τιμάω: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(T21)
(6)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=τιμῶ; [[future]] τιμήσω; 1st aorist ἐτίμησα; [[perfect]] [[passive]] participle τετιμημενος; 1st aorist [[middle]] ἐτιμησαμην; ([[τιμή]]); from [[Homer]] [[down]];<br /><b class="num">1.</b> to [[estimate]], to [[fix]] the [[value]]; [[middle]] to [[fix]] the [[value]] of [[something]] belonging to [[oneself]] (Vulg. appretio; cf. Hagen, Sprachl. Erörterungen zur Vulgata, Freib. 1863, p. 99): τινα (R. V. to [[price]]), [[ἀπό]], I:2); the Sept. for הֶעֱרִיך, to honor (so [[uniformly]] A. V.), to [[have]] in honor, to [[revere]], [[venerate]]; the Sept. for כִּבֵּד: God, πολλαῖς τιμαῖς added, to honor [[with]] [[many]] honors, [[ἐπιτιμάω]].)  
|txtha=τιμῶ; [[future]] τιμήσω; 1st aorist ἐτίμησα; [[perfect]] [[passive]] participle τετιμημενος; 1st aorist [[middle]] ἐτιμησαμην; ([[τιμή]]); from [[Homer]] [[down]];<br /><b class="num">1.</b> to [[estimate]], to [[fix]] the [[value]]; [[middle]] to [[fix]] the [[value]] of [[something]] belonging to [[oneself]] (Vulg. appretio; cf. Hagen, Sprachl. Erörterungen zur Vulgata, Freib. 1863, p. 99): τινα (R. V. to [[price]]), [[ἀπό]], I:2); the Sept. for הֶעֱרִיך, to honor (so [[uniformly]] A. V.), to [[have]] in honor, to [[revere]], [[venerate]]; the Sept. for כִּבֵּד: God, πολλαῖς τιμαῖς added, to honor [[with]] [[many]] honors, [[ἐπιτιμάω]].)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῑμάω:''' μέλ. <i>τιμήσω</i>, αόρ. <i>ἐτίμησα</i>, παρακ. <i>τετίμηκα</i> — Μέσ., μέλ. <i>τιμήσομαι</i>, με Παθ. [[σημασία]]· αόρ. <i>ἐτιμησάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>τιμηθήσομαι</i> και <i>τετιμήσομαι</i>, αόρ. <i>ἐτιμήθην</i>, παρακ. <i>τετίμημαι</i>· ([[τιμή]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τιμώ]], [[σέβομαι]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., [[απονέμω]] τιμές, σε Δημ.· απ' όπου [[απλώς]], [[ανταμείβω]], σε Ηρόδ., Ξεν. — Παθ., τιμώμαι, [[λαμβάνω]] τιμές, στον ίδ.· με γεν. πράγμ., [[τιμῆς]] [[τετιμῆσθαι]], είμαι [[άξιος]] τιμών, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, έχω σε [[τιμή]], [[εκτιμώ]], [[αποδίδω]] [[μεγάλη]] αξία σε [[κάτι]], σε Πίνδ., Ευρ.· επίσης, = [[προτιμάω]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. του τιμήματος, [[υπολογίζω]], [[εκτιμώ]] ή [[ορίζω]] συγκεκριμένη [[τιμή]] κάποιου πράγματος, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[σπανίως]], [[παρέχω]] ως [[τιμή]], σε Πίνδ., Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος·<br /><b class="num">1.</b> στην Ενεργ., λέγεται για τον δικαστή, [[ορίζω]] την [[τιμωρία]] του καταδικασθέντος, [[επιβάλλω]] [[ποινή]], Λατ. litem aestimare, σε Πλάτ.· [[τιμάω]] τὴν [[μακράν]] τινι, του [[επιβάλλω]] την εσχάτη των ποινών, δηλ. τον [[καταδικάζω]] σε θάνατο, σε Αριστοφ.· απόλ., τιμᾶν [[βλέπω]], [[επιβάλλω]] [[ποινή]] στα μάτια μου, στον ίδ.· η [[ποινή]] ή [[καταδίκη]] εκφέρεται με γεν., [[τιμάω]] τινὶ θανάτου (ενν. [[δίκην]]), [[εκδίδω]] [[απόφαση]] θανάτου [[εναντίον]] κάποιου, δηλ. τον [[καταδικάζω]] σε θάνατο, σε Πλάτ., Δημ.· τίνος τιμήσεις [[αὐτῷ]] προσδοκᾷς τὸ [[δικαστήριον]]; τί [[ποινή]] περιμένεις ότι θα ορίσει γι' αυτόν το δικαστήριο; σε Δημ. — Παθ., <i>τιμᾶσθαι ἀργυρίου</i>, να καταδικαστείς σε [[πρόστιμο]]· <i>τινος</i>, για κάποιο [[πράγμα]], σε Νόμ. [[παρά]] Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., λέγεται για τους διαδίκους ενώπιον δικαστηρίου (πρβλ. [[τίμημα]] 2), <b>α)</b> λέγεται για τον κατήγορο, <i>τιμᾶταί μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου</i> (ενν. τὴν [[δίκην]]), εξαιτίας μου, καταδικάστηκε σε θάνατο (γεν. τιμήματος), σε Πλάτ. κ.λπ. <b>β)</b> λέγεται για τον [[κατηγορούμενο]], <i>τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ</i>, να ορίσω τέτοιο [[τίμημα]] για τον εαυτό μου, στον ίδ. <b>γ)</b> με αιτ. της ποινής ή του εγκλήματος, [[πέντε]] μυριάδων τιμησάμενος τὴν [[δίκην]], σε Πλούτ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμάω Medium diacritics: τιμάω Low diacritics: τιμάω Capitals: ΤΙΜΑΩ
Transliteration A: timáō Transliteration B: timaō Transliteration C: timao Beta Code: tima/w

English (LSJ)

Il.23.788, etc.: fut.

   A τιμήσω 9.155, etc., Dor. 3pl. τιμᾱσεῦντι Theoc.Ep.7.4: aor. ἐτίμησα Hdt.8.124, etc., Ep. τίμησα Hes.Th. 399, Lyr. τίμᾱσα Pi.N.6.41, B.12.194: pf. τετίμηκα Lys.26.17, etc., Dor. τετίμᾱκα Pi.I.4(3).37(55):—Med., fut. τιμήσομαι always in pass. sense, h.Ap.485, A.Ag.581, S.Ant.210, E.Fr.360.49, Th.2.87, X.Cyr.8.7.15 (reading δι' ἄνδρα with codd. DF), Hier.9.9, exc. in Pl.Ap.37b, where it is used in a technical sense (v. infr. 111.2): aor. ἐτιμησάμην in senses shared by Act., Od.19.280, 20.129, Il.22.235, Th.3.40; in sense 111.2, Pl.Cri.52c:—Pass., fut. τιμηθήσομαι Th.6.80, D.19.223, IG22.1182.9, etc.; τετιμήσομαι Lys.31.24 codd. (τιμήσεται Cobet): aor. ἐτιμήθην Hdt.5.5, etc.; Lyr. 3pl. τίμᾱθεν Pi.Parth.2.41: pf. τετίμημαι Il.12.310, etc.; also Med. in technical sense, v. 111.2:—honour, revere, reverence (in this sense the Med. is used only by Hom.); of the honour rendered to superiors, as by men to gods, by men to their elders, rulers, or guests, περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσαντο Od.19.280, etc.; τίμα τὸν πατέρα σου LXX Ex.20.12, al.; conversely of the honour bestowed by gods upon a man, μερμήριζε (sc. Ζεὺς)... ὡς Ἀχιλῆα τιμήσῃ Il.2.4, cf. 15.612, Od. 3.379; by a father on his son, 14.203, Hes.Th.532; by an elder brother, Il.22.235 (Med.): also in Pi., Hdt., and Att., ἐξόχως τίμας εν Pi.O.9.69; δαιμόνων τιμᾶν γένος A.Th.236; θεοὺς τιμῶντες S.OC277, cf. 1071 (lyr.), Hdt.2.29; σέβεσθαι καὶ τ. τοὺς θεούς X.Mem.4.3.13; ἱλασκομένοις καὶ τιμῶσιν . . Δία Πατρώϊον SIG1044.6 (Halic., iv/iii B.C.); τὸν φίλον τιμῶσιν ἐξ ἴσου πατρί S.Ant.644, cf. 516, E.Med.660 (lyr.), Hdt.7.107, etc.; θεοὶ δ' ὅταν τιμῶσιν, οὐδὲν δεῖ φίλων E.HF1338: abs., οἱ τύραννοι μάλιστα δύνανται τιμᾶν bestow honours, D.20.15 (τιμᾶν secl. Bake), cf. Pl.Lg.631e: hence simply, reward, X.Cyr. 3.3.6, Isoc.9.42 (so in Pass., Hdt.7.213, Lys.12.64, 19.18); ἐπαινεῖν καὶ τ., τ. καὶ δωρεῖσθαι, δωρεῖσθαί τε καὶ τ., τ. καὶ χαρίζεσθαι, X.Cyr.1.2.12, 3.2.28, 8.2.10, 2.4.9: c. dat. modi, δωτίνῃσι θεὸν ὣς τιμήσουσι will honour him with gifts, Il.9.155; ξεῖνον ἐτιμήσασθ' ἐνὶ οἴκῳ εὐνῇ καὶ σίτῳ Od.20.129; τιμᾶν τινα τάφῳ, γόοις, A.Th.1051, Supp.116 (lyr.); πόλιν τ. συμμάχῳ δορί Id.Eu.773; ἐσθήμασι Th.3.58; χοροῖς E.Ba.220; δώροις X.An.1.9.14, HG6.1.6; στρεπτοῖς καὶ ψελίοις τ. καὶ κοσμεῖν τινα Id.Cyr.1.3.3:—Pass., mostly in pf. τετίμημαι, which alone is pass. in Hom., to be honoured, held in honour, Il.9.608, Od. 7.69; ἐτιμήθη παρὰ Ξέρξῃ Hdt.8.105; ὑπό τινος Pl.R.426c, etc.; τετίμαται πρὸς ἀθανάτων Pi.I.4(3).59(77); σκήπτρῳ . . δῶκε τετιμῆσθαι περὶ πάντων Il.9.38, cf. 12.310; τιμᾶσθαι προεδρίαις X.Vect.3.4, cf. Cyr.8.4.2; ἐκ τοῦ πολεμεῖν Th.5.16: c. acc. cogn. attracted to gen., ὥς μευ ἀεὶ μέμνησαι ἐνηέος, οὐδέ σε λήθω, τιμῆς ἧς τέ μ' ἔοικε τετιμῆσθαι Il.23.649 (but c. gen., τετειμημένος ὑπὸ τῶν αὐτοκρατόρων τετάρτης στρατείας ( = Lat. quattuor militiis) Supp.Epigr.7.145 (Palmyra, ii A.D.)); οἱ τετιμηυένοι men of rank, men in office, X.Cyr.8.3.9; οἱ τιμώμενοι ib. 8.8.4, cf. E.Or.[913]; τῆς πόλεως τὸ τιμώμενον ἀπὸ τοῦ ἄρχειν the honour enjoyed by the city, Th.2.63.    II of things, hold in honour or esteem, value, prize, h.Hom.25.6, Pi.O.6.72, etc.; τί τὴν τυραννίδα τιμᾷς ὑπέρφευ; E.Ph.550; νόμους τ. Id.Tr.1211; τὴν εὐσέβειαν, ἀγνωμοσύναν, Id.Ion1046, Ba.885 (lyr.); ἰσότητα Id.Ph.536, cf. Pl.Tht.149c; τὸ σωφρονεῖν τ. τοῦ βίου πλέον A.Supp.1013.    2 c. gen. pretii, estimate or value at a certain price, Pl.Lg.917c, 921b, PCair.Zen.269.13,15 (iii B.C.), UPZ67.3 (ii B.C.), etc.; πλοῖα τετιμημένα χρημάτων Th.4.26: abs., τετιμῆσθαι ἕκαστον τὴν οὐσίαν χρεών that each man should have his property valued (for assessment), Pl.Lg.955d, etc.; οἱ ὑπὲρ τὰς μυρίας τιμώμενοι δραχμάς Plb.6.23.15; τὸ τιμηθέν the estimate, Pl. Lg.954b:—freq. in Med., διακοσίων ταλάντων ἐτιμήσατο <τὰ> αὑτοῦ estimated his property at . ., Lys.19.48, cf. PPetr.2 intr.p.33(iii B.C.); πρὸ παντὸς τιμᾶσθαί τι, like περὶ παντὸς ποιεῖσθαι (v. περί A. IV), Th. 3.40, cf. 1.33; πλείονος, μείζονος τιμᾶσθαι, X.Mem.3.10.10, Cyr.2.1.13; τοσούτου τ. τὴν πολιτείαν D.22.45; μίαν ἡδονὴν θανάτου τ. Plu. 2.5b: also with Preps., ἀντὶ παντὸς ἂν τιμησαίμην εἰπεῖν τοῦ βίου D.18.214: without a gen., ἐτιμήσαντο τήν τε χώραν καὶ τὰς οἰκίας Plb.2.62.7: simply, value, estimate, ἐν προικί Is.3.35, cf. D.47.57 (Pass.), 53.1; τινα LXX Le.27.8, Ev.Matt.27.9.    3 rarely, award or give as an honour, Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος Pi.P.4.270; ταὐτὰ τῇδέ μοι τάδε τιμᾶτε S.Aj.688; ἐκείνῳ δυσσεβῆ τιμᾷς χάριν Id.Ant.514; πατρῴαν τιμῶν χάριν E.Or.829 (lyr.): hence,    III as Att. lawterm (cf. τίμημα 4):    1 in Act. (later in Med., PHal.1.201 (iii B.C.), D.L.2.41, etc.), of the court, estimate the amount of punishment due to the criminal, award the penalty, τιμάτω τὸ δικαστήριον, ὅ τι ἂν δέῃ πάσχειν . . τὸν ἡττηθέντα Pl.Lg.843b; τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης ib.879b; τ. τὰς βλάβας ib.843d; τ. τὴν δίκην ib.880d (cf. infr. 2c); ἅπασι τ. τὴν μακράν (sc. γραμμήν) award them the long line, i.e. sentence of death, Ar.V.106, ubi v. Sch.: abs., ὡς ἐγὼ τιμᾶν βλέπω I carry penalty in my eyes, am itching for pains and penalties, ib.847: the sentence or judgement awarded is added in the gen., τ. τινὶ θανάτου (sc. δίκην) give sentence of death against a man, condemn him to death, Lys.27.7 (cf. 8), Pl.Grg.516a, D.24.103 (Pass.), 32.15; τ. τινὶ δέκα ταλάντων mulct him in ten talents, Id.58.31; τίνος τιμήσειν αὐτῷ προσδοκᾷς τὸ δικαστήριον; at what do you expect the court to fix his penalty? Id.21.151, cf. Pl.Ap.37c; ἡ ἡλιαία τιμάτω περὶ αὐτοῦ ὅτου ἂν δόξῃ ἄξιος εἶναι παθεῖν Lexap.D.21.47: c. acc. pers., τιμάτωσαν αὐτὸν καθ' ὅτι ἂν δοκῇ τῷ κοινῷ IG22.1275.16:—Pass., τιμᾶσθαι ἀργυρίου to be condemned to a fine, τινος for a thing, Lys.6.22, Lex ap.D.21.47; ἐὰν . . ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον if sentence of death has been passed upon one, Pl.Lg.946e, cf. Antipho 6.38.    2 in Med., of the parties before the court,    a of the accuser, τιμᾶταί μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου (sc. τὴν δίκην) he estimates the penalty at death (gen. pretii) for me, Pl.Ap.36b; εἰ βούλοιτο θανάτου σοι τιμᾶσθαι Id.Grg.486b, cf. D. 25.74,83, etc.    b of the person accused (cf. ἀντιτιμάω, ὑποτιμάω) , τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ estimate the penalty for myself at so high a rate, Pl.Ap.37b, cf. 38b; ἐξῆν σοι φυγῆς τιμήσασθαι Id.Cri.52c; ἔδησεν ἑαυτὸν τιμησάμενος δεσμοῦ Lys.6.21: pf. Pass., θανάτου τετιμημένος ἑαυτῷ Din.1.1:—Arist.Rh.1375a1 uses the Act. in this sense.    c the acc. of δίκη or of the offence is added, πέντε μυριάδων τιμησάμενος τὴν δίκην Plu.Cic.8, cf. Lys.13, D.L.2.42; θανάτου τιμῶμαι τὰ πεπολιτευμένα ἐμαυτῷ Plu.Phoc.34.

German (Pape)

[Seite 1114] fut. pass. ist gew, τιμήσομαι, H. h. Apoll. 485 Soph. Ant. 210 Thuc. 2, 87 und sonst, vgl. Piers. Moer. 367, seltener ist τιμηθήσομαι, Thuc. 6, 80 und Dem. 19, 223; Xen. Cyr. 8, 7, 15 ist das einzige Beispiel, wo τιμήσομαι akt. Bdtg hat, wenn da nicht zu ändern ist; – 1) werth achten, schätzen, ehren, ehrerbietig behandeln; Hom.; von der Ehrerbietung der Menschen gegen die Götter, Eltern, Vornehmen oder gegen Andere, gegen welche ein Pflichtverhältniß stattfindet: οἵ κέ ἑ δωτίνῃσι θεὸν ἃς τιμήσουσιν, Il. 9, 155; Od. 5, 36; oft auch med., οἳ δή μιν πέρι κῆρι θεὸν ἃς τιμήσαντο Od. 19, 280, τὸν ξεῖνον ἐτιμήσασθ' ἐνὶ οἴκῳ 20, 129; u. pass., τίη δὴ νῶϊ τετιμήμεσθα μάλιστα ἕδρῃ τε κρέασίν τε Il. 12, 310, warum sind wir durch einen Ehrenplatz u. s. w. geehrt, σκήπτρῳ μέν τοι δῶκε τετιμῆσθαι περὶ πάντων 9, 38; – auch von dem Benehmen der Eltern gegen die Kinder, lieb u. werth halten, Od. 14, 203. 15, 365, Hes. Th. 532; und der Götter gegen die Menschen, welche sie ehren, oder denen sie Ehre bei andern Menschen verleihen: ἔτι καὶ νῦν ἀθάνατοι τιμῶσι παλαιοτέρους ἀνθρώπους, Il. 23, 788; Ζεύς μιν τίμα καὶ κύδαινε, 15, 612, vgl. 17, 99; Od. 3, 379; Hes. Th. 81 Sc. 104; – τιμῆς τετιμῆσθαι, einer Ehre werth gehalten werden, Il. 23, 649. – So auch Pind. und Tragg.: ἐξόχως τίμασεν, Ol. 9, 69; τετίμαται φίλος, I. 3, 77; ἐν μάχαις τιμώμενος, Ol. 2, 45; δαιμόνων τιμᾶν γένος, Aesch. Spt. 218; ἀλλ' ὃν πόλις στυγεῖ, σὺ τιμήσεις τάφῳ, 1037; öfter pass., χάρις τιμήσεται Διός, Ag. 567; ἢ τοὺς κακοὺς τιμῶντας εἰσορᾷς θεούς; Soph. Ant. 288; τὸν φίλον τιμῶσιν ἐξ ἴσου πατρί; 640; ὦ γῆς μέγιστα τιμώμενοι, O. R. 1223; ὅστις τιμᾷ μητέρα, Eur. Or. 1606; τί τὴν τυραννίδα τιμᾷς ὑπέρφευ; Phoen. 550, u. öfter; u. in Prosa überall: πᾶς τιμάτω τοὺς αὑτοῦ γεννήτορας, Plat. Legg. XI, 932 a; Ggstz ἀτιμάζω, Phaed. 64 d; τιμῶν καὶ σεβόμενος, Legg. V, 729 c; ὡς τιμήσων τε καὶ ὀργιάσων, Phaedr. 252 d. – Durch ein Ehrengeschenk auszeichnen oder belohnen. Dem. oft; vgl. Wolf Lpt. 233; δώροις καὶ τιμαῖς πρεπούσαις τιμηθείς, Plat. Legg. XII, 933 d; τιμᾶν καὶ κοσμεῖν, Xen. Cyr. 1, 3, 3. – Von Sachen, schätzen, werth halten; H. h. 24, 6; τίμα ὕμνου τεθμόν, Pind. Ol. 7, 88; u. in Prosa, μαθήματα τιμῶν, Plat. Rep. IX, 591 c. – 2) schätzen, abschätzen, den Werth bestimmen, taxiren; ἐτιμήσαντο τὰς οἰκίας, Pol. 2, 62, 7; Dem. ὅτι αὐτῆς εἴη ἐντῇ προικὶ τετιμημένα, in der Mitgift anstatt baares Geldes angeschlagen, 47, 57; c. gen., wie hoch, D. Sic. 12, 28; πλοῖα τετιμημένα χρημάτων, Thuc. 4, 26; auch im med., πολλοῦ τιμᾶσθαι, hoch schätzen, Her. 3, 154; πρὸ παντὸς ἂν ἐτιμήσασθε, Thuc. 3, 40, πολλοῦ τιμῶμαι τὴν παρὰ σοὶ κατάκλισιν, Plat. Conv. 174 d; οὐ πρό γε τῆς ἀληθείας τιμητέος ἀνήρ, Rep. X, 595 e. – Vom Census des Vermögens, τετιμῆσθαι ἕκαστον τὴν οὐσίαν χρεών, Plat. Legg. XII, 955 d; ὑπὸ τὰς τετρακοσίας δραχμὰς τετιμημένοι, Pol. 6, 19, 2; μείζονος τιμᾶσθαι, höher schätzen, Xen. Cyr. 2, 1, 13. – Vom Richter gebraucht, der den Angeklagten einer Buße werth schätzt und diese bestimmt, eine Geldstrafe bestimmen, dazu verurtheilen; τιμάτω τὸ δικαστήριον, ὅ τι ἂν δέῃ πάσχειν ἢ ἀποτίνειν τὸν ἡττηθέντα, Plat. Legg. VIII, 843 b; τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης, IX, 879 b; τινί τινος oder τινά τινος, εἰ μὴ τοσούτου βούλεσθέ μοι τιμῆσαι, Plat. Apol. 38 b, vgl. 37 c; Legg. IX, 880 c; pass. mit doppeltem gen, ἀργυρίου τιμηθῆναι τῆς ὕβρεως, an Geld gestraft werden wegen thätlicher Mißhandlungen, Dem. 21, 47; τιμηθῆναι θανάτου, 24, 103, vgl. 63, u. sonst; καταψηφίσασθαι καὶ τιμᾶν αὐτῷ τῶν ἐσχάτων, Dem. 21, 102; Sp., οὐκ ἀπέκτεινε μὲν αὐτοὺς καίπερ καὶ τούτου τινῶν αὐτοῖς τιμησάντων, D. Cass. 44, 10; τιμᾶν περί τινος, über Einen richterlich erkennen, Dem. 21, 47; τὴν μακρὰν τιμᾶν τινι, Einen durch den langen Strich auf der Stimmtafel verurtheilen, Ar. Vesp. 106. – Med. in Strafe antragen, τιμᾶσθαί τινι τὴν δίκην δεσμοῦ, ἀργυρίου, θανάτου, τῶν ἐσχάτων, bei der Klage auf Gefängnißstrafe, Geldstrafe, Todesstrafe gegen den Beklagten antragen, Plat. Apol. 36 b Gorg. 486 b Crit. 52 c; auch mit dem bloßen gen., τετιμημένος ἑαυτῷ θανάτου, Din. 1, 1; ἐτιμήσατο ὁ πάππ ος διακοσίων ταλάντων, Lys. 19, 48; τιμᾶσθαί τινα, gegen Einen einen Strafantrag stellen, Plat. Legg. XII, 954 b; auch vom Verklagten, τούτου τιμῶμαι, ἐν πρυτανείῳ σιτήσεως, Apol. 37 a; Dem. συνεχώρουν ὅσουπερ αὐτοὶ ἐτιμῶντο, 53, 18; ἐγὼ πάσχειν ὁτιοῦν τιμῶμαι, 8, 24.

Greek (Liddell-Scott)

τιμάω: ἀόρ. ἐτίμησα· πρκμ. τετίμηκα. - Μέσ., μέλλ. τιμήσομαι ἀείποτε ἐπὶ παθ. σημασίας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 485, Αἰσχύλ. Ἀγ. 581, Σοφ. Ἀντ. 210, Εὐρ. Ἀποσπ. 362. 49, Θουκ. 2. 87, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 15 (ἔνθα ὁ Διοδ. διορθοῖ δι’ ἄνδρα), Ἱέρ. 9, 9, ἐκτὸς ἐν Πλάτ. Ἀπολ. 37Β, ἔνθα κεῖται ὡς τεχνικὸς ὅρος (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2)· ἀόρ. ἐτιμησάμην, τιμήσασθαι ἐπὶ ἐνεργ. σημασίας Ὀδ. Τ. 280, Υ. 129, Ψ. 339, Ἰλ. Χ. 235, Θουκ. 3. 40, Πλάτ. (ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙΙ. 2). - Παθ., μέλλ. τιμηθήσομαι Θουκ. 6. 80, Δημ. 410. 20, κλπ.· τετιμήσομαι Λυσί. 189. 11· ἀόρ. ἐτιμήθην Ἡρόδ. 5. 5, κλπ.· πρκμ. τετίμημαι Ὅμ., Ἀττ., ἀλλὰ καὶ μεταβ. ὡς τεχνικὸς ὅρος, ἴδε ΙΙΙ. 2. Ὡς καὶ νῦν, τιμῶ, σέβω, εἶναι δὲ ἐν χρήσει ἀδιαφόρως τό τε ἐνεργ. καὶ τὸ παθητ., ἐπὶ τῆς τιμῆς ἣν ἀποδίδει τις πρὸς τοὺς ἀνωτέρους του, οἷον πρὸς τοὺς θεούς, πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους, πρὸς τοὺς ἄρχοντας ἢ πρὸς ξενιζομένους, περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσαντο Ὀδ. Τ. 280, κλπ.· - ἀλλὰ καὶ τἀνάπαλιν, ἐπὶ τῆς τιμῆς ἣν οἱ θεοὶ παρέχουσιν εἰς τὸν ἄνθρωπον, μερμήριζε (δηλ. Ζεὺς)..., ὡς Ἀχιλῆα τιμήσειε Ἰλ. Β. 4, πρβλ. Ο. 612, Ὀδ. Γ. 379· ὁ πατὴρ εἰς τὸν υἱόν του, Ξ. 203, Ἡσ. Θ. 532· ὁ πρεσβύτερος ἀδελφὸς εἰς νεώτερον, Ἰλ. Χ. 235· - οὕτω καὶ παρ’ Ἡροδ., Πινδ., καὶ τοῖς Ἀττ., ἐξόχως τίμασεν Πινδ. Ο. 9. 105 δαιμόνων τιμᾶν γένος Αἰσχύλ. Θήβ. 236· θεοὺς τιμῶντες Σοφ. Ο. Κ. 278, πρβλ. 1071, κλπ.· σέβεσθαι καὶ τ. τοὺς θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 4. 3. 13· τὸν φίλον τιμῶσιν ἐξ ἴσου πατρὶ Σοφ. Ἀντ. 644, πρβλ. 516, Εὐρ. Μήδ. 660· θεοὶ δ’ ὅταν τιμῶσιν, οὐδὲν δεῖ φίλων Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1338· - ἀπολ., οἱ τύραννοι μάλιστα δύνανται τιμᾶν, νὰ ἀπονέμωσι τιμάς, Δημ. 461. 20, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 631E· - ἐντεῦθεν ἁπλῶς, ἀνταμείβω, Ἡρόδ. 7. 213, Ξενοφ. Κύρ. 3. 3, 6· ἐπαινεῖν καὶ τ., δωρεῖσθαι καὶ τ. ὁ αὐτ.· μετὰ δοτ. τρόπου, δωτίνῃσι θεὸν ὣς τιμήσουσι, θὰ τιμήσωσιν αὐτὸν διὰ δώρων ὡς θ., Ἰλ. Ι. 155· ξεῖνον ἐτιμήσασθ’ ἐνὶ οἴκῳ εὐνῇ καὶ σίτῳ Ὀδ. Υ. 129· οὕτω παρ’ Ἀττικ., τιμᾶν τινα τάφῳ, γόοις Αἰσχύλ. Θήβ. 1046, Ἱκέτ. 116· πόλιν τιμ. ξυμμάχῳ δορὶ ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 773· ἐσθήμασι αὐτόθι 1039, Θουκ. 3. 58· χοροῖς, στεφάνοις, δώροις, κλπ., Εὐρ., Πλάτ., κλπ.· ἐν τῇ Καινῇ Διαθ., τιμῶ τινα παρέχων αὐτῷ ἢ αὐτῇ τὰ ἀναγκαῖα. - Παθ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πρκμ. τετίμημαι, ὡς ἀεὶ παρ’ Ὁμήρ., εἶμαι ἐν τιμῇ, ἀπολαύω τιμῆς, Ἰλ. Ι. 608 (604), Ὀδ. Η. 69, κλπ.· τιμηθῆναι παρὰ Ξέρξῃ Ἡρόδ. 8. 105, πρβλ. 5. 5· ὑπό τινος Πλάτ. Πολ. 426C, κλπ.· πρός τινος Πινδ. Ι. 3. 99· σκήπτρῳ... δῶκε τετιμῆσθαι περὶ πάντων Ἰλ. Ι. 38, πρβλ. Μ. 310· τιμᾶσθαι προεδρίαις Ξεν. Πόροι 3, 4, πρβλ. Κύρ. 8. 4, 2· ἐκ τοῦ πολεμεῖν Θουκ. 5. 16· - σπανίως μετὰ γενικ. πράγματ., τιμῆς ἧς τέ μ’ ἔοικε τετιμῆσθαι Ἰλ. Ψ. 649· - οἱ τιμώμενοι, οἱ τετιμημένοι, οἱ ὄντες ἐν τιμῇ, οἱ ἐν ἀξιώμασι, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 9, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 913· οἱ τιμώμενοι Ξεν. Κύρ. 8. 8, 4· τῆς πόλεως τὸ τιμώμενον, ἡ τιμή, ἧς ἀπολαύει ἡ πολιτεία, Θουκ. 2. 63. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἔχω ἐν τιμῇ, ἐκτιμῶ, ἀποδίδω μεγάλην ἀξίαν εἴς τι, Ὕμ. Ὁμ. 24. 6, Πίνδ., κλπ.· τί τὴν τυραννίδα τιμᾷς ὑπέρφευ; Εὐριπ. Φοίν. 549· οὓς Φρύγες νόμους τιμῶσιν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1211· τὴν δ’ εὐσέβειαν εὐτυχοῦσι μὲν καλὸν τιμᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1046, Βάκχ. 886· ἰσότητα ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 536· οὕτω Πλάτ. Θεαίτ. 1494, κλπ. β) = προτιμάω, προκρίνω, Αἰσχύλ. Χο. 511· τ. τι πλέον τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 1013. 2) μετὰ γεν. τοῦ τιμήματος, ὁρίζω τὴν τιμὴν πράγματός τινος, καὶ ταύτης τῆς ἡμέρας μὴ τιμήσῃ πλέονος μηδὲ ἐλάττονος Πλάτ. Νόμ. 917C, 921Β πλοῖα τετιμημένα χρημάτων Θουκ. 4. 26· ἀπολ., τετιμῆσθαι ἕκαστον τὴν οὐσίαν χρεών, πρέπει ἕκαστος νὰ ἔχῃ ἐκτετιμημένην τὴν περιουσίαν του (πρὸς φορολογίαν), Πλάτ. Νόμ. 955D, κλπ.· οἱ ὑπὲρ τὰς μυρίας τιμώμενοι δραχμὰς Πολύβ. 6. 23, 15· τὸ τιμηθέν, ἡ ἐκτίμησις, Πλάτ. Νόμ. 954Β· - συχν. ἐν τῶ μέσῳ τύπῳ, διακοσίων ταλάντων ἐτιμήσατο αὐτοῦ (ἐξυπ. τὸ τίμημα), ἐξετίμησε τὴν περιουσίαν του εἰς..., Λυσί. 156. 12· πρὸ παντὸς τιμᾶσθαί τι ὡς τὸ περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι (ἴδε περὶ Α. IV), Θουκ. 3. 40· πλείονος ἢ μείζονος τιμᾶσθαι Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 10, Κύρ. 2. 1, 13· τοσούτου Δημ. 607. 5· ὡσαύτως μετὰ προθέσεων, τιμᾶσθαί τι ἀντί τινος ὁ αὐτ. 299. 20· πρό τινος Θουκ. 1. 33., 3. 40, κτλ.· - ὡσαύτως ἄνευ γεν., ἐτιμήσαντο τὰς οἰκίας Πολύβ. 2. 62, 7. 3) σπανίως, παρέχω ὡς τιμήν, «χαρίζω», Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος Πινδ. Π. 4. 480· ταὐτὰ τῇδέ μοι... τιμᾶτε = τὰ αὐτὰ ἃ ἣδε τιμᾷ τιμᾶτε, Σοφ. Αἴ. 369· ἐκείνῳ δυσσεβῆ τιμᾷς χάριν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 514· πατρῴαν τιμῶν χάριν Εὐρ. Ὀρ. 828, ἐντεῦθεν, ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος: 1) ἐν τῷ ἐνεργ., ἐπὶ τοῦ δικαστοῦ, ὁρίζω τὴν τιμωρίαν τοῦ καταδικασθέντος, ἐπιβάλλω ποινήν, Λατ. litem aestimare, τιμάτω τὸ δικαστήριον, ὅ τι ἂν δέῃ πάσχειν... τὸν ἡττηθέντα Πλάτ. Νόμ. 843Β· τὴν ἀξίαν τῆς βλάβης αὐτόθι 879Β· οὕτω, τ. τὴν βλάβην αὐτόθι 843D· τ. τὴν δίκην αὐτόθι 880D· τ. τὴν μακράν τινι, δηλ. καταδικάζειν εἰς θάνατον, Ἀριστοφ. Σφ. 106, ἔνθα ἴδε τοὺς ἑρμηνευτάς· καὶ ἀπολ., ὡς ἐγὼ τιμᾶν βλέπω, διότι «ἔκαμα ’ςτὰ ’μάτια» νὰ ἐπιβάλω ποινὴν εἴς τινα, αὐτόθι 847· - ἡ ποινὴ ἢ καταδίκη ἐκφέρεται κατὰ γενικήν, τ. τινι θανάτου (ἐξυπακ. δίκην), ἐκδίδω ἀπόφασιν θανάτου ἐναντίον τινός, καταδικάζω τινὰ εἰς θάνατον, Πλάτ. Γοργ. 516Α, Δημ. 886. 20· τ. τινι δέκα ταλάντων, ἐπιβάλλω πρόστιμον δέκα ταλάντων, Δημ. 1332. 6· τίνος τιμήσειν αὐτῷ προσδοκᾷς τὸ δικαστήριον; τί ποινὴν περιμένεις ὅτι θὰ ὁρίσῃ δι’ αὐτὸν τὸ δικαστήριον; ὁ αὐτ. 563. 24, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 37C· ἡ ἡλιαία τιμάτω περὶ αὐτοῦ ὅτου ἂν δόξῃ παθεῖν Νόμ. παρὰ Δημ. 529. 21· ἴδε κατωτ. 2· - οὕτω ἐν τῷ παθ., τιμᾶσθαι ἀργυρίου, καταδικάζεσθαι εἰς πρόστιμον· τινος, διά τι πρᾶγμα, Λυσί. 105. 17, Νόμ. παρὰ Δημ. 529. 26, πρβλ. 732, 21· ἐάν... ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον, ἐάν τις ἔχῃ καταδικασθῆ εἰς θάνατον, Πλάτ. Νόμ. 946Ε, πρβλ. Ἀντιφῶντα 145. 44. 2) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἐπὶ τῶν διαδίκων ἐνώπιον δικαστηρίου (πρβλ. τίμημα ΙΙ), α) ἐπὶ τοῦ κατηγόρου, τιμᾶταί μοι ὁ ἀνήρ θανάτου (ἐξυπακ. τὴν δίκην), κατὰ λέξιν: ἐκτιμᾷ τὴν ποινὴν μου ὡς ἀνερχομένην εἰς καταδίκην θανάτου, (ἡ γεν. τιμήματος), = μὲ θεωρεῖ ἄξιον θανάτου, ἀπαιτεῖ ἢ ὁρίζει ὡς ποινὴν μου τὸν θάνατον, Πλάτ. Ἀπολ. 36Β· εἰ βούλοιτο θανάτου σοι τιμᾶσθαι ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 486Β, πρβλ. Λυσί. 178. 26, Δημ. 792. 13., 794, ἐν τέλ., κτλ. β) ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου καὶ τιμήσεσθαι τοιούτου τινός ἐμαυτῷ, καὶ νὰ ὁρίσω τοιοῦτον τίμημα δι’ ἑμαυτόν, Πλάτ. Ἀπολ. 37Β, πρβλ. 38Β· ἐξῆν σοι φυγῆς τιμήσασθαι ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 52C· ἔδησεν ἑαυτὸν τιμησάμενος δεσμοῦ Λυσί. 105. 17· οὕτως ἐν τῷ πρκμ., θανάτου τετιμημένος ἑαυτῷ Δείναρχ. 90. 2, πρβλ. Δημ. 1246. 9· - ὁ Ἀριστ., Ρητ. 1. 14, 3, μετεχειρίσθη τὸ ἐνεργ. ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας. γ) παρὰ Πλουτάρχῳ προστίθεται καὶ αἰτ. τῆς ποινῆς ἢ τοῦ ἐγκλήματος, πέντε μυριάδων τιμησάμενος τὴν δίκην Κικέρ. 8, πρβλ. Λύσανδρ. 13· θανάτου τιμῶμαι τὰ πεπολιτευμένα ἑμαυτῷ ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 34· ἡδονὴν θανάτου τ. ὁ αὐτ. 2. 5Β. - Ὁ ἐκ τοῦ ἐναντίου ὁρισμὸς τῆς ποινῆς ὑπὸ τοῦ κατηγορουμένου κυρίως ἐξεφέρετο διὰ τοῦ ἀντιτιμᾶσθαι, Πλάτ. Ἀπολ. 36Β (ὅρα τὸ ὅλον χωρίον), ἢ ὑποτιμᾶσθαι, Ξεν. Ἀπολ. 23. 3) ἐπὶ τῶν δικαστῶν, Διογ. Λ. 2. 41. - Πρβλ. τίω τίνω, τίνυμι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. 1 fixer la valeur ou le prix d’une chose ; Pass. être taxé, évalué : πλοῖα τετιμημένα THC barques dont la valeur avait été arrêtée;
2 comme expression juridique estimer un délit, càd évaluer la peine : ἴσως ἄν μοι τούτου τιμήσαιτε PLAT peut-être me condamneriez-vous à cela;
II. juger digne, d’où :
1 honorer, tenir en honneur ; particul. honorer la divinité, les parents, les vieillards, etc. ; invers. en parl. des sentiments de la divinité à l’égard des hommes prendre soin de, témoigner de la sollicitude ; des sentiments des parents envers les enfants, des grands envers les petits ; au Pass. - chez Hom. seul. au pf. être honoré, être l’objet d’estime, de considération ; τιμῆς ἧστέ μ’ ἔοικε τετιμῆσθαι IL l’honneur dont je prétends être jugé digne ; τιμᾶσθαι ὑπό τινος XÉN être honoré, estimé par qqn, avoir du crédit auprès de qqn;
2 récompenser : κατὰ τὴν ἀξίαν τιμᾶσθαι XÉN être récompensé selon ses mérites ; οἱ τιμώμενοι XÉN ceux auxquels on décerne des distinctions ; οἱ τετιμημένοι XÉN ceux qui occupent de hautes charges;
3 donner une marque d’honneur, gratifier, en signe d’estime, d’un présent, d’une faveur : δώροις τιμᾶν τινα XÉN récompenser qqn par des présents ; en gén. τιμᾶν τινα γόοις ESCHL honorer qqn par des gémissements ; τιμᾶν τινα τάφῳ ESCHL accorder à qqn les honneurs de la sépulture ; avec dat. de la pers. et acc. de la chose : πῶς δῆτ’ ἐκείνῳ δυσσεβῆ τιμᾷς χάριν ; SOPH pourquoi rends-tu un service d’amitié qui porte atteinte à tes devoirs de piété fraternelle envers celui-là ? p. ext. chercher à apaiser ou à expier par des honneurs;
4 tenir en honneur, tenir pour sacré ; respecter : λόγον ESCHL tenir compte d’une parole;
Moy. τιμάομαι-ῶμαι (ao. ἐτιμασάμην);
I. évaluer pour soi ou qch à soi : πολλοῦ τιμᾶσθαι estimer haut, attribuer une grande valeur ; πλείονος τιμᾶσθαι XÉN, μείζονος τιμᾶσθαι XÉN évaluer plus cher, estimer davantage ; πρὸ πάντος ἂν ἐτιμήσασθε αὐτοὺς χειρώσασθαι THC vous auriez estimé comme une chose qui devait passer avant tout de les soumettre, càd vous auriez tout donné pour les soumettre;
II. fixer une peine, d’où :
1 en parl. d’accusés se juger passible d’une peine, se condamner soi-même à une peine : τούτου τιμῶμαι PLAT c’est là la peine que je crois avoir méritée ; φυγῆς τιμήσασθαι PLAT accepter la peine du bannissement ; τιμᾶσθαι ἑαυτῷ δίκην τινά PLUT proposer une peine pour soi ; avec le n. du délit à l’acc. : θανάτου τιμῶμαι τὰ πεπολιτευμένα ἐμαυτῷ PLUT je me condamne moi-même à mort pour ma gestion politique;
2 en parl. du plaignant proposer une peine : τιμᾶταί μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου PLAT cet homme propose de me punir de mort;
III. honorer, d’où :
1 estimer, honorer;
2 traiter avec égards ou prévenances : εὐνῂ καὶ σίτῳ OD en offrant le coucher et la nourriture.
Étymologie: τιμή.

English (Slater)

τῑμάω (τιμᾷ; τιμῶν, -ῶντες: aor. (ἐ)τίμᾶσε(ν), ἐτίμᾶσαν; τιμάσαις: pf. τετίμᾶκεν: pass. τιμώμενος: aor. τιμώμενος: aor. τίμᾶθεν coni.: pf. τετίμᾶται)
   1 honour ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν (O. 1.55) ἐν ἀέθλοις ἐν μάχαις τε πολέμου τιμώμενος (O. 2.45) Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν (O. 5.18) τιμῶντες δ' ἀρετὰς ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται (O. 6.72) Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ (O. 6.80) συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν (O. 7.5) ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ, τίμα μὲν ὕμνου τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν (O. 7.88) υἱὸν δ' Ἄκτορος ἐξόχως τίμασεν ἐποίκων (O. 9.69) τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (O. 10.48) Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος (P. 4.270) θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας (P. 11.5) πόντου τε γέφυρ' ἀκάμαντος ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι Κρεοντίδαν τίμασε (N. 6.41) ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων (sc. Αἴαντα) (I. 4.37) τετίματαί τε πρὸς ἀθανάτων φίλος (sc. Ἡρακλέης) (I. 4.59) Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος (I. 6.67) τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' ἀμφικτιόνεσσιν (Wil.: τιμαθέντας Π.) Παρθ. 2. 42.

English (Strong)

from τίμιος; to prize, i.e. fix a valuation upon; by implication, to revere: honour, value.

English (Thayer)

τιμῶ; future τιμήσω; 1st aorist ἐτίμησα; perfect passive participle τετιμημενος; 1st aorist middle ἐτιμησαμην; (τιμή); from Homer down;
1. to estimate, to fix the value; middle to fix the value of something belonging to oneself (Vulg. appretio; cf. Hagen, Sprachl. Erörterungen zur Vulgata, Freib. 1863, p. 99): τινα (R. V. to price), ἀπό, I:2); the Sept. for הֶעֱרִיך, to honor (so uniformly A. V.), to have in honor, to revere, venerate; the Sept. for כִּבֵּד: God, πολλαῖς τιμαῖς added, to honor with many honors, ἐπιτιμάω.)

Greek Monotonic

τῑμάω: μέλ. τιμήσω, αόρ. ἐτίμησα, παρακ. τετίμηκα — Μέσ., μέλ. τιμήσομαι, με Παθ. σημασία· αόρ. ἐτιμησάμην — Παθ., μέλ. τιμηθήσομαι και τετιμήσομαι, αόρ. ἐτιμήθην, παρακ. τετίμημαι· (τιμή
I. τιμώ, σέβομαι, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., απονέμω τιμές, σε Δημ.· απ' όπου απλώς, ανταμείβω, σε Ηρόδ., Ξεν. — Παθ., τιμώμαι, λαμβάνω τιμές, στον ίδ.· με γεν. πράγμ., τιμῆς τετιμῆσθαι, είμαι άξιος τιμών, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για πράγματα, έχω σε τιμή, εκτιμώ, αποδίδω μεγάλη αξία σε κάτι, σε Πίνδ., Ευρ.· επίσης, = προτιμάω, σε Αισχύλ.
2. με γεν. του τιμήματος, υπολογίζω, εκτιμώ ή ορίζω συγκεκριμένη τιμή κάποιου πράγματος, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν. κ.λπ.
3. σπανίως, παρέχω ως τιμή, σε Πίνδ., Σοφ.
III. ως Αττ. δικανικός όρος·
1. στην Ενεργ., λέγεται για τον δικαστή, ορίζω την τιμωρία του καταδικασθέντος, επιβάλλω ποινή, Λατ. litem aestimare, σε Πλάτ.· τιμάω τὴν μακράν τινι, του επιβάλλω την εσχάτη των ποινών, δηλ. τον καταδικάζω σε θάνατο, σε Αριστοφ.· απόλ., τιμᾶν βλέπω, επιβάλλω ποινή στα μάτια μου, στον ίδ.· η ποινή ή καταδίκη εκφέρεται με γεν., τιμάω τινὶ θανάτου (ενν. δίκην), εκδίδω απόφαση θανάτου εναντίον κάποιου, δηλ. τον καταδικάζω σε θάνατο, σε Πλάτ., Δημ.· τίνος τιμήσεις αὐτῷ προσδοκᾷς τὸ δικαστήριον; τί ποινή περιμένεις ότι θα ορίσει γι' αυτόν το δικαστήριο; σε Δημ. — Παθ., τιμᾶσθαι ἀργυρίου, να καταδικαστείς σε πρόστιμο· τινος, για κάποιο πράγμα, σε Νόμ. παρά Δημ. κ.λπ.
2. Μέσ., λέγεται για τους διαδίκους ενώπιον δικαστηρίου (πρβλ. τίμημα 2), α) λέγεται για τον κατήγορο, τιμᾶταί μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου (ενν. τὴν δίκην), εξαιτίας μου, καταδικάστηκε σε θάνατο (γεν. τιμήματος), σε Πλάτ. κ.λπ. β) λέγεται για τον κατηγορούμενο, τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ, να ορίσω τέτοιο τίμημα για τον εαυτό μου, στον ίδ. γ) με αιτ. της ποινής ή του εγκλήματος, πέντε μυριάδων τιμησάμενος τὴν δίκην, σε Πλούτ. κ.λπ.