λύχνος

Revision as of 15:13, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, pl.
A λύχνοι Batr.180, Ar.Eq.1315, Antiph.70,152, PPetr.2p.72 (iii B. C.): freq. also λύχνα, Hdt.2.62,133, E.Cyc.514 (lyr.), Call.Hec.1.4.11, etc., prob. in Alc.41.1. (Fr. λυκ-sno-, cf. λύκη):—portable light, lamp, χρύσεος λύχνος Od.19.34; λύχνα καίειν, λύχνα ἀνάπτειν, light lamps, Hdt. ll. cc.; ἅπτε, παῖ, λ. Ar.Nu.18; λύχνους ἅπτειν = to have an illumination, Arr.Epict.2.17.37; λύχνους ἀποσβέσαι Ar.Pl.668; λύχνος ἀπεσβήκει = had been put out, Pl.Smp.218b; περὶ λύχνων ἁφάς = about lamp-lighting time, at the time when the lights come on, i.e. towards nightfall, Hdt.7.215, D.S.19.31; πάννυχος λύχνος παρακαίεται = lamps are kept burning all night, Hdt.2.130; καύσεις λύχνων Sammelb.1161.14 (i B. C.); ἔλαιον ἡμῖν οὐκ ἔνεστ' ἐν τῷ λύχνῳ Ar.Nu.56; cf. κεράτινος, pl., used as title of book, sunt etiam qui λύχνους inscripserint, Gell.Praef.7.
2 in plural, οἱ λύχνοι or τὰ λύχνα = the lamp market, οὑκ τῶν λύχνων ib.1065.
II a fish, Str. 17.2.4, Hsch.; cf. Lat. lucerna, Plin.HN9.82.

German (Pape)

[Seite 74] ὁ (λυκη, S. Emp. adv. gramm. 243 ἀπὸ τοῦ λύειν τὸ νύχος), Leuchte, Leuchter, Lampe; χρύσεος, Od. 19, 34, aus welcher Stelle hervorgeht, daß der λύχνος tragbar ist, nicht wie der λαμπτήρ feststeht, ἔλαιον ἡμῖν οὐκ ἔνεστ' ἐν τῷ λύχνῳ, Ar. Nubb. 156; λύχνον ἅπτειν, 18; oft auch ἀνάψαι, Anacr. 13, 15; λύχνος ἡμμένος, Thuc. 4, 133; λύχνον καίειν, Matth. 5, 15; auch sprichwörtlich, λύχνον ἐν μεσημβρίᾳ ἅπτειν, Diogen. 6, 27. – Gegensatz ἀποσβεννύναι, Ar. Plut. 668; λύχνος ἀπέσβηκε, Plat. conv. 218 b; πάννυχος, Her. 2, 130; ὁ μὲν λύχνος διὰ τὸ λαμπρὰν φλόγα ἔχειν φῶς παρέχει Xen. Conv. 7, 4; περὶ λύχνων ἀφάς, um die Zeit, wo man Lichter anzündet, gegen Anfang der Nacht, Her. 7, 215. – Die Lampen wurden nach der Anzahl der Dochte, welche darin brannten, unterschieden (s. δίμυξος u. ähnliche). – Der plur. wurde auch λύχνα gebildet (s. unter λύχνον); neben λύχνους ἅψω, ἂν σωθῇς, ich werde illuminiren, Arr. Ep. 2, 17. – Bei Strab. XVII, 833 ein Fisch.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pl. οἱ λύχνοι ou τὰ λύχνα;
lampe : περὶ λύχνων ἁφάς HDT à l'heure où l'on allume les lampes.
Étymologie: R. Λυκ, briller.

Russian (Dvoretsky)

λύχνος: ὁ (pl. иногда τὰ λύχνα) светильник (обычно, в отличие от λαμπτήρ, переносный): λ. ἡμμένος Thuc. или καιόμενος NT зажженный (горящий) светильник; περὶ λύχνων ἁφάς Her. когда зажигаются светильники, т. е. с наступлением ночи; οὑκ (= ὁ ἐκ) τῶν λύχνων Arph. продавец светильников.

Greek (Liddell-Scott)

λύχνος: ὁ· πληθ. λύχνοι Βατραχομυομ. 179, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1315, Ἀντιφ. ἐν «Γάμῳ» 2, ὁ αὐτ. ἐν «Μετοίκῳ» 1· ἀλλ’ ὁ συνήθης τύπος τοῦ πληθ. εἶναι οὐδ. λύχνα Ἡρόδ. 2. 62, 133, Εὐρ. Κύκλ. 514, κτλ.· (ἴδε *λύκη)· - φῶς δυνάμενον νὰ μεταφέρηται, λύχνος, διαφέρον ἀπὸ τοῦ ἀκινήτου λαμπτῆρος, καθότιλύχνος ἐφέρετο ἐν τῇ χειρὶ ἢ ἐτίθετο ἐπὶ λυχνοστάτου (ἴδε λυχνεῖον, λυχνία, λυχνοῦχος), χρύσεος λ. Ὀδ. Τ. 34· λύχνα καίειν, ἀνάπτειν, Ἡρόδ., ἔνθ’ ἀνωτ.· ἅπτε, παῖ, λύχνον Ἀριστοφ. Νεφ. 18· ὡσαύτως, λύχνους ἅπτειν, ποιεῖν λυχναψίαν, φωταψίαν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 17, 37· λ. ἀποσβέσαι Ἀριστοφ. Πλ. 668· λύχνος ἀπεσβήκει, εἶχε σβεσθῆ, Πλάτ. Συμπ. 218Β· περὶ λύχνων ἁφάς, κατὰ τὴν ὥραν καθ’ ἣν ἀνάπτονται οἱ λύχνοι, δηλ. ὅταν ἀρχίζῃ νὰ νυκτώνῃ, Ἡρόδ. 7. 215· πάννυχος λ. παρακαίεται, διατηρεῖται καίων πλησίον δι’ ὅλης τῆς νυκτός, Ἡρόδ. 2. 130· ἔλαιον ἡμῖν οὐκ ἔνεστ’ ἐν τῷ λύχνῳ Ἀριστοφ. Νεφ. 56· πρβλ. κεράτινος. 2) ἐν τῷ πληθ., οἱ λύχνοι ἢ τά λύχνα, τὸ μέρος τῆς ἀγορᾶς ἔνθα ἐπωλοῦντο οἱ λύχνοι, αὐτόθι 1065.

English (Autenrieth)

light, lamp, Od. 19.34†.

Spanish

lámpara

English (Strong)

from the base of λευκός; a portable lamp or other illuminator (literally or figuratively): candle, light.

English (Thayer)

λύχνου, ὁ, the Sept. for נֵר (from Homer down); a lamp, candle (?), that is placed on a stand or candlestick (Latin candelabrum) (cf. Trench, N.T. Synonyms, § xlvi.; Becker, Charicles, Sc. ix. (English translation, p. 156n. 5)): φῶς λύχνου, φῶς ἡλίου, L T Tr WH; ά῾πτειν λύχνον (ἅπτω, 1). To a lamp are likened — the eye, ὁ λύχνος τοῦ σώματος, i. e. which shows the body which way to move and turn, Revelation 21:23.

Greek Monolingual

ο (AM λύχνος, Α πληθ. και ετερογεν. λύχνα, τὰ)
1. φορητή συσκευή που παράγει φωτισμό με καύση ελαίου ή λίπους μέσω θρυαλλίδας, το λυχνάρι
2. φρ. «περὶ λύχνων ἁφάς» — κατά την ώρα που αρχίζει να νυχτώνει
μσν.
1. το υλικό που χρησιμοποιείται για την κατασκευή λυχναριών
2. φωτιά
μσν.-αρχ.
είδος ψαριού
αρχ.
στον πληθ. οἱ λύχνοι ή τὰ λύχνα
το μέρος της αγοράς όπου πωλούνταν τα λυχνάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λύχνος (< λυκσνο-) ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα luk-της ΙΕ ρίζας leuk- «λάμπω, φως» (πρβλ. λεύσσω, λευκός) + επίθημα -sno και συνδέεται με συγγενείς τ., που παρουσιάζουν όμως φωνήεν -ευ- ή -ου- (πρβλ. αβεστ. raox-šna- «λαμπερός», λατ. luna, αρχ. πρωσ. luna «σελήνη», λατ. lumen «φως» < leuksmen, louksmen, lousmen). Στον ελλ. τ. η μηδενισμένη βαθμίδα λυ-, έναντι τών lou-, lu- τών άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, οφείλεται πιθ. στην προτίμηση της Ελληνικής προς τη μηδενισμένη βαθμίδα εις βάρος της ετεροιωμένης λου-. Η μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας απαντά επίσης στον τ. -λύκη (βλ. λύκη).
ΠΑΡ. λυχνάρι, λυχνείο, λυχνία, λυχνικός, λυχνίο, λυχνίς, λυχνίσκος, λυχνίτης
αρχ.
λυχναίος, λυχνέα, λυχνεύς, λυχνεών, λυχνιαίος, λυχνίας, λυχνίτις, λύχνον, λυχνώδης, λύχνωμα
μσν.
λυχνεύω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λυχνοειδής, λυχνομαντεία, λυχνοποιός
αρχ.
λυχνάπτης, λυχναύγημα, λυχνέλαιο, λυχνόβιος, λυχνοδότης, λυχνοκαΐα, λυχνοκαυτώ, λυχνόπολις, λυχνοπώλης, λυχνούχος, λυχνοφόρος
νεοελλ.
λυχνοπέτα, λυχνοστάτης. (Β' συνθετικό) αρχ. άλυχνος, επίλυχνος, υψίλυχνος].

Greek Monotonic

λύχνος: ὁ, πληθ., λύχνοι και λύχνα· φορητό φως (που μπορεί δηλ. να μεταφέρεται), λάμπα, λυχνάρι, το οποίο μεταφέρεται στο χέρι ή τίθεται σε λυχνοστάτη (λύχνιον), σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· περὶ λύχνων ἁφάς, κατά την ώρα όπου ανάβονται οι λύχνοι, δηλ. όταν αρχίζει να νυχτώνει, σε Ηρόδ.
2. στον πληθ., μέρος της αγοράς όπου πωλούνται λυχνάρια, σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.,
Meaning: (portable) light, lamp (τ 34), also as fishname (Str., H., as lat. lucerna; after its lighting organs, evt after the exterior form, Strömberg Fischnamen 55f.).
Other forms: pl. also τὰ λύχνα, to which sg. λύχνον (cf. Schwyzer-Debrunner 37, Sommer Nominalkomp. 88)
Compounds: Several compp., e.g. λυχνοῦχος m. lamp-stander, lighter (com.), also as 2. member as in θερμό-λυχνον = λυχν-έλαιον lamp-oil (Att. inscr.).
Derivatives: 1. Diminut.: λυχνάριον (pap.), λυχνίσκος fishname (Luc.; cf. above). 2. name of a lighter: λυχνεῖον (com., Arist., hell. inscr.) with λυχνείδιον (-ίδιον), λυχνίον, -ιον (Antiph., Theoc., Luc.), also lamp (pap.), λυχνία, -έα, -εία (hell.; Scheller Oxytonierung 44 f.). 3. name of the ruby that emits light: λυχνίας λίθος (Pl. Com.), λυχνίτης (Str.), also name of Parian marble, as lamps were made of it (Varro ap. Plin.; s. Redard 56 a. 244 n. 13), λυχνεύς (Callix., H.), also lighter (Ath.; Boßhardt 63), λύχνις m. (D. P., Orph. L.), λυχνίς f. (Luc..; cf. 4). 4. plantname: λυχνίς f. rose campion, Lychnis coronaria (Thphr., Dsc.; because of the purpur-red colour, Strömberg Pflanzennamen 49), λυχνῖτις f. candlewick, Verbascum (Plin., pap., Dsc.), because the leaves were used as wick (Strömberg 106, Redard 73; cf. s. θρύον). 5. Other substant.: λυχνεών, -ῶνος m. place to keep lamps (Luc. VH 1, 29), λύχνωμα lint (sch. Ar. Ach. 1175, = λαμπάδιον), with nominal basis (Chantraine Formation 187). 6. Adjectives: λυχν-αῖος (Procl.), also -ιαῖος (S. E., Gal.) belonging to a lamp, -ώδης lamp-like (Heph. Astr.). 7. Verb: λυχνεύω lighten someb. (Areth. in Apok.).
Origin: IE [Indo-European] [688f] *leuk-sn-a moon, stars etc.
Etymology: Beside λύχνος from *λύκ-σν-ος we have with full grade Av. raox-šn-a- light, gleaming, OPr. lauxnos pl. stars, Lat. lūna = Praen. Losna, OCS luna moon, MIr. luan light, moon, IE *louk-sn- or *leuk-sn-; the deviating zero grade in λύχνος may be related with the diminished strength of the ου- diphthong in Greek (cf. Schwyzer 347). The words mentioned are all transformations of an old noun with suffixal -sn- from the verb for lighten, gleam, which is in Greek represented by λεύσσω; s. v. for further relatives (Hitt. luk-zi etc.). As intermediate form served prob. an s-stem (Av. raočah n. light from IE *leukos-, Lat. lūmen from *leuks-men- etc.). Quite uncertain is λουνόν λαμπρόν H.; hypotheses by v. Blumenthal Hesychst. 34 and Specht Ursprung 187. On the sn-suffix cf. esp. the synonymous Skt. jyót-sn-ā f. moonlight. - A zero grade noun *λυκ- (= Skt. rúc- f. light) appears in the hypostasis ἀμφι-λύκ-η adjunct of the night H 433 morning tilight, also as subst. (morning)twilight (A. R., Opp.; Bechtel Lex. s. v., also Leumann Hom. Wörter 53); after it also in λυκ-αυγής lighting in the morning (Luc.), λυκ-ό-φως, -ωτος n. twilight (Ael., H. s. λυκοειδέος, sch.); s. also λυκάβας, also λύσσα. - Schwyzer 489 (on the formation), WP. 2, 408ff., Pok. 687ff., W.-Hofmann s. lūna, Vasmer s. luná I; everywhere more forms a. lit.

Middle Liddell

λύχνος, ὁ,
1. pl. λύχνοι and λύχνα;— a portable light, a lamp, carried in the hand or set on a lamp-stand (λυχνίον), Od., Hdt., Attic; περὶ λύχνων ἁφάς about lamplighting time, Hdt.
2. in plural the lamp-market, Ar.

Frisk Etymology German

λύχνος: {lúkhnos}
Forms: pl. auch τὰ λύχνα, wozu sg. λύχνον (vgl. Schwyzer-Debrunner 37, Sommer Nominalkomp. 88)
Grammar: m.,
Meaning: ‘(tragbare) Leuchte, Lampe’ (seit τ 34), auch als Fischname (Str., H., wie lat. lucerna; nach den Leuchtorganen, allenfalls nach der äußeren Form, Strömberg Fischnamen 55f.).
Composita: Zahlreiche Kompp., z.B. λυχνοῦχος m. Lampenständer, Leuchter (Kom.), auch als Hinterglied wie in θερμόλυχνον = λυχνέλαιον Lampenöl (att. Inschr.).
Derivative: Viele Ableitungen. 1. Deminutiva: λυχνάριον (Pap.), λυχνίσκος Fischname (Luk.; vgl. oben). 2. Ben. des Leuchters: λυχνεῖον (Kom., Arist., hell. Inschr. u.a.) mit λυχνείδιον (-ί̄διον), λυχνίον, -ιον (Antiph., Theok., Luk. usw.), auch Lampe (Pap.), λυχνία, -έα, -εία (hell. u. sp.; Scheller Oxytonierung 44 f.). 3. Namen des Rubins od. des Granats (wegen des roten Scheins): λυχνίας λίθος (Pl. Kom.), λυχνίτης (Str. u. a.), auch Ben. des parischen Marmors, weil Lampen daraus gemacht wurden (Varro ap. Plin.; s. Redard 56 u. 244 A. 13), λυχνεύς (Kallix., H.), auch Leuchter (Ath.; Boßhardt 63), λύχνις m. (D. P., Orph. L.), λυχνίς f. (Luk..; vgl. 4). 4. Pflanzennamen: λυχνίς f. ‘Himmelsröschen, Lychnis coronaria u. a.’ (Thphr., Dsk. u. a.; wegen der purpurroten Farbe, Strömberg Pflanzennamen 49), λυχνῖτις f. Wollkraut, Verbascum (Plin., Pap., Dsk.), weil die Blätter als Dochte gebraucht wurden (Strömberg 106, Redard 73; vgl. s. θρύον). 5. Sonstige Substantiva: λυχνεών, -ῶνος m. Lampenwohnung (Luk. VH 1, 29), λύχνωμα Scharpie (Sch. Ar. Ach. 1175, = λαμπάδιον), mit nominalem Grundwort (Chantraine Formation 187). 6. Adjektiva: λυχναῖος (Prokl.), auch -ιαῖος (S. E., Gal. u.a.) zur Lampe gehörig, -ώδης lampenähnlich (Heph. Astr.). 7. Verb: λυχνεύω ‘jemdm. leuchten’ (Areth. in Apok.).
Etymology: Neben λύχνος aus *λύκσνος stehen mit durchgehender Hochstufe aw. raox-šn-a- licht, glänzend, altpreuß. lauxnos pl. Sternen, lat. lūna = praen. Losna, aksl. luna Mond, mir. luan Licht, Mond, idg. *louq-sn- oder *leuq-sn-; die abweichende Tiefstufe in λύχνος dürfte mit dem Zurückweichen des ου- Diphthongs im Griechischen zusammenhängen (vgl. Schwyzer 347). Die genannten Wörter sind alle erweiternde Umbildungen eines alten Nomens mit suffixalem -sn- vom Verb für leuchten, glänzen, das im Griech. durch λεύσσω vertreten ist; s. d. m. weiteren Verwandten (heth. luk-zi u.a.). Als Zwischenglied hat wahrscheinlich ein s-Stamm (aw. raočahn. Licht aus idg. *leuqos-, lat. lūmen aus *leuqs-men- usw.) gedient. Ganz unsicher ist λουνόν· λαμπρόν H.; Hypothesen bei v. Blumenthal Hesychst. 34 und Specht Ursprung 187. Zum sn- Suffix vgl. bes. das synonyme aind. jyót-sn-ā f. Mondlicht. — Ein schwundstufiges Nomen *λυκ- (= aind. rúc- f. Licht) erscheint in der Hypostase ἀμφιλύκη Beiwort der Nacht H 433 morgengrauend, auch als Subst. Zwielicht, Morgendämmerung (A. R., Opp. u. a.; Bechtel Lex. s. v., auch Leumann Hom. Wörter 53); danach auch in λυκαυγής morgengrauend (Luk. u. a.), λυκό-φως, -ωτος n. Zwielicht, Dämmerung (Ael., H. s. λυκοειδέος, Sch.); s. noch λυκάβας, Λυκηγενής, auch λύσσα. — Schwyzer 489 (zur Bildung), WP. 2, 408ff., Pok. 687ff., W.-Hofmann s. lūna, Vasmer s. luná I; überall mit weiteren Formen u. reicher Lit.
Page 2,147-149

Chinese

原文音譯:lÚcnoj 呂赫挪士
詞類次數:名詞(14)
原文字根:燈 相當於: (נִיר‎ / נֵר‎)
字義溯源:可移動的燈,燭光,燈;源自(λευκός)=白的);而 (λευκός)出自(Λυκαονιστί)X*=光)
同源字:1) (λυχνία)燈臺 2) (λύχνος)燈比較: (λαμπάς / ὑπολαμπάς)=燈
出現次數:總共(14);太(2);可(1);路(6);約(1);彼後(1);啓(3)
譯字彙編
1) 燈(14) 太5:15; 太6:22; 可4:21; 路8:16; 路11:33; 路11:34; 路11:36; 路12:35; 路15:8; 約5:35; 彼後1:19; 啓18:23; 啓21:23; 啓22:5

Mantoulidis Etymological

(=λυχνάρι). Ἀπό ρίζα λυκ- τοῦ λύκη (=φῶς), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.

Léxico de magia

lámpara para encender en las prácticas ἀλέκτορας δύο λευκούς, ἀσινεῖς τελείους, καὶ λύχνους δύο (ten) dos gallos blancos, que no tengan daños, perfectos, y dos lámparas P XIII 10 P XIII 125 P XIII 683 μαντεῖον Σαραπιακὸν ἐπὶ παιδὸς, ἐπὶ λύχνου καὶ φιάλης καὶ βάθρου fórmula de petición de un oráculo a Sarapis con la ayuda de un niño, una lámpara, un cuenco y un pedestal P V 2 λύχνους δύο ἅπτε κοτυλιαίους ἔνθα καὶ ἔνθα τοῦ βωμοῦ enciende dos lámparas de una cotila a un lado y otro del altar P XIII 366 ἅψον λύχνους ἑπτὰ ἐπάνω πλίνθων ζʹ ὠμῶν enciende siete lámparas sobre siete ladrillos sin cocer P III 22 a) con determinadas características εἶτα λαβὼν ἀμίλτωτον λύχνον ἄγραφον después toma una lámpara no pintada de rojo ni grabada P XII 131 ἐπιθεὶς λύχνον ἀμίλτωτον ἅψον pon una lámpara no pintada de rojo y enciéndela P VII 542 P IV 2372 P VII 542 P XII 22 λαβὼν λύχνον ἀμίλτωτον σκεύασον διὰ βυσσίνου ῥάκους toma una lámpara que no esté pintada de rojo y prepárala con un trozo de lino P I 277 P I 293 P VIII 87 ἐλλυχνιάσας λύχνον καλλάϊνον ἐν ἐλλυχνίῳ τῷ καλουμένῳ ἄχι prepara una lámpara turquesa con una mecha llamada hierba de los pantanos P IV 1090 λαβὼν λύχνον ἑπτάμυξον ἀμίλτωτον ποίησον ἐλλύχνιον ἀπὸ πλοίου νεναυαγηκότος καὶ ἐπὶ μὲν τοῦ αʹ ἐλλυχνίου γράφε ζμύρνῃ toma una lámpara de siete mechas, no pintada de rojo, y haz una mecha de (una cuerda de) un barco que haya naufragado y en la primera mecha escribe con tinta de mirra P VII 593 εἰλήσας (τὸν χάρτην) εἰς ἐλλύχνιον καὶ ἐλλυχνιάσας λύχνον καθαρὸν καινόν envuelve el rollo de papiro en una mecha y enciende una lámpara pura y nueva P XIII 317 b) en determinadas condiciones ὅπως ἂν ἐπιθῇς τὸν λύχνον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ λύκου para que coloques la lámpara sobre la cabeza de lobo P I 283 σκεύαζε λύχνον ἀμίλτωτον, καὶ κείσθω ἐπὶ λυχνίας πεπλασμένης ἐκ παρθένου γῆς prepara una lámpara no pintada de rojo, que esté sobre un portalámparas modelado con tierra virgen P II 57 ἤτω δὲ ὁ λύχνος τῇ ἀνατολῇ βλέπων que la lámpara esté orientada hacia el este P IV 3194 θὲς (τὸν λύχνον) ἐπὶ θυρίδα τῷ νότῳ βλέπουσαν pon la lámpara sobre una ventana que mire al sur P VII 600 τὸν λύχνον ἐνθῇς ἐν ὑδατίῳ ὑπαιθρίῳ pon la lámpara sobre una fuentecilla al aire libre P VII 617 ἤτω δὲ κάτω τοῦ λύχνου βᾶρις παπυρίνη que debajo de la lámpara haya una barca de papiro P VII 618 c) ref. al aceite πλήσας τὸν λύχνον χρηστοῦ ἐλαίου llena la lámpara de buen aceite P IV 1093 P IV 3190 P VII 599 P XII 25 P XIII 10 P XIII 126 καιέσθω σησαμίνῳ ἐλαίῳ τὸ λύχνον la lámpara ha de encenderse con aceite de sésamo P VIII 88 χρηστῷ ἐλαίῳ λυχνίαζε καὶ κέδρῳ enciende la lámpara con buen aceite de oliva y aceite de cedro P LXII 1 d) ref. a ingredientes λιβάνου χόνδρον ἐπιτιθέντος <σου> τῇ θρυαλλίδι τοῦ λυχνοῦ poniendo un grano de incienso en la mecha de la lámpara P II 14 ἤτω δὲ καὶ ἀρτεμισίας σπεῖρα ἐπὶ τὸν λύχνον que haya semilla de artemisa en la lámpara P VII 601 e) ref. a la mecha ῥάκος ἀπὸ βιαίου ἐλλύχνιον ποιήσας ἅψον λύχνον haz una mecha con ropa de uno muerto violentamente y enciende una lámpara P II 145 P II 172 λαβὼν ἐπὶ σκότος τὸ θρυαλλίδιον ἀπὸ τοῦ λύχνου αἵματι ὀνείῳ αἱμάξαι toma de noche la mecha de una lámpara e imprégnala con sangre de asno P XIb 4 f) ref. al humo ὑπόθες αὐτῷ ... λύχνον καινὸν ἐξημμένον, ὡς τὴν ἀτμίδα τοῦ λύχνου ἐφικέσθαι ὀλίγον τοῦ κανθάρου pon debajo una lámpara nueva encendida, de modo que el humo de la lámpara alcance un poco al escarabajo P IV 67 para hacer algo ante ella ταῦτα μέλλεις ὅλα ποιῆσαι ἐγγὺς τοῦ λύχνου todo esto lo harás cerca de la lámpara P I 289 ἅγνευσον εἰς τὸν καθημερινόν σου λύχνον purifícate ante tu lámpara diurna P XXIIb 27 τῇ δὲ δεξιᾷ σου κράτει κλάδον ἐλαίας καὶ δάφνης κατασείων τῷ λύχνῳ sujeta en tu mano derecha un ramo de olivo y laurel, agitándolo hacia la lámpara P V 453 ταύρῳ· εἰς λύχνον ἐπιλάλημα en Tauro: encantamiento ante una lámpara P VII 296 para recitar una fórmula λέγεται δὲ καὶ εἰς τὸν λύχνον μετὰ τοῦ εἰσελθεῖν ἀπὸ τῆς εὐχῆς se pronuncia también ante la lámpara, al tiempo que entras de la oración P II 12 P IV 931 P IV 957 P V 440 P VII 227 P VII 233 P VII 255 P VII 364 λ. ὁ λεγόμενος πρὸς τὸν καθημερινὸν λύχνον fórmula que se pronuncia frente a la lámpara diurna P VII 251 P VII 408 SM 90 fr.D.4 λαβὼν σου τὸν ἔσχατον ψωμὸν δείκνυε τῷ λύχνῳ καὶ δεικνύων λέγε toma el último bocado, muéstralo a la lámpara y al mostrarlo di P XXIIb 32 λυχνίον λαβὼν ἐλλυχνίασον καὶ πρὸς αὐτὸν λέγε toma una lámpara, ponle una mecha y dile P VII 377 P II 76 para colgar algo ὑπερκρεμνῶσιν (τὸ ῥάκος) τοῦ λύχνου (algunos) cuelgan la tela de la lámpara P II 50 g) personif. ἐξορκίζω σε, λύχνε, κατὰ τῆς μητρός σου, Ἑστίας te conjuro, lámpara, por tu madre, Hestia P VII 377 SM 93 2

Lexicon Thucydideum

lucerna, lamp, 4.133.2.

Translations

lantern

Albanian: fener, luqerë; Alutiiq: fanaʀuq; Arabic: فَانُوس‎; Hijazi Arabic: فانوس‎; Armenian: լապտեր; Azerbaijani: fənər; Belarusian: ліхтар; Bengali: লণ্ঠন, সিরাজ; Bulgarian: фенер; Burmese: မီးအိမ်; Buryat: дэнлүү; Catalan: fanal, faró; Chinese Mandarin: 燈籠, 灯笼, 燈, 灯; Classical Nahuatl: ocōcallōtl, tlāhuīlcalli; Czech: lucerna; Danish: lanterne; Dutch: lantaarn, lantaren; Esperanto: lanterno; Estonian: latern; Finnish: lyhty; French: lanterne; Galician: farol, foco; Georgian: ფარანი; German: Laterne; Gothic: 𐍃𐌺𐌴𐌹𐌼𐌰; Greek: φανάρι; Hebrew: פָּנָס‎, עֲשָׁשִׁית‎; Hindi: लालटेन, फ़ानूस, फानूस; Hungarian: lámpás; Icelandic: lampi; Indonesian: lentera, tanglung; Irish: laindéar; Italian: lanterna; Japanese: 灯篭), ランタン, 提灯; Kannada: ಲಾಂದ್ರ; Kazakh: шам, фонарь; Khmer: គោម; Korean: 랜턴, 등롱, 손전등; Kyrgyz: фонарь, панар; Lao: ຕະກຽງ; Latin: lanterna, lampas; Latvian: laterna; Lithuanian: žibintas; Macedonian: фенер; Malay: tanglung, lentera; Manchu: ᡩᡝᠩᠯᡠ; Mongolian: дэнлүү; Norwegian Bokmål: lanterne; Nynorsk: lanterne; Old East Slavic: фонарь; Ottoman Turkish: فنر‎, فانوس‎; Pashto: پانوس‎, لاټين‎; Pennsylvania German: Lutzer, Ladann; Persian: فانوس‎, لنتر‎; Plautdietsch: Latoarn; Polish: latarnia; Portuguese: lanterna; Romanian: lanternă, felinar; Russian: фонарь; Sanskrit: दीपिका; Serbo-Croatian Cyrillic: фѐњер; Roman: fènjer; Slovak: lucerna, lampáš; Slovene: laterna, svetilka; Somali: faynuus; Spanish: farol; Swahili: koroboi, fanusi; Swedish: lykta; Tajik: фонус; Telugu: లాంతరు; Thai: โคม, โคมไฟ, ประทีป; Turkish: fener, fanus; Turkmen: fener; Ukrainian: ліхтар; Urdu: لالٹین‎, فانوس‎; Uyghur: پانار‎; Uzbek: fonar, fonus; Vietnamese: đèn lồng, lồng đèn; Walloon: lantiene; Welsh: llusern; Zhuang: daengloengz

lamp

Afrikaans: lamp; Albanian: llambë; Arabic: مِصْبَاح‎, قِنْدِيل‎, سِرَاج‎; Armenian: լամպ, լապտեր; Assyrian Neo-Aramaic: ܫܪܵܓ݂ܵܐ‎, ܠܲܡܦܹܝܕܵܐ‎; Asturian: llámpara; Burmese: ဆီမီး, မီးခွက်; Catalan: làmpada; Cherokee: ᎠᏨᏍᏗ; Chinese Mandarin: 燈, 灯; Czech: lampa; Danish: lampe, olielampe; Dutch: lamp, olielamp or; Faroese: lampa; Finnish: öljylamppu; French: lampe; Galician: lámpada; Georgian: ლამპა; German: Lampe, Öllampe; Greek: λάμπα; Ancient Greek: λύχνος; Hausa: fitila; Hebrew: מְנוֹרָה‎; Hindi: बत्ती, चिराग़; Hungarian: olajlámpa, mécses; Irish: lampa; Italian: lampada; Japanese: ランプ, 明かり; Kalmyk: шам; Kazakh: шам, шырақ; Khmer: ចង្កៀង, ចង្កៀងខ្លាញ់; Kom: lâm; Korean: 램프, 광명; Kyrgyz: чырак, шам; Latin: lucerna, laterna; Malay: pelita; Malayalam: വിളക്ക്, ദീപം; Norwegian Bokmål: lampe; Nynorsk: lampe; Ottoman Turkish: قندیل‎, سراج‎, لامپه‎, مصباح‎; Persian: چراغ‎; Plautdietsch: Laump; Polish: lampa; Portuguese: candeia; Romanian: lampă, lămpi; Russian: лампа, светильник; Serbo-Croatian Cyrillic: свѐтӣљка, свјѐтӣљка, ла̑мпа; Roman: svètīljka, svjètīljka, lȃmpa; Sindhi: بَتيِ‎; Slovak: lampa; Sotho: lebone, lampi; Spanish: lámpara, candil; Swahili: taa; Swedish: lampa, oljelampa; Tajik: чароғ; Thai: โคม, ประทีป; Tocharian B: cok; Turkish: lamba, yağ lambası; Urdu: چراغ‎; Volapük: lampad; Walloon: lampe, crasset, lantiene, kénket; Welsh: lamp; White Hmong: teeb; Yiddish: לאָמפּ‎