ἐσθλός

From LSJ
Revision as of 07:34, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ", of character" to "")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast

Menander, Monostichoi, 295
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσθλός Medium diacritics: ἐσθλός Low diacritics: εσθλός Capitals: ΕΣΘΛΟΣ
Transliteration A: esthlós Transliteration B: esthlos Transliteration C: esthlos Beta Code: e)sqlo/s

English (LSJ)

ἐσθλή, ἐσθλόν, Aeol. ἔσλος Sapph.28, Alc.96: Dor. ἐσλός, ά, όν, Pi.P.8.73, etc. (never in B.); Arc. ἑσλός Inscr.Olymp.266 (v B. C.): Comp. and Sup. ἐσθλότερος, ἐσθλότατος, AP9.156 (Antiphil.), 6.240 (Phil.): —poet. Adj.,
A = ἀγαθός, good of his kind, ἐ. ἐν σταδίῃ Il.15.283: later c. inf., A.R.1.106, etc.: hence
I of persons, brave, stout, ἐσθλὸν ἐνὶ προμάχοισι Il.4.458, etc.; opp. δειλός, Hes.Op.214; noble, opp. κακός, οὔ τινα γὰρ τίεσκον..οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐ. Od.22.415; πένιχρος οὐδεὶς πέλετ' ἔσλος οὐδὲ τίμιος Alc.49; τόκηες Id.Supp.25.12; εἴτ' εὐγενὴς πέφυκας εἴτ' ἐσθλῶν κακή S.Ant.38; ἐσθλοῦ πατρὸς παῖς Id.Ph.96; ἀπ' ἐσθλῶν δωμάτων E.Andr.772 (lyr.), etc.; of horses, well-bred, Il.23.348.
2 morally good, faithful, φίλος S.OT611; εἰς ἡμᾶς γεγώς Id.El.24; τινι Naumach. ap. Stob.4.23.7; κύνα ἐσθλὴν ἐκείνῳ, πολεμίαν τοῖς δύσφροσιν A.Ag.608.
3 like ἐΰς and φίλος, weakened almost to a possess. pron., ἐσθλὸν ἀνεψιὸν ἐξεναρίξας Il.16. 573, cf. 5.469, Od.3.379.
II of things, good of their kind, φάρμακα, κτήματα, κειμήλια, Il.11.831, Od.2.312, Il.9.330, etc.
2 of mind, qualities, etc., νόος Od.7.73; βουλή Il.9.76; ἔπος 1.108; κλέος 5.3, Pi.P.4.175: freq. in neut. pl., μυρί'..ἐσθλὰ ἔοργε Il.2.272; ἔσθλ' ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον Od.17.66; ἔσλων ἢ κάλων Sapph.28, cf. Supp.2.4.
3 fortunate, lucky, ὄρνιθες Od. 24.311; ὕπαρ 19.547; χάρματα Pi.O.2.19; γάμοι E.IA609; τύχη S.OC1506; ἀράσαντο πάμπαν ἔσλα τῷ γάμβρῳ Sapph.51.4; ἐσθλόν, τό, good luck, prosperity, opp. κακόν, Il.24.530; παρὰ καὶ κακῷ ἐσθλὸν ἔθηκεν Od.15.488; ἐσλὸν βαθύ Pi.O.12.12.
4 Subst. ἐσθλά, τά, goods, πυρὴν ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν Od.10.523; εἴ τις ἐσλὰ πέπαται Pi. P.8.73.
5 ἐσθλόν, ἐσθλόν ἐστι c. inf., it is good, it is expedient to.., Il.24.301: also pl., οὐ γὰρ ἐσθλὰ.. κερτομέειν Archil.64.—Poet. word, used by X.Cyr.1.5.9, Chrysipp.Stoic.3.60, Luc.Syr.D.19 (Ion.), etc.

German (Pape)

[Seite 1042] dor. ἐσλός, Pind., wie ἀγαθός, gut, tüchtig in seiner Art, brav, edel, von Hom. an bes. bei Dichtern gebräuchlich. Gew. von Menschen, tapfer, Gegensatz κακός, Il. oft, ἔν τινι, tüchtig in Etwas, 15, 283; von Heerführern u. Fürsten, auch von dem Sauhirten, Od. 16, 557; θηρητήρ, ἀγορητής, ἡγεμών, jeder tüchtig in seiner Art; Πέλοψ, Pind. N. 2, 21; κήρυξ, ἄγγελος, Ol. 13, 96 P. 4, 278; von Helden, Aesch. Pers. 31. 313; übertr., δωμάτων κύνα ἐσθλήν, der treue Wächter des Hauses, Ag. 594; φίλον ἐσθλόν Soph. O. R. 311; ἀνήρ Ai. 1324 u. öfter; bes. vom Edlen, Gegensatz κακός, Phil. 96 Ant. 38; Eur. u. sp. D., auch c. inf., Ap. Rh. 1, 106. 3, 917 u. sonst; bei Plat. nur in Dichterstellen; sonst noch Xen. Cyr. 1, 5, 9; Luc. Dea Syr. 15 u. Plut. – Über die Abstufungen des Begriffs vgl. ἀγαθός, mit dem es auch die Bdtg des Reichen gemein hat; Hes. O. 214. – Von edlen Rossen, Il. 23, 348. – Von Dingen u. Zuständen, νόος, νόημα, μένος, βουλή, φάτις u. ä., gut, was seinem Zweck entspricht; φάρμακα, wirksame Heilmittel; ὄρνιθες, Glück bedeutende, Od. 24, 311; ὕπαρ 19, 547; κλέος Pind. P. 4, 175; χάρματα Ol. 2, 21; ἀλεὴς ὕπνος ἐσθλός Soph. Phil. 847; τύχη O. C. 1502; γάμοι Eur. I. A. 609; φῆμαι Hel. 1298. Neutr. τὸ ἐσθλόν, das Glück, Il. 24, 530; auch ἐσθλόν mit dem inf., es hilft, nützt, 24, 301; τὰ ἐσθλά, Güter, Od. 10, 523; so bei Folgdn oft, πολλῶν γὰρ ἐσθλῶν τὴν ὄνησιν εἱλόμην Aesch. Ag. 341; λόγῳ μὲν ἐσθλά, τοῖσι δ' ἔργοισι κακά Soph. O. C. 768; Eur. u. sp. D. – Den compar. ἐσθλότερος hat Antiphil. 10 (IX,156); den superl., βασιλῆος ἐσθλοτάτου, Philp. 47 (VI, 240).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. en parl. de pers.
1 probe, honnête;
2 courageux, viril;
3 noble, de noble race ; de nobles sentiments, généreux : εἴς τινα, fidèle envers qqn;
4 riche;
5 habile : ἔν τινι, en qch;
6 sensé, sage, prudent;
II. en parl. de choses;
1 efficace, utile ; ἐσθλόν ἐστι avec l'inf. il est bon de, etc.
2 heureux, favorable ; τὸ ἐσθλόν IL le bonheur;
3 précieux (biens, richesses, etc.) ; τὰ ἐσθλά OD les biens.
Étymologie: DELG vieux mot d'étym. incertaine.

Russian (Dvoretsky)

ἐσθλός: дор. ἐσλός 3
1 хороший, отличный, славный (ἑταῖρος, ἵπποι Λαομέδοντος Hom.);
2 храбрый, мужественный (ἡγεμών Hom.);
3 славный, благородный, знатный (πατήρ Soph.; δώματα Eur.): ἐσθλῶν κακός Soph. дурной отпрыск славных предков;
4 богатый (βροτός Hes.);
5 дорогой, (драго)ценный (ἀγάλματα, κτήματα, κειμήλια Hom.);
6 благой, добрый, благожелательный (ἔπος Hom.);
7 предвещающий счастье, благоприятный (ὄρνιθες, ὕπαρ Hom.; ὕπνος Soph.);
8 счастливый (τύχη Soph.; γάμοι Eur.);
9 целительный (φάρμακα Hom.): ἐσθλὸν Διὶ χεῖρας ἀνασχέμεν Hom. полезно воздевать руки к Зевсу;
10 преданный, верный (δωμάτων χύων Aesch.; εἴς τινα Soph.);
11 разумный, мудрый (βουλή Hom.);
12 искусный, опытный (ἐν σταδίῃ Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐσθλός: -ή, -όν, Δωρ. ἐσλός, ή, όν· συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ότερος, -ότατος, Ἀνθ. Π. 9. 156., 6. 240. (Ἐκ τῆς √ΕΣ, εἰμὶ (ἐσμί), κατὰ τὸν Κούρτ.· πρβλ. Σανσκρ. sat (ὤν, bonus), su-(εὖ), sv-astis (εὐεστώ). Ποιητ. ἐπίθ. = τῷ ἀγαθός, καλὸς εἰς τὸ εἶδός του, ἢ (ὡς συνήθως) ἐπὶ ἀρχηγῶν, ἢ καὶ ἐπὶ χοιροβοσκοῦ, ὡς ἐν Ὀδ. Ο. 557· ἐπὶ ἵππων, Ἰλ. Β. 348· ἐσθλὸς ἔν τινι Ἰλ. Ο. 283· ἀκολούθως μετ’ ἀπαρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 106, κτλ.: - ἐντεῦθεν κατὰ πολλὰς σχέσεις, 1) ἐπὶ προσώπων, ἐκ τῆς κοινῆς παρὰ τοῖς ἀρχαιοτάτοις ἰδέας περὶ ὑπεροχῆς καὶ ἐξοχότητος, ἀγαθός, γενναῖος, ἰσχυρός, Ὅμ., ἰδίως ὲν τῇ Ἰλ.· ὡσαύτως, ὄλβιος, πλούσιος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 212· καὶ ἀκολούθως, εὐγενής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κακός (ἴδε ἐν λέξει ἀγαθός ΙΙ), εἴτ’ εὐγενής πέφυκας εἴτ’ ἐσθλῶν κακή Σοφ. Ἀντ. 38· ἐσθλοῦ πατρὸς παῖς· ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 96· ἀπ’ ἐσθλῶν δωμάτων Εὐριπ. Ἀνδρ. 772, κτλ.· πρβλ. Welcker ἐν προοιμ. Θεόγν. σ. XXII· ἐπὶ εὐγενῶν ἵππων, Ἰλ. Ψ. 348. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ καὶ τῶν ἰδιοτήτων τοῦ ἀνθρώπου, νόος, μένος, κλέος, κτλ., Ὅμ., καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· ἔσθλ’ ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον Ὀδ. Ρ. 66· ἐσθλὸς εἴς τινα, καλός, πιστός, Σοφ. Ἠλ. 24· τινι Ναυμάχιος 48. 3) ἐπὶ πραγμάτων, κτλ., φάρμακα, τεύχεα, κτήματα, κειμήλια, κτλ., Ὅμ. καὶ Ἀττ. 4) εὐοίωνος, αἴσιος, καλός, τυχηρός, ὄρνιθες Ὀδ. Ω. 311· ὕπαρ Τ. 547· μοῖρα, γάμος, κτλ., Τραγ. 5) ὡς οὐσιαστ., ἐσθλά, τά, ἀγαθὰ (δηλ. πράγματα), πυρὴν ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν Ὀδ. Κ. 523· εἴ τις ἐσλά πέπαται Πινδ. Π. 8. 103· - ἀλλὰ ἐσθλόν, τό, καλή τύχη, εὐτυχία, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ κακόν, Ἰλ. Ω. 530· παρὰ καὶ κακῷ ἐσθλὸν ἔθηκεν Ὀδ. Ο. 488· ἐσλὸν βαθὺ Πινδ. Ο. 12. 17. 6) ἐσθλόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., εἶναι καλόν, συμφέρον νά..., Ἰλ. Ω. 301. - Ποιητικὴ λέξις ᾗ χρῆται καὶ ὁ Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 441Β, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 9, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 19 (ἐν Ἰων. διαλέκτ.), κτλ.

English (Autenrieth)

a poetic synonym of ἀγαθός, q.v.; examples are numerous in every application of the meaning good, opp. κακός, ἄλλοτε μέν τε κακῷ ὅ γε κύρεται, ἄλλοτε δ' ἐσθλῷ, Il. 24.530.

Greek Monolingual

ἐσθλός, -ή, -όν και δωρ. και αρκαδ. τ. ἐσλός, -ά, -όν και αιολ. ἔσλος (Α)
1. αγαθός, άξιος στο είδος του (στο επάγγελμα ή στην ιδιότητά του)
2. γενναίος, ανδρείος, ισχυρός
3. ευγενής, έξοχος («ἐσθλοῦ πατρὸς παῖς», Σοφ.)
4. (για άλογα) αυτός που ανήκει σε καλή ράτσα
5. ηθικός, χρηστός, πιστός («ἐσθλὸς φίλος», Σοφ.)
6. (για σκύλο) πιστός, ωφέλιμος
7. (για οιωνούς) αίσιος, ευοίωνος
8. (για πράγμ.) αρμόδιος, επιτήδειος, ωφέλιμος («πολλὰ καὶ ἐσθλὰ κτήματα», Ομ. Οδ)
9. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐσθλόν
η καλή τύχη, η ευτυχία
10. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐσθλά
α) αγαθές πράξεις ή σκέψεις ή ιδέες
β) τα αγαθά, η περιουσία
11. φρ. «ἐσθλόν (ἐστί)» — είναι καλό, συμφέρον να...
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εσθλός συνδέεται με αρχ. ινδ. edhate «ευμενής» και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα es- «είμαι» με παρέκταση -dh- ( esdh-), αν δεν αποτελεί σύνθετο es-dhl-ό: από μόρφημα es-, ρίζα του εύς «καλός, ανδρείος, ευγενής», και β’ σύνθ. -dhl-, μηδενισμένη βαθμίδα του ΙE dhē-lo «θέτω» (πρβλ. αρχ. σλαβ. dělo «πράξη»). Οι αιολ. τ. έσλος, εσλός, όπως και ο αρκαδ. τ. εσλός, προήλθαν με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος -σθλ-].

Greek Monotonic

ἐσθλός: -ή, -όν, Δωρ. ἐσλός, -ά, -όν, όπως το ἀγαθός·
1. καλός στο είδος του, αγαθός, γενναίος, ισχυρός, σε Όμηρ., ιδίως, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, πλούσιος, σε Ησίοδ.· ευγενής, αντίθ. προς το κακός (βλ. ἀγαθός I), εἴτ' εὐγενὴς πέφυκας εἴτ' ἐσθλῶν κακή, σε Σοφ.
2. λέγεται για πράγματα, σε Όμηρ. κ.λπ.
3. καλός, ευοίωνος, ευνοϊκός, αίσιος, τυχερός, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.
4. ως ουσ., ἐσθλά, τά, τα αγαθά, σε Ομήρ. Οδ.· αλλά, ἐσθλόν, τό, καλή τύχη, ευτυχία, σε Όμηρ.
5. ἐσθλόν (ἐστι), με απαρ., είναι καλό να, είναι πρόσφορο να, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: good, brave, stout, noble of men and objects (Il.).
Other forms: Aeol. Pi. ἔσλος, ἐσλός, Arc ἑσλός
Compounds: As 1. member in ἐσθλο-δότης (Man.),
Derivatives: ἐσθλότης (Chrysipp.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Acc. to Brugmann K. vergl. Gr. 201, 522, Grundr. 22: 3, 128; 374, Benveniste Origines 191 to Skt. édhate thrive (< *azdh-, Av. azd-ya- well-fed, stout; IE *es-dh-), further to ἐύς (s. v.). Schwyzer 533 n. 5 prefers a compound *es-dhl-ó- ἀγαθοεργός, from ἐσ- in ἐΰς and a zero grade variant of OCS dělo deed (IE *dheh₁-lo-; s. τίθημι). Diff. again Specht Ursprung 256, Pisani Ist. Lomb. 77, 550 (s. Glotta 35, 62).

Middle Liddell

much like ἀγαθός,]
1. good of his kind, good, brave, Hom., especially in Il.;—also, rich, wealthy, Hes.: noble, opp. to κακός (v. ἀγαθός 1), εἴτ' εὐγενὴς πέφυκας εἴτ' ἐσθλῶν κακή Soph.
2. of things, Hom., etc.
3. good, fortunate, lucky, Od., Trag.
4. as substantive, ἐσθλά, τά, goods, Od.:—but ἐσθλόν, good luck, Hom.
5. ἐσθλόν [ἐστι], c. inf. it is good, expedient to do, Il.

Frisk Etymology German

ἐσθλός: {esthlós}
Forms: äol. Pi. ἔσλος, ἐσλός, ark. ἑσλός
Meaning: tüchtig, brav, edel von Menschen und Sachen (poet. s. Il.).
Composita: Als Vorderglied in ἐσθλοδότης (Man.),
Derivative: Ableitung ἐσθλότης (Chrysipp.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Nach Brugmann K. vergl. Gr. 201, 522, Grundr. 22: 3, 128; 374, Benveniste Origines 191 zu aind. édhate gedeiht (aus *azdh-, aw. azd-ya- wohlgenährt, kräftig; idg. *es-dh-) mit weiterer Beziehung zu ἐύ̄ς (s. d.). Schwyzer 533 A. 5 zieht vor, darin ein Kompositum *es-dhl-ó- ἀγαθοεργός zu sehen, von ἐσ- in ἐΰς und einer schwundstufigen Variante von aksl. dělo Tat (idg. *dhē-lo-; s. τίθημι). Wieder anders Specht Ursprung 256, Pisani Ist. Lomb. 77, 550 (s. Glotta 35, 62).
Page 1,574

English (Woodhouse)

good, high-born, noble, well-born, brave man, of birth, of gentle birth, well born

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

good

Afrikaans: goed; Albanian: mirë; Alviri-Vidari: ودر‎; Ambonese Malay: bai, ae; American Sign Language: OpenB@Chin-PalmBack-OpenB@CenterChesthigh-PalmUp OpenB@Palm-PalmUp-OpenB@CenterChesthigh-PalmUp; Amharic: ጥሩ; Arabic: حَسَن‎, جَيِّد‎, طَيِّب‎; Egyptian Arabic: كويس‎; Moroccan Arabic: مزِيان‎ ملِيح‎; Tunisian Arabic: باهي‎; Aramaic: טבא‎; Armenian: լավ, բարի; Aromanian: bun, bunã; Assamese: ভাল; Asturian: bonu; Azerbaijani: yaxşı, xeyir, xoş; Bashkir: яҡшы; Belarusian: до́бры; Bengali: ভাল; Bikol Central: marhay; Bulgarian: добъ́р; Burmese: ကောင်း; Catalan: bo, bon; Cebuano: maayo; Chamicuro: pewa; Chickasaw: chokma; Chinese Dungan: хо; Mandarin: 好, 良; Min Dong: 好; Coptic: ⲁⲅⲁⲑⲟⲥ; Czech: dobrý; Dalmatian: bun, buna; Danish: god, godt; Dutch: goed; Eastern Bontoc: ammay; Esperanto: bona; Estonian: hea; Faliscan: dueno; Faroese: góður; Finnish: hyvä; Franco-Provençal: bon; French: bon, bonne; Friulian: bon; Galician: bo, boa; Georgian: კარგი; German: gut; Gothic: 𐌲𐍉𐌸𐍃, 𐌸𐌹𐌿𐌸𐌴𐌹𐌲𐍃; Greek: καλός, αγαθός; Ancient Greek: ἀγαθός, ἐσθλός; Gujarati: સારું; Haitian Creole: bon; Hebrew: טוֹב‎; Hindi: अच्छा, भला, उत्तम, नेक, खूब, ख़ूब, नीति; Hungarian: jó; Icelandic: góður, góð, gott; Ido: benigna, bona; Ilocano: naimbag; Indonesian: baik; Ingrian: hüvä; Irish: maith; Istro-Romanian: bur; Italian: buono; Japanese: 良い, いい, 善意の; Kannada: ಉತ್ತಮ; Kazakh: жақсы; Khmer: ល្អ; Kikuyu: -ega; Korean: 좋다; Kumyk: яхшы; Kyrgyz: жакшы; Ladin: bon; Lao: ດີ; Latgalian: lobs; Latin: bonus; Latvian: labs; Lithuanian: geras; Livonian: jõvā; Lombard: bón; Luxembourgish: gutt; Lü: ᦡᦲ; Macedonian: добар; Malay: baik; Malayalam: നല്ലത്; Maltese: tajjeb; Maori: pai; Marathi: चांगला, चांगली, चांगले, भला, भली, भले; Mazanderani: خار‎; Middle Persian: 𐭭𐭩𐭪‎; Mongolian: сайн; Mòcheno: guat; Navajo: yáʼátʼééh; North Frisian: gödj; Northern Kankanay: gawis; Northern Thai: ᨯᩦ; Norwegian: god, godt; Occitan: bon; Old Church Slavonic: добръ; Old Frisian: gōd; Old Norse: góðr; Old Turkic: 𐰓𐰏𐰇‎; Ossetian: хорз; Pashto: ښه‎; Persian: خوب‎, نیک‎; Plautdietsch: goot; Polish: dobry; Portuguese: bom; Quechua: allin; Romanian: bun, bună; Romansch: bun; Russian: хоро́ший, до́брый; Sanskrit: साधु, सु-; Scots: guid; Scottish Gaelic: math; Serbo-Croatian Cyrillic: до̏бар; Roman: dȍbar; Shan: လီ; Sicilian: bonu; Sinhalese: හොඳ; Slovak: dobrý; Slovene: dóber; Sorbian Lower Sorbian: dobry; Upper Sorbian: dobry; Southern Kalinga: mamfaru; Spanish: bueno; Sundanese: hadé; Swahili: nzuri; Swedish: god, gott, bra; Sylheti: ꠜꠣꠟꠣ; Tagalog: mabuti, mabait; Tai Tajik: хуб; Talysh: چاک‎; Tamil: நன்மை; Tatar: яхшы; Telugu: మంచి, నీతి; Thai: ดี, ดี ๆ; Tibetan: བཟང; Tok Pisin: gutpela; Turkish: iyi; Turkmen: gowy, ýagşy; Tzotzil: lek; Ugaritic: 𐎉𐎁; Ukrainian: до́брий, хоро́ший, га́рний; Urdu: اچھا‎, بهلا‎; Uyghur: ياخشى‎; Uzbek: yaxshi; Venetian: bon; Vietnamese: tốt, hay, tuyệt; Vilamovian: güt; Votic: üvä; Walloon: bon; Waray-Waray: maupay; Welsh: da; West Frisian: goed; White Hmong: zoo; Yagnobi: хуб; Yakut: үчүгэй; Yiddish: גוט‎; Zazaki: weş; Zealandic: goed; Zhuang: ndei

brave

Afrikaans: dapper, braaf; Albanian: i guximshëm; Arabic: ⁧شُجَاع⁩, ⁧جَرِيء⁩, ⁧جَسُور⁩; Egyptian Arabic: ⁧شجيع⁩; Armenian: քաջ; Aromanian: gioni; Asturian: bravu, valiente; Azerbaijani: cəsur, mərd, comərd, ürəkli; Bashkir: батыр, ҡыйыу; Basque: ausart; Belarusian: храбры, адважны, смелы; Bengali: সাহসী; Breton: kaloneg; Bulgarian: храбър, смел; Burmese: ရဲရင့်, သတ္တိကောင်း; Catalan: valent, coratjós, audaç; Chechen: майра; Cherokee: ᏧᎵᏨᏯᏍᏗ; Chinese Gan: 勇敢, 有量, 猛, 敢, 俹/𱎫; Mandarin: 勇敢; Czech: odvážný, statečný; Danish: modig; Dutch: moedig; Esperanto: brava, kuraĝa; Estonian: vapper, vahva, julge; Faroese: djarvur; Finnish: rohkea, urhea, reipas; French: courageux; Friulian: di fiât; Galician: bravo, valente; Georgian: გამბედავი, მამაცი, გულადი, გაბედული, ვაჟკაცი, გულოვანი; German: tapfer, mutig; Greek: γενναίος, θαρραλέος; Ancient Greek: ἀγαθός, ἀγανόρειος, ἀγασός, ἀγηνόρειος, ἀγήνωρ, ἀδείλανδρος, ἀζαθός, ἀλκήεις, ἄλκιμος, ἀνδρεῖος, ἀνδρήιος, ἀνόρεος, ἀρρενῶδες, ἀρρενώδης, εἰνάρετος, ἐνάρετος, ἐσθλός, ἐσλός, ἔσλος, εὐθαρσής, εὐκάρδιος, ἐύς, ἐΰς, εὐτλήμων, εὔτολμος, εὔψυχος, ἠΰς, θαρσητικός, θρασύς, θρασύσπλαγχνος, θυμοειδής, ἰνάρετος, ἰσχυροκάρδιος, κινδυνευτής, κρατερόφρων, μεγαθαρσής, μεγαλήτωρ, μεγαλόθυμος, μεγαλοθύμων, μεγαλόφρων, πανθαρσής, περίσπλαγχνος, ταλαίφρων, ταλακάρδιος, ταλαύρινος, τλάθυμος, τλάμων, τλήθυμος, τλήμων, τολμάεις, τολμήεις, τολμῆεν, τολμήεσσα, τολμῇν, τολμηρός, τολμῇς, τολμῇσσα, φαρυμός; Haitian Creole: brav; Hawaiian: koa; Hebrew: ⁧אַמִּיץ⁩, ⁧אמיצה⁩; Hindi: बहादुर, व्यकित; Hungarian: bátor; Icelandic: hugrakkur; Ido: brava, kurajoza; Igbo: ebube; Indonesian: berani; Ingush: майра; Irish: calma, misniúil, cróga, móruchtúil, fearúil; Italian: coraggioso, ardito, baldo, audace, valoroso, impavido; Japanese: 勇敢な, 勇気ある, 勇猛な, 雄々しい; Javanese: wani; Kazakh: ержүрек, батыл, батыр, дәділ; Khmer: ក្លាហាន; Korean: 용감하다; Kurdish Central Kurdish: ⁧ئازا⁩, ⁧قارەمان⁩; Kyrgyz: кайраттуу, жүрөктүү, батымдуу; Ladino: korajozo; Lao: ກຳແຫງ, ກ້າຫານ, ກ້າ; Latin: animosus, fortis, magnanimus; Latvian: drosmīgs, drošs; Lithuanian: drąsus; Luxembourgish: daper, couragéiert; Macedonian: храбар, смел; Malay: berani; Malayalam: ധീര, ധൈര്യമുള്ള; Maltese: kuraġġuż; Manchu: ᠪᠠᡨᡠ᠋ᡵᡠ; Maori: hautoa, māia, toa; Marathi: चातुर्य; Middle English: doughty; Mongolian: эрэлхэг, зоригтой; Norman: brave; Norwegian: modig; Occitan: coratjós, valent; Ojibwe: zoongide'e; Old English: beald; Old Javanese: wani; Ottawa: aakde'e, zoongde'e; Ottoman Turkish: ⁧قوچاق⁩; Persian: ⁧شجاع⁩, ⁧دلیر⁩, ⁧نیو⁩; Plautdietsch: brow; Polish: odważny, chrobry, dzielny; Portuguese: bravo, valente, corajoso; Romanian: curajos, brav; Russian: храбрый, смелый, отважный, бесстрашный, бравый; Scots: wicht; Scottish Gaelic: misneachail, tapaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: храбар; Roman: hrabar; Sicilian: curaggiusu; Slovak: odvážny, statočný; Slovene: pogumen, hraber; Somali: geesi; Southern Altai: јӱректӱ; Spanish: valiente, valeroso, corajudo; Swahili: jasiri; Swedish: modig; Tagalog: matapang; Tajik: шуҷоъ, далер, диловар, шуҷоатманд; Tamil: தைரியசாலி; Telugu: ధైర్యమైన; Thai: กล้าหาญ, กล้า; Tibetan: བློ་ཁོག་ཆེན་པོ; Turkish: cesur, mert, korkusuz, yürekli, cesaretli; Turkmen: batyr, mert; Tuvan: эккер-эрес, кайгал, дидим; Ukrainian: хоробрий, відважний, сміливий; Urdu: ⁧بهادر⁩; Uyghur: ⁧باتۇر⁩, ⁧قورقماس⁩, ⁧جەسۇر⁩, ⁧مەرد⁩; Uzbek: jasur, mard, botir, dovyurak; Vietnamese: dũng cảm), mạnh dạn, mạnh bạo, gan dạ; Volapük: kuradik; Walloon: coraedjeus, bråve, franc; Welsh: dewr, gwrdd, gwrol, eofn, glew; Yiddish: ⁧העלדיש⁩, ⁧מוטיק⁩; Zulu: -nesibindi