εὔνοια
English (LSJ)
ἡ, lon. εὐνοίη (εὔνοιαν is f.l. in Hdt.3.36), poet. εὐνοΐη IG14.815: (εὔνους):—
A goodwill, favour (distinct from φιλία, Arist.EN1155b33, 1166b30), κατ' εὔνοιαν, κατὰ εὐνοίην = with goodwill Hdt.6.108; δι' εὐνοίας Th.2.40; δι' εὔνοιαν Pl.Prt.337b; εὐνοίας ἕνεκα Docum. ap. D.18.54, etc.; εὐνοίας ἕνεκα τῆς εἰς τὸν δῆμον IG22.212.32, etc.; κατ' εὔνοιαν κρίνειν = judge partially, Antipho 3.4.1; κατ' εὔνοιαν φρενῶν = with a good disposition of mind A.Supp.940; μετ' εὐνοίας And.1.9, Pl.Phdr.241c, D.18.276, Ep.Eph.6.7; ὑπ' εὐνοίας D.2.9; εὐνοίῃ τι ποιῆσαι Hdt.7.239; εὐνοίᾳ λέγειν S.Ph.1322; εὐνοίᾳ μᾶλλον ἢ ἐλέγχῳ τὰ γιγνόμενα δοκιμάζειν Lys.31.22; εὐνοίᾳ τῇ σῇ = for the love of you, Pl.Grg.486a: with objective gen., ἐπ' εὐνοίᾳ χθονός = for love of fatherland, A.Th.1012; εὐνοίᾳ τῇ ἑαυτοῦ = in kindness to himself Pl.Grg.485a; ἕνεκα τῆς τῶν Ἑλλήνων εὐνοίας = due to the goodwill towards the Greeks, X.An.4.7.20; [εὔνοιαν] ἔχειν εἴς τινα Docum. ap. D.18.54; πρός τινα Pl.R.470a; πρὸς τὸν δῆμον IPE12.32.7 (Olbia), etc.; εὔνοια παρὰ τῶν θεῶν D.2.1; εὔνοιαν ἔκ τινων κτᾶσθαι X.Cyr.8.2.22; εὔνοιαν παρασχεῖν = to show favour, S.Tr.708; ἔργῳ δεικνύναι Antipho 5.76; εὔνοιαν ἔχειν = to wish heartily that... Th.2.11; ὡς ἑκατέρων τις εὐνοίας… ἔχοι Id.1.22; ἡ εὔ. παρὰ πολὺ ἐποίει τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους Id.2.8: in plural, impulses of kindness, favours, τοῖς ἥσσοσιν γὰρ πᾶς τις εὐνοίας φέρει A.Supp.489; Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι Id.Th.450; ταῖς εὐ. μεθ' ὑμῶν ἦσαν Isoc.14.15; but, acts of kindness, favours, D.S.15.9.
II gift or present in token of goodwill, D.19.282: pl., benevolences, Id.8.25. [εὔνοια as dactyl, Arch.Pap.1.220 (twice, ii B.C.).]
German (Pape)
[Seite 1083] ἡ, ion. εὐνοίη, p. εὐνοΐη, Anth. App. 318, Wohlwollen, Zuneigung, Gunst; κατ' εὔνοιαν φρενῶν Aesch. Suppl. 918; ἐπ' εὐνοίᾳ χθονός Spt. 998; auch im plur., τοῖς ἥσσοσιν γὰρ πᾶς τις εὐνοίας φέρει, beweis't sein Wohlwollen, wo an die einzelnen Aeußerungen desselben (s. unten) zu denken ist, Suppl. 484, wie Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι Spt. 432; εὐνοίᾳ λέγω, αὐδῶ, mit Wohlwollen, Soph. Phil. 1306 El. 226; εὔνοιαν ἔχειν τινί, gegen Einen Wohlwollen hegen, Eur. Or. 866, wie Plat. Legg. XI, 931 a; εἴτε εὐνοίᾳ ταῦτα ἐποίησε εἴτε καὶ καταχαίρων Her. 7, 239; εἴς τινα, Eur. Hel. 1425; Thuc. 2, 8, wie Xen. Cyr. 1, 5, 13; εὔνοιαν ἔχων διατελεῖ εἰς τοὺς Ἕλληνας Dem. 18, 54; ἡ πρὸς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας εὔνοια Plat. Rep. V, 470 a (wie Dem. 18, 277); εὐνοίᾳ ἐρῶ τῇ σῇ, aus Zuneigung zu dir, Gorg. 486 a; wie oben Aesch. öfter mit gen., gegen Einen, Thuc. 3, 37, ἑκατέρων 1, 22; οὐ τῆς τῶν Ἑλλήνων εὐνοίας Xen. An. 4, 7, 20; Gegensatz φθόνος, Plat. Legg. I, 635 b 642 c; εὔνοιαν παρέχεσθαι, zeigen, Andoc. 1, 6, wie παρέχειν τινί Soph. Tr. 705; – ἡ παρὰ τῶν θεῶν εὔνοια, die Gunst der Götter, Dem. 2, 1; ἡ παρὰ τοῦ δήμου εὔν. Luc. Scyth. 10; εὔνοιαν ἐξ ἀνθρώπων κτᾶσθαι Xen. Cyr. 8, 2, 22; – κατ' εὔνοιαν, Gegensatz βίᾳ, Thuc. 6, 92; δι' εὐνοίας 2, 40. Auch in Prosa findet sich der plur., ταῖς εὐνοίαις μεθ' ὑμῶν ἦσαν Isocr. 14, 15; Sp., wie D. Sic. 15, 9. – Bei Dem. 8, 25, φασὶ δ' εὐνοίας (v.l. mehrerer mss. εὐνοίᾳ) διδόναι, καὶ τοῦτο τοὔνομα ἔχει τὰ λήμματα, ist es = freiwillige Geschenke, wie man es auch 19, 282 erkl.: τίς λειτουργία, τίς εἰσφορά, τίς εὔνοια, Beweis des Wohlwollens.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bienveillance;
1 en b. part ἐπ' εὐνοίᾳ, δι' εὐνοίας, κατ' εὔνοιαν, εὐνοίᾳ, μετ' εὐνοίας, avec bienveillance ; εὐνοίᾳ τῇ σῇ PLAT par bienveillance pour toi ; αἱ εὔνοιαι sentiments de bienveillance;
2 en mauv. part indulgence ; partialité ; κατ' εὔνοιαν κρίνειν LYS juger avec indulgence, juger avec partialité;
3 marque de bienveillance, présent, gratification.
Étymologie: εὔνοος.
Russian (Dvoretsky)
εὔνοια: поэт. редко εὐνοίᾱ, ион. εὐνοΐη ἡ
1 благосклонность, благоволение, доброжелательность: κατ᾽ εὔνοιαν Her., ἐπ᾽ εὐνοίᾳ Aesch., δι᾽ εὔνοιαν Plat., δι᾽ εὐνοίας Thuc. и εὐνοίας ἕνεκα Dem. из расположения, по доброжелательности; εὐνοίᾳ Soph., εὐνοίῃ Her. и μετ᾽ εὐνοίας Plat. благожелательно, благосклонно, любовно; ἐπ᾽ εὐνοίᾳ χθονός Aesch. из любви к (своему) краю; εὐνοίᾳ τῇ σῇ Plat. из хороших чувств к тебе; εὐνοίας ἕνεκα τῶν Ἑλλήνων Xen. из благоволения к эллинам;
2 снисходительность (κατ᾽ εὔνοιαν κρίνειν Lys.);
3 pl. знаки благоволения, милости (Ἀρτέμιδος Aesch.);
4 подношение, дар Dem.
Greek (Liddell-Scott)
εὔνοιᾰ: ἡ, ποιητ. ἐνίοτε εὐνοίᾱ (πρβλ. ἄγνοια, ἄνοια), Ἕρμαννος εἰς Σοφ. Φιλ. 129· Ἰων. εὐνοίη, ποιητ. εὐνοΐη, Ἀνθ. Π. παράρτ. 318: (εὔνους): -εὔνοια, ὡς καὶ νῦν, τὸ εὐνοϊκῶς διακεῖσθαι, εὐμένεια, ἀγαθότης, κατ’ εὔνοιαν, ἐξ ἀγαθότητος, ἐξ εὐμενείας, «ἀπὸ καλωσύνην», Ἡρόδ. 6. 108· δι’ εὐνοίας Θουκ. 2. 40· δι’ εὔνοιαν Πλάτ. Πρωτ. 337Β· εὐνοίας ἕνεκα Δημ. 243. 19· κατ’ εὔνοιαν κρίνειν, «μεροληπτικῶς», Ἀντιφῶν 124. 9, Λυσ. 188, ἐν τέλει· κατ’ εὔνοιαν φρενῶν Αἰσχύλ. Ἱκ. 940· μετ’ εὐνοίας Πλάτ. Φαῖδρ. 241C, Δημ. 317. 29· ὑπ. εὐνοίας ὁ αὐτ. 20. 22· εὐνοίῃ Ἡρόδ. 7. 239· εὐνοίᾳ λέγειν Σοφ. Φιλ. 1322· εὐνοίᾳ τῇ σῇ, ἐξ ἀγάπης πρὸς σέ, Πλάτ. Γοργ. 486Α· οὕτω μετὰ γεν. ἀντικειμ., ἐπ’ εὐνοίᾳ χθονός, ἐξ ἀγάπης πρὸς τὴν πατρίδα, Αἰσχύλ. Θήβ. 1007· εὐνοίᾳ τῇ ἑαυτοῦ Πλάτ. Γοργ. 485 Α· εὐνοίας ἕνεκα τῶν Ἑλλήνων, ἕνεκα εὐνοίας πρὸς αὐτούς. Ξεν. Ἀν. 4. 7, 20· εὔνοιαν ἔχειν εἴς τινα παρὰ Δημ. 243. 19, πρβλ. Θουκ. 2. 8· πρός τινα Πλάτ. Πολ. 470Α· εὔν. παρὰ τῶν θεῶν Δημ. 18. 2· ἐξ ἀνθρώπων Ξεν. Κύρ. 8. 2., 22· εὔνοιαν παρέχειν, παρέχεσθαι, δεικνύειν εὔνοιαν, Σοφ. Τρ. 708, Ἀντιφῶν 138. 20, Ἀνδοκ. 2. 29· εὔνοιαν ἔχειν, εὔχεσθαι ἐκ καρδίας ἵνα…, Θουκ. 2. 11· ὡς ἑκατέρῳ τις εὐνοίας… ἔχοι ὁ αὐτ. 1. 22 (ἴδε ἔχω Β. ΙΙ. 2): ἐν τῷ πληθ., αἰσθήματα ἀγαθότητος, τοῖς ἥσσοσιν γὰρ πᾶς τις εὐνοίας φέρει Αἰσχύλ. Ἱκ. 489· Ἀρτέμιδος εὐνοίαισι ὁ αὐτ. ἐν Θηβ. 450. ΙΙ. δῶρον εἰς ἔνδειξιν εὐνοίας, ἰδίως ἐπὶ δώρων συνήθως διδομένων εἰς τοὺς Ἀθηναίους στρατηγοὺς ἐκ τῶν ὑποτελῶν πόλεων. Δημ. 432. 2. ἐν τῶ πληθ., ὁ αὐτ. 96. 9· πρβλ. Thirlw. Ἑλλ. Ἱστορ. τ. 6. σ. 49.
English (Slater)
English (Strong)
from the same as εὐνοέω; kindness; euphemistically, conjugal duty: benevolence, good will.
English (Thayer)
εὐνοίας, ἡ (ἐυνως), good-will, kindness: μετ' εὐνοίας, Aeschylus down.)
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη)
ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ' ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν» — σταθερότερος φίλος είναι αυτός ευεργέτησε κάποιον, γιατί προσπαθεί να εξασφαλίζει, με την ευμενή διάθεσή του προς εκείνον που ευεργέτησε, την ευγνωμοσύνη η οποία του οφείλεται, Θουκ.
β. «έχει την εύνοια του προϊσταμένου του»)
νεοελλ.
1. μεροληπτικό ενδιαφέρον για κάποιον, χαριστική προτίμηση, μεροληψία, προσωποληψία («ανέβηκε την κλίμακα της ιεραρχίας με την εύνοια ισχυρών φίλων του»)
2. (φιλοσ.) μια από τις πέντε πρακτικές ιδέες του Γερμανού φιλοσόφου και παιδαγωγού Ερβάρτου (εσωτερική ελευθερία, τελειότητα, εύνοια ή αγάπη, δίκαιο και επιείκεια), πάνω στις οποίες οικοδομεί την ηθική
μσν.
αγάπη, αφοσίωση, στοργή (γονέων προς τέκνα, ανθρώπου προς τον θεό κ.λπ.)
αρχ.
1. δώρο από ευμενή διάθεση, ειδικά για δώρα προσφερόμενα στην Αθήνα από υποτελείς πόλεις
2. στον πληθ. αι εύνοιαι
α) τα φιλοδωρήματα, τα δώρα
β) αισθήματα αγαθότητας («τοῖς ἥσσοσιν γὰρ πᾶς τις εὐνοίας φέροι» — για τους πιο αδύνατους καθένας τρέφει αγαθά αισθήματα, συμπάθεια, Αισχύλ.)
3. φρ. α) «κατ' εὔνοιαν κρίνειν» — μεροληπτικώς (Αντιφ.)
β) «κατ' εὔνοιαν φρενῶν» — με ευμενές φρόνημα, με προθυμία (Αισχύλ.)
γ) «μετ' εὐνοιας» — με ευμενή διάθεση, καλόγνωμα
δ) «ὑπ' εὐνοίας» — ευνοϊκά, με ευνοϊκό τρόπο
ε) «εὐνοίᾳ τῇ σῇ» — από αγάπη για σένα (Πλάτ.)
στ') (με γεν. αντικειμ.) «ἐπ' εὐνοίᾳ χθονός» — έπειτα από την αγάπη ή εξαιτίας της αγάπης που έδειξε για την πατρίδα (Αισχύλ.)
ζ) (με εμπρόθ. προσδιορισμό) «εὔνοια εἴς τινα, πρός τινα, παρά τινος, ἔκ τινος» — ευμενής διάθεση, φιλία προς κάποιον, από κάποιον
η) «εὔνοιαν παρέχω ή παρέχομαι ή δείκνυμι» — εκδηλώνω, δείχνω φιλική διάθεση προς κάποιον
θ) «εὔνοιαν ἔχω» — εύχομαι από την καρδιά μου (Θουκ.)
ι) «ἀποδίδωμι εὔνοιαν» — προσφέρω την οφειλόμενη συμπάθεια ή περιποίηση προς κάποιον
ια) «τηρῶ τινι εἰς τὰ πράγματα εὔνοιαν» — επιδεικνύω καλή διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευνο- (του εύνους) + επίθημα -ια (πρβλ. αγχί-νοια, παρά-νοια].
Greek Monotonic
εὔνοιᾰ: ἡ, ποιητ. μερικές φορές εὐνοίᾱ, Ιων. εὐνοίη, ποιητ. εὐνοΐη (εὔνους)·
I. καλή θέληση, ευμένεια, αγαθότητα, καλοσύνη, κατ' εὔνοιαν, από καλοσύνη ή από καλή θέληση, σε Ηρόδ.· δι'εὐνοίας, σε Θουκ.· δι' εὔνοιαν, σε Πλάτ.· εὐνοίας ἕνεκα, σε Δημ.· μετ' ή ὑπ' εὐνοίας, στον ίδ.· ἐπ' εὐνοίᾳ χθονός, από αγάπη για την πατρίδα, για την πατρική γη, σε Αισχύλ.· εὔνοιαν ἔχειν εἴς τινα, παρά Δημ.· στον πληθ., αισθήματα καλοσύνης, σε Αισχύλ.
II. δώρο ως ένδειξη καλής θέλησης, εύνοιας, ευμένειας, ιδίως, λέγεται για δώρα που δίνονταν στους Αθηναίους στρατηγούς από τις υποτελείς πόλεις-κράτη, σε Δημ.
Middle Liddell
εὔνοια, ης, ἡ, εὔνους
I. good-will, favour, kindness, κατ' εὔνοιαν out of kindness or good-will, Hdt.; δι' εὐνοίας Thuc.; δι' εὔνοιαν Plat.; εὐνοίας ἕνεκα Dem.; μετ' or ὑπ' εὐνοίας Dem.; ἐπ' εὐνοίᾳ χθονός for love of fatherland, Aesch.; εὔνοιαν ἔχειν εἴς τινα ap. Dem.:—in pl. feelings of kindness, favours, Aesch.
II. a gift in token of good-will, especially of presents to the Athenian commanders from the subject states, Dem.
Chinese
原文音譯:eÜnoia 由-內阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:好-心思 相當於: (חֶסֶד)
字義溯源:仁慈,友好,甘心,份;源自(εὐνοέω)=善意);由(εὖ / εὖγε)=好)與(νοῦς)*=悟性)組成;而 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=善,美)
出現次數:總共(2);林前(1);弗(1)
譯字彙編:
1) 甘心(1) 弗6:7;
2) 份(1) 林前7:3
English (Woodhouse)
affection, favor, favour, good-will, partiality, support, friendly feeling, good will, good wishes, goodwill
Lexicon Thucydideum
benevolentia, goodwill, 1.22.3, 1.77.6. 1.134.1, 2.8.4, 2.11.2, 2.40.4, 2.45.1, 3.9.2. 3.12.1, 3.37.2. 4.46.5, [vulgo commonly δῆθεν] 6.92.5, 7.57.10, (in Ath, to Athens.)