μάρτυς
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
English (LSJ)
ὁ, ἡ, Cret., Epid. μαῖτυς Leg.Gort.1.13, al., IG42(1).42, Cret. also μαίτυρς GDI4998 v ii; gen. μάρτῠρος, acc. μάρτῠρα Hes.Op. 371, etc., formed from μάρτυρ (q.v.), exc. acc.
A μάρτῠν Simon. 84. 4, Men. 1034, Plu. 2.49a; dat. pl. μάρτῠσι (but μάρτυρσι prob. in Hippon. 51):—witness (not in Hom.), Hes. l.c., h.Merc.372, Thgn. 1226, etc.; ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεύς Pi.P.4.167, cf. A.Eu.664; ἁμέραι δ' ἐπίλοιποι μ. σοφώτατοι Pi.O.1.34; τούτων μάρτυρας καλῶ θεούς S. Tr.1248, cf. E.Ph.491; μάρτυρα θέσθαι τινά Id.Supp.261; μ. θεοὺς ποιεῖσθαι Th.4.87, etc.; μάρτυρι χρῆσθαί τινι Arist.Rh.1375b30; μάρτυρας παρέχεσθαι = produce witnesses, Pl.Grg.471e, cf. D.27.51, etc.; μάρτυρες παρίστανται X.Cyr.1.6.16; μάρτυρα παράγεσθαι, μάρτυρας ἐπάγεσθαι, Pl.Lg.836c, R.364c; δικάζει ταῦτα μαρτύρων ὅπο A.Supp. 934; μαρτύρων ἐναντίον Antipho 1.28, Ar.Ec.448; ἐν μάρτυσι Pl.Smp. 175e; τί δεῖται μάρτυρος; Id.R.340a.
II martyr, Apoc.2.13, etc.
III Astrol., in aspect, μάρτυρες ἀλλήλων Man. 4.451. (Cf. μάρτυρ, μάρτυρος.)
German (Pape)
[Seite 97] υρος, ὁ, dat. plur. μάρτυσι, acc. sing. μάρτυρα, doch wird μάρτυν aus Men. bei Phot. angeführt, Sp. haben auch den nom. μάρτυρ, Zeuge, Zeuginn, Hes. O. 373; H. h. Merc. 372, μάρτυς ἔστω Ζεύς, Pind. P. 4, 167, öfter; ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας, von den Säulen des Herakles, N. 3, 22; Tragg., ὡς ἂν παρῇ μοι μάρτυς ἐν δίκῃ ποτέ, Aesch. Ch. 981; μάρτυς ἐν λόγοις, Soph. Phil. 319; πολλῶν παρόντων μαρτύρων, Trach. 351; τούτων μάρτυρας καλῶ θεούς, Eur. Troad. 1238; μαρτύρων ἐναντίον, Ar. Eccl. 448, vor Zeugen; sehr gew. in Prosa, τί δεῖται μάρτυρος; Plat. Rep. I, 340 a; ἐν μάρτυσι, vor Zeugen, Conv. 175 e; μάρτυρας παρέξομαι, ich werde Zeugen stellen, 215 b, u. so häufig bei den Rednern; auch τούτοις τοῖς λόγοις μάρτυρας τοὺς ποιητὰς ἐπάγονται, Plat. Rep. II, 364 c, wie μάρτυρα παραγόμενος τὴν τῶν θηρίων φύσιν, Legg. VIII, 836 c; αὐτὸν σὲ μάρτυρα ποιοῦμαι, Xen. An. 7, 7, 39 u. sonst, auch bei Folgdn.
French (Bailly abrégé)
υρος (ὁ, ἡ, τό)
témoin : μάρτυρά τινα ποιεῖσθαι THC prendre qqn à témoin ; μάρτυρας καλῶ θεούς SOPH j’en atteste les dieux ; μάρτυρι χρῆσθαί τινι ARSTT faire paraître qqn comme témoin ; μαρτύρων ἐναντίον AR par devant témoins.
Étymologie: DELG cf. skr. smarati « se souvenir ».
Russian (Dvoretsky)
μάρτυς: ῠρος ὁ и ἡ (acc. иногда μάρτυν, dat. pl. μάρτῠσι)
1) свидетель(ница) (μάρτυρας καλεῖν θεούς Soph.): μαρτύρων ἐναντίον Arph. и ἐν μάρτυσι Plat. в присутствии свидетелей;
2) свидетельство, подтверждение, доказательство, довод: μάρτυρα παράγεσθαί или ἐπάγεσθαί τι Plat. приводить что-л. в подтверждение;
3) засвидетельствовавший своей кровью, т. е. мученик (Στέφανος ὁ μ. NT).
Greek (Liddell-Scott)
μάρτῠς: ὁ, καὶ ἡ, γεν. μάρτῠρος, αἰτ. -ῠρα, (Ἀρχίλ. 11), κτλ., σχηματίζονται ἐκ τοῦ μάρτυρ, πλὴν τῆς αἰτ. μάρτῠν Σίμων. 84, Μένανδ. παρὰ Φωτ.· δοτ. πληθ. μάρτῠσι, ποιητ. μάρτυσσι Ἱππῶν. 42, Meineke εἰς Εὐφορ. 109· (ἴδε ἐν λ. μέριμνα): - μάρτυς (οὐχὶ παρ’ Ὁμ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 369, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 372, Θεογν. 1226, κτλ.· ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεὺς Πινδ. Π. 4. 297, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 664· ἁμέραι δ’ ἐπίλοιποι μ. σοφώτατοι Πινδ. Ο. 1. 54· μάρτυρας καλῶ θεοὺς Σοφ. Τρ. 1248, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 491· μάρτυρα θέσθαι τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 261· μ. θεοὺς ποιεῖσθαι Θουκ. 4. 87, κτλ.· μάρτυρι χρῆσθαί τινι Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 13· - ἀλλά, μάρτυρας παρέχεσθαι, ἦτο ἡ κοινοτάτη παρ’ Ἀττ. φράσις ἐπὶ τῆς κοινοτάτης προσαγωγῆς μαρτύρων, Πλάτ. Γοργ. 471E, Δημ. 829. 20, κτλ.· οὕτω καί, μ. παριστάναι, παράγεσθαι, ἐπάγεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 6, 16, Πλάτ. Νόμ. 836C, Πολ. 364C· δικάζει ταῦτα μαρτύρων ὕπο Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 934· μαρτύρων ἐναντίον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 448, Ἀντιφῶν 114. 25· ἐν μάρτυσι Πλάτ. Συμπ. 175E, τί δεῖται μάρτυρος; ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 340A· - συναπτόμενον μετ’ οὐδ. οὐσιαστικοῦ, Κάλλιπος μάρτυρα ποιεῖται... τὰ ἔπη Παυσ. 9. 29, 2. - Ἰσοδύναμοι τύποι: μάρτυρος, μάρτυρ, ἃ ἴδε. ΙΙ. ὁ μαρτυρήσας ὑπὲρ τῆς τοῦ Χριστοῦ πίστεως, Μαρτύρ. Πολυκ. 1021A, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1060Β, Ὠριγ. ΙΙΙ, 412C, κλ. - Ἐνίοτε λέγεται ἡ λέξις καὶ ἐπὶ Ὁμολογητ., Ἱππόλυτ. Αἱρ. 454, 45.
English (Slater)
μάρτῠς (-υς, -υρ(α), -υρες, -υρας.) witness ἁμέραι δ' ἐπίλοιποι μάρτυρες σοφώτατοι (O. 1.34) τεαὶ γὰρ ὧραι μ' ἔπεμψαν μάρτυῤ ἀέθλων (O. 4.3) πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί (P. 1.88) “καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεύς” (P. 4.167) δονάκων, τοὶ παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων Καφισίδος ἐν τεμένει, πιστοὶ χορευτᾶν μάρτυρες (P. 12.27) κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς (Wil.; cll. (O. 1.34): κλυτάς codd.) (N. 3.23) οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων (Neoptolemos?, Pindar?; v. Tugendhat, Hermes, 1960, 395̆{1}) (N. 7.49) πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν a chorus of girls sings Παρθ. 2. 39.
Spanish
English (Strong)
of uncertain affinity; a witness (literally (judicially) or figuratively (genitive case)); by analogy, a "martyr": martyr, record, witness.
Greek Monolingual
και μάρτυς, πληθ. και μαρτύροι ο, η (AM μάρτυς, Α δωρ. και αιολ. τ. μάρτυρ, επικ. τ. μάρτυρος, Μ και μάρτυρας και μάρτυρος, θηλ. μαρτύρισσα)
1. αυτός που δίνει μαρτυρία ή πληροφορία για κάτι, αυτός που επιβεβαιώνει ή πιστοποιεί κάτι (α. «πολλοί ήταν αυτόπτες μάρτυρες της απόπειρας δολοφονίας που έγινε χτες» β. «μάρτυρας θεοὺς ποιήσομαι», Θουκ.)
2. αυτός που υπέστη μαρτύρια και θανατώθηκε για τη χριστιανική πίστη («ὁ μάρτυς μου ὁ πιστός, ὃς άπεκτάνθη παρ' ὑμῖν», ΚΔ.)
νεοελλ.
1. αυτός που δίνει ένορκη κατάθεση στο δικαστήριο σχετικά με μια εκδικαζόμενη υπόθεση (α. «πήγα μάρτυρας στο δικαστήριο» β. «μάρτυρας υπεράσπισης»)
2. αυτός που διώχθηκε ή θυσιάστηκε για μια ιδεολογία ή για έναν υψηλό σκοπό (α. «μάρτυρες της ελευθερίας» β. «μάρτυρες της δημοκρατίας»)
3. αυτός που βασανίζεται, που δεινοπαθεί ή υποφέρει («αυτός ο άνθρωπος είναι μάρτυρας με όσα έχει περάσει στη ζωή του»)
4. φρ. «μάρτυς μου ο Θεός» — επίκληση ή όρκος προς ισχυροποίηση της ειλικρίνειας τών λόγων κάποιου
5. παροιμ. α) «δύο μάρτυρες κρεμούν άνθρωπο» — οι ψευδομάρτυρες είναι επικίνδυνοι
β) «έφερε η γάτα τον ποντικό μάρτυρα» — λέγεται γι' αυτούς που προσάγουν στο δικαστήριο ψευδομάρτυρες
νεοελλ.-μσν.
αυτός που είναι παρών σε κάποιο γεγονός ή σε κάποια επίσημη πράξη που γίνεται ενώπιον αρμόδιας αρχής («για την έκδοση άδειας γάμου απαιτούνται δύο μάρτυρες)
μσν.
αυτός που ενημερώνει ή διδάσκει κάποιον, ο κήρυκας
μσν.-αρχ.
ο ιερέας που εξομολογεί
αρχ.
αστρολ. αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάρτυς (< μάρτυρς) με εξακολουθητική ανομοίωση, πρβλ. και δοτ. πληθ. μάρτυσι < μάρτυρσι (βλ. και λ. μαίτυς), ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)mr- της ΙΕ ρίζας (s)mer- «θυμάμαι» (πρβλ. αρχ. ινδ. smarati «θυμάμαι» και μέριμνα)]. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. μάρτυ-ρος είναι παράγωγο σε -ρος ενός αμάρτυρου ρηματικού ονόματος μάρ-τυ-, «μαρτυρία» (για την εξέλιξη της σημασίας του τ. από «μαρτυρία» σε «μάρτυρας», πρβλ. και αγγλ. witness). Ο τ. αυτός έχει επηρεάσει τη μορφή του αθέματου ονόματος μάρτυρ. Η δοτ. πληθ. μάρτυσι και η αιτ. μάρτυν ενισχύουν την άποψη αυτή. Ωστόσο η ύπαρξη του μάρ-τυ- παραμένει υποθετική. Παράλληλα με τις λ. μάρτυς, μάρτυρος μαρτυρείται και η λ. βίδυ(ι)ος «αυτόπτης μάρτυρας», η οποία χρησιμοποιείται συχνά για θεό που καλείται ως μάρτυρας. Στον Όμηρο όμως εμφανίζεται και ο τ. μάρτυρος σε ανάλογη χρήση (πρβλ. μάρτυροι θεοί). Στη χριστιανική εποχή η λ. μάρτυρας έλαβε τη σημασία εκείνου που μαρτυρεί, που διακηρύσσει την αλήθεια θυσιάζοντας τον εαυτό του. Η εκκλησιαστική Λατινική, τέλος, έχει τη λ. martyr «μάρτυρας», ενώ η λ. απαντά σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. martyr, ιρλδ. martir, αρχ. άνω γερμ. martyra κ.ά.).
ΠΑΡ. μαρτυρικός, μαρτυρώ
αρχ.
μαρτύρομαι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μαρτυρολόγιο
αρχ.
μαρτυροποιώ
αρχ.-μσν.
μαρτυρογράφιον
μσν.
μαρτυρογραμμένος, μαρτυρογραφή, μαρτυρόφρων. (Β συνθετικό) ψευδομάρτυρας(-υς)
αρχ.
άμαρτυς, αυτόμαρτυς, επίμαρτυς, καλλίμαρτυς, σύμμαρτυς
νεοελλ.
εθνομάρτυρας, ιερομάρτυρας, λιπομάρτυρας, μεγαλομάρτυρας, νεομάρτυρας, οσιομάρτυρας, πρωτομάρτυρας)].
Greek Monotonic
μάρτῠς: ὁ, επίσης ἡ, γεν. μάρτυρος, αιτ. -ῠρα κ.λπ., τύπος προερχόμενος από το μάρτυρ, αλλά επιπλέον αιτ. μάρτῠν, με δοτ. πληθ. μάρτῠσι· μάρτυρας (ο, η), σε Ησίοδ., Θέογν.· μάρτυρα θέσθαι τινά, σε Ευρ.· μάρτυρας θεοὺς ποιεῖσθαι, σε Θουκ.· μάρτυρι χρῆσθαί τινι, σε Αριστ.· μάρτυρας παρέχεσθαι, παρουσιάζω μάρτυρες, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως, μάρτυρας παριστάναι, σε Ξεν.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. f.
Meaning: witness (Il.; on the spread etc. E. Kretschmer Glotta 18, 92 f., on the use in Homer Nenci Par. del Pass. 13, 221ff.) martyr, (blood-witness) (christ. lit.; s. Bauer Gr.-dt. Wb. s.v.).
Other forms: Aeol. (Hdn. Gr.) a. Dor. μάρτυρ, Cret. Epid. μαῖτυς (-ρς), -ρος, acc. also μάρτυν (Simon.), dat. pl. μάρτυσι (-ρσι Hippon.?); ep., also NWGr. μάρτυρος.
Compounds: Compp., e.g. μαρτυρο-ποιέομαι call as witness (inscr., pap.), ψευδό-μαρτυς false witness (Pl.; Risch IF 59, 257 f.), ἐπί-μαρτυς witness (Ar., Call., A. R.), prob. backformation from ἐπι-μαρτύρομαι, -ρέω; on supposed ἐπιμάρτυρος (for ἔπι μάρτυρος) see Leumann Hom. Wörter 71.
Derivatives: μαρτυρία (λ 325; cf. below on μαρτυρέω), μαρτύριον (IA) testimony, evidence. Denominatives: 1. μαρτύρομαι, also wiht prefix, e.g. δια-, ἐπι-, call as witness (IA); 2. μαρτυρέω, often w. prefix, e.g. ἀντι-, ἐκ-, ἐπι-, δια-, κατα-, συν-, testify, bear witness (Alc., Pi., IA) with μαρτύρημα (E.), (ἀντι-, κατα-)-μαρτύρησις (Epicur., pap.) testimony, also (δια-, ἐκ-, ἐπι-, συμ-) μαρτυρία id. (cf. above and Scheller Oxytonierung 34f. w. n. 4).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The basis may be a verbal noun *μάρ-τυ- testimony, seen in μάρ-τυς, -τυν, -τυσι; cf. below. The change from abstract testimony to appellative witness is attested more often, e.g. Fr. témoin < Lat. testimonium, Engl. witness orig. testimony, then witness. The suffix ρο- gave the personal, prob. orig. adjectival μάρτυ-ρος. A compromise with μάρτυς gave perhaps the consonantstem μάρτυρ-; note esp. the gen. pl. μαρτύρων (ἐναντίον μαρτύρων etc.), which can be both from the o-stem and from the consonantstem; further see Egli Heteroklisie 117ff. Dissimilation occurred in μαῖτυ(ρ)ς (< *μάρτυρ-ς); μάρτυσι and μάρτυς can be explained in the same way (Schwyzer 260); cf. above. - As zero grade τυ-derivation μάρτυς may belong to a verb for remember, which may be found in Skt. smárati and which may have other derivatives in Greek, e.g. μέριμνα (s. v.); proper meaning *'remembrance'. -- Not with Thieme Studien 55 (with criticism of the traditional interpretation): from *mr̥t-tur prop. seizing death (?), cf. Leumann Gnomon 25, 191. - But this cannot explain the vocalism, so rather a loand from Pre-Greek (Fur. 296). The speculations above, which start from an IE origin, must be rejected.
Middle Liddell
a witness, Hes., Theogn.; μάρτυρα θέσθαι τινά Eur.; μ. θεοὺς ποιεῖσθαι Thuc.; μάρτυρι χρῆσθαί τινι Arist.; μάρτυρας παρέχεσθαι to produce witnesses, Plat., etc.; so, μ. παριστάναι Xen.
Frisk Etymology German
μάρτυς: {mártus}
Forms: äol. (Hdn. Gr.) u. dor. μάρτυρ, kret. epid. μαῖτυς (-ρς), -ρος, Akk. auch μάρτυν (Simon. u. a.), Dat. pl. μάρτυσι (-ρσι Hippon.?); ep., auch nwgr. μάρτυρος
Grammar: m. f.
Meaning: Zeuge (seit Il., zur Verbreitung usw. E. Kretschmer Glotta 18, 92 f., zum Gebrauch bei Homer Nenci Par. del Pass. 13, 221ff.) Blutzeuge, Märtyrer (christl. Lit.; s. Bauer Gr.-dt. Wb. s.v.).
Composita: Kompp., z.B. μαρτυροποιέομαι zum Zeugen anrufen (Inschr., Pap.), ψευδόμαρτυς falscher Zeuge (Pl. usw.; Risch IF 59, 257 f.), ἐπίμαρτυς Zeuge (Ar. in lyr., Kall., A. R. u.a.), wohl Rückbildung aus ἐπιμαρτύρομαι, -ρέω; über das angebliche ἐπιμάρτυρος (für ἔπι μάρτυρος) zuletzt Leumann Hom. Wörter 71.
Derivative: Ableitungen: μαρτυρία (seit λ 325; vgl. unten zu μαρτυρέω), μαρτύριον (ion. att.) Zeugnis, Beweis. Denominativa: 1. μαρτύρομαι, auch mit Präfix, z.B. δια-, ἐπι-, zum Zeugen anrufen (ion. att.); 2. μαρτυρέω, oft m. Präfix, z.B. ἀντι-, ἐκ-, ἐπι-, δια-, κατα-, συν-, Zeugnis ablegen, bezeugen (Alk., Pi., ion. att.) mit μαρτύρημα (E.), (ἀντι-, κατα-)-μαρτύρησις (Epikur., Pap. u. a.) Zeugnis, auch (δια-, ἐκ-, ἐπι-, συμ-) μαρτυρία ib. (vgl. oben und Scheller Oxytonierung 34f. m. A. 4).
Etymology: Auszugehen ist von einem Verbalnomen *μάρτυ- Zeugnis, das noch in μάρτυς, -τυν, -τυσι vorliegen kann; vgl. indessen unten. Der anzunehmende Übergang vom Abstraktum Zeugnis zum appellativischen Zeuge läßt sich mehrfach belegen, z.B. frz. témoin < lat. testimonium, nengl. witness urspr. Zeugnis, dann Zeuge. Durch Hinzufügung des ρο-Suffixes entstand das von Anfang an persönliche, wohl eig. adjektivische μάρτυρος. Ein Kompromiß mit μάρτυς ergab vielleicht den auffallenden Konsonantstamm μάρτυρ-; zu beachten dabei besonders der Gen. pl. μαρτύρων (ἐναντίον μαρτύρων usw.), der sich sowohl auf den o-Stamm wie auf den Konsonantstamm beziehen ließ; Näheres bei Egli Heteroklisie 117ff. Dissimilation fand statt in μαῖτυ(ρ)ς (< *μάρτυρς); auch μάρτυσι und μάρτυς lassen sich so erklären (Schwyzer 260; vgl. oben). —Als schwundstufige τυ-Ableitung kann μάρτυς zu einem Verb für sich erinnern gehören, das u. a. in aind. smárati vorliegt und im Griech. auch andere Ableger hinterlassen hat, z.B. μέριμνα (s. d.); eig. Bed. dann *’Erinnerung’. — Abzulehnen Thieme Studien 55 (mit Kritik der herkömmlichen Auffassung): aus *mr̥t-tur eig. den Tod ergreifend (?), vgl. Leumann Gnomon 25, 191.
Page 2,178-179
Chinese
原文音譯:m£rtuj 馬而替士
詞類次數:名詞(34)
原文字根:印證(者) 相當於: (עֵד)
字義溯源:見證*,觀察,見證人,為證。這字有三方面的用法:
1)在法律上的見證,如( 太18:16; 可14:63; 徒6:13)
2)在歷史事實上的見證,如 徒10:41; 提前6:12; 提後2:2)
3)在忠誠德行上的見證,有許多信徒願意流血捨命為主見證( 徒22:20; 啓2:13; 17:6)
同源字:1) (ἀμάρτυρος)未經證實的 2) (διαμαρτύρομαι)誠摯證實或保證 3) (ἐπιμαρτυρέω)充分證實 4) (καταμαρτυρέω)作證控告 5) (μαρτυρέω)作見證 6) (μαρτυρία)作證 7) (μαρτύριον)證據,證詞 8) (μαρτύρομαι)傳召作證 9) (μάρτυς / πρωτόμαρτυς)見證 10) (προμαρτύρομαι)預先證明 11) (συμμαρτυρέω)同證 12) (συνεπιμαρτυρέω)同作見證 13) (ψευδόμαρτυς)假見證 14) (ψευδομαρτυρέω)作假見證 15) (ψευδομαρτυρία)不真的證言
出現次數:總共(34);太(2);可(1);路(2);徒(13);羅(1);林後(2);腓(1);帖前(1);提前(2);提後(1);來(2);彼前(1);啓(5)
譯字彙編:
1) 見證人(21) 太26:65; 可14:63; 徒2:32; 徒3:15; 徒5:32; 徒7:58; 徒10:39; 徒10:41; 徒13:31; 徒22:15; 徒22:20; 徒26:16; 提前6:12; 提後2:2; 來10:28; 彼前5:1; 啓1:5; 啓2:13; 啓3:14; 啓11:3; 啓17:6;
2) 見證(10) 路11:48; 路24:48; 徒1:8; 徒1:22; 徒6:13; 羅1:9; 林後13:1; 腓1:8; 帖前2:5; 提前5:19;
3) 見證人的(1) 來12:1;
4) 為證(1) 林後1:23;
5) 作見證(1) 太18:16
English (Woodhouse)
witness, one who gives evidence
Translations
witness
Afrikaans: getuie; Arabic: شَاهِد, شَاهِدَة, شَهِيد, شَهِيدَة; Egyptian Arabic: شاهد; Armenian: վկա, ականատես; Azerbaijani: şahid, tanıq; Belarusian: сведка; Bengali: সাক্ষী; Bulgarian: свидетел, свидетелка, очевидец, сведок; Bashkir: шаһит; Catalan: testimoni; Cebuano: saksi; Cherokee: ᎠᎦᏔᎯ; Chinese Mandarin: 證人, 证人, 見證人, 见证人, 目擊者, 目击者; Czech: svědek, svědkyně; Danish: vidne; Dutch: getuige; Esperanto: atestanto; Ewe: ɖasedila; Finnish: todistaja; French: témoin; Friulian: testimone; Georgian: მოწმე, თვითმხილველი; German: Zeuge, Zeugin; Greek: μάρτυρας; Ancient Greek: μάρτυς; Hebrew: עֵד; Hindi: गवाह, साक्षी; Hungarian: szemtanú, fültanú; Icelandic: vottur; Irish: fianaise, finné; Italian: testimone; Japanese: 目撃者; Khmer: សាក្សី, កសិណសាក្សី; Korean: 목격자(目擊者); Kurdish Northern Kurdish: şahid, guwah; Lao: ພະຍານ, ສັກຂີ; Latin: testis; Macedonian: сведок; Maori: kaititiro; Mongolian Cyrillic: гэрч; Norman: têmoin; Norwegian Bokmål: vitne; Nynorsk: vitne; Old East Slavic: съвѣдѣтель; Old English: ġewita; Old Norse: váttr; Pashto: شاهد, ګواه; Persian: شاهد, گواه; Plautdietsch: Zeij; Polish: świadek; Portuguese: testemunha; Romanian: martor, martoră; Russian: свидетель, свидетельница, очевидец; Sardinian: distimonzu, testimóngiu, tistimognu; Scottish Gaelic: neach-fianais; Serbo-Croatian Cyrillic: свѐдок, свјѐдок, сведо̀киња, свједо̀киња; Roman: svèdok, svjèdok, svedòkinja, svjedòkinja; Slovak: svedok, svedkyňa; Spanish: testigo; Swahili: shahidi; Swedish: vittne; Tajik: шоҳид, гувоҳ; Tatar: шаһит; Telugu: సాక్షి; Thai: สักขี, พยาน, ผู้เห็นเหตุการณ์; Tocharian B: reme; Turkish: şahit, tanık; Turkmen: şaýat; Ukrainian: сві́док, очевидець; Urdu: گواہ, شاہد; Uyghur: گۇۋاھچى; Uzbek: guvoh, shohid; Venetian: testimònio; Vietnamese: nhân chứng; Welsh: tyst; West Frisian: tsjûge; Yiddish: עד; Zazaki: şahid
martyr
Albanian: dëshmor; Arabic: شَهِيد, شَهِيدَة); Aramaic: ܣܗܕܐ; Armenian: մարտիրոս, նահատակ, վկա; Azerbaijani: şəhid; Bashkir: шаһит; Belarusian: пакутнік, пакутніца, мучальнік, мучальніца, мучанік, мучаніца; Bengali: শহীদ; Bulgarian: мъченик, мъченичка; Catalan: màrtir; Chechen: ӏазапхо; Chinese Mandarin: 烈士, 殉道者; Czech: mučedník, mučednice; Dutch: martelaar, martelares; Erzya: майсиця; Esperanto: martiro; Estonian: märter; Finnish: marttyyri, shahid; French: martyr, martyre, chahîd, chahid; Galician: mártir; Georgian: წამებული, მოწამე, მარტვილი; German: Märtyrer, Märtyrerin; Greek: μάρτυρας; Hebrew: שָׁהִיד; Hindi: शहीद, शहीदा; Hungarian: mártír, vértanú; Icelandic: píslarvottur; Indonesian: syahid, martir; Italian: martire; Japanese: 殉教者, シャヒード; Kazakh: шаһит, шейіт; Korean: 순교자, 샤히드; Kumyk: шагьит; Kurdish Northern Kurdish: şehîd; Macedonian: маченик, маченичка; Malay: syahid, martir; Malayalam: രക്തസാക്ഷി; Maori: matira; Norman: martyr; Norwegian: martyr; Old Church Slavonic Cyrillic: мѫченикъ; Ottoman Turkish: شهید; Pashto: شهيد; Persian: شهید; Polish: męczennik, męczennica; Portuguese: mártir; Punjabi: ਸ਼ਹੀਦ; Romanian: mucenic, muceniță; Russian: мученик, мученица, шахид, шахидка; Scottish Gaelic: martair; Serbo-Croatian Cyrillic: мученик, шехид; Roman: mučenik, šehid; Slovak: mučeník, mučeníčka, martýr, martýrka; Slovene: mučenik, mučenica; Spanish: mártir; Swedish: martyr; Tajik: шаҳид; Tatar: шаһит; Turkish: şehit, gazi, şehitler, gaziler, mücahit, mücahid; Turkmen: şahit; Ukrainian: мученик, мучениця; Urdu: شہید; Uyghur: شاھىت; Uzbek: shahid; Volapük: martüran, himartüran, jimartüran; Welsh: merthyr; Zazaki: şehid, şehîd