κορυφή: Difference between revisions
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
(Autenrieth) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=(cf. [[κόρυς]], [[κάρη]]): [[crest]], [[summit]]. (Il. and Od. 9.121.) | |auten=(cf. [[κόρυς]], [[κάρη]]): [[crest]], [[summit]]. (Il. and Od. 9.121.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[κορφή]], η (ΑM [[κορυφή]], Α δωρ. τ. κορυφά, Μ και [[κορφή]])<br /><b>1.</b> το ανώτατο [[σημείο]] του κεφαλιού του ανθρώπου και τών ζώων (α. «από την [[κορφή]] ώς τα νύχια» β. «τὸ δὲ μεταξὺ ὀφθαλμοῡ και ὠτὸς καὶ κορυφής καλεῑται [[κρόταφος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> το ανώτατο [[σημείο]] οποιουδήποτε πράγματος (α. «η [[κορυφή]] του βουνού» β. «Αίτνας μελάμφυλλοι κορυφαί», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> (γενικά) [[κάθε]] ψηλό [[μέρος]] (α. «ο [[ήλιος]] βρίσκεται στην [[κορυφή]] του» β. «κατὰ κορυφὴν ἐσβάλειν ἐς τὴν [[κάτω]] Μακεδονίαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σημείο]] σχήματος ή στερεού που απέχει από τη [[βάση]] περισσότερο από όλα τά άλλα (α. «[[κορυφή]] γωνίας» — το [[σημείο]] συνάντησης τών δύο πλευρών της γωνίας<br />β. «[[κορυφή]] καμπύλης» — [[σημείο]] της καμπύλης στο οποίο παρατηρείται η μέγιστη ή η ελάχιστη [[καμπυλότητα]]<br />γ. «[[κορυφή]] κώνου» — το [[σημείο]] από το οποίο αναχωρούν όλες οι γενέτειρες ή οι πλευρές του κώνου<br />δ. «[[κορυφή]] πολυγώνου» — το [[σημείο]] συνάντησης δύο συνεχόμενων πλευρών πολυγώνου<br />ε. «[[κορυφή]] πυραμίδας» — το [[σημείο]] σύγκλισης τών παράπλευρων εδρών πυραμίδας<br />στ. «[[κορυφή]] τριγώνου» — το κοινό [[σημείο]] δύο πλευρών τριγώνου<br />ζ. «τὸ μέν ὅλον ἀπετελέσθη [[σχῆμα]] τῆς τάξεως [[ἔμβολον]], οὗ τὸ μὲν ἐπὶ τὴν κορυφήν [[μέρος]] ἦν κοῑλον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> ο [[τρυφερός]] [[βλαστός]] φυτού που βρίσκεται στο άνω [[άκρο]] του, η [[κορφάδα]]<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που βρίσκεται στο ανώτερο [[σημείο]], ο εξέχων, ο [[άριστος]], ο [[κορυφαίος]] (α. «αυτός ο [[γιατρός]] ήταν [[κορυφή]]» β. «η [[κορυφή]] της Εκκλησίας» — ο [[Χριστός]])<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] κορυφήν γωνίες» — δύο γωνίες που έχουν [[κοινή]] [[κορυφή]] και οι πλευρές της μιας [[είναι]] προεκτάσεις τών πλευρών της άλλης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[ανθόγαλα]] που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] του γάλακτος, το [[αφρόγαλα]], το [[καϊμάκι]]<br /><b>2.</b> <b>φυσ.</b> [[χαρακτηρισμός]] που αποδίδεται στη μέγιστη [[τιμή]] την οποία λαμβάνει χρονικά μεταβαλλόμενο [[μέγεθος]] [[μέσα]] σε ένα ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων [[φυτών]] της οικογένειας [[φοινικίδες]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (ως [[τιμητικός]] [[τίτλος]]) [[υψηλότητα]], [[μεγαλειότητα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ἁγία [[κορυφή]]» ή «[[θεία]] [[κορυφή]]» — το ανώτατο [[σημείο]] του όρους [[Σινά]]<br />β) «[[κατά]] κορυφῆς» — κατακόρυφα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />η υπέρτατη [[αρχή]], η [[εξουσία]] («κορυφᾱ Διὸς εἰ κρανθῇ πρᾱγμα τέλειον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το πιο εκλεκτό, το έξοχο, το τέλειο («ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> το [[οστό]] του κόκκυγα<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[απόστημα]]<br /><b>4.</b> η κρίσιμη [[κατάσταση]] («τοῡ πάθεος κορυφὴν ἴσχοντος ἤδη», Αρετ.)<br /><b>5.</b> το κύριο [[θέμα]], η [[υπόθεση]] («[[ἔρχομαι]] γὰρ ἐπὶ τὴν κορυφὴν ὧν εἴρηκα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κορυφαί</i><br />τα [[άκρα]] τών δακτύλων<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «λόγων κορυφαί» — η [[κορωνίδα]], το [[τέλος]] τών λόγων («ἵνα δὲ κορυφὴν ὁ [[λόγος]] ἐπιθεὶς ἑαυτῷ παύσηται», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) «λόγων κορυφὰν ὀρθάν» — η ορθή [[σημασία]] τών λόγων (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) «κορυφὰς ἑτέρας ἑτέρῃσι προσάπτων μύθων» — πηδώντας από το ένα [[θέμα]] στο [[άλλο]] <b>(Εμπ.)</b><br />δ) «[[κατά]] κορυφήν» — κατακόρυφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κορυφή]] / [[κόρυφος]] εμφανίζει θ. <i>κορυ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[κόρυς]] «[[περικεφαλαία]]») και [[επίθημα]] -<i>φη</i> / -<i>φος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κόλαφος]]) συνδεόμενη με τη λ. [[κόρυμβος]]. Ο τ. [[κορφή]] προήλθε με σίγηση του -<i>υ</i>- [[μετά]] από [[υγρό]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[περιβόλι]]: [[περβόλι]]).Παράγωγα και [[σύνθετα]] του [[κορυφή]] (και [[κορφή]]):<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κορύφαινα]], [[κορυφαίος]], [[κορυφάς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κορυφήνδε]], [[κορυφιστήρ]], [[κορυφιστής]], [[κορυφώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κορύπτω]], [[κορυφώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κορυφιακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κορυφώνω]], [[κορφάδα]], [[κορφιάς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κορυφαγενής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κορυφογραμμή]], [[κορυφολόγος]], [[κορυφοτομία]], [[κορφοβούνι]], [[κορφοδιάσελο]], [[κορφολάτης]], [[κορφολόγος]], [[κορφοπάτης]], [[κορφοπλάτωμα]], [[κορφοστεφανώνω]], [[κορφόφυλλο]]. (Β συνθετικό) [[ακόρυφος]], [[δικόρυφος]], [[τρικόρυφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευκόρυφος]], [[ισοκόρυφος]], [[μεγαλοκόρυφος]], [[μελαγκόρυφος]], [[συγκόρυφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αμβλυοκόρυφος</i>, [[γωνιοκόρυφος]], [[κατακόρυφος]], [[οξυκόρυφος]], <i>πολυκόρυφος</i>, [[υψικόρυφος]], [[βουνοκορφή]], <i>βραχοκορφή</i>, <i>δεντροκορφή</i>, <i>ψηλοκορφή</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (κόρυς)
A head, top: hence, 1 crown, top of the head, of a horse, Il.8.83, X.Eq.1.11; of a man or god, h.Ap.309, Pi.O.7.36, Hdt.4.187, Sammelb.6003.8 (iv A. D.): between βρέγμα and ἰνίον, Arist.HA491a34; τὸ ὀστέον τῆς κ. Hp.VC2. 2 top, peak of a mountain (so mostly Hom.), οὔρεος ἐν κορυφῇς Il.2.456; ὄρεος κορυφῇσι 3.10, cf. Alcm.60.1; κορυφαὶ γαίας B.5.24; κ. Οὐλύμποιο Il.1.499, cf. Ar.Nu.270; Αἴτνας μελάμφυλλοι κορυφαί Pi.P.1.27; τηλαυγέ' ἀγ κορυφάν Id.Pae.7.12; κ. πόληος Alc.Supp.17.6; ἀστρογείτονας κ. A.Pr.722, cf. Hdt.4.49, 181, 9.99. 3 generally, summit, top, κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν straight over the summit, ridge, Th.2.99, cf. IG42(1).71.11 (Epid., iv B. C.), OGI383.125 (Nemrud Dagh, i B. C.); κατὰ κ. [τῆς στήλης] ἔσφαττον (sc. ταύρους) Pl.Criti.119e; ἵσταται κατὰ κ. ὁ ἥλιος in the zenith, Plu.2.938a; τὸ κατὰ κ., with or without σημεῖον, the zenith, Gem.5.64, etc., cf. Plu.Mar.11, Procl.Hyp.4.59; ταῖς τῶν κατὰ κ. λίθων ἐμβολαῖς by the stones falling vertically, Plb.8.7.3. 4 apex, vertex of a triangle, Id.2.14.8; of the Delta, Pl.Ti.21e; point of an angle, τὸ ἐπὶ τὴν κ. μέρος Plb.1.26.16, etc.; apex of a cone, Arist.Mete.362b3; κατὰ κορυφήν vertically opposite, of angles, Euc.1.15; of halves of double cone, Apollon. Perg.1 Def. 5 extremity, tip, κορυφαὶ [κλημάτων], τῶν συγκυπτῶν, Thphr.CP3.14.8, Ath.Mech.22.8; in Anatomy, the os coccygis, Poll. 2.183: in pl., finger-tips, Ruf.Onom.85, cf. Poll.2.146: Medic., of an abscess, ἐς κορυφὴν ἀνισταμένης ἀποστάσιος coming to a head, Aret. SA1.7. II metaph., λόγων κορυφαί the sum of all his words, Pi.O.7.69, cf. Pae.8.23; ἔρχομαι ἐπὶ τὴν κ. ὧν εἴρηκα Pl.Cra.415a; but λόγων κ. ὀρθάν true sense of legends, Pi.P.3.80; κορυφὰς ἑτέρας ἑτέρῃσι προσάπτων μύθων springing from peak to peak, i.e. treating a subject disconnectedly, Emp.24; κ. ὁ λόγος ἐπιθεὶς ἑαυτῷ having reached its conclusion, put the finishing touch to itself, Plu.2.975a; κ. τοῦ κακοῦ height, full development of... Aret.SD1.6; τοῦ πάθεος κ. ἴσχοντος ib.1.16. 2 height, excellence of... i.e. the choicest, best, κορυφαὶ πολίων Pi.N.1.15; κ. ἀρετᾶν ib.34, cf. O.1.13; κ. ἀέθλων, of the Olympic games, Id.O.2.13, cf. N.9.9; φιάλαν . . πάγχρυσον κ. κτεάνων Id.O.7.4; ὁ καιρὸς παντὸς ἔχει κορυφάν is the best of all, Id.P.9.79. 3 κορυφᾷ Διὸς εἰ κρανθῇ πρᾶγμα his head, i.e. his nod, A. Supp.92. 4 ἡ τῆς οἰκουμένης κ., of Rome, Lib.Or.59.19.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠφή: ἡ, (κόρυς), ἡ κεφαλή, τὸ ἀνώτατον μέρος, ἡ ἄκρα, ἐντεῦθεν, 1) ὡς καὶ νῦν, τὸ ἀνώτατον ἄκρον, ἡ κορυφὴ τῆς κεφαλῆς ἵππου, Ἰλ. Θ. 83, Ξεν. Ἱππ. 1, 11· ἀνθρώπου, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπ. 309, Ἡρόδ. 4. 187, Πίνδ., Ἀττ.· ― κειμένη μεταξὺ τοῦ βρέγματος καὶ τοῦ ἰνίου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 2· τὸ ὀστέον τῆς κ. Ἱππ. 897Ε· πρβλ. φαλακρότης. 2) παρ’ Ὁμ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἡ κορυφή, τὸ ἀνώτατον σημεῖον ὄρους, οὔρεος ἐκ κορυφῆς Ἰλ. Β. 456· ὄρεος κορυφῇσι Γ. 10· κορυφὴ ἢ κορυφαὶ Οὐλύμποιο, Ὀλύμπου, Πηλίου, Ἴδης κ. 1. 499, κτλ.· ― οὕτω παρὰ Πινδ., Ἡροδ. καὶ Ἀττ. ἀστρογείτονας κ. Αἰσχύλ. Πρ. 722· πρβλ. κάρηνον 3) καθόλου, πᾶσα κορυφὴ ἢ ὑψηλὸν μέρος, κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν, κατ’ εὐθεῖαν ὑπεράνω τῶν ὀρέων, (πρβλ. κατ’ ἄκρας), Θουκ. 2. 99· κατὰ κορμφὴν ἵσταται ὁ ἥλιος, ἐν τῷ ζενίθ, Πλούτ. 2. 938Α· τὸ κατὰ κορυφὴν σημεῖον, τὸ ζενίθ, ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 11· ταῖς τῶν λίθων κατὰ κ. ἐμβολαῖς, διὰ τῆς πτώσεως τῶν λίθων καθέτως, Πολύβ. 8. 9, 3. 4) ἡ κορυφή, apex ἢ vertex, τριγώνου, Πολύβ. 2. 14, 8· ὡς ἐπὶ τοῦ Δέλτα, Πλάτ. Τίμ. 21Ε· τὸ σημεῖον εἰς ὃ συνέρχονται αἱ δύο πλευραὶ γωνίας, τὸ ἐπὶ τῶν κ. μέρος Πολύβ. 1. 26, 16, κτλ.· τὸ ἀνώτατον σημεῖον κώνου, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 12. 5) = κόκκυξ IV, Πολυβ. Β΄, 183· ὡσαύτως, τὸ ἄκρον δακτύλου, αὐτόθι 146. ΙΙ. μεταφ., τὸ ὕψιστον σημεῖον, ἡ κορωνίς, λατ. summa, παντὸς ἔχει κορυφάν, εἶναι ὁ ἀνώτατος, κάλλιστος πάντων, Πινδ. Π. 9. 136· λόγων κορυφαί, τὸ σύνολον τῶν λόγων ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7. 125· ἔρχομαι ἐπὶ τὴν κ. ὧν εἴρηκα Πλάτ. Κρατ. 415Α· ― ἀλλὰ κορυφὰ λόγων προτέρων ἡ οὐσία, ἡ ἀληθὴς σημασία τῶν παλαιῶν μύθων, Πινδ. Π. 5. 142· οὕτω, κορυφαὶ μύθων παρ’ Ἐμπεδ. 230· ― τὴν κ. ἐπιτιθέναι, τὴν κορωνίδα ἐπιτιθέναι εἴς τι, Πλούτ. 2. 975Α· πρβλ. κολοφών· ― κ. κακοῦ, πάθεος, ἡ κρίσιμος κατάστασις αὐτοῦ..., Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6, κτλ. 2) τὸ ἔξοχον μεταξὺ πολλῶν, τὸ ἐκλεκτότατον, τὸ ἄριστον πάντων, κορυφαὶ πόλεων Πινδ. Ν. 1. 22· κ. ἀρετᾶν αὐτόθι 51, πρβλ. ἐν Ο. 1. 21· κ. ἀέθλων, ἐπὶ τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 25, πρβλ. ἐν Ν. 9. 19· φιάλαν… πάγχρυσον κ. κτεάνων ὁ αὐτ. ἐν Ο. 7.7. 3) ὑψίστη δύναμις, ἐξουσία, κορυφᾷ Διὸς κρανθῆναι Αἰσχύλ. Ἱκ. 91.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
sommet :
I. au propre;
1 sommet de la tête;
2 sommet d’une montagne;
3 sommet en gén. : κατὰ κορυφὴν ἐσβαλεῖν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν THC descendre des hauteurs dans la basse Macédoine ; en parl. du soleil κατὰ κορυφήν au zénith;
II. fig. sommet, couronnement, achèvement.
Étymologie: DELG κόρυς bien entendu ; cf. κόρυμβος.
English (Autenrieth)
(cf. κόρυς, κάρη): crest, summit. (Il. and Od. 9.121.)
Greek Monolingual
και κορφή, η (ΑM κορυφή, Α δωρ. τ. κορυφά, Μ και κορφή)
1. το ανώτατο σημείο του κεφαλιού του ανθρώπου και τών ζώων (α. «από την κορφή ώς τα νύχια» β. «τὸ δὲ μεταξὺ ὀφθαλμοῡ και ὠτὸς καὶ κορυφής καλεῑται κρόταφος», Αριστοτ.)
2. το ανώτατο σημείο οποιουδήποτε πράγματος (α. «η κορυφή του βουνού» β. «Αίτνας μελάμφυλλοι κορυφαί», Πίνδ.)
3. (γενικά) κάθε ψηλό μέρος (α. «ο ήλιος βρίσκεται στην κορυφή του» β. «κατὰ κορυφὴν ἐσβάλειν ἐς τὴν κάτω Μακεδονίαν», Θουκ.)
4. σημείο σχήματος ή στερεού που απέχει από τη βάση περισσότερο από όλα τά άλλα (α. «κορυφή γωνίας» — το σημείο συνάντησης τών δύο πλευρών της γωνίας
β. «κορυφή καμπύλης» — σημείο της καμπύλης στο οποίο παρατηρείται η μέγιστη ή η ελάχιστη καμπυλότητα
γ. «κορυφή κώνου» — το σημείο από το οποίο αναχωρούν όλες οι γενέτειρες ή οι πλευρές του κώνου
δ. «κορυφή πολυγώνου» — το σημείο συνάντησης δύο συνεχόμενων πλευρών πολυγώνου
ε. «κορυφή πυραμίδας» — το σημείο σύγκλισης τών παράπλευρων εδρών πυραμίδας
στ. «κορυφή τριγώνου» — το κοινό σημείο δύο πλευρών τριγώνου
ζ. «τὸ μέν ὅλον ἀπετελέσθη σχῆμα τῆς τάξεως ἔμβολον, οὗ τὸ μὲν ἐπὶ τὴν κορυφήν μέρος ἦν κοῑλον», Πολ.)
5. ο τρυφερός βλαστός φυτού που βρίσκεται στο άνω άκρο του, η κορφάδα
6. (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται στο ανώτερο σημείο, ο εξέχων, ο άριστος, ο κορυφαίος (α. «αυτός ο γιατρός ήταν κορυφή» β. «η κορυφή της Εκκλησίας» — ο Χριστός)
7. φρ. «κατά κορυφήν γωνίες» — δύο γωνίες που έχουν κοινή κορυφή και οι πλευρές της μιας είναι προεκτάσεις τών πλευρών της άλλης
νεοελλ.
1. το ανθόγαλα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, το αφρόγαλα, το καϊμάκι
2. φυσ. χαρακτηρισμός που αποδίδεται στη μέγιστη τιμή την οποία λαμβάνει χρονικά μεταβαλλόμενο μέγεθος μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα
3. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας φοινικίδες
μσν.
1. (ως τιμητικός τίτλος) υψηλότητα, μεγαλειότητα
2. φρ. α) «ἁγία κορυφή» ή «θεία κορυφή» — το ανώτατο σημείο του όρους Σινά
β) «κατά κορυφῆς» — κατακόρυφα
μσν.-αρχ.
η υπέρτατη αρχή, η εξουσία («κορυφᾱ Διὸς εἰ κρανθῇ πρᾱγμα τέλειον», Αισχύλ.)
αρχ.
1. το πιο εκλεκτό, το έξοχο, το τέλειο («ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν», Πίνδ.)
2. το οστό του κόκκυγα
3. ιατρ. απόστημα
4. η κρίσιμη κατάσταση («τοῡ πάθεος κορυφὴν ἴσχοντος ἤδη», Αρετ.)
5. το κύριο θέμα, η υπόθεση («ἔρχομαι γὰρ ἐπὶ τὴν κορυφὴν ὧν εἴρηκα», Πλάτ.)
6. στον πληθ. αἱ κορυφαί
τα άκρα τών δακτύλων
7. φρ. α) «λόγων κορυφαί» — η κορωνίδα, το τέλος τών λόγων («ἵνα δὲ κορυφὴν ὁ λόγος ἐπιθεὶς ἑαυτῷ παύσηται», Πλούτ.)
β) «λόγων κορυφὰν ὀρθάν» — η ορθή σημασία τών λόγων (Πίνδ.)
γ) «κορυφὰς ἑτέρας ἑτέρῃσι προσάπτων μύθων» — πηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο (Εμπ.)
δ) «κατά κορυφήν» — κατακόρυφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κορυφή / κόρυφος εμφανίζει θ. κορυ- (πρβλ. κόρυς «περικεφαλαία») και επίθημα -φη / -φος (πρβλ. κόλαφος) συνδεόμενη με τη λ. κόρυμβος. Ο τ. κορφή προήλθε με σίγηση του -υ- μετά από υγρό (πρβλ. περιβόλι: περβόλι).Παράγωγα και σύνθετα του κορυφή (και κορφή):
ΠΑΡ. κορύφαινα, κορυφαίος, κορυφάς
αρχ.
κορυφήνδε, κορυφιστήρ, κορυφιστής, κορυφώδης
αρχ.-μσν.
κορύπτω, κορυφώ
μσν.
κορυφιακός
νεοελλ.
κορυφώνω, κορφάδα, κορφιάς.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κορυφαγενής
νεοελλ.
κορυφογραμμή, κορυφολόγος, κορυφοτομία, κορφοβούνι, κορφοδιάσελο, κορφολάτης, κορφολόγος, κορφοπάτης, κορφοπλάτωμα, κορφοστεφανώνω, κορφόφυλλο. (Β συνθετικό) ακόρυφος, δικόρυφος, τρικόρυφος
αρχ.
ευκόρυφος, ισοκόρυφος, μεγαλοκόρυφος, μελαγκόρυφος, συγκόρυφος
νεοελλ.
αμβλυοκόρυφος, γωνιοκόρυφος, κατακόρυφος, οξυκόρυφος, πολυκόρυφος, υψικόρυφος, βουνοκορφή, βραχοκορφή, δεντροκορφή, ψηλοκορφή].