τραχύς: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(4b) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τρᾱχύς:''' ион. [[τρηχύς]], εῖα, ύ (у Theocr. f [[τρηχύς]])<br /><b class="num">1)</b> шероховатый, шершавый ([[λίθος]] Hom.; [[σῶμα]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> колючий, острый (ἄκανθαι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> жесткий ([[χαλινός]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> обрывистый ([[ἀκτή]] Hom.);<br /><b class="num">5)</b> скалистый, каменистый, неровный ([[Ἰθάκη]] Hom.; γῆ Her.; [[ὁδός]] Plat.);<br /><b class="num">6)</b> косматый, обросший шерстью ([[Πάν]] Plat.);<br /><b class="num">7)</b> грубый, низкий ([[φωνή]] Plat.): τῇ φωνῇ τ. Xen. с грубым голосом;<br /><b class="num">8)</b> жестокий ([[ὑσμίνη]] Hes.);<br /><b class="num">9)</b> мучительный, тяжелый (νοσήματα Plat.);<br /><b class="num">10)</b> бурливый, бурный ([[ποταμός]] Xen.);<br /><b class="num">11)</b> душный, удушливый ([[ἀήρ]] Plut.);<br /><b class="num">12)</b> суровый, строгий ([[δικαστής]] Aesch.; νόμοι Plat.);<br /><b class="num">13)</b> неистовый, необузданный ([[ὀργή]] Eur.);<br /><b class="num">14)</b> бедственный, тяжелый: εἰς τραχύτερα πράγματα ἐξοκέλλειν Isocr. попадать в еще более бедственное положение;<br /><b class="num">15)</b> неотделанный, неуклюжий ([[στίχος]] Plut.). | |elrutext='''τρᾱχύς:''' ион. [[τρηχύς]], εῖα, ύ (у Theocr. f [[τρηχύς]])<br /><b class="num">1)</b> шероховатый, шершавый ([[λίθος]] Hom.; [[σῶμα]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> колючий, острый (ἄκανθαι Plut.);<br /><b class="num">3)</b> жесткий ([[χαλινός]] Xen.);<br /><b class="num">4)</b> обрывистый ([[ἀκτή]] Hom.);<br /><b class="num">5)</b> скалистый, каменистый, неровный ([[Ἰθάκη]] Hom.; γῆ Her.; [[ὁδός]] Plat.);<br /><b class="num">6)</b> косматый, обросший шерстью ([[Πάν]] Plat.);<br /><b class="num">7)</b> грубый, низкий ([[φωνή]] Plat.): τῇ φωνῇ τ. Xen. с грубым голосом;<br /><b class="num">8)</b> жестокий ([[ὑσμίνη]] Hes.);<br /><b class="num">9)</b> мучительный, тяжелый (νοσήματα Plat.);<br /><b class="num">10)</b> бурливый, бурный ([[ποταμός]] Xen.);<br /><b class="num">11)</b> душный, удушливый ([[ἀήρ]] Plut.);<br /><b class="num">12)</b> суровый, строгий ([[δικαστής]] Aesch.; νόμοι Plat.);<br /><b class="num">13)</b> неистовый, необузданный ([[ὀργή]] Eur.);<br /><b class="num">14)</b> бедственный, тяжелый: εἰς τραχύτερα πράγματα ἐξοκέλλειν Isocr. попадать в еще более бедственное положение;<br /><b class="num">15)</b> неотделанный, неуклюжий ([[στίχος]] Plut.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[rugged]], [[rough]], Lat. [[asper]], Hom., etc.; as epith. of [[Ithaca]], Od.; cf. [[Τραχίς]]:—also, [[rough]], [[shaggy]], Xen.:—of a bit, [[rough]], [[sharp]], Xen.: of the [[voice]] of boys, [[when]] it breaks, Plut.<br /><b class="num">2.</b> [[rough]], [[harsh]], [[savage]], Pind., Aesch., etc.<br /><b class="num">II.</b> adv. τρᾱχέως, ionic [[τρηχέως]], roughly, Hdt.; [[τραχέως]] ἔχειν to be [[rough]], Isocr.; τρ. φέρειν, Lat. [[aegre]] ferre, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:05, 10 January 2019
English (LSJ)
εῖα, ύ : Ep. and Ion. τρηχύς, fem. -εῖα, -εῖαν, -είης, neut. -ύ (Hom. (v. infr.), Hes.Op.291, Theoc.25.74); in Ion. Prose fem. τρηχέᾰ, acc. τρηχέᾰν, gen. τρηχέης, dat. τρηχέῃ (imperfectly preserved in codd.; in Hdt.4.23, 9.122, codd. ABCP have τρηχέη, -έην, -έης, RSV have -εῖα, -εῖαν, -είης; for codd. Hp. v. Kühleweinip. lxxxvi); τρηχείην (before conson.) Simon. 89 codd., A.R.2.375 codd.; τρηχείης (as pr. n.) Hippon.47; gen. pl. neut.
A ἐρίων . . τρηχείων GDI 5633.14 (Teos); dual in Trag. τραχεῖ, Ion Trag.67:—jagged, λίθος Il. 5.308; χαλινοί, opp. λεῖοι, X.Eq.9.9, cf. 10.6; τ. καὶ γωνιοειδής Thphr. Sens.65; prickly, ἄκανθαι, ἄκανθα, Plu.2.32e, 138d (both Sup.); rugged, ἀκτή, ἀταρπός, Od.5.425, 14.1; as epith. of Ithaca, 9.27, 10.417; so γῆ λιθώδης καὶ τρηχέα Hdt.4.23; Χερσονήσου τῆς Τρηχέης καλεομένης, of the Crimea, ib.99; and freq. in Trag. and Att. of rocky districts, A.Pr.726, E.Fr.1083; τὰ τραχέα, τὰ τραχύτατα, X.Cyn.4.10, Plu.Flam.4; τ. καὶ χαλεπὴ ὁδός Pl.R.328e; also, rough, γλῶσσα Hp.Morb.2.63; ἔρια GDI l. c., PCair.Zen.287.2 (iii B. C.); σφόγγοι ib.12.56 (iii B. C.); χῆμαι ib.82.12 (iii B. C.); σινδόνες (towels, opp. μαλακαί) Gal.6.418; χερσὶ μὴ πάνυ μαλακαῖς, ὥσπερ αὖ μηδὲ τραχείαις, ἀνατρίβειν τὸ σῶμα ib.417; τὰ τ. κατὰ τὰς ἀνωμαλίας ἀλλήλοις ἐμπλεκόμενα ἑνοῦται, τὰ δὲ λεῖα κτλ. Diocl.Fr.26; βλέφαρα Sor. 2.16, PTeb.273 intr. (ii/iii A. D.); shaggy, τὰ κάτωθεν τ. καὶ τραγοειδής, of Pan, Pl.Cra.408d, cf. 420e; λάσιον καὶ τ. [τὸ κέαρ] . . ἔχοντες Id.Tht.194e; τ. σώματα, opp. λεῖα, X.Mem.3.10.1; of the voice, harsh, Pl.Ti.67c, etc.; esp. of the voice of boys, when it breaks, μεταβάλλειν ἐπὶ τὸ -ύτερον Arist.HA581a18; τὸ τ. τῆς φωνῆς Plu. Mar.14; and of a person, τῇ φωνῇ τ. X.An.2.6.9; also τραχυτάτη γλῶσσα (cf. τραχύστομος) Str.14.2.28; of sounds and their combinations, harsh, opp. λεῖος, σύνθεσις, διάλεκτος, Phld.Po.Herc.994.32,36:—on τραχεῖα ἀρτηρία, v. ἀρτηρία. 2 of battle and conflict, ὑσμίνη Hes.Sc.119; νιφὰς πολέμοιο Pi.I.4(3).17(35), cf. Simon.89; φάλαγγες Tyrt.12.22. 3 of natural forces, ῥόθιον A.Pr.1048 (anap.); -ύτερα τὰ νοσήματα ἀπεργάζεσθαι Pl.Ti.84c; of a river, Plu.Alex. 60, etc.; ἄελλαι A.R.1.1078. 4 of persons, their acts, feelings, or conditions, rough, harsh, savage, τ. ἔφεδρος Pi.N.4.96; οὐ τ. εἰμι καταθέμεν I am not niggardly in paying, ib.7.76; Ἡσυχία Id.P.8.10; ἅπας δὲ τ. ὅστις ἂν νέον κρατῇ A.Pr.35, cf. 188 (anap.), 326; δικαστὴς τ. εἶ Id.Ag.1421; τ. γε . . δῆμος Id.Th.1049; τ. καὶ τεθηγμένους λόγους Id.Pr.313; τ. ὀργή E.Med.447; λεῖον καὶ τ. πάθημα Pl.Ti.63e; νόμοι τραχύτατοι Id.Lg.864c; τὸ τ. τοῦ ἤθους, τοῦ νόμου, Id.Cra.406a, R.452c; -ύτερα πράγματα Isoc.7.18; εὐνομίη τραχέα λειαίνει smooths the rough places, Sol.4.35. II Adv. τρᾱχέως, Ion. τρηχέως, rare in the literal sense, roughly, τ. ὑλακτεῖν Plu.Arat.8; neut. as Adv., τρηχὺ φωνῇ ἠπείλει Theoc.25.74; θάλασσα τραχὺ βοᾷ AP5.179 (Mel.). 2 of men's acts, τρηχέως περιέπειν τινά handle roughly, Hdt.1.73, 114; τραχέως ἔχειν to be rough, harshly disposed, Isoc.3.33; τινι D.19.45; -ύτερον ἄρχειν Isoc.3.55; τ. ἀποκρίνεσθαι Plu.Phoc.21, etc.; τ. φέρειν take hardly, Id.Lys.15; rarely τραχυτέρως, Pl.Clit.406a; περιέφθησαν τρηχύτατα Hdt.6.15. (Prob. cogn. with θράσσω, cf. ἐνθράσσω.)
Greek (Liddell-Scott)
τραχύς: -εῖα, ύ, Ἰων. τρηχύς, (ὡς ἀεὶ παρ’ Ὁμ., Ἡσ., Ἡρόδ.), θηλ. τρηχέα, οὐχὶ τρηχέη, Δινδ. Διάλ. Ἡρόδ. xvii· τρηχείην εἶναι πλημμ.· ρ. παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Β. 375, Ἀνθ. Πλαν. 26· ποιητ. θηλ. τρηχύς, Θεόκρ. 25. 256· δυϊκ. παρὰ τοῖς Τραγ. τραχεῖ, Α. Β. 1195 (πιθ ἐκ τῆς ÖΤΡΑΧ, ταράσσω, πρκμ. τέτρηχα). -Ὡς καὶ νῦν, τραχύς, ἀνώμαλος, Λατ. asper, λίθος, ἀκτή, ἀταρπὸς Ἰλ. Ε. 308, Ὀδ. Ε. 425., Ξ. 1· ὡς ἐπίθ. τῆς Ἰθάκης, Ι. 27., Κ. 417· οὕτω, γῆ λιθώδης καὶ τρηχέα Ἡρόδ. 4. 23· Χερσονήσου τῆς Τρηχέης καλεομένης, ἐπὶ τῆς Κριμαίας, ὁ αὐτ. 4. 99 καὶ συχν. παρ’ Ἀττ. ἐπὶ βραχωδῶν χωρῶν, Αἰσχύλ. Πρ 726, Εὐρ. Ἀποσπ. 1068· πρβλ. Τραχίς· τὰ τραχέα, τὰ τραχύτατα, Ξεν. Κυν. 4, 10. κτλ.· τρ. καὶ χαλεπὴ ὁδὸς Πλάτ. Πολιτ. 328Ε - ὡσαύτως, τραχύς, δασύς, τὰ κάτωθεν τρ. καὶ τραγοειδής, ἐπὶ τοῦ Πανός, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 408D, πρβλ. 420Ε· λάσιον καὶ τρ. [τὸ κέαρ]... ἔχοντες ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 194Ε· τρ. σώματα, ἀντίθετ. τῷ λεῖα, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1· Πὰν τὸ κάτωθεν τρ. Πλάτ. Κρατ. 408D - ἐπὶ χαλινοῦ, κοπτερός, ὀξύς, ἀντίθετ. τῷ λεῖος, Ξεν. Ἱπ. 9. 9, κτλ.· - ἐπὶ τῆς φωνῆς, τραχύς, βραγχώδης, Πλάτ. Τίμ. 67C, κτλ.· μάλιστα ἐπὶ τῆς τῶν παίδων ὅταν γίνηται βραγχώδης καὶ ἀνδρικωτέρα, μεταβάλλειν εἰς τὸ τραχύτερον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 3· τὸ τρ. τῆς φωνῆς Πλουτ. Μάρ. 14 καὶ ἐπὶ προσώπου, τρ. τῇ φωνῇ Ξε. Ἀν. 2. 6, 9· ὡσαύτως, τραχυτάτη γλῶσσα (πρβλ. τραχύστομος), Στράβ. 662· - περὶ τοῦ τραχεῖα ἀρτηρία, ἴδε ἐν λ. ἀρτηρία. 2) ἐπὶ μάχης καὶ ἀγῶνος, τρ. ὑσμίνη Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 119· νιφὰς πολέμοιο Πίνδ. 4 (3) 26, πρβλ. Σιμων. ἐν Ἀνθ. Πλαν. 26· φάλαγγες Τυρταῖ. 9. 22. 3) ἐπὶ φυσικῶν, δυνάμεων, τ. ῥόσθιον Αἰσχύλ. Πρ. 1048· τραχύτερα τὰ νοσήματα ἀπεργάζεσθαι Πλάτ. Τίμ. 84C· τρ. ποταμὸς Πλουτ. Ἀλέξ. 60, κτλ.· ἄελλα Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1078· κλπ. 4) ἐπὶ προσώπων, τῶν πράξεων αὐτῶν, τῶν αἰσθημάτων, τῆς καταστάσεως αὐτῶν, τραχύς, ἄγροικος, ἄγριος, τρ. ἔφεδρος Πινδ. Ν. 4 ἐν τέλ.· οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν, δὲν εἶμαι φειδωλὸς εἰς πληρωμήν, αὐτόθι 7. 111· θεὰ ὁ αὐτ. ἐν Π. 8. 12· ἅπας δὲ τρ. ὅστις ἂν νέον κρατῇ Αἰσχύλ. Πρ. 35, πρβλ. 186, 324· δικαστὴς τρ. εἶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1421· τρ. γε... δῆμος ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 1044 τρ. καὶ τεθηγμένους λόγους ὁ αὐτ. 311· ὀργὴ τρ. Εὐρ. Μήδ. 448· λεῖον τρ. καὶ πάθημα Πλάτ. Τίμ. 63Ε· τραχύτατοι νόμοι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 864C· τὸ τραχὺ τοῦ ἤθους, τοῦ νόμου ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 406Α, Πολ. 452C˙Ϗ τραχύτερα πράγματα Ἰσοκρ. 143C˙Ϗ εὐνομίη τρηχέα λειαίνει, ἐξομαλύνει τὰ τραχέα μέρη, τὰς ἀνωμαλίας, Σόλων 13. 34. ΙΙ. Ἐπίρρ. τρᾱχέως, Ἰων, τρηχέως, σπάνιον ἐν τῇ κυριολεκτικῇ σημασίᾳ, οἷον τρ. ὑλακτεῖν Πλουτ. Ἄρατ. 8˙ οὕτω, τραχὺ φωνῇ ἀπειλεῖν Θεόκρ. 26. 74˙ θάλασσα τραχὺ βοᾷ Ἀνθ. Π. 5. 180. 2) ἐπὶ τῶν πράξεων τῶν ἀνθρώπων, τρηχέως περιέπω τινά, μεταχειρίζομαί τινα μετὰ τραχύτητος, σκληρότητος, Ἡρόδ. 1. 73, 114 (ἴδε ἐν λέξει περιέπω)˙ τραχέως ἔχω, εἶμαι τραχύς, φέρομαι ἢ διάκειμαι τραχέως, τοῦ βασιλέως... τραχέως ἔχοντος Ἰσοκρ. 33D˙Ϗ τινὶ Δημ. 355. 15˙ τραχύτερον ἄρχειν Ἰσοκρ. 38C˙Ϗ τρ. ἀποκρίνεσθαι Πλουτ. Φωκ. 21, κλπ.˙ τρ. φέρειν, Λατιν. aegre ferre, ὁ αὐτ. ἐν Λυσάνδρ. 15˙ σπανίως τραχυτέρως Πλάτ. Κλειτοφ. 406˙ τρηχύτατα περιεφθῆναι Ἡρόδ. 6. 15.
French (Bailly abrégé)
εῖα ou poét. ύς, ύ;
rude :
I. au propre :
1 raboteux, rocailleux ; τὰ τραχέα XÉN terrain raboteux;
2 rude au toucher, âpre, hérissé ; piquant, velu;
3 inégal, agité, houleux;
4 âpre en parl. de l’air;
5 rude, rauque en parl. de la voix ; τραχεία ἀρτηρία (v. ἀρτηρία);
II. au mor.
1 rude, grossier;
2 âpre, dur, cruel;
3 violent, irascible;
Cp. τραχύτερος, Sp. τραχύτατος.
Étymologie: R. Τραχ, être raboteux.
English (Slater)
τρᾱχύς (-ύς, -εῖ; -εῖα, -εῖαν, -ειᾶν; -εῖ, -ύ.)
1 rough
a of things λίθῳ τραχεῖ (O. 8.55) τραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐγχέων ἀκμάν (P. 1.10) νωμῳν τραχὺ ῥόπαλον fr. 111. 3. met., harsh, bitter, “τραχεῖαν ἑρπόντων πρὸς ἔπιβδαν” (P. 4.140) τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν (I. 4.17) μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν τραχεῖ ποτὶ ψεύδει (“nempe ut saxo,” Boeckh) fr. 205. 3.
b of peis., stubborn τὺ δὲ (sc. Ἡσυχία) — τραχεῖα δυσμενέων ὑπαντιάξαισα κράτει pr. (P. 8.10) cf. εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει (Pae. 2.32) μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος (N. 4.96) νικῶντί γε χάριν οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν i. e. I am ready (N. 7.76)
English (Strong)
perhaps strengthened from the base of ῥήγνυμι (as if jagged by rents); uneven, rocky (reefy): rock, rough.
English (Thayer)
τραχεῖα, τραχυ, from Homer down, rough: ὁδοί, τόποι, rocky places (in the sea), Acts 27:29.
Greek Monolingual
-ιά, -ύ / τραχύς, -εῑα, -ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α
1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ.
δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ τρηχέα», Ηρόδ.)
2. μτφ. α) (για πρόσ. αλλά και για λόγια, αισθήματα ή καταστάσεις) απότομος, σκληρός, βάναυσος (α. «τραχύς άνθρωπος» β. «τραχύ ύφος» γ. «καὶ τάχα τραχυτέροις τις ἄν χρήσεται λόγοις», Πρόδρ.
δ. «νόμοι τραχύτατοι», Πλάτ.
ε. «εἰς τραχύτερα πράγματα τῶν τότε γενομένων», Ισοκρ.)
β) (για φωνή) βραχνός
3. το θηλ. ως ουσ. βλ. τραχεία
νεοελλ.
1. δύσκαμπτος («τραχύ ύφασμα»)
2. μτφ. δυσχερής, κοπιαστικός
(«τραχύ έργο»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τραχύ
αργυρό νόμισμα
αρχ.
1. μαλλιαρός, δασύτριχος
2. (για χαλινό) κοφτερός
3. (για μάχη) σφοδρός
4. (για φυσικά φαινόμενα ή ασθένειες) ορμητικός, οξύς (α. «τραχὺν... τὸν Ὑδάσπην ὑπὸ τοῦ χειμῶνος ἐπιόντα», Πλούτ.
β. «τραχύτερα... τὰ νοσήματα ἐπεργάζηται», Πλάτ.)
5. (το ουδ. ως επίρρ.) τραχύ
με τραχύτητα, με αγριότητα
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (τὰ) τρηχέα
μτφ. ανώμαλες καταστάσεις («εὐνομίη τρηχέα λειαίνει», Σόλ.).
επίρρ...
τραχιά / τραχέως ΝΜΑ, και ιων. τ. τρηχέως Α
μτφ. με σκληρότητα, βάναυσα (α. «φέρεται πολύ τραχιά στα παιδιά του» β. «πρὸς ἐμὲ ἔχειν τραχυτέρως τοῡ δέοντος», Πλάτ.)
αρχ.
με αγριότητα («πρὸς τίνα τραχέως οὕτως [ὁ κύων] ὑλακτεῑ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τρᾱχύς / τρηχύς είναι αρχαϊκού τ. επίθ. με κατάλ. -ύς (πρβλ. ταχ-ύς), το οποίο θα μπορούσε να αναχθεί στο θ. του ρ. θρᾱσσω (< θρᾱχ-jω, πρβλ. και τον παρακμ. τέ-τρηχ-α). Ωστόσο, προβλήματα γεννά η διαφορά σημασίας ανάμεσα στο επίθ. και στο ρ. θράσσω «ταράζω, ενοχλώ» (βλ. και λ. θράσσω και ταράσσω)].
Greek Monotonic
τρᾰχύς: -εῖα, -ύ· Ιων. τρηχύς, θηλ. τρηχέα· ποιητ. θηλ. επίσης τρηχύς·
I. 1. τραχύς, ανώμαλος, Λατ. asper, σε Όμηρ. κ.λπ.· ως επίθ. της Ιθάκης, σε Ομήρ. Οδ.· πρβλ. Τραχίς· επίσης, τραχύς, δασύς, σε Ξεν.· λέγεται για χαλινάρι, κοφτερός, οξύς, στον ίδ.· λέγεται για τη φωνή των αγοριών όταν αρχίζει να γίνεται βραχνή και πιο ανδρική, σε Πλούτ.
2. τραχύς, σκληρός, άγριος, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.
II. επίρρ. τρᾱχέως, Ιων. τρηχέως, με σκληρότητα, σε Ηρόδ.· τραχέως ἔχειν, είμαι τραχύς, σε Ισοκρ.· τραχέως φέρειν, Λατ. aegre ferre, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
τρᾱχύς: ион. τρηχύς, εῖα, ύ (у Theocr. f τρηχύς)
1) шероховатый, шершавый (λίθος Hom.; σῶμα Xen.);
2) колючий, острый (ἄκανθαι Plut.);
3) жесткий (χαλινός Xen.);
4) обрывистый (ἀκτή Hom.);
5) скалистый, каменистый, неровный (Ἰθάκη Hom.; γῆ Her.; ὁδός Plat.);
6) косматый, обросший шерстью (Πάν Plat.);
7) грубый, низкий (φωνή Plat.): τῇ φωνῇ τ. Xen. с грубым голосом;
8) жестокий (ὑσμίνη Hes.);
9) мучительный, тяжелый (νοσήματα Plat.);
10) бурливый, бурный (ποταμός Xen.);
11) душный, удушливый (ἀήρ Plut.);
12) суровый, строгий (δικαστής Aesch.; νόμοι Plat.);
13) неистовый, необузданный (ὀργή Eur.);
14) бедственный, тяжелый: εἰς τραχύτερα πράγματα ἐξοκέλλειν Isocr. попадать в еще более бедственное положение;
15) неотделанный, неуклюжий (στίχος Plut.).
Middle Liddell
I. rugged, rough, Lat. asper, Hom., etc.; as epith. of Ithaca, Od.; cf. Τραχίς:—also, rough, shaggy, Xen.:—of a bit, rough, sharp, Xen.: of the voice of boys, when it breaks, Plut.
2. rough, harsh, savage, Pind., Aesch., etc.
II. adv. τρᾱχέως, ionic τρηχέως, roughly, Hdt.; τραχέως ἔχειν to be rough, Isocr.; τρ. φέρειν, Lat. aegre ferre, Plut.