκονιτί Th.4.73; τὸν ἐγκέφαλον ὥ. σεσεῖσθαί μοι δοκεῖς Ar.Nu. 1276, cf. Pax234; ἅμα μὲν . . ὥ. ὑπεφθόνει X.Cyr.4.1.13, cf. Pl.Phdr. 270d, Cra.384c; in later Gk. sometimes after the word to which it refers, ἐσφιγμένον ὥ. Porph.Chr.26; βάθρον ὥ. Sch.Pi.O.8.33; στέφανος ὥ. τῶν πόλεων τὰ τείχη ib.42: freq. with parts., ὥ. ἐγγελῶσα S.El. 277; ὥ. ἐντεταμένου τοῦ σώματος Pl.Phd.86b; ὥ. τι τῶν ἄλλων εὐλόγως πεποιηκότες as if they had done, Lys.12.7; ὥ. ἐξόν as if it were in our power, X.An.3.1.14; σιωπῇ ἐδείπνουν, ὥ. τοῦτο ἐπιτεταγμένον αὐτοῖς Id.Smp.1.11, cf. Mem.2.3.3; with a change of construction, ὥ. τὸν ἀριθμὸν τοῦτον ἔχοντα ἀνάγκην... καὶ οὔτε . . οἷόν τε εἴη γενέσθαι Id.HG2.3.19; τὴν ὥ. ἐπὶ τοῦ δίφρου ἕδραν a seat like that used in the chariot, Id.Eq.7.5. III rarely of time, 1 ὥσπερ ἄν = ἕως ἄν, so long as, or however long (cf. ὡς Ad. 2), ὥσπερ ἂν ζῶ S.OC1361 (sed leg. ἕωσπερ). 2 as soon as, Ar.Pax24. IV after a Comp. (cf. ὡς Ab. 1.4); οὐ μείους ὥ. χίλιοι Xenoph.3.4; ἧττον . . ὥ. X.HG2.3.16.—Cf. ὡσπερεί, ὥσπερ οὖν.

Greek (Liddell-Scott)

ὥσπερ: ἢ ὥς περ, ἐπίρρ., τρόπου, ὡς, καθώς, ζῇν ὥσπερ ἤδη ζῇς Σοφ. Φιλ. 1396· ἐσώζετ’ ἂν ..., ὥσπερ οὐχὶ σώζεται αὐτόθι 994· ἀλλὰ τὸ ῥῆμα συνηθέστερον παραλείπεται ἐννοούμενον εὐκόλως, οὔ τι κατακρύπτουσιν ..., ὥσπερ Κύκλωπες Ὀδ. Η. 206, πρβλ. Β. 333, Ἰλ. Δ. 263, Ξ. 50· ἔξεστι δ’, ὥσπερ Ἡγέλοχος, ἡμῖν λέγειν .. Ἀριστοφ. Βάτρ. 303· τεταγμένοι ὥσπερ ἔμελλον Θουκ. 4. 93· τοῖς ἠτυχηκόσιν ὥσπερ ἐγὼ Δημ. 1101. 6· ὁ Ὅμ. συχνάκις παρεμβάλλει λέξιν τινὰ μεταξὺ τοῦ ὡς καὶ τοῦ περ, π. χ. ὡς σὺ περ αὐτή, ὡς τοπάρος περ, ὡς ἔσεταί περ Ὀδ. Τ. 885, Ἰλ. Ε. 806, Α. 211· - ὡς παραδείγματος χάριν, ὅταν χορὸς ... γίγνηται, ὥσπερ ὁ εἰς Δῆλον πεμπόμενος Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 12. - Τὸ ὥσπερ διαφέρει τοῦ ὡς παρ’ Ὁμήρ., καθ’ ὄσον σπανίως ἔχει προηγούμενόν τι ῥητῶς ἐκπεφρασμένον ὡς ἐν Ὀδ. Τ. 312, ὧδ., ὀΐεται, ὡς ἔσεταί περ· ἐν Ἰλ. Ω. 487, τηλίκου ὥσπερ ἐγών· ἢ ἐν Ἡσ. Θ. 402, ὥς δ’ αὔτως..., ὥσπερ ὑπέστη· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. τὸ ὥσπερ εἶναι συνηθέστατον μετὰ δεικτικά· πρὸ τοῦ οὕτως, Ἀριστοφ. Ὄρν. 188· μετ’ αὐτό, Σοφ. Τραχ. 475, κλπ.· ὥσπερ καί ..., οὕτω καὶ .. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 75, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 354Β· ὥσπερ ..., ὦδε ..., Σοφ. Ο. Τ. 276· τοιοῦτος ὥσπερ Πλάτ. Πρωτ. 327D· - αὐτοῦ ὥσπερ εἶχον, καθὼς ἦσαν, Ἡρόδ. 2. 121, 4, πρβλ. Σοφ. Ἀντιγ. 1235· εὐθὺς ὥσπερ εἶχεν Ξεν. Ἀν. 4. 1, 19· εὐθὺς ὥσπερ ἔτυχε ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 3. 1, 19· - μετὰ γεν., ὥσπερ ἔχει δόξης Πλάτ. Πολ. 612D· - ἐπιτεταμένον, ὥσπερ γε, ἀκριβῶς καθώς, Ἀριστοφ. Νεφ. 673· - ὥσπερ καί, καθὼς καί, ὡς καὶ ἐγώ περ Ἰλ. Ζ. 477· ὥσπερ καὶ ἄλλο Θουκ. 1. 142· κλπ.· - ὥσπερ ὡσαύτως ἀκολουθεῖ μετὰ τὸ ἴσος, ὡς τὸ καὶ ἐν Ὀδ. Υ. 281, μοῖραν ... ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 532· οὕτω μετὰ τὸ ὁ αὐτός, Πλάτ. Φαίδ. 86Α, Δημ. 119. 25· μετὰ τὰς λ. ὅμοιος, ὁμοίως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1311, Θουκ. 4. 34. 2) ὥσπερ ἂν μετὰ ὑποτακτ., ἴδε κατωτ. ΙΙΙ· μετὰ εὐκτ. ὥσπερ ἄν τις... λέγοι, ἔνθα ἠδύνατο νὰ τεθῇ ὡσπερανεὶ Πλάτ. Φαίδ. 87Β, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 14. ΙΙ. περιορίζει ἢ τροποποιεῖ ἰσχυρισμόν τινα ὡς τὸ ὡσπερεί, οἱονεί, ὡς ἐάν, Λατ. tanquam, ὥσπερ ἀκονιτὶ Θουκυδ. 4. 73· τὸν ἐγκέφαλον ὥσπερ σεσεῖσθαί μοι δοκεῖς Ἀριστοφάν. Νεφ. 1276, πρβλ. Εἰρ. 234· ἅμα μὲν ... ὥσπερ ὑπεφθόνει Ξεν. Κύρ. 4. 1, 13, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 270Ε, Φαίδων 88Ε, Κρατύλ. 384C· - καὶ συχνάκις μετὰ μετοχῆς ἐν ἀπολύτῳ χρήσει, ὥσπερ ἐγγελῶσα Σοφ. Ἠλ. 277· ὥσπερ ἐντεταμένου τοῦ σώματος Πλάτ. Φαίδων 86Β· ὥσπερ ἐξόν, ὡς ἐὰν ἦτο εἰς τὴν ἐξουσίαν μας, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 14· σιωπῇ ἐδείπνουν, ὥσπερ τοῦτο ἐπιτεταγμένον αὐτοῖς (ἀντὶ ὥσπερ εἰ τοῦτο ἐπιτεταγμένον αὐτοῖς εἴη) Ξεν. Συμπ. 1, 11, πρβλ. Ἀπομν. 2. 3, 3· οὕτω κατὰ τὴν μεταβολὴν συντάξεως, ὥσπερ τὸν ἀριθμὸν τοῦτον ἔχοντα ἀνάγκην ..., καὶ οὔτε ... οἷόν τε εἴη γενέσθαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 19· - τὴν ὥσπερ ἐπὶ τοῦ δίφρου ἕδραν, κάθισμα ὡς τὸ ἐπὶ τοῦ δίφρου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 7, 5. ΙΙΙ. σπανίως ἐπὶ χρόνου. 1) ὥσπερ ἂν = ἕως ἄν, ἐφ’ ὅσον, ἢν ἐν ὅσω, (πρβλ. ὡς Β. V. 2), ὥσπερ ὰν ζῶ Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1361 (ἔνθα ἕτεροι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς σημαῖνον καθ’ οἱονδήποτε τρόπον). 2) εὐθὺς ὡς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 24. IV. μετὰ συγκριτικὸν (πρβλ. ὡς Β. ΙΙΙ. 2), Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 16. - Πρβλ. ὡσπερεί, ὥσπερ, οὖν.

French (Bailly abrégé)

adv. et conj.
A. adv. comme, de même que ; marque :
I. une comparaison :
1 comme, de même que : ζῆν ὥσπερ ἤδη ζῇς SOPH vivre comme tu vis déjà ; avec un corrélat. : τηλίκου ὥσπερ ἐγών IL du même âge que moi ; ὥσπερ…, ὧδε SOPH de même que…, de même ; ὥσπερ καὶ…, οὕτω καί XÉN de même que aussi…, de même aussi ; ὥσπερ ἂν εἴ τις ἀσπάζοιτο XÉN comme l'aurait embrassé qqn (qui l'aurait connu depuis longtemps), litt. comme qqn l'aurait embrassé, si, etc.
2 que après un Cp.
II. un état :
1 dans l'état où, de la façon que : ὥσπερ ἄν τις λέγοι PLAT comme on pourrait dire;
2 en tant que, parce que ; avec l'inf. ὥσπερ εἰπεῖν LUC comme pour dire;
III. ὥσπερ ἄν avec le sbj. pour exprimer une idée de temps :
1 tant que : ὥσπερ ἂν ζῶ SOPH aussi longtemps que je vivrai, selon d’autres, de qqe façon que je vive;
2 aussitôt, aussitôt que;
IV. une explication, un témoignage, une preuve : comme, par exemple : ὅταν χορὸς γίγνηται, ὥσπερεἰς Δῆλον πεμπομένος XÉN lorsqu’on forme un chœur, comme par exemple celui qu’on envoie à Délos;
V. en quelque façon, à peu près : ὥσπερ ἀκονιτί THC pour ainsi dire sans effort;
VI. comme si, avec un part. : ὥσπερ ἐγγελῶσα τοῖς ποιουμένοις SOPH comme s'applaudissant de ce qu’elle avait fait ; particul. avec un part. abs. ὥσπερ ἐξόν XÉN comme si cela était en notre pouvoir;
B. conj. afin que, pour que : φάλεγγα ἔχοντες, ὥσπερ ἰσχυρότεροι ἂν εἴητε XÉN ayant une troupe rangée, pour que vous soyez plus forts.
Étymologie: ὡς, περ.

English (Autenrieth)

(ὥς περ): just as, even as; often separated by an intervening <<>*<>>ord, ὡς ἔσεταί περ, Il. 1.211.

English (Slater)

ὥσπερ
   1 just as
   a c. ind. “τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός” (I. 6.47)
   b c. subs. τόθι λύτρον συμφορᾶς Τλαπολέμῳ ὥσπερ θεῷ πομπὰ καὶ κρίσις (in formula sacrali, Schr.) (O. 7.79) ἐξίει δ' ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ ἱστίον ἀνεμόεν (ὥστε codd. plerique) (P. 1.91)

English (Strong)

from ὡς and περ; just as, i.e. exactly like: (even, like) as.

English (Thayer)

(cf. Tdf. Proleg., p. 110); from ὡς and the enclitic particle περ, which, "in its usual way, augments and brings out the force of ὡς Klotz ad Devar. 2:2, p. 768; see περ), adverb (from Homer down), just as, even as;
a. in a protasis with a finite verb, and followed by οὕτως or οὕτως καί in the apodosis (cf. Winer's Grammar, §§ 53,5; 60,5): L T Tr (cf. ὡς at the beginning) WH ὡς); L T Tr WH ὡς); L T Tr WH ὡς); ὥσπερ ... ἵνα καί (cf. Winer's Grammar, § 43,5a.; Buttmann, 241 (208); cf. ἵνα, II:4b.)), εὐλογίαν ... ἑτοίμην εἶναι (cf. Winer's Grammar, § 44,1c.) οὕτως ὡς ἐυλογινα καί μή ὥσπερ etc. 'that your bounty might so be ready as a matter of bounty and not as if' etc. reads ὥσπερ, and even so the example does not strictly belong under this entry); the apodosis which should have been introduced by οὕτως is lacking (Winer's Grammar, § 64,7b.; p. 569 (530); cf. Buttmann, § 151,12,23g.): πάντες ἥμαρτον, prevented him from adding the apodosis, which had it corresponded accurately to the terms of the protasis would have run as follows: οὕτω καί δἰ ἑνός ἀνθρώπου ἡ δικαιοσύνη εἰς τόν κόσμον εἰσῆλθε καί διά τῆς δικαιοσύνης ἡ ζωή. Καί οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ἡ ζωή διελεύσεται, ἐφ' ᾧ πάντες δικαιωθήσονται; this thought he unfolds in verse 15ff in another form); ὡς, I:4c.)).
b. it stands in close relation to what precedes: L T Tr WH ὡς); L T Tr WH ὡς), L T Tr WH ὡς); ὥσπερ γέγραπται, L T Tr WH; εἰμί ὥσπερ τίς, to be of one's sort or class (not quite identical in meaning with ὡς or ὡσεί τίς, to be like one (cf. Bengel at the passage)), L Tr WH marginal reading ὡς); γίνομαι, ἦχος, but rather as the genitive absolute: just as when a mighty wind blows, i. e. just as a sound is made when a mighty wind blows (R. V. as of the rushing of a mighty wind)); ἔστω σοι ὧπερἐθνικός κτλ., let him be regarded by thee as belonging to the number of etc. Matthew 18:17.

Russian (Dvoretsky)

ὥσπερ: (иногда in tmesi)
1) как (и): ὥ. ἐγώ Dem., ὡς καὶ ἐγώ περ Hom. как и я, подобно мне; ὥ. γάμμα Xen. наподобие буквы Γ; ὁμοίως, ὥ. ἄν … Plat. совершенно так же, как если бы …;
2) как например: ὥ. ἂν εἴ τίς με ἔροιτο Plat., как если бы, например, кто-л. меня спросил;
3) как (если) бы, словно: ὥ. τοῦτο ἐπιτεταγμένον αὐτοῖς Xen. словно им отдан был такой приказ; ὥ. ἀκονιτί Thuc. без всякого, так сказать, усилия;
4) (с ἄν) как только, только лишь Arph.;
5) так что, вследствие чего (φάλαγγα ἔχοντες, ὥ. ἂν ἰσχυρότατοι εἴητε Xen.).

Middle Liddell


I. just as if, even as, Lat. quasi, tanquam, ὥσπερ εἰ παρεστάτεις Aesch., ὥσπερ τις μηδὲν διδοίη Soph.
II. ὥσπερ ἂν εἰ or ὡσπερανεί (which properly is elliptical for ὥσπερ ἂν ἦν, εἰ . .), Plat.

Chinese

原文音譯:ésper 何士-胚而
詞類次數:副詞(42)
原文字根:正如-即使
字義溯源:正如,就如,有如,如同,像,好像,好像⋯一樣,正如⋯一樣,如同⋯一樣,好比,如,有如,如此,如何,怎樣;由(ὡς / ὡσάν)*=好像)與(περ)=多,果然)組成;其中 (περ)出自(πέραν)=那邊),而 (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。參讀 (καθάπερ / καθώσπερ)同義字
出現次數:總共(37);太(11);路(2);約(2);徒(3);羅(6);林前(5);林後(1);加(1);帖前(1);來(3);雅(1);啓(1)
譯字彙編
1) 就如(6) 羅5:12; 羅5:19; 羅5:21; 林前8:5; 林前11:12; 林前15:22;
2) 正如(5) 太12:40; 太20:28; 太24:37; 約5:26; 羅11:30;
3) 像(5) 太6:2; 太6:7; 路18:11; 來7:27; 來9:25;
4) 怎樣(4) 太13:40; 約5:21; 羅6:19; 林前16:1;
5) 好像(4) 太24:38; 路17:24; 徒2:2; 啓10:3;
6) 有如(2) 太24:27; 羅6:4;
7) 正如⋯一樣(2) 徒11:15; 來4:10;
8) 如(2) 林前10:7; 雅2:26;
9) 好比(1) 太25:14;
10) 如同⋯一樣(1) 帖前5:3;
11) 好像⋯一樣(1) 太25:32;
12) 像⋯一樣(1) 太18:17;
13) 就如在(1) 林後8:7;
14) 如何(1) 加4:29;
15) 如此(1) 徒3:17

English (Woodhouse)

as, even as, in the way in which, of comparison

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)