ἕρπω: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ' ἔργον → everyone jumps up from bed to work, everyone jumps up to work

Source
(14)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και σέρπω (Α [[ἕρπω]])<br />[[προχωρώ]] σερνόμενος με την [[κοιλιά]] [[πάνω]] στο [[έδαφος]] ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ταπεινώνομαι [[μπροστά]] σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τους [[κολακεύω]] [[χαμερπώς]] για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς<br /><b>2.</b> (για φύλλα δέντρων) σέρνομαι στη γη παρασυρόμενος από τον άνεμο («μαραμένων φύλλων... ο [[ήχος]], όταν έρπουν... εις την γην», Βαλαωρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κινούμαι [[αργά]], [[προχωρώ]] [[σιγά]] [[σιγά]]<br /><b>2.</b> στρέφομαι, κατευθύνομαι ανεπαίσθητα («ὁ [[φθόνος]] ἕρπει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βαδίζω]], [[περπατώ]] («ἥμενος ἢ ἕρπων» — καθισμένος ή βαδίζοντας, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[έρχομαι]], [[πορεύομαι]]<br /><b>5.</b> (για [[ατύχημα]]) εμφανίζομαι [[ξαφνικά]] σε κάποιον<br /><b>6.</b> (για πράγματα και γεγονότα) [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]] («[[βότρυς]] ἐπ’ [[ἦμαρ]] ἕρπει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> προάγομαι, [[προκόβω]], [[προοδεύω]] («ὁρῶ ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν [[πρόσω]], τὴν δὲ φθίνουσαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> (για δάκρυα) χύνομαι, [[καταρρέω]]<br /><b>9.</b> (για [[φήμη]]) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι<br /><b>10.</b> (για πόλεμο) [[τραβώ]] σε [[μάκρος]] («ό [[πόλεμος]] ἑρπέτω» — ο [[πόλεμος]] ας κάμει τον δρόμο του, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>11.</b> (η μτχ. του ουδ. στον πληθ.) <i>τὰ ἕρποντα</i><br />τα συρόμενα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[έρπω]] (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>sarpati</i>, λατ. <i>serpo</i> «ἐρπω, [[γλιστρώ]]») <span style="color: red;"><</span> <i>herpo</i> <span style="color: red;"><</span> <i>serpo</i>, που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ser</i>-<i>p</i>- «[[έρπω]]» (με [[παρέκταση]] -<i>p</i>-). Το παράγωγο <i>ερπετόν</i> συνδέεται με λατ. <i>serpens</i>, αρχ. ινδ. <i>sarpa</i>-, ενώ ο αιολ. τ. <i>όρπετον</i> ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>srp</i>-, όπου τόσο η [[δήλωση]] του -<i>r</i>- ως <i>ορ</i> / <i>ρο</i> (<b>[[πρβλ]].</b> κυπρ.[[κορζία]] «[[καρδία]]») όσο και η [[ψίλωση]] του τ. αποτελούν χαρακτηριστικά της αιολικής διαλέκτου. Το ουσ. <i>ερπετόν</i> αρχικά δήλωνε τα ζώα που περπατούσαν με τα [[τέσσερα]], αργότερα δε έλαβε τη γενικότερη [[σημασία]] του ζώου που βαδίζει γενικώς σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα «πετεινά» και τους ανθρώπους. Στη Νέα Ελληνική το [[ερπετό]] δηλώνει και το [[φίδι]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>serpens</i> «[[φίδι]]») και [[κάθε]] ζώο που έρπει.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ερπετό]], [[έρπης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ερπηδών]], [[ερπήν]], [[ερπήνη]], <i>ερπηστήρ</i>, [[ερπηστής]], [[ερπτόν]], [[ερπύζω]], [[έρπυλλος]], <i>έρψις</i>, <i>όρπετον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α’ συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>ερπάκανθα</i>. (Β’ συνθετικό) [[ανέρπω]], [[υφέρπω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφέρπω]], [[διεξέρπω]], [[διέρπω]], [[εισέρπω]], [[εξέρπω]], <i>επεισέρπω</i>, [[επεξέρπω]], [[εφέρπω]], [[καθέρπω]], [[μεθέρπω]], [[παρεισέρπω]], [[παρέρπω]], [[περιέρπω]], [[προέρπω]], [[προσανέρπω]], [[προσέρπω]], [[συνέρπω]].
|mltxt=και σέρπω (Α [[ἕρπω]])<br />[[προχωρώ]] σερνόμενος με την [[κοιλιά]] [[πάνω]] στο [[έδαφος]] ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ταπεινώνομαι [[μπροστά]] σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τους [[κολακεύω]] [[χαμερπώς]] για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς<br /><b>2.</b> (για φύλλα δέντρων) σέρνομαι στη γη παρασυρόμενος από τον άνεμο («μαραμένων φύλλων... ο [[ήχος]], όταν έρπουν... εις την γην», Βαλαωρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κινούμαι [[αργά]], [[προχωρώ]] [[σιγά]] [[σιγά]]<br /><b>2.</b> στρέφομαι, κατευθύνομαι ανεπαίσθητα («ὁ [[φθόνος]] ἕρπει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[βαδίζω]], [[περπατώ]] («ἥμενος ἢ ἕρπων» — καθισμένος ή βαδίζοντας, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[έρχομαι]], [[πορεύομαι]]<br /><b>5.</b> (για [[ατύχημα]]) εμφανίζομαι [[ξαφνικά]] σε κάποιον<br /><b>6.</b> (για πράγματα και γεγονότα) [[αυξάνω]], [[μεγαλώνω]] («[[βότρυς]] ἐπ’ [[ἦμαρ]] ἕρπει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> προάγομαι, [[προκόβω]], [[προοδεύω]] («ὁρῶ ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν [[πρόσω]], τὴν δὲ φθίνουσαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>8.</b> (για δάκρυα) χύνομαι, [[καταρρέω]]<br /><b>9.</b> (για [[φήμη]]) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι<br /><b>10.</b> (για πόλεμο) [[τραβώ]] σε [[μάκρος]] («ό [[πόλεμος]] ἑρπέτω» — ο [[πόλεμος]] ας κάμει τον δρόμο του, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>11.</b> (η μτχ. του ουδ. στον πληθ.) <i>τὰ ἕρποντα</i><br />τα συρόμενα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[έρπω]] (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>sarpati</i>, λατ. <i>serpo</i> «ἐρπω, [[γλιστρώ]]») <span style="color: red;"><</span> <i>herpo</i> <span style="color: red;"><</span> <i>serpo</i>, που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ser</i>-<i>p</i>- «[[έρπω]]» (με [[παρέκταση]] -<i>p</i>-). Το παράγωγο <i>ερπετόν</i> συνδέεται με λατ. <i>serpens</i>, αρχ. ινδ. <i>sarpa</i>-, ενώ ο αιολ. τ. <i>όρπετον</i> ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>srp</i>-, όπου τόσο η [[δήλωση]] του -<i>r</i>- ως <i>ορ</i> / <i>ρο</i> (<b>[[πρβλ]].</b> κυπρ.[[κορζία]] «[[καρδία]]») όσο και η [[ψίλωση]] του τ. αποτελούν χαρακτηριστικά της αιολικής διαλέκτου. Το ουσ. <i>ερπετόν</i> αρχικά δήλωνε τα ζώα που περπατούσαν με τα [[τέσσερα]], αργότερα δε έλαβε τη γενικότερη [[σημασία]] του ζώου που βαδίζει γενικώς σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα «πετεινά» και τους ανθρώπους. Στη Νέα Ελληνική το [[ερπετό]] δηλώνει και το [[φίδι]] (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>serpens</i> «[[φίδι]]») και [[κάθε]] ζώο που έρπει.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ερπετό]], [[έρπης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ερπηδών]], [[ερπήν]], [[ερπήνη]], <i>ερπηστήρ</i>, [[ερπηστής]], [[ερπτόν]], [[ερπύζω]], [[έρπυλλος]], <i>έρψις</i>, <i>όρπετον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α’ συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>ερπάκανθα</i>. (Β’ συνθετικό) [[ανέρπω]], [[υφέρπω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφέρπω]], [[διεξέρπω]], [[διέρπω]], [[εισέρπω]], [[εξέρπω]], <i>επεισέρπω</i>, [[επεξέρπω]], [[εφέρπω]], [[καθέρπω]], [[μεθέρπω]], [[παρεισέρπω]], [[παρέρπω]], [[περιέρπω]], [[προέρπω]], [[προσανέρπω]], [[προσέρπω]], [[συνέρπω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἕρπω:''' παρατ. [[εἷρπον]]· Δωρ. μέλ. [[ἑρψῶ]]· Αττ. αόρ. αʹ <i>εἵρπῠσα</i>, απαρ. <i>ἑρπύσαι</i> (από το [[ἑρπύζω]])·<br /><b class="num">I.</b> έρπομαι, σέρνομαι, δεν κινούμαι [[καθόλου]], Λατ. [[serpo]], [[repo]], και γενικά, κινούμαι [[αργά]], [[περπατώ]], σε Όμηρ., Τραγ.· επίσης [[απλώς]], [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[δάκρυ]], [[φεύγω]], ρέω, [[κυλώ]] από τα μάτια, σε Σοφ.· λέγεται για φήμες, εξαπλώνομαι, διαδίδομαι, όπως το Λατ. serpit [[rumor]], στον ίδ.· ὁ [[πόλεμος]] ἑρπέτω, ας [[πάρει]] τον δρόμο του, σε Αριστοφ.· λέγεται για συμφορές, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 23:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕρπω Medium diacritics: ἕρπω Low diacritics: έρπω Capitals: ΕΡΠΩ
Transliteration A: hérpō Transliteration B: herpō Transliteration C: erpo Beta Code: e(/rpw

English (LSJ)

impf.

   A εἷρπον Od.12.395 codd., E.Cyc.423, etc., ἧρπον IG4.951.86 (Epid.): Dor.fut. ἑρψῶ Theoc.5.45, 18.40, Att. only in compd. ἐφέρψω, later ἑρπύσω (διεξ-) Arist.Mu.398b33 : aor. ἧρψα (ἐξ-) LXX Ps.104(105).30 ; Att. εἵρπῠσα Ar.V.272 : (cf. Lat. serpo):—move slowly, walk, ἥμενος ἤ ἕρπων Od.17.158 ; ὅσσα τε γαῖανἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει Il.17.447 ; ἔργα ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα Pi.O.7.52 ; ἕρπον (εἷρπον codd.) ῥινοί began to move, Od.12.395 ; of infants, A.Th.17 ; of a lame man, S.Ph.207 (lyr.) ; ἕ. ἐξ εὐνῆς Ar.V.552 ; ἕρπον τοῖς ὀδοῦσι θηρίον an animal that walks on its teeth, Carm.Pop.35.    2 simply, go, come, in Dor. dialects, where the aor. is ἔμολον, ἦνθον, etc., εἰς τὸ ἱερόν IG4.951.86 (Epid.), cf. GDI5040.39 (Crete), BMus.Inscr.968A6 (Cos), etc., cf. καθέρπω : also freq. in Trag., A.Pr.810, etc. ; ἕρπεθ' ὡς τάχιστα S.OC1643 ; Θησεὺς ὅδ' ἕρπει E.HF1154 ; ἕρπειν ἐς μῦθον, πρὸς ᾠδάς, Id.Hel.316, Cyc.423 ; ἕρπε δεῦρο come hither, Id.Andr.722 : and c. acc. cogn., ἐξόδους ἕ. κενάς S.Aj.287 ; κέλευθον Id.Ph.1223 ; εὐθεῖαν ἕρπε τήνδε A.Fr.195.    b of things, events, etc., ἕρπει ἄντα τῶ σιδάρω τὸ καλῶς κιθαρίσδην Alcm.35 ; βότρυς ἐπ' ἦμαρ ἕρπει S.Fr.255 ; ἥβη ἕρπουσα πρόσω Id.Tr.547 ; of a tear stealing from the eye, Id.El.1231 ; πρὸς τὸν ἔχονθ' ὁ φθόνος ἕρπει Id.Aj.157 ; τὸ ἐς αὔριον αἰεὶ τυφλὸν ἕρπει Id.Fr.593 ; τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει this (word) goeth forth undying, Pi.I.4(3).40 ; ὁ πόλεμος ἑρπέτω let it take its course, Ar.Eq.673, Lys.129 ; of coming events, εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι Pi.O.13.105, cf. N.4.43, 7.68 ; of calamities, come suddenly on one, S.Ant.585,618 (both lyr.), Aj.1087.

German (Pape)

[Seite 1034] impf. εἷρπον, das Andere von ἑρπύζω, erst Sp. εἷρψα, – 11 langsam gehen, schleichen, kriechen, Od. 12, 395; heimlich einherschleichen, ὡς ἤτοι Ὀδυσεὺς ἤδη ἐν πατρίδι γαίῃ ἥμενος ἢ ἕρπων 17, 157; στίβου κατ' ἀνάγκαν ἕρποντος, vom Philoktet, Soph. Phil. 207; Aesch. Eum. 39; ἐξ εὐνῆς, aus dem Lager hervorkriechen, sich gemächlich erheben, Ar. Vesp. 552; von kleinen Kindern, Heliod. 1, 5; übertr., πρὸς τὸν ἔχονθ' ὁ φθόνος ἕρπει, an den Reichen schleicht der Neid heran, Soph. Ai. 157; ἑρπέτω ὁ πόλεμος, der Krieg ziehe sich in die Länge, dauere fort, Ar. Equ. 673; Lys. 129. – 2) übh. wandeln, gehen, πάντων ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει Il. 17, 447 Od. 18, 130; Pind., δαίμων Ol. 13, 101, χρόνος N. 7, 68; Theocr. u. Tragg., τούτου παρ' ὄχθας ἕρπε Aesch. Prom. 812, Soph. ἥντιν' αὖ κέλευθον ἕρπεις; welchen Weg gehst du? Phil. 1207; ἕρπεθ' ὡς τάχιστα O. C. 1639; Θησεὺς ὅδ' ἕρπει, da kommt Theseus, Eur. Herc. für. 1154; auch in späterer Prosa. Oft übertr., εἰδότι οὐδὲν ἕρπει ἄτα Soph. Ant. 614; ἄτας οὐδὲν ἐλλείπει γενεᾶς ἐπὶ πλῆθος ἕρπ ον, das Unglück kommt über das Geschlecht, 582; εἰς ποῖον ἕρπεις μῦθον; d. i. was willst du sagen? Eur. Hel. 316; καὶ δὴ πρὸς ῴδὰς εἷρπε, er wandte sich zum Gesange, fing an zu singen, Cycl. 423; ἕρπει συμφορὰ πρὸς τἀγαθά, das Unglück wandelt sich in Glück, Rhes. 518; absolut, ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα, wie wir sagen: so geht es wechselnd, Soph. Ai. 1066; Tr. 547 ὁρῶ ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φθίνουσαν, vorwärts gehen, zunehmen. – Außer praes. u. imperf. nur tut. in ἐφέρπω, u. dor. ἑρψῶ, ἑρψοῦμες, Theocr. 5, 45. 18, 40; aor. εἷρψε, Chrysost. S. auch ἑρπύζω, u. vgl. Lob. Paralipp. p. 35.

Greek (Liddell-Scott)

ἕρπω: παρατ. εἷρπον: Δωρ. μέλλ. ἑρψῶ Θεόκρ. 5. 45., 18. 40, Ἀττ. μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἐφέρψω: ἀόρ. εἷρψα παρὰ Δίωνι τῷ Χρ. (Λοβεκ. Παραλ. 1. 35), ὁ δὲ Ἀττ. τύπος εἶναι εἵρπῠσα, ἀπαρ. ἑρπύσαι (παραλαμβανόμενα ἐκ τοῦ ἑρπύζω), πρβλ. ἕλκω, εἵλκῠσα. (Ἐκ τῆς √ΕΡΠ παράγονται καὶ αἱ λέξεις ἑρπύζω, ἑρπετόν, ἕρπης· πρβλ. Σανσκρ. sarp, sarp-âmi, sarp-as· Λατ. serp-o, serp-ens). Ἕρπω, «σύρομαι», καθόλου δὲ κινοῦμαι, περιπατῶ βραδέως, ὡς τὸ ἑρπύζω: ἥμενος ἢ ἕρπων Ὀδ. Ρ. 158· ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει Ἰλ. Ρ. 447, Ὀδ. Σ. 131, πρβλ. Πινδ. Ο. 7. 95· εἷρπον μὲν ῥινοί, κρέα δ’ ἀμφ’ ὀβελοῖσι μεμύκει, ἐκινοῦντο μὲν τὰ δέρματα, τὰ δὲ κρέατα ἐν τοῖς ὀβελοῖς μυκηθμῷ ὅμοιον ἦχον ἀπετέλουν, Ὀδ. Μ. 395· ἐπὶ νηπίων, Αἰσχύλ. Θήβ. 17· ἐπὶ χωλοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φιλ. 207· ἕρπ. ἐξ εὐνῆς Ἀριστοφ. Σφ. 552: - συχν. παρὰ Τραγ., ἁπλῶς ὑπάγωἔρχομαι, Αἰσχύλ. Πρ. 810, κλ.· ἕρπεθ’ ὡς τάχιστα Σοφ. Ο. Κ. 1643· Θησεὺς ὅδ’ ἕρπει Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1154· ἕρπειν ἐς μῦθον, πρὸς ᾠδὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 316, ἐν Κύκλ. 423· ἕρπε δεῦρο, ἐλθὲ ἐδῶ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 722· καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἕρπ. ὁδοὺς Σοφ. Αἴ. 287· κέλευθον ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1223, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195· ὡσαύτως, ἕρπον τοῖς ὁδοῦσι θηρίον Κωμικὸς παρὰ Πλουτ. 54Β. 2) ἐπὶ πραγμάτων καὶ γεγονότων, βότρυς ἐπ’ ἧμαρ ἕρπει Σοφ. Ἀποσπ. 239· ἥβη ἕρπουσα πρόσω αὐτόθι 546· ἐπὶ δακρύου καταρρέοντος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1231· ἐπὶ φημῶν, ἐξαπλοῦμαι, διαδίδομαι, ὡς τὸ Λατ. serpit rumor, Πινδ. Ι. 4. 68 (3. 58), πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1087· πρὸς τὸν ἔχονθ’ ὁ φθόνος ἕρπει αὐτόθι 157 (πρβλ. ὑφέρπω)· ὁ πόλεμος ἑρπέτω, ἂς κάμῃ τὸν δρόμον του, Ἀριστοφ. Ἱππ. 673, πρβλ. Λυσ. 129: - ὡσαύτως, προοδεύω, εὐτυχῶ, Πινδ. Ο. 13. 148, πρβλ. Ν. 7. 100: - ἐπὶ δυστυχημάτων, ἐπέρχομαι αἰφνιδίως εἴς τινα, Σοφ. Ἀντ. 585, 619, πρβλ. Αἴ. 1087.

French (Bailly abrégé)

impf. εἷρπον, f. ἕρψω, ao. εἷρψα, pf. inus.
1 se traîner péniblement ; en gén. se mouvoir lentement, avec peine;
2 s’avancer peu à peu, glisser doucement;
3 p. ext. se mouvoir, s’avancer, aller en gén. : ἕρπεθ’ ὡς τάχιστα SOPH venez le plus vite possible ; ἕρπειν ὁδόν SOPH, κέλευθον SOPH faire un trajet.
Étymologie: R. Ἑρπ, pour Σερπ, se glisser, ramper ; cf. lat. serpo.

English (Autenrieth)

(cf. serpo), ipf. εἷρπον, ἕρπε: creep, crawl; ῥῖνοί, a prodigy, Od. 12.395; specific for generic, ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει, ‘breathes and crawls,’ i. e. lives and moves, Il. 17.448, Od. 18.131 ; ἥμενος ἢ ἕρπων, an alliterative saying, ‘sitting or stirring,’ intended to suit any possible attitude or condition, Od. 17.158.

English (Slater)

ἕρπω (ἕρπει; ἕρποι; ἕρπων, -όντων, -όντεσσιν: impf. ἕρπε.)
   a move ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον (O. 7.52) πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων issued as counterfeit Δ. 2. 1. εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι comes (O. 13.105)
   b advance, continue in temporal sense. “θνατῶν φρένες τραχεῖαν ἑρπόντων πρὸς ἔπιβδαν” (P. 4.140) (ἀρετὰν) εὖ οἶδ' ὅτι χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει (N. 4.43) τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι (ἕρποι v. l.) (I. 4.40) μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος (Pae. 2.26)
   c in tmesis. ποτὶ χρόνος ἕρποι (v. ποτιέρπω) (N. 7.68)

Greek Monolingual

και σέρπω (Α ἕρπω)
προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα
νεοελλ.
1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τους κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς
2. (για φύλλα δέντρων) σέρνομαι στη γη παρασυρόμενος από τον άνεμο («μαραμένων φύλλων... ο ήχος, όταν έρπουν... εις την γην», Βαλαωρ.)
αρχ.
1. κινούμαι αργά, προχωρώ σιγά σιγά
2. στρέφομαι, κατευθύνομαι ανεπαίσθητα («ὁ φθόνος ἕρπει», Σοφ.)
3. βαδίζω, περπατώ («ἥμενος ἢ ἕρπων» — καθισμένος ή βαδίζοντας, Ομ. Οδ.)
4. έρχομαι, πορεύομαι
5. (για ατύχημα) εμφανίζομαι ξαφνικά σε κάποιον
6. (για πράγματα και γεγονότα) αυξάνω, μεγαλώνωβότρυς ἐπ’ ἦμαρ ἕρπει», Σοφ.)
7. προάγομαι, προκόβω, προοδεύω («ὁρῶ ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φθίνουσαν», Σοφ.)
8. (για δάκρυα) χύνομαι, καταρρέω
9. (για φήμη) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι
10. (για πόλεμο) τραβώ σε μάκρος («ό πόλεμος ἑρπέτω» — ο πόλεμος ας κάμει τον δρόμο του, Αριστοφ.)
11. (η μτχ. του ουδ. στον πληθ.) τὰ ἕρποντα
τα συρόμενα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έρπω (πρβλ. αρχ. ινδ. sarpati, λατ. serpo «ἐρπω, γλιστρώ») < herpo < serpo, που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ser-p- «έρπω» (με παρέκταση -p-). Το παράγωγο ερπετόν συνδέεται με λατ. serpens, αρχ. ινδ. sarpa-, ενώ ο αιολ. τ. όρπετον ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας srp-, όπου τόσο η δήλωση του -r- ως ορ / ρο (πρβλ. κυπρ.κορζία «καρδία») όσο και η ψίλωση του τ. αποτελούν χαρακτηριστικά της αιολικής διαλέκτου. Το ουσ. ερπετόν αρχικά δήλωνε τα ζώα που περπατούσαν με τα τέσσερα, αργότερα δε έλαβε τη γενικότερη σημασία του ζώου που βαδίζει γενικώς σε αντιδιαστολή προς τα «πετεινά» και τους ανθρώπους. Στη Νέα Ελληνική το ερπετό δηλώνει και το φίδι (πρβλ. λατ. serpens «φίδι») και κάθε ζώο που έρπει.
ΠΑΡ. ερπετό, έρπης
αρχ.
ερπηδών, ερπήν, ερπήνη, ερπηστήρ, ερπηστής, ερπτόν, ερπύζω, έρπυλλος, έρψις, όρπετον.
ΣΥΝΘ. (Α’ συνθετικό) αρχ. ερπάκανθα. (Β’ συνθετικό) ανέρπω, υφέρπω
αρχ.
αφέρπω, διεξέρπω, διέρπω, εισέρπω, εξέρπω, επεισέρπω, επεξέρπω, εφέρπω, καθέρπω, μεθέρπω, παρεισέρπω, παρέρπω, περιέρπω, προέρπω, προσανέρπω, προσέρπω, συνέρπω.

Greek Monotonic

ἕρπω: παρατ. εἷρπον· Δωρ. μέλ. ἑρψῶ· Αττ. αόρ. αʹ εἵρπῠσα, απαρ. ἑρπύσαι (από το ἑρπύζω
I. έρπομαι, σέρνομαι, δεν κινούμαι καθόλου, Λατ. serpo, repo, και γενικά, κινούμαι αργά, περπατώ, σε Όμηρ., Τραγ.· επίσης απλώς, πηγαίνω ή έρχομαι, στον ίδ.
II. λέγεται για δάκρυ, φεύγω, ρέω, κυλώ από τα μάτια, σε Σοφ.· λέγεται για φήμες, εξαπλώνομαι, διαδίδομαι, όπως το Λατ. serpit rumor, στον ίδ.· ὁ πόλεμος ἑρπέτω, ας πάρει τον δρόμο του, σε Αριστοφ.· λέγεται για συμφορές, σε Σοφ.