παντελής: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει φθάσει στο ανώτατο [[σημείο]] ως [[προς]] ένα [[γνώρισμα]] του, [[ολοσχερής]], [[εντελής]], [[ολικός]], [[ολοκληρωτικός]] (α. «[[παντελής]] [[ερήμωση]]» β. «παντελὴς [[μανία]]», Δίον. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλήρης]], [[ολόκληρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατορθώνει τα [[πάντα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «παντελὴς [[δύναμις]] ἁ τᾱς δεκάδος» — ο [[πλήρης]] [[αριθμός]] [[δέκα]]<br />β) «κατὰ τὸ παντελές» ή «εἰς τὸ παντελές» ή, [[απλώς]], «τὸ παντελές» — παντελώς, ολοσχερώς<br />γ) «εἰς τὸ παντελές» — για [[πάντα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παντελώς</i> ΝΜΑ<br />εντελώς, ολοσχερώς, καθ' ολοκληρίαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε απαντήσεις) βεβαιότατα, [[μάλιστα]]<br /><b>2.</b> (με [[άρνηση]]) <i>οὐ παντελῶς</i><br />[[ουδόλως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>τελής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει φθάσει στο ανώτατο [[σημείο]] ως [[προς]] ένα [[γνώρισμα]] του, [[ολοσχερής]], [[εντελής]], [[ολικός]], [[ολοκληρωτικός]] (α. «[[παντελής]] [[ερήμωση]]» β. «παντελὴς [[μανία]]», Δίον. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλήρης]], [[ολόκληρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατορθώνει τα [[πάντα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «παντελὴς [[δύναμις]] ἁ τᾱς δεκάδος» — ο [[πλήρης]] [[αριθμός]] [[δέκα]]<br />β) «κατὰ τὸ παντελές» ή «εἰς τὸ παντελές» ή, [[απλώς]], «τὸ παντελές» — παντελώς, ολοσχερώς<br />γ) «εἰς τὸ παντελές» — για [[πάντα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παντελώς</i> ΝΜΑ<br />εντελώς, ολοσχερώς, καθ' ολοκληρίαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε απαντήσεις) βεβαιότατα, [[μάλιστα]]<br /><b>2.</b> (με [[άρνηση]]) <i>οὐ παντελῶς</i><br />[[ουδόλως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), [[πρβλ]]. [[ευτελής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:22, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντελής Medium diacritics: παντελής Low diacritics: παντελής Capitals: ΠΑΝΤΕΛΗΣ
Transliteration A: pantelḗs Transliteration B: pantelēs Transliteration C: pantelis Beta Code: pantelh/s

English (LSJ)

ές, A all-complete, absolute, παντελῆ σάγην ἔχων A.Ch.560; μοναρχία S.Ant.1163; πανοπλία, ἐλευθερία, μανία, Pl.Lg.796c,698a, D.Chr.38.17; π. δάμαρ mistress of the house, S.OT930; δήμου π. ψηφίσματα with full authority, A.Supp.601; π. κήρυγμα S.Ichn.13; π. ἐσχάραι complete tale of sacrificial hearths, Id.Ant.1016. 2 π. δύναμις ἁ τᾶς δεκάδος perfect, Philol. ap. Stob.1 Prooem.3, cf. Dam. Pr.195. II Act., all-accomplishing, Ζεύς A.Th.118 (lyr., s. v.l.); χρόνος Id.Ch.965 (lyr.); π. εὐεργέτης S.Ichn.79. III Adv. παντελῶς, Ion. -έως, altogether, utterly, with Verbs, διῶρυξ π. πεποιημένη Hdt.7.37; λίθινα π. ἐξειργασμένα IG12.372.93; παντελέως εἶχε τὸ οἴκημα it was quite finished, Hdt.4.95; π. διώρισε A.Pr.440; π. κρανθήσεται ib.911; π. θανεῖν to die outright, S.OT669; ἐκμεμάθηκα ταῦτα π. Epicr.4, etc.: with Adjs., π. βαθεῖα φάλαγξ X.HG2.4.34; π. ἄφρων Men.694; ἄχρηστα π. Philippid.12; π. Βοιώτιοι Alex.237.1; οὐ π. not at all, Men.5; from first to last, π. ἕως ἂν διεξέλθῃ διὰ πάντων Arist.Pol.1298a16. 2 in answers, most certainly, παντελῶς γε Pl. R.379c, 485d; π. μὲν οὖν Id.Prm.155c, 160b, R.401a. 3 later εἰς τὸ παντελές, = παντελῶς, Ph.2.567, Ev.Luc.13.11, Ael.NA17.27, S.E. M.7.30, Jul.Or.2.61c; = for ever, Rev.Bibl.39.544,546 (Palmyra), PLond.3.1164f11 (iii A. D.), etc.; κατὰ τὸ π. Ph.1.90, al.

German (Pape)

[Seite 463] ές, 1) ganz vollendet, geendigt, vollkommen; παντελῆ σάγην ἔχων, Aesch. Ch. 553; ψηφίσματα, Suppl. 596; δάμαρ, die hochgeehrte, d. i. die rechtmäßige und deshalb die vollen Rechte genießende Gattinn, Soph. O. R. 930; μοναρχία, Ant. 1148; aber παντελεῖς ἐσχάραι, 1003, sind nur alle, = πᾶσαι; in Prosa, ἐλευθερία, Plat. Legg. III, 698 a; εἰρήνη, Menex. 244 b, öfter, u. Folgde; νίκη, vollständiger Sieg, Plut. Cat. min. 44; – so auch adv., κεἰ χρή με παντελῶς θανεῖν, durchaus sterben, Soph. O. R. 669; vgl. Aesch. Prom. 913; u. in Prosa, παντελῶς διαπεπεράνθαι, Plat. Rep. III, 398 b; Her. παντελέως, 7, 37. 8, 54; so auch ἐς τὸ παντελές, Sp. – Auch als bejahende Antwort, sa, gewiß, wie παντάπασιν, mit γε, Plat. Rep. II, 379 b u. öfter; παντελῶς μὲν οὖν, Parm. 155 c u. öfter. – 2) akt. Alles vollendend, Ζεῦ πάτερ παντελές Aesch. Spt. 111, χρόνος Ch. 959.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. qui accomplit tout, de qui dépend tout ce qui s'accomplit, maître, souverain, tout-puissant;
II. complètement achevé ; adv. • εἰς τὸ παντελές ÉL complètement ; d'où
1 complet, achevé, accompli, parfait ; παντελὴς δάμαρ SOPH épouse accomplie, sel. d'autres épouse légitime ; παντελῆ ψηφίσματα ESCHL décisions ou décrets qu'on est parvenu à obtenir du peuple;
2 dont le nombre est complet : παντελεῖς ἐσχάραι SOPH tous les foyers où l'on fait les sacrifices.
Étymologie: πᾶν, τέλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παντελής -ές [πᾶς, τέλος] alles voltooiend (van Zeus; van de tijd). geheel voltooid, volledig:; παντελῆ σάγην ἔχων met volle wapenrusting Aeschl. Ch. 560; σὺν ὑγιείᾳ παντελεῖ in volle gezondheid [Luc.] 12.3; adv. παντελῶς, Ion. παντελέως helemaal, heel, geheel en al:; παντελέως εἶχε τὸ οἴκημα het gebouw was helemaal klaar Hdt. 4.95.4; παντελῶς βαθεῖα φάλαγξ een heel diepe slaglinie Xen. Hell. 2.4.34; εἰς τὸ παντελές volledig NT Luc. 13.11; in antw.: zeker, precies, (klopt) helemaal:. παντελῶς μὲν οὖν, ἔφη ‘precies,’ zei hij Plat. Resp. 401a. met volledige macht, volledig geldig:. παντελῆ ψηφίσματα alom geldende besluiten Aeschl. Suppl. 601; π. δάμαρ legitieme echtgenote Soph. OT 930.

Russian (Dvoretsky)

παντελής:
1 полный, законченный (σάγη Aesch.; πανοπλία Plat.);
2 абсолютный, неограниченный (μοναρχία Soph.; ἐλευθερία Plat.): π. δάμαρ Soph. полновластная, т. е. законная супруга; βωμοὶ ἐσχάραι τε παντελεῖς Soph. абсолютно все жертвенники и домашние алтари; τὰ δήμου παντελῆ ψηφίσματα Aesch. состоявшееся решение народа;
3 все завершающий, все осуществляющий (Ζεύς, χρόνος Aesch.).

English (Slater)

παντελής accomplishing its full course ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Θεμίγονοι (Pae. 1.5)

English (Strong)

from πᾶς and τέλος; full-ended, i.e. entire (neuter as noun, completion): + in (no) wise, uttermost.

English (Thayer)

παντελές (πᾶς and τέλος), all-complete, perfect (Aeschylus, Sophocles, Plato, Diodorus, Plutarch, others; εἰς τό παντελές (properly, unto completeness (Winer's Grammar, § 51,1c.)) completely, perfectly, utterly: Philo leg. ad Gaium 21; Josephus, Antiquities 1,18, 5; 3,11, 3,12,1; 6,2, 3; 7,13, 3; Aelian v. h. 7,2; n. a. 17,27).

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει φθάσει στο ανώτατο σημείο ως προς ένα γνώρισμα του, ολοσχερής, εντελής, ολικός, ολοκληρωτικός (α. «παντελής ερήμωση» β. «παντελὴς μανία», Δίον. Χρυσ.)
αρχ.
1. πλήρης, ολόκληρος
2. αυτός που κατορθώνει τα πάντα
3. φρ. α) «παντελὴς δύναμις ἁ τᾱς δεκάδος» — ο πλήρης αριθμός δέκα
β) «κατὰ τὸ παντελές» ή «εἰς τὸ παντελές» ή, απλώς, «τὸ παντελές» — παντελώς, ολοσχερώς
γ) «εἰς τὸ παντελές» — για πάντα.
επίρρ...
παντελώς ΝΜΑ
εντελώς, ολοσχερώς, καθ' ολοκληρίαν
αρχ.
1. (σε απαντήσεις) βεβαιότατα, μάλιστα
2. (με άρνηση) οὐ παντελῶς
ουδόλως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -τελής (< τέλος), πρβλ. ευτελής].

Greek Monotonic

παντελής: -ές (τέλος
I. ολοκληρωμένος, απόλυτος, ολοσχερής, καθολικός, σε Αισχύλ. κ.λπ.· παντελὴς δάμαρ, Λατ. uxor legitima, οικοδέσποινα σπιτιού, κυρία οίκου, σε Σοφ.· παντελεῖς ἐσχάραι, ο συνολικός αριθμός των βωμών όπου γίνονται θυσίες, όλοι οι θρύλοι που σχετίζονται με αστούς, στον ίδ.
II. Ενεργ., αυτός που κάνει τα πάντα, που κατορθώνει τα πάντα, σε Αισχύλ.
III. 1. επίρρ. παντελῶς, Ιων. -έως, ολοκληρωτικά, εξολοκλήρου, απόλυτα, καθολικά, εντελώς, σε Ηρόδ., Αττ.· παντελέως εἶχε, είχε σχεδόν τελειώσει, σε Ηρόδ.· παντελῶς θανεῖν, πεθαίνω εντελώς, σε Σοφ.
2. σε απαντήσεις, πολύ σίγουρα, βεβαιότατα, παντελῶς γε παντελῶς, μὲν οὖν, στον ίδ., Πλάτ.
3. αργότερα, εἰς τὸ παντελές = παντελῶς, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

παντελής: -ές, ἐντελής, τέλειος, πλήρης, ὁλόκληρος, παντελῆ σάγην ἔχων Αἰσχύλ. Χο. 560· μοναρχία Σοφ. Ἀντ. 1163 πανοπλία, ἐλευθερία, ἡδονή, κτλ., Πλάτ. Νόμ. 796Β, 698Α, κτλ.· π. δάμαρ, τελεία σύζυγος, κατὰ τὸν Ἕρμανν. uxor legitima, ἡ οἰκοδέσποινα (πρβλ. τέλειος ἀνήρ), Σοφ. Ο. Τ. 930· π. ψηφίσματα, τέλεια, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 601· π. ἐσχάραι, ὁλόκληροςἀριθμὸς τῶν διὰ τὰς θυσίας ἐσχαρῶν, πᾶσαι, Σοφ. Ἀντ. 1016. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, ἴδε ἐν λ. παντέλεια. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ τὰ πάντα τελῶν, τὰ πάντα κατορθῶν, Ζεὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 118· χρόνος ὁ αὐτ. ἐν Χο. 965. ΙΙΙ. ἐπίρρ., παντελῶς, Ἰων. -έως, ὅλως, ὁλοκλήρως, ὁλοσχερῶς, ἐντελῶς, μετὰ ῥημάτων, διῶρυξ π. πεποιημένη Ἡρόδ. 7. 37· λίθινα π. ἐξειργασμένα Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 93· παντελέως εἶχε, ἦτο ἐντελῶς τετελειωμένον, Ἡρόδ. 4. 95· π. διώρισε Αἰσχύλ. Πρ. 440· π. κρανθήσεται αὐτόθι 911· π. θανεῖν Σοφ. Ο. Τ. 669· ἐκμεμάθηκα ταῦτα παντελῶς Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 3, κτλ.·μετ’ ἐπιθ., π. ἄφρων Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 167· ἄχρηστα π. Φιλιππίδ. ἐν «Λακκιάδαις» 1· π. Βοιώτιοι Ἄλεξις ἐν «Τροφωνίῳ» 1· - οὐ π. οὐδόλως, οὐδαμῶς, Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς 8, 1· ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 14, 8. 2) ἐπὶ ἀπαντήσεων, βεβαιότατα, παντελῶς γε Πλάτ. Πολ. 379Β, 485D· π. μὲν οὖν ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 155C, 160Β, Πολ. 401Α· πρβλ. παντάπασι. 3) παρὰ μεταγεν., εἰς τὸ παντελὲς = παντελῶς, Αἰλ. π. Ζ. 17. 27, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.

Middle Liddell

παν-τελής, ές τέλος
I. all-complete, absolute, complete, entire, Aesch., etc.; π. δάμαρ uxor legitima, the mistress of the house, Soph.; π. ἐσχάραι the whole number of sacrificial hearths, their complete tale, Soph.
II. act. all-accomplishing, all-achieving, Aesch.
III. adv. παντελῶς, ionic -έως, altogether, utterly, absolutely, entirely, completely, Hdt., attic; παντελέως εἶχε it was quite finished, Hdt.; π. θανεῖν to die outright, Soph.
2. in answers, most certainly, παντελῶς γε, π. μὲν οὖν Soph., Plat.
3. later, εἰς τὸ παντελές = παντελῶς, NTest.

Chinese

原文音譯:pantel»j 潘-帖累士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:每一-完成
字義溯源:充分完成,到底,完全,全部的,全然的,絕對的;由(πᾶς)*=一切)與(τέλος)=界限)組成;而 (τέλος)出自(τελέω)X*=有目標的計劃)
出現次數:總共(2);路(1);來(1)
譯字彙編
1) 完全(2) 路13:11; 來7:25

English (Woodhouse)

absolute, complete, entire, full, fundamental, perfect, utter

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)