ὑπόστασις
English (LSJ)
ὑποστάσεως, ἡ, (ὑφίστημι, ὑφίσταμαι):
A as an act, standing under, supporting, ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ καὶ ὁ αὐχὴν τοῦ ἄρθρου . . ὑπὸ συχνῷ μέρει τοῦ ἰσχίου τὴν ὑπόστασιν πεποίηται Hp.Art.55; [τοὺς προσθίους πόδας] ἔχουσιν . . οὐ μόνον ἕνεχ' ὑποστάσεως τοῦ βάρους Arist.PA 659a24; ἐνεπάγην εἰς ἰλὺν βυθοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὑπόστασις LXX Ps.68(69).3.
2 resistance, τοῦ κύματος Arist.Mete.368b12 (unless = settling down); so perhaps in Hp.Off.3, Ael.Fr.59.
3 lying in ambush, S.Fr.719.
B as a thing,
I in liquids, that which settles at the bottom, sediment, Hp.Steril.242, Arist.HA551b29, Mete.382b14, Thphr.HP 9.8.3; especially of sediment in the urine, Hp.Coac.146,389, Aph.4.69, al., Gal.6.252, al.; but the urine itself is called ἡ ὑπόστασις ἡ εἰς τὴν κύστιν, Arist.Mete.358a8; ἡ τῆς ὑγρᾶς τροφῆς ὑπόστασις Id.PA647b28; ἐκ τῶν νεφρῶν ἡ γιγνομένη ὑπόστασις ib.671b20; also of the dry excrement, ἡ τῆς ξηρᾶς τροφῆς ὑπόστασις ib.647b28, cf. 677a15, Mete.358b9.
b an accumulation of pus, abscess, Hp.Art.40.
2 νέφους ὑποστάσεις cloud-cumuli, D.S.1.38.
3 a kind of jelly or thick soup, in plural, Men.462.10 (cf. Poll.6.60), Orib.4.8.1.
4 metaph. of time, duration, ἡ στιγμιαία τῶν καιρῶν ὑπόστασις Gal.19.187; μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις = remember how short my time is, LXX Ps.88(89).48; ἡ ὑπόστασις μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου = mine age is as nothing before thee, ib.38(39).6; ἐφ' ὅσον αὐτοῦ (sc. Ἕκτορος) ἡ ὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν as long as his store of years lasted, Vett.Val.347.14.
5 coming into existence, origin, ἡ ὑπόστασις μου ἐν τοῖς κατωτάτω τῆς γῆς LXX Ps.138(139).15; περὶ τοῦ γένους . . τῶν Ἰουδαίων . . ὅτι . . τὴν πρώτην ὑπόστασιν ἔσχεν ἰδίαν J.Ap.1.1; ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν = the culmination has no power of originating by itself, Hermog. Id.1.10.
II foundation or substructure of a temple, etc., LXX Na.2.7, D.S.1.66, 13.82; ὑποστάσεις ἐπάλξεων lower part of a crenellated wall, Ph.Bel.84.9; ὑπόστασις ξύλου is f.l. for ὑπότασις ξ. in Hp. Mochl.25.
2 metaph. of a narrative, speech, or poem, groundwork, subject-matter, argument, Plb.4.2.1, D.S.1.3, etc.
3 plan, purpose, Id.16.32; κατὰ τὴν ἰδίαν ὑπόστασιν Id.1.28, 15.70; πρὸς τὴν ἰδίαν ὑπόστασιν Id.1.3; οἱ Αἰγύπτιοι . . ἰδίᾳ τινὶ ὑποστάσει κεχρημένοι εἰσί (sc. in their calendar) Gem.8.16, cf. 25; κατὰ τὴν Καίσαρος ὑπόστασιν BMus.Inscr.892.21 (Halic., i B. C./i A. D.).
4 confidence, courage, resolution, steadiness, of soldiers, Plb.4.50.10,6.55.2; hope, ἔστι μοι ὑ. τοῦ γενηθῆναί με ἀνδρί LXX Ru.1.12; ἀπώλετο ἡ ὑπόστασις αὐτῆς ib.Ez.19.5, cf. Ep.Hebr.3.14; ἡ ὑπόστασις τῆς καυχήσεως 2 Ep.Cor.11.17, cf. 9.4; ἔστιν δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις confidence in things hoped for, Ep.Hebr.11.1 (unless substance be the right sense here).
5 undertaking, promise, οἱ ὑπογεγραμμένοι γεωργοὶ ἐπέδωκαν ἡμῖν ὑπόστασιν PEleph.15.3 (iii B. C.), cf. PTheb.Bank1.8 (ii B. C.), PTeb.61 (b).194 (ii B. C.).
6 Astrol., τὰ τούτου (sc. κλήρου τύχης) τετράγωνα ὑπόστασις (fort. ὑποστάσεις) [λέγεται] Serapio in Cat.Cod.Astr.8(4).227.
III substantial nature, substance, δύσσχιστα, τῷ κολλώδη τὴν ὑπόστασιν ἔχειν woods hard to cleave, because of their resinous substance, Thphr.CP5.16.4; ἡ τοῦ γεώδους ὑπόστασις ib.6.7.4.
2 substance, actual existence, reality (οἱ νεώτεροι τῶν φιλοσόφων ἀντὶ τῆς οὐσίας τῇ λέξει τῆς ὑποστάσεως ἐχρήσαντο Socr. HE3.7), opp. semblance, φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑπόστασιν δὲ μή Artem.3.14; τῶν ἐν ἀέρι φαντασμάτων τὰ μέν ἐστι κατ' ἔμφασιν, τὰ δὲ καθ' ὑπόστασιν (substantial, actual), Arist.Mu.395a30, cf. Placit.3.6, D.L.7.135, 9.91; so ὑποστάσεις are the substances of which the reflections (αἱ κατοπτρικαὶ ἐμφάσεις) appear in the mirror, Placit.4.14.2; ὑπόστασιν ἔχειν = have substantial existence, Demetr.Lac.Herc.1055.14, S.E. P.2.94, 176, M.Ant.9.42; ἰδίᾳ χρησάμενον ὑποστάσει (ὑποτάσει cod.), πρὸς ἰδίαν ὑπόστασιν φυτευθέντα, a separate existence, Sor.1.96, cf. 33; ὑπόστασιν μὴ ἔχειν Id.2.57; ὑποστάσεις τε καὶ μεταβολαί M.Ant.9.1, cf. 10.5; ἡ [παρασιτικὴ] διαφέρει καὶ τῆς ῥητορικῆς καὶ τῆς φιλοσοφίας . . κατὰ τὴν ὑπόστασιν (in respect of reality)· ἡ μὲν γὰρ ὑφέστηκεν, αἱ δὲ οὔ Luc. Par.27; κατ' ἰδίαν ὑπόστασιν καὶ οὐσίαν S.E.M.9.338.
3 real nature, essence, χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως Ep.Hebr.1.3.
IV as a Rhet. figure, the full expression or expansion of an idea, Hermog.Id.1.11, Aristid. Rh.1p.479S., Syrian. in Hermog.1.60 R.
V = ὑπόστημα III, camp, LXX 1 Ki.13.23, 14.4.
VI wealth, substance, property, ib.De.11.6, Je.10.17, POxy.1274.15 (iii A. D.), BGU1020.16 (vi A. D.), etc.
2 pl., title deeds, documents recording ownership of property, POxy.237 viii 26 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1232] ἡ, 1) eigtl. das Unterstellen, gew. die Unterlage, der Untersatz, die Grundlage, der Unterbau, substructio, D. Sic. 13, 82. Dah. auch Bodensatz, Hefe, u. übh. der zu Boden sinkende Schmutz, dah. Pfütze, Schlamm, – u. ὑπόστασις τῆς κοιλίας, die dickere Unreinigkeit des Leibes, Unrath, Arist. H. A. 2, 1 u. Medic.; auch dicke Brühe, Ath. IV, 133; Menand. bei Poll. 6, 60. – 2) das, was einer Sache, bes. einer Erzählung, einer Rede, einem Gedichte zu Grunde liegt, Gegenstand, der abgehandelt wird, Stoff, Pol. 4, 2,1 u. öfter, u. Sp.; – übh. Anfang, D. Sic. 1, 66. – 3) die Wirklichkeit, das Wesen, die Substanz, im Gegensatz der Erscheinung, καθ' ὑπόστασιν, im Gegensatz von κατ' ἔμφασιν, Arist. mund. 4, 21; S. Emp. oft. – Auch die Eigenschaft, daß man sich unter eine Sache stellt, sich ihr unterzieht, Standhaftigkeit, Muth, Pol. 4, 50, 10, καὶ τόλμα 6, 55, 2; dah. auch das Unternehmen, der Vorsatz, Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. au propre :
1 base, fondement;
2 dépôt, sédiment ; particul. t. de méd. dépôt d'urine, excrément sec;
II. au sens mor. ce qui est au fond de l'âme, fermeté, sang-froid, confiance, courage;
III. en parl. de l'intelligence, de la pensée, etc.
1 fondement ou sujet d'un ouvrage, d'un discours, etc.
2 t. de philos. substance, réalité ; fond d'une chose (p. opp. à la forme).
Étymologie: ὑφίστημι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόστᾰσις: εως ἡ
1 выдерживание, поддерживание (τοῦ βάρους Arst.);
2 оседание, опадание (τοῦ κύματος Arst.);
3 осадок, отстой (sc. τοῦ οἴνου Arst.);
4 физиол. выделение (ἡ ἐκ τῶν νεφρῶν ὑπόστασις Arst.);
5 сгущение, уплотнение: νέφους ὑποστάσεις Diod. возникновение туч, облачность;
6 густая похлебка Men.;
7 архит. основание, фундамент (τοῦ τάφου Diod.);
8 основа, план, схема: ἡ ὑπόστασις τῆς ἐπιβολῆς Diod. основной план;
9 стойкость, твердость, выдержка (ὑπόστασις καὶ τόλμα Polyb.);
10 существование, реальность, действительность: τὰ μέν ἐστι κατ᾽ ἔμφασιν, τὰ δὲ καθ᾽ ὑπόστασιν Arst. одни (явления) существуют в видимости, другие же в действительности; ὑπόστασιν ἔχειν Sext. быть реальным;
11 сущность: κατὰ τὴν ὑπόστασιν Luc., Sext. в сущности, по существу;
12 личность (χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεώς τινος NT);
13 твердость, уверенность (ἐλπιζομένων NT).
Wikipedia EN
Hypostasis (plural: hypostases), from the Greek ὑπόστασις (hypóstasis), is the underlying state or underlying substance and is the fundamental reality that supports all else. In Neoplatonism the hypostasis of the soul, the intellect (nous) and "the one" was addressed by Plotinus. In Christian theology, the Holy Trinity consists of three hypostases: Hypostasis of the Father, Hypostasis of the Son, and Hypostasis of the Holy Spirit.
Pseudo-Aristotle used hypostasis in the sense of material substance. Neoplatonists argue that beneath the surface phenomena that present themselves to our senses are three higher spiritual principles, or hypostases, each one more sublime than the preceding. For Plotinus, these are the Soul, the Intellect, and the One.
The term hypostasis has a particular significance in Christian theology, particularly in Christian Triadology (study of the Holy Trinity), and also in Christology (study of Christ).
In Christian Triadology (study of the Holy Trinity) three specific theological concepts have emerged throughout history, in reference to number and mutual relations of divine hypostases:
- monohypostatic (or miahypostatic) concept advocates that God has only one hypostasis;
- dyohypostatic concept advocates that God has two hypostases (Father and Son);
- trihypostatic concept advocates that God has three hypostases (Father, Son and the Holy Spirit). The great majority of Christians, including Catholics, Eastern Orthodox, Oriental Orthodox, and most Protestants, consider trihypostatic Trinitarian doctrine to be definitively Christian, and thus consider other groups which claim to be Christian but do not adhere to this doctrine as "non-Christian".
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόστᾰσις: -εως, ἡ, (ὑφίστημι)· Α. ὡς ἐνέργεια. 1) ὑποστήριξις, τοῦ βάρους Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 7. 2) ἡ συμπίεσις ὑγρῶν τὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ ἔλθωσιν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν· ἀπόστημα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 806, ἴδε Foës. Oecon.· ὑπ. τῆς κοιλίης, ἔμφραξις, ὁ αὐτ. 3) τὸ τοποθετεῖν τινα εἰς ἐνέδραν ἢ τὸ κτεῖσθαι ἐν ἐνέδρᾳ, τὸ ἐνεδρεύειν, Σοφ. Ἀποσπ. 644. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθητ.), τὸ ἵστασθαι ὑποκάτω, σταθερότης, ἀντίθετον τῷ ἀπόρρυσις, Ἱππ. 741H, πρβλ. 822D. 2) ὑποστροφή, ἐπιστροφή, τοῦ κύματος Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 38. Β. ὡς πρᾶγμα, Ι. ἐπὶ ὑγρῶν, τὸ μένον ὑποκάτω ἐν τῷ πυθμένι, «καταπάτι», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐκχυνόμενον, Ἱππ. 686. 38, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19. 14, Μετεωρολογ. 4. 5, 6, κ. ἀλλ.· - μάλιστα δὲ ἡ ὑποστάθμη τῶν οὔρων, ἡ ὑπ. ἡ εἰς τὴν κύστιν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 20· ἡ τῆς ὑγρᾶς τροφῆς ὑπ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Μορ. 2. 2, 3· ἐκ τῶν νεφρῶν ἡ γιγνομένη ὑπ. αὐτόθι 3. 9, 6· καὶ ἐπὶ τῶν ξηρῶν περιττωμάτων ἢ τῆς κόπρου, ἡ τῆς ξηρᾶς τροφῆς ὑπ. αὐτόθι 2. 2, 3, πρβλ. 4. 2, 7, Μετεωρ. 2. 3, 14· πρβλ. ὑπόσταλσις. 2) νέφους ὑποστάσεις, διαρκεῖς στάσεις, Διόδ. 1. 48. 3) εἶδος «πηκτῆς» ἢ πυκνοῦ ζωμοῦ, Ἰωνικὸς πλούταξ ὑποστάσεις ποιῶν Μένανδρος ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 10, πρβλ. Διεύχη παρ’ Ὀρειβασ., Πολυδ. ϛʹ, 60. ΙΙ. πρᾶγμα ὑποβαλλόμενον, τιθέμενον ὑποκάτω, ὑποστήριγμα, ὑπ. ξύλου, κατὰ τὴν τοποθέτησιν ἐξηρθρωμένου μέλους, Ἱππ. Μοχλ. 856· - ἡ βάσις ἢ τὸ θεμέλιον ναοῦ, κλπ, Διόδ. 1. 66., 13. 82. 2) μεταφορ., ἐπὶ διηγήσεως, λόγου ῥητορικοῦ ἢ ποιήματος, ἡ ὑπόθεσις, τὸ περιεχόμενον, ἡ βάσις αὐτοῦ, Πολύβ. 4. 2, 1, πρβλ. Schweigh. 1. 5, 3, Διόδ. 1. 3. κλπ.· - ὡσαύτως, τὸ σημεῖον τῆς ἀναχωρήσεως, ἡ πρώτη ἀρχή, ὁ αὐτ. 1. 66· ἡ ἀρχὴ λαοῦ, ἡ γένεσις αὐτοῦ, Ἰώσηπος κατὰ Ἀπίωνος, 1. 1· - βάσις ἐνεργείας, σχέδιον, σκοπός, Διόδ. 16. 32· κατὰ τὴν ἰδίαν ὑπ. ὁ αὐτ. 1. 28, κλπ.· πρὸς τὴν ἰδίαν ὑπ. ὁ αὐτ. 1. 3. 3) τὸ θεμέλιον ἢ ἡ βάσις (ὁ λόγος) τῆς ἐλπίδος, τῆς πεποιθήσεως, τοῦ θάρρους, τῆς ἀποφάσεως, τῆς εὐσταθείας, ἐπὶ στρατιωτῶν, Πολύβ. 4. 50, 10, Διόδ. 1. 6, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. γ΄, 14· ἡ ὑπ. τῆς καυχήσεως πρὸς Κορ. ια΄, 17, πρβλ. θ΄, 4, πρ. Ἑβρ. γ΄, 14· ὑπ. τῶν ἐλπιζομένων, πεποίθησις περὶ πραγμάτων τὰ ὁποῖα ἐλπίζει τις, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 1 (ἐκτὸς ἐὰν ἡ προσεχὴς σημασία τοῦ ὑπόστασις (οὐσία, πραγματικότης) ληφθῇ ὡς ἁρμόζουσα ἐνταῦθα) ΙΙΙ. οὐσία, φύσις, δύσσχιστα, τῷ κολλώδη τὴν ὑπ. ἔχειν, ξύλα δυσκόλως σχιζόμενα ἐπειδὴ ἡ οὐσία αὐτῶν εἶναι κολλώδης (ῥητινώδης), Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 4· ἡ τοῦ γεώδους ὑπ. αὐτόθι 6. 7, 4. 2) οὐσία, πραγματικὴ ὕπαρξις, πραγματικότης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φαινόμενον, φαντασίαν μὲν ἔχειν πλούτου, ὑπ. δὲ μὴ Ἀρτεμίδ. 3. 14· τῶν ἐν ἀέρι φαντασμάτων τὰ μέν ἐστι κατ’ ἔμφασιν, τὰ δὲ καθ’ ὑπόστασιν (οὐσιώδη, πραγματικά), Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 21, πρβλ., Πλούταρχον 2. 894Β, F, Διογέν. Λαέρτ. 7. 135., 9. 91· οὕτως ὑποστάσεις καλοῦνται τὰ πραγματικὰ ἀντικείμενα, ὧν κατ’ ἀνάκλασιν εἰκόνες, (αἱ κατοπτρικαὶ ἐμφάσεις) φαίνονται ἐν τῷ κατόπτρῳ, Πλούτ. 2. 901C· ὑπ. ἔχειν, ὑφίστασθαι, ὑπάρχειν, Σέξτου Ἐμπ. Π. 2. 94. 176, κλπ.· πρβλ. ὑφίστημι Β. IV. 2. IV. ἡ πραγματικὴ οὐσία ἢ φύσις πράγματός τινος ἅτε ὑπάρχουσα ὡς βάσις καὶ στηρίζουσα τὴν ἐξωτερικὴν αὐτοῦ μορφήν, ὅθεν = οὐσία ἢ ἡ ὑποκειμένη ὕλη, Λατ. substantia, (οἱ νεώτεροι τῶν φιλοσόφων ἀντὶ τῆς οὐσίας τῇ λέξει τῆς ὑποστάσεως ἐχρήσαντο Σωκρ. Ἐκκλ. Ἱστορ. 3. 7)· κατὰ τὴν ὑπ. Λουκ. Παράσ. 27· κατ’ ἰδίαν ὑπ. καὶ οὐσίαν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9, 338· ἀκολούθως παρὰ τοῖς πατράσι τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου καὶ παρὰ Θεολογικοῖς συγγραφεῦσιν, ἴδε Suicer 2. 1396· - ἐὰν αὕτη εἶναι ἡ σημασία τῆς λέξεως ἐν τῷ χωρίῳ ὁ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως ἐν τῇ πρ. Ἑβρ. Ἐπιστ. α΄, 3, τοῦτο θὰ εἶναι τὸ ἀρχαιότατον παράδειγμα τῆς τοιαύτης χρήσεως. V. παρὰ τοῖς μεταγεν. θεολόγοις ἡ λέξις περιωρίσθη κατὰ σημασίαν, σημαίνουσα τὸ ἰδιαίτερον ἢ χαρακτηριστικὸν φυσικὸν ἰδίωμα προσώπου ἢ πράγματος, διαφέρει τοῦ οὐσία, ὡς τὸ εἶδος τοῦ γένους, ὅθεν καὶ κεῖται ὡς ἰσοδύναμον τῷ τῶν Λατίνων persona (πρόσωπον), ἴδε Σουΐδ. καὶ Ζωναρ. ἐν λέξει, πρβλ. Gieseler Kirchengesch. 1, σ. 392, 444, 449 κἑξ. VI. ὡς ῥητορ. σχῆμα, «ὑπόστασίς ἐστι λόγου αὔξησις καὶ ἑρμηνεία κατὰ τὸ δεύτερον κόμμα ἢ κῶλον» Ρήτορες (Walz) τόμ. 8, σελ. 636, 15, κλπ. VII. = ὑπόστημα ΙΙΙ, στρατόπεδον, Ἑβδ. (Α΄, Βασ. ΙΓ΄, 23., ιδ΄, 4).
English (Strong)
from a compound of ὑπό and ἵστημι; a setting under (support), i.e. (figuratively) concretely, essence, or abstractly, assurance (objectively or subjectively): confidence, confident, person, substance.
English (Thayer)
ὑποστάσεως, ἡ (ὑφίστημι), a word very common in Greek authors, especially from Aristotle onward, in widely different senses, of which only those will be noticed which serve to illustrate N.T. usage;
1. a setting or placing under; thing put under, substructure, foundation: τοῦ οἴκου, τοῦ τάφου, Diodorus 1,66.
2. that which has foundation, is firm; hence,
a. that which has actual existence; a substance, real being: τῶν ἐν ἀερι φαντασμάτων τά μέν ἐστι κατ' ἐμφασιν, τά δέ καθ' ὑπόστασιν, Aristotle, de mundo, 4,19, p. 395{a}, 30; φαντασίαν μέν ἔχειν πλούτου, ὑπόστασιν δέ μή, Artemidorus Daldianus, oneir. 3,14; (ἡ αὐγή) ὑπόστασιν ἰδίαν οὐκ ἔχει, γεννᾶται δέ ἐκ φλογός, Philo de incorruptibil. mundi § 18; similarly in other writings (cf. Sophocles Lexicon, under the word, 5; Liddell and Scott, under the word, III:2).
b. the substantial quality, nature, of any person or thing: τοῦ Θεοῦ (R. V. substance), ἴδε ... τίνος ὑποστάσεως ἤ τίνος εἴδους τυγχάνουσιν οὕς ἐρεῖτε καί νομιζετε Θεούς, Epist. ad' Diogn. 2,1 [ET]; (cf. Suicer, Thesaurus, under the word)).
c. steadiness of mind, firmness, courage resolution (οἱ δέ Ῥόδιοι θεωροῦντες τήν τόν Βυζαντινων ὑπόστασιν, Polybius 4,50, 10; οὐχ οὕτω τήν δύναμιν, ὡς τήν ὑπόστασιν αὐτοῦ καί τολμᾶν καταπεπληγμενων τῶν ἐναντίων, id. 6,55, 2; add, Diodorus 16,32 f; Josephus, Antiquities 18,1, 6); confidence, firm trust, assurance: תִּקְוָה, תּוחֶלֶת, Psalm 39:8>)). Cf. Bleek, Br. an d. Hebrew ii. 1, pp. 60ff, 462ff; Schlatter, Glaube im N.T., p. 581.
Greek Monotonic
ὑπόστᾰσις: -εως, ἡ (ὑφίσταμαι),
I. αυτός που κάθεται στον πυθμένα, κατακάθι, ίζημα, τρυγία, σε Αριστ.
II. 1. οτιδήποτε τοποθετείται από κάτω, υπόθεση, περιεχόμενο μιας ομιλίας, λόγου ή ποιήματος, σε Πολύβ. κ.λπ.
2. θεμέλιο ή έδαφος, βάση, ο λόγος των ελπίδων, της αυτοπεποίθησης, σιγουριάς, βεβαιότητας, του θάρρους, της ασφάλειας, σε Καινή Διαθήκη
III. ουσία, η αληθινή, πραγματική φύση ενός πράγματος, βασική αρχή, πεμπτουσία, στο ίδ.
Middle Liddell
ὑπόστᾰσις, εως, [ὑφίσταμαι]
I. that which settles at the bottom, sediment, Arist.
II. anything set under, subject-matter of a speech or poem, Polyb., etc.
2. the foundation or ground of hope, confidence, assurance, NTest.
III. substance, the real nature of a thing, essence, NTest.
Chinese
原文音譯:ØpÒstasij 虛坡-士他西士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:在下-站(著) 相當於: (יְקוּם) (συμφυλέτης) (תֹּוחֶלֶת) (תִּקְוָה)
字義溯源:確定,基本原素,確實的信心,本體,實體,確信,膽量,堅信,堅定,實底;由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(ἵστημι)*=站)組成
出現次數:總共(5);林後(2);來(3)
譯字彙編:
1) 確信(2) 林後9:4; 來3:14;
2) 實底(1) 來11:1;
3) 膽量(1) 林後11:17;
4) 本體(1) 來1:3