constellation
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. ἀστερισμός, ὁ, ἀστροθέτημα, τό, ἀστροθεσία, ἡ, ἀστροθέσις, ἡ, εἴδωλα οὐράνια, τά. See also star: ἀστήρ, ὁ, ἄστρον, τό.
study of the constellations: καταστερισμός
arrange in constellations: ἀστερίζω
make a constellation of: ἀστροποιέω
mark out a constellation: καταστερίζω
group the stars in constellations: ἀστροθετέω
names of constellations: ἀετός, Ἀετός, ἀητός, ἄητος, αἱρετικός, ἀκαταστέριστος, ἀλετροπόδιον, ἄμαξα, ἄμμορος, ἀμόρφωτος, Ἀνδρομέδα, Ἀργώ, ἀρκτικός, ἄρκτος, Ἀρκτοῦρος, Ἀρκτοφύλαξ, ἀρνειός, Ἀσκληπιός, ἀσπιδίσκη, ἀσπιδίσκος, βαλλιστής, Βαλλιστής, Βερενίκη, βοῦς, βοώτης, βρυχητήρ, βωμίσκος, γλυφίς, Γοργόνειον, Γοργόνειος, δελτωτός, δελφίς, διερός, Διόσκοροι, δίσωμος, δράκων, δράξ, δωδεκαμήχανος, Ἐγγόνασιν, εἴδωλον, ἑλίκη, ἐποχή, Ἔριφοι, ἔριφος, ἑρμαῖος, Ἑρμαῖος, ζυγόν, ζῳδιακός, ἠλακάτη, ἡνιοχεύς, ἡνίοχος, Ἡνίοχος, θηρίον, θρόνιον, θυμιατήριον, θυτήριον, ἱπποκράτωρ, ἵππος, ἱστός, ἰχθύς, ἰχθῦς, κάλπις, καρκίνος, καρόκερκος, Κασσιέπεια, κατάστρωμα, Κένταυρος, κέντρον, κηρύκειον, κῆτος, Κηφεύς, κόραξ, κρατήρ, κριός, κτείς, κτένες, κυνόσουρα, κύων, λαγώς, λίνος, λύρα, Λύρη, νότιος, ὀϊστός, ὄρνις, ὄστρακον, οὐρανίσκος, ὀφιοῦχος, ὄφις, παρθένος, Πελειάδες, Περσεύς, Πλειάδες, πλόκαμος, ποταμός, Ποταμός, σατίνη, σείριος, σῆμα, σημεῖον, σκορπίος, Σκορπίος, στάχυς, σταχυώδης, στέφανος, στροφάς, συνεγγισμός, σχηματοποιία, σχηματοποιΐα, τάλας, τείρεα, τεῖρος, τοξευτής, τοξότης, τράγος, τρίαινα, τρίγωνον, Τρίγωνον, τρίγωνος, τρυγητήρ, Ὑάδες, ὕδρα, ὕδρος, ὑδροχόος, ὕδωρ, φαέθω, φαέθων, Φαέθων, Φάτνη, φοινίκη, Φοινίκη, χελιδονίας, χέλυς, χηλή, Ὠαρίων, Ὠκεανός, Ὠρίων
Translations
Afrikaans: sterrebeeld; Albanian: yjësi; Arabic: بُرْج, كَوْكَبَة; Armenian: համաստեղություն; Azerbaijani: bürc; Bashkir: йондоҙлоҡ; Belarusian: сузо́р'е; Bengali: তারামণ্ডল; Bulgarian: съзве́здие; Burmese: တာရာ, ကြယ်စု; Catalan: constel·lació; Chinese Mandarin: 星座, 星群; Czech: souhvězdí; Danish: stjernebillede; Dutch: sterrenbeeld, gesternte, constellatie; Esperanto: konstelacio, stelaro; Estonian: tähtkuju, konstellatsioon; Faroese: stjørnumerki, stjørnumynd; Finnish: tähtikuvio; French: constellation; Galician: constelación; Georgian: თანავარსკვლავედი; German: Sternbild, Asterismus, Konstellation; Greek: αστερισμός; Ancient Greek: ἀστερισμός, ἀστροθέτημα, ἀστροθεσία, ἀστροθέσις; Gujarati: તારામંડળ; Hebrew: קְבוּצַת כּוֹכָבִים; Hindi: तारामंडल, नक्षत्र; Hungarian: csillagkép; Icelandic: stjörnumerki; Ido: stelaro; Indonesian: konstelasi, rasi bintang; Irish: réaltbhuíon, réaltra; Italian: costellazione; Japanese: 星座, 星群; Kazakh: шоқжұлдыз, жұлдыздар тобы; Khmer: នក្ខត្ត, នក្សត្រ, តារានិករ; Korean: 별자리, 성좌(星座), 성군(星群); Kurdish Northern Kurdish: komstêr; Kyrgyz: топ жылдыз; Lao: ດາວຫມູ່; Latin: sidus, constellatio; Latvian: zvaigznājs; Lithuanian: žvaigždynas; Luxembourgish: Konstellatioun; Macedonian: соѕвездие; Malay: buruj; Maori: tātai whetū, kāhui whetū; Middle Persian: 𐭠𐭤𐭲𐭫; Mongolian Cyrillic: одны орд; Navajo: sǫʼłání, sǫʼ dineʼé, sǫʼ dah yikahígíí; Norman: constellâtion; Norwegian Bokmål: konstellasjon, stjernebilde; Nynorsk: konstellasjon, stjernebilete, stjernebilde; Old English: tungol; Pali: nakkhatta; Persian: برج, پیکر آسمانی, پیکره, صورت فلکی; Polish: gwiazdozbiór, konstelacja; Portuguese: constelação; Romanian: constelație; Russian: созве́здие; Sanskrit: नक्षत्र; Scottish Gaelic: reul-bhad; Serbo-Croatian Cyrillic: са́зве̄жђе, са́звије̄жђе, звије̑жђе; Roman: sázvēžđe, sázvijēžđe, zvijȇžđe; Slovak: súhvezdie; Slovene: ozvezdje; Sogdian: ܐܢܓܪ; Spanish: constelación; Swahili: kundinyota; Swedish: stjärnbild; Tagalog: konstelasyon, talanyo; Tajik: бурҷ, галаситора, сурати фалакӣ, пайкари осмонӣ; Tatar: йолдызлык; Thai: กลุ่มดาว; Turkish: takımyıldız, burç; Turkmen: ýyldyzlar toplumy; Ukrainian: сузі́р'я or; Uyghur: يۇلتۇزلار توپى, يۇلتۇزلار تۈركۈمى; Uzbek: yulduzlar turkumi, burj; Vietnamese: chòm sao; Welsh: cytser; Yucatec Maya: eekʼoʼob u tsolmubaoʼob