μηνύω: Difference between revisions
(25) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[μηνύω]] Μ και μηνυῶ, -άω, Α και δωρ. τ. [[μανύω]])<br /><b>1.</b> [[αποκαλύπτω]] [[μυστικό]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] γνωστό, [[φανερώνω]], [[αποκαλύπτω]] («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισάγω]] [[κατηγορία]] ή [[διατυπώνω]] [[καταγγελία]] [[εναντίον]] κάποιου («καὶ ὁ μὲν [[αὐτός]] τε καθ' ἑαυτοῡ καὶ κατ' ἄλλων μηνύει τὸ τῶν Ἑρμῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[στέλνω]] [[μήνυμα]], [[είδηση]], [[εντολή]]<br /><b>2.</b> [[προσκαλώ]]<br /><b>3.</b> [[δίνω]] [[πληροφορία]], [[ανακοινώνω]], [[αναγγέλλω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[προμηνύω]], [[προοιωνίζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλώνω]], [[διακηρύσσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για θεματικό μεταπλασμό ενός ενεστωτικού τ. με [[κατάληξη]] -<i>νυμι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τανύω]]), ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθ., [[είναι]] μετονοματικό παρ. ενός αμάρτυρου <i>μήνυς</i>. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λεξιλογική [[ομάδα]] [[μαίομαι]], [[μαστήρ]], [[οπότε]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ā</i> «[[γνέφω]] με το [[χέρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μήνυμα]], [[μήνυση]], [[μηνυτής]], [[μηνύτωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηνυτήρ]], [[μήνυτρον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αντιμηνύω]], [[διαμηνύω]], [[καταμηνύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκμηνύω]], [[προσμηνύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προμηνύω]]. | |mltxt=(ΑΜ [[μηνύω]] Μ και μηνυῶ, -άω, Α και δωρ. τ. [[μανύω]])<br /><b>1.</b> [[αποκαλύπτω]] [[μυστικό]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] γνωστό, [[φανερώνω]], [[αποκαλύπτω]] («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εισάγω]] [[κατηγορία]] ή [[διατυπώνω]] [[καταγγελία]] [[εναντίον]] κάποιου («καὶ ὁ μὲν [[αὐτός]] τε καθ' ἑαυτοῡ καὶ κατ' ἄλλων μηνύει τὸ τῶν Ἑρμῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[στέλνω]] [[μήνυμα]], [[είδηση]], [[εντολή]]<br /><b>2.</b> [[προσκαλώ]]<br /><b>3.</b> [[δίνω]] [[πληροφορία]], [[ανακοινώνω]], [[αναγγέλλω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[προμηνύω]], [[προοιωνίζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δηλώνω]], [[διακηρύσσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για θεματικό μεταπλασμό ενός ενεστωτικού τ. με [[κατάληξη]] -<i>νυμι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τανύω]]), ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθ., [[είναι]] μετονοματικό παρ. ενός αμάρτυρου <i>μήνυς</i>. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λεξιλογική [[ομάδα]] [[μαίομαι]], [[μαστήρ]], [[οπότε]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ā</i> «[[γνέφω]] με το [[χέρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μήνυμα]], [[μήνυση]], [[μηνυτής]], [[μηνύτωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μηνυτήρ]], [[μήνυτρον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αντιμηνύω]], [[διαμηνύω]], [[καταμηνύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκμηνύω]], [[προσμηνύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[προμηνύω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μηνύω:''' Δωρ. μᾱνύω, μέλ. -ύσω [ῡ], αόρ. αʹ <i>ἐμήνῡσα</i>, παρακ. <i>μεμήνῡκα</i> — Παθ., γʹ ενικ. παρακ. <i>μεμήνῡται</i>, αόρ. αʹ <i>ἐμηνύθην</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[αποκαλύπτω]] ό,τι [[εἶναι]] [[μυστικό]], [[φέρνω]] στο φως, [[προδίδω]]· γενικά, [[γνωστοποιώ]], [[δηλώνω]], [[καταδεικνύω]], σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· με αιτ. και μτχ., [[μηνύω]] τινὰ ἔχοντα, [[φανερώνω]] ό,τι έχει, σε Ηρόδ.· ό,τι έχει, σε Ηρόδ.· η μτχ. μερικές φορές παραλείπεται, τόδ' [[ἔργον]] σε μηνύει [[κακόν]] (ενν. [[ὄντα]]), σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> στην Αθήνα, [[πληροφορώ]], [[εγείρω]] δημοσίως [[καταγγελία]] [[εναντίον]] κάποιου, κατά τινος, σε Αττ. Ρήτ.· απρόσ. στην Παθ., <i>μηνύεται</i>, εγείρεται [[καταγγελία]], <i>μεμήνυται</i>, έχει ήδη εγερθεί, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> στην Παθ. επίσης, λέγεται για πρόσωπα, υπάρχουν πληροφορίες [[εναντίον]] μου, καταγέλλομαι, σε Ξεν.· επίσης, λέγεται για πράγματα, <i>μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος</i>, σε Θουκ.· | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
(v. fin.), Dor. μᾱν- B.Fr.10, SIG417.7 (Delph., iii B. C.): fut. -ύσω Hdt.2.121. γ', etc.: aor.
A ἐμήνῡσα h.Merc.264, And.1.26, etc.: pf. μεμήνῡκα ib.22, Pl.Ti.48b, Men.Pk.28:—Pass., pf. μεμήνῡται And.1.10, Th.1.20: aor. ἐμηνύθην E.Ion 1563, Pl.Criti.108e: fut. μηνυθήσομαι Gal.UP5.15:—disclose what is secret, reveal: generally, make known, declare, μ. τινί τι h.Merc.254, Pi.N.9.4, Hdt.1.23; τι S.OT102, 1384, etc.; τί μηνύεις νέον; E.Ba.1029; τὸ πρᾶγμ' οὐ μεμήνυκ' Men. l.c.; τοὺς ἑτερογνάθους μ. ἡ πέδη indicates, betrays them, X.Eq.3.5; Λυδία λίθος μανύει χρυσόν B. l.c.:—Pass., κατὰ τὸ μεμηνυμένον Phld.Acad. Ind.p.81 M. 2 c. acc. et part., πρὸς τὸν βασιλέα μ. τινὰ ἔχοντα show that he has, Hdt.2.121.γ'; ἐξ ἐπιβουλῆς ἀποθανόντα τινὰ μ. Antipho 2.1.5; γεγονὼς ἐμηνύθη πόλεμος Pl.Criti. l.c.: the part. is sts. omitted, τόδ' ἔργον . . σε μηνύει κακόν (sc. ὄντα) E.Hipp.1077: c. acc. et inf., [ποιηταὶ] ταῦτα οὕτως ἔχειν μ. Pl.R.366b; also ἡ ἐπιστήμη μ. ὡς . . ἑπομένης τῆς ψυχῆς gives indication of the soul as following, Id.Cra. 412a. 3 folld. by an interrog. or Conj., μήνυσον αὐτοῖς τίς ἐστιν Id.Ap.24d; ἀλλά μοι μηνύσατε εἰ . . inform me whether... Ar.Ach. 206; μ. ὅτι . . Arist.EN1101b29. 4 abs., ὡς ὁ ἔμπροσθεν μεμήνυκεν ἡμῖν λόγος Pl.Phdr.277c, cf. Phlb.19b. II at Athens, inform, lay information against another, κατά τινος And.1.20, Lys.6.23; τινας Docum. ap. And.1.13; ταῦτα And.ibid.; περὶ τῶν μυστηρίων ib.19; μ. τι κατά τινος Th.6.60; μ. τοῖς ἄρχουσίν τι Pl.Lg.730d; πρός τινας D. 24.11: abs., ὁ μηνύσας OGI665.29 (Egypt, i A. D.): impers. in Pass., μηνύεται information is laid, Th.6.28; ὑποτοπήσαντες . . Ἱππίᾳ μεμηνῦσθαι Id.1.20, cf. 6.57, And.1.10; ὧν πέρι ἄλλων ἐμεμήνυτο Th.6.61:— Pass., also of persons, to be informed against, denounced, τῶν μετ' αὐτοῦ μεμηνυμένων ib.53, cf. X.HG3.3.10; πρᾶγμα μηνυθέν E.Ion 1563; μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος Th.4.89. [ῡ always in fut., aor., and pf.; and in Att. so in pres. and impf.; ῠ in Ep. and Lyr. in pres. and impf., h.Merc.254, Pi.N.l.c., O.6.52, P.1.93, I.8(7).60, B.l.c., but ῡ, h.Merc.373, B.9.14, and later.]
German (Pape)
[Seite 175] etwas Verborgenes anzeigen, verrathen, angeben, H. h. Merc. 254; übh. kund machen, ματέρι αὐδὰν μανύει, Pind. N. 9, 4; P. 1, 93 u. öfter; ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην; Soph. O. R. 102; τά τοι κακῶς εὑρημέν' ἔργα τῷ λόγῳ μηνύεται, O. C. 1190; τί μηνύεις νέον, Eur. Bacch. 1028, öfter; πρᾶγμα μηνυθέν, Ion 1563; Ar. Ach. 206; χρηστήριον, Her. 1, 23; bes. ein Verbrechen anzeigen, Anzeige machen, Thuc. 6, 27. 28; μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος, 4, 89; τὶ κατά τινος, 6, 60; μεμηνυμένων αὐτῶν περὶ μυστηρίων ὡς ἀσεβούντων, 6, 53; ὅτι μεμήνυνται, daß sie verrathen waren, Xen. Hell. 3, 3, 10; mit folgd. partic., τινὰ ἔχοντα, Her. 2, 121, 3; αὐτὸν ἀποθανόντα, Antiph. 2 α 5; Andoc. 1, 12. 13 ff.; pass., πόλεμος γεγονὼς ἐμηνύθη, Plat. Criti. 108 e; τὴν τῶν ἄλλων τοῖς ἄρχουσιν ἀδικίαν, Legg. V, 730 d, wie Rep. II, 361 b u. öfter; übh. andeuten, zeigen, ὡς ὁ ἔμπροσθεν πᾶς μεμήνυκεν ἡμῖν λόγος, phaedr. 277 c; Phil. 19 b Polit. 264 b; Sp., πρός τινα, Luc. Hermot. 51, wie schon Dem. 24, 11 μηνύειν πρὸς τοὺς ζητητάς sagt; πολλὰ μηνύομεν τῶν γεγονότων καὶ τῶν ἐσομένων προσημαίνομεν vrbdt Plut. de orac. 38. – [Υ, der Regel nach im fut., aor. u. den folgdn tempp. lang, ist im praes. u. impf. ursprünglich kurz, H. h. Merc. 254 u. Pind. a. a. O.; doch bei folgender langer Sylbe auch lang, H. h. Merc. 373, vgl. Graef. Mel. 60, 3; so gew. auch bei den Attikern, vgl. Soph. O. C. 1190 Ar. Ach. 206.]
Greek (Liddell-Scott)
μηνύω: (ἴδε ἐν τέλ.), μᾱνύω˙ μέλλ.: -ύσω Ἡρόδ., Ἀττ.˙ ἀόρ. ἐμήνῡσα συχν. παρ’ Ἀττ.˙ πρκμ. μεμήνῡκα Ἀνδοκ. 4. 16, Πλάτ. ― Παθ., πρκμ. μεμήνῡται, ἴδε κατωτ.˙ ἀόρ. ἐμηνύθην Εὐρ., Πλάτ., μέλλ. μηνυθήσομαι Γαλην.˙ ― μέσ. ἀόρ. μηνύσαιτο παρὰ Θεοδ. Προδρ. σ. 362˙ (ἴδε ἐν λ. *μάω). Ἀποκαλύπτω μυστικόν, φανερώνω, προδίδω˙ καθόλου, ποιῶ τι γνωστόν, ἀναγγέλλω, διακηρύττω, δεικνύω. Συντάσσ.: μ. τινί τι Ὑμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 254, Πινδ. Ν. 9. 10, Ἡρόδ. 1. 23˙ τι Σοφ. Ο. Τ. 102, 1384, κτλ.˙ τοὺς ἑτερογνάθους μ. ἡ πέδη, δεικνύει, ἀποκαλύπτει, φανερώνει Ξεν. Ἱππ. 3. 5. 2) μετ’ αἰτ. καὶ μετοχ., μ. τινά ἔχοντα, δεικνύω ὅτι ἔχει τις, Ἡρόδ. 2. 121˙ 3˙ οὕτω, μ. τινὰ ἐξ ἐπιβουλῆς ἀποθανόντα Ἀντιφῶν 115. 21˙ πόλεμος γενονὼς ἐμηνύθη Πλάτ. Κριτί. 108Ε˙ ἡ μετοχ. ἐνίοτε παραλείπεται, τόδ’ ἔργον... σε μηνύει κακὸν (ἐξυπ. ὄντα) Εὐρ. Ἱππ. 1077˙ ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Πολ. 368Β˙ ― ὑπάρχει δὲ μοναδική τις σύνταξις παρὰ Πλάτ. Κρατ. 412Α: μ. ὡς... ἑπομένης τῆς ψυχῆς, πληροφορεῖ περὶ τῆς ψυχῆς ἀκολουθούσης, δεικνύει ὅτι η ψυχὴ ἀκολουθεῖ. 3) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, μ. αὐτοῖς τίς ἐστιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 24DϏ μ. τινί εἰ... πληροφορῶ τινα ἄν..., Ἀριστοφ. Ἀχ. 206˙ μ. ὅτι... Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 12, 5. 4) ἀπολ., ὡς μεμήκυνεν ὁ λόγος Πλάτ. Φαῖδρ. 277C, πρβλ. Φίληβ. 19Β. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, καταμηνύω, καταγγέλλω, εἰσάγω καταγγελίαν ἐναντίον τινός, κατά τινος Ἀνδοκ. 3. ἐν τέλ., Λυσ. 105˙ 18˙ τινὰ Ἀνδοκ. 3. 3˙ τι αὐτόθι 7˙ περί τινος αὐτόθι 39˙ ὡσαύτως, μ. τι κατά τινος Θουκ. 6. 60˙ ― μ. τινί τι, πληροφορῶ τὸν ἄρχοντα περί τινος πράγματος, καταγγέλλω, Πλάτ. Νόμ. 730D˙ τι πρός τινα Δημ. 703. 13˙ εἴς τινα Πλάτ. Μενέξ. 239Β˙ ― ἀπροσ. ἐν τῷ παθ., μηνύεται, γίνεται μήνυσις, πληροφορία, Θουκ. 6. 28˙ ὑποτοπήσαντες... Ἱππίᾳ μεμηνῦσθαι ὁ αὐτ. ἐν 1. 20, πρβλ. 6. 57, Ἀνδοκ. 2. 28˙ ὧν πέρι ἐμεμήνυτο αὐτόθι 61˙ ― ἀλλ’ ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, καταγγέλλομαι, κατηγοροῦμαι, κατακρίνομαι, προδίδομαι, τῶν μετ’ αὐτοῦ μεμηνυμένων αὐτόθι 53, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 10˙ οὕτω, πρᾶγμα μηνυθὲν Εὐρ. Ἴων 1563˙ μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος Θουκ. 2. 89˙ [ῡ ἀείποτε ἐν τῷ μέλλ., ἀόρ. καὶ πρκμ.˙ παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. καὶ ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ.˙ ἀλλὰ τὸ υ βραχύνεται ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 254, καὶ παρὰ Πινδ., πλὴν ὅταν εὑρίσκηται πρὸ μακρᾶς συλλαβῆς, ὡς ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 373].
French (Bailly abrégé)
f. μηνύσω, ao. ἐμήνυσα, pf. μεμήνυκα);
1 donner une indication, indiquer, révéler : τί τινι, révéler ou faire savoir qch à qqn ; τινα κακόν EUR montrer que qqn est méchant;
2 en mauv. part dénoncer : τί τινι, τι πρός τινα, qch à qqn ; κατά τινος, faire une dénonciation contre qqn.
Étymologie: μῆνις.
Spanish
English (Strong)
probably from the same base as μασσάομαι and μνάομαι (i.e. mao, to strive); to disclose (through the idea of mental effort and thus calling to mind), i.e. report, declare, intimate: shew, tell.
English (Thayer)
(cf. Curtius, § 429): 1st aorist ἐμηνυσα; 1st aorist passive participle feminine μηνυθεισα; as in Greek writings from Herodotus and Pindar down;
1. to disclose or make known something secret; in a forensic sense, to inform, report: followed by ποῦ ἐστιν, τίνι τί, passive, to declare, tell, make known: to indicate, intimate: of a teacher; followed by ὅτι, A. V. uniformly show.)
Greek Monolingual
(ΑΜ μηνύω Μ και μηνυῶ, -άω, Α και δωρ. τ. μανύω)
1. αποκαλύπτω μυστικό, καθιστώ κάτι γνωστό, φανερώνω, αποκαλύπτω («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», Σοφ.)
2. εισάγω κατηγορία ή διατυπώνω καταγγελία εναντίον κάποιου («καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ' ἑαυτοῡ καὶ κατ' ἄλλων μηνύει τὸ τῶν Ἑρμῶν», Θουκ.)
μσν.
στέλνω μήνυμα, είδηση, εντολή
2. προσκαλώ
3. δίνω πληροφορία, ανακοινώνω, αναγγέλλω
μσν.-αρχ.
προμηνύω, προοιωνίζομαι
αρχ.
1. δηλώνω, διακηρύσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για θεματικό μεταπλασμό ενός ενεστωτικού τ. με κατάληξη -νυμι (πρβλ. τανύω), ενώ κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθ., είναι μετονοματικό παρ. ενός αμάρτυρου μήνυς. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λεξιλογική ομάδα μαίομαι, μαστήρ, οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα mā «γνέφω με το χέρι».
ΠΑΡ. μήνυμα, μήνυση, μηνυτής, μηνύτωρ
αρχ.
μηνυτήρ, μήνυτρον.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αντιμηνύω, διαμηνύω, καταμηνύω
αρχ.
εκμηνύω, προσμηνύω
νεοελλ.
προμηνύω.
Greek Monotonic
μηνύω: Δωρ. μᾱνύω, μέλ. -ύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἐμήνῡσα, παρακ. μεμήνῡκα — Παθ., γʹ ενικ. παρακ. μεμήνῡται, αόρ. αʹ ἐμηνύθην,
I. αποκαλύπτω ό,τι εἶναι μυστικό, φέρνω στο φως, προδίδω· γενικά, γνωστοποιώ, δηλώνω, καταδεικνύω, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αττ.· με αιτ. και μτχ., μηνύω τινὰ ἔχοντα, φανερώνω ό,τι έχει, σε Ηρόδ.· ό,τι έχει, σε Ηρόδ.· η μτχ. μερικές φορές παραλείπεται, τόδ' ἔργον σε μηνύει κακόν (ενν. ὄντα), σε Ευρ.
II. 1. στην Αθήνα, πληροφορώ, εγείρω δημοσίως καταγγελία εναντίον κάποιου, κατά τινος, σε Αττ. Ρήτ.· απρόσ. στην Παθ., μηνύεται, εγείρεται καταγγελία, μεμήνυται, έχει ήδη εγερθεί, σε Θουκ.
2. στην Παθ. επίσης, λέγεται για πρόσωπα, υπάρχουν πληροφορίες εναντίον μου, καταγέλλομαι, σε Ξεν.· επίσης, λέγεται για πράγματα, μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος, σε Θουκ.·