ἐξαλλάσσω: Difference between revisions
(2) |
(1ab) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξαλλάσσω:''' атт. [[ἐξαλλάττω]] (aor. ἐξήλλαξα - Pind. ἐξάλλαξα, pf. ἐξήλλαχα)<br /><b class="num">1)</b> (с)менять, переменять (ἐσθῆτα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> изменять (τινὰ κοσμήσεσιν Plut.): κακοῖσιν [[ὅστις]] μηδὲν ἐξαλλάσσεται Soph. в невзгодах которого нет никаких перемен, т. е. кто постоянно несчастен;<br /><b class="num">3)</b> обменивать (ἰδιωτικῆς ἑστίας ἐξηλλαγμένη [[ἡγεμονία]] Diod.);<br /><b class="num">4)</b> перемещать, делать необычным (τὸ [[εἰωθός]] Arst.) ἐξηλλαγμένον [[ὄνομα]] Arst. необычное слово;<br /><b class="num">5)</b> отклоняться, отличаться (τοῦ πρέποντος Arst.; τινὸς διά τινος Polyb.): ἡ ἐξαλλάσσουσα [[χάρις]] Eur. особая прелесть; ἐ. τῆς ἀρχαίας μορφῆς Arst. измениться внешностью; ὑπὸ μίαν περίοδον ἡλίου εἶναι ἢ μικρὸν ἐ. Arst. длиться одни сутки или около того;<br /><b class="num">6)</b> отворачивать (τὴν [[ἑαυτοῦ]] γύμνωσιν τῶν ἐναντίων Thuc.);<br /><b class="num">7)</b> перемещать, двигать взад и вперед (κερκίδα ἱστοῖς Eur.);<br /><b class="num">8)</b> поворачивать: ἐ. δρόμον Xen. менять направление; ποίαν ἐξαλλάξω; Eur. куда мне идти?;<br /><b class="num">9)</b> покидать, оставлять (πατρῴων οἴκων ἕδρας Eur.);<br /><b class="num">10)</b> смягчать (ἄνθρωπον [[κακόν]] τι δώσοντα Men.). | |elrutext='''ἐξαλλάσσω:''' атт. [[ἐξαλλάττω]] (aor. ἐξήλλαξα - Pind. ἐξάλλαξα, pf. ἐξήλλαχα)<br /><b class="num">1)</b> (с)менять, переменять (ἐσθῆτα Eur.);<br /><b class="num">2)</b> изменять (τινὰ κοσμήσεσιν Plut.): κακοῖσιν [[ὅστις]] μηδὲν ἐξαλλάσσεται Soph. в невзгодах которого нет никаких перемен, т. е. кто постоянно несчастен;<br /><b class="num">3)</b> обменивать (ἰδιωτικῆς ἑστίας ἐξηλλαγμένη [[ἡγεμονία]] Diod.);<br /><b class="num">4)</b> перемещать, делать необычным (τὸ [[εἰωθός]] Arst.) ἐξηλλαγμένον [[ὄνομα]] Arst. необычное слово;<br /><b class="num">5)</b> отклоняться, отличаться (τοῦ πρέποντος Arst.; τινὸς διά τινος Polyb.): ἡ ἐξαλλάσσουσα [[χάρις]] Eur. особая прелесть; ἐ. τῆς ἀρχαίας μορφῆς Arst. измениться внешностью; ὑπὸ μίαν περίοδον ἡλίου εἶναι ἢ μικρὸν ἐ. Arst. длиться одни сутки или около того;<br /><b class="num">6)</b> отворачивать (τὴν [[ἑαυτοῦ]] γύμνωσιν τῶν ἐναντίων Thuc.);<br /><b class="num">7)</b> перемещать, двигать взад и вперед (κερκίδα ἱστοῖς Eur.);<br /><b class="num">8)</b> поворачивать: ἐ. δρόμον Xen. менять направление; ποίαν ἐξαλλάξω; Eur. куда мне идти?;<br /><b class="num">9)</b> покидать, оставлять (πατρῴων οἴκων ἕδρας Eur.);<br /><b class="num">10)</b> смягчать (ἄνθρωπον [[κακόν]] τι δώσοντα Men.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[attic]] -ττω fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[change]] [[utterly]] or [[completely]], Eur.:—Mid., μηδὲν ἐξαλλάσσεται he sees no [[change]] [[take]] [[place]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> to [[withdraw]] from a [[place]], c. acc., Eur.<br /><b class="num">II.</b> ἐξαλλάσσειν τί τινος to [[remove]] from, c. gen., Thuc.<br /><b class="num">2.</b> intr. to [[change]], [[turn]] [[another]] way, [[move]] [[back]] and [[forward]], Eur.; ποίαν ἐξαλλάξω; [[which]] [[other]] way shall I [[take]]? Eur.; ἐξαλλάσσουσα [[χάρις]] [[unusual]] [[grace]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 9 January 2019
English (LSJ)
Att. ἐξαλλάττω,
A change utterly or quite, strengthd. for ἀλλάσσω, ἐσθῆτα E.Hel.1297; τινὰς κοσμήσεσι Plu.Thes.23; αἰὼν . . ἄλλ' ἄλλοτ' ἐξάλλαξεν Pi.I.3.18. b intr., of evolution, τὰ δὲ . . ἐξαλλάσσει ἐς τὴν μέζω τάξιν Hp.Vict.1.6; ἐ. γένος εἰς ἕτερον degenerate, Thphr.HP8.8.3:—Pass., ἐξηλλαγμένος πρός τι ib.4.4.14. c Med., κακοῖσιν ὅστις μηδὲν ἐξαλλάσσεται who sees no change take place in his miseries, S.Aj.474:—Pass., ἰδιωτικῆς ἑστίας ἐξηλλαγμένη ἡγεμονία D.S.10 Fr. 20. 2 Rhet., vary common words and phrases, ἐ. τὸ εἰωθός Arist. Rh.1406a15, cf. 1404b8; ἐ. τὸ ἰδιωτικόν vary the common idiom, Id.Po.1458a21; ἐξηλλαγμένον [ὄνομα] altered form, ib.1458a5: c. gen., ἐξηλλαγμένος τινός different from, Isoc.8.63. b pf. part. Pass. ἐξηλλαγμένος extraordinary, strange, Plb.2.37.6, D.S.1.94, Ant.Lib. 41.8, etc.; varied, ὄφεις ταῖς ποικιλίαις ἐ. D.S.17.90. 3 c. acc. loci, withdraw from, leave, Εὐρώπαν E.IT135 (lyr.). II ἐ. τί τινος withdraw or remove from, τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν ἐ. τῶν ἐναντίων Th.5.71. 2 intr., change from, τῆς ἀρχαίας μορφῆς Arist.GA 766a26; μικρὸν ἐ. exceed the limit by a little, Id.Po.1449b13; ἐ. ἀπὸ τῆς νεώς Philostr.Her.Prooem.3; ἐς ἄνδρας Id.VA3.28: abs., ἐξαλλάσσουσα χάρις unusual, rare grace, E.IA564 (lyr.); to be different from, πάντων τῶν παρ' ἡμῖν Phld.Sign.9. b ἐξαλλάσσουσαι στολαί changes of raiment, v.l. in LXX Ge.45.22. 3 turn another way, move back and forward, κερκίδα E.Tr.200 (lyr.); ἐ. δρόμον change one's course, X.Cyn.10.7; ποίαν (sc. ὁδόν) ἐξαλλάξω; which other way shall I take? E.Hec.1060 (lyr.). 4 divert, amuse, Men.747, Philippid.35; coax, win over, ὀψαρίοις POxy.531.18 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 866] 1) vertauschen, umtauschen, verändern; αἰὼν ἄλλ' ἄλλοτ' ἐξάλλαξεν Pind. I. 3, 18; λουτρῶν τύχε ἐσθῆτά τ' ἐξάλλαξον Eur. Hel. 1297, κακοῖσιν ὅστις μηδὲν ἐξαλλάσσεται, der keine Aenderung in seinem Unglück erleidet, dessen Unglück sich nicht ändert, Soph. Ant. 474; τὸ εἰωθὸς καὶ ξενικὴν ποιεῖ τὴν λέξιν Arist. rhet. 3, 3, vgl. poet. 22; τινὰ κοσμήσεσιν Plut. Thes. 23. – Εὐρώπαν, E. verlassen, Eur. I. T. 135; σπάργανα, zurücklassen, Ion 918; – ἐξηλλαγμένος, verschieden, abweichend, παρὰ πολὺ τῆς τῶν ἄλλων ἐξ. διανοίας Isocr. 8, 63; ungewöhnlich, Arist. poet. 21; Pol. 2, 37, 6 u. Sp. – 2) δρόμον, dem Laufe eine andere Richtung geben, Xen. Cyn. 10, 7; übh. abkehren, abwenden, τὴν γύμνωσιν ἐξ. τῶν ἐναντίων, die Blöße von den Feinden abwenden. Thuc. 5, 71. – Auch intrans., von Etwas weggehen, δεῦρο ἀπὸ τῆς νεώς, hierher kommen vom Schiffe, Philostr.; übh. abweichen, verschieden sein. ἐξαλλάττειν τῆς ἀρχαίας μορφῆς Arist. gener. anim. 4, 1; τοῦ πρέποντος rhet. 3, 2; vgl. Pol. 10, 45, 1; ἐξαλλάσσουσα χάρις, ausgezeichnet, Eur. I. A. 565. – Bei Menand. fr. inc. 205 nach B. A. 96 = τέρπω, eine Veränderung machen, ergötzen, s. Bast epist. crit. p. 241. 284.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαλλάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω. Ἀλλάσσω τι ἐντελῶς ἢ ἐξ ὁλοκλήρου, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ ἀλλάσσω, κοινῶς «ἀλλάζω», ἐσθῆτα Εὐρ. Ἑλ. 1297· αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἡμέραις ἄλλ’ ἄλλοτ’ ἐξάλλαξεν, «ὁ γὰρ βίος ἐν ταῖς ἡμέραις εἰλούμενος, ἀλλοίας καὶ ἀλλοίας ἀπογεννᾷ περιστάσεις» (Σχόλ.), Πινδ. Ι. 3, 30· γένος ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον, μεταπίπτειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 3· πλεῖστον ἐξηλλαγμένα πρὸς τὰ ἄλλα, διαφέροντα, αὐτόθι 4. 4, 14: ― Μεσ., κακοῖσιν ὅστις μηδὲν ἐξαλλάσσεται, ὅστις δὲν βλέπει μεταβολήν τινα γινομένην ἐν ταῖς δυστυχίαις αὐτοῦ, Σοφ. Αἴ. 474· ἐξ. τι τινος, ἀνταλλάσσειν τι πρὸς ἕτερον, Διοδ. Ἀποσπ. 558. 2) ἐν τῇ Ρητορ. καὶ παρὰ ποιηταῖς, ἐπὶ ὕφους, γίνομαι διάφορον τοῦ συνήθους, ἐξαλλάττει γὰρ τὸ εἰωθὸς Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3, πρβλ. 3. 2, 2· σεμνὴ δὲ καὶ ἐξαλλάττουσα τὸ ἰδιωτικὸν (ἡ λέξις), σεμνὴ δὲ καὶ ἀπέχουσα τοῦ κοινοῦ ἰδιώματος, ὁ αὐτ. Ποιητ. 22, 3· ἐξηλλαγμένον (ὄνομα) δ’ ἐστίν, ὅταν τοῦ ὀνομαζομένου τὸ μὲν καταλείπῃ, τὸ δὲ ποιῇ, οἷον τὸ «δεξιτερὸν κατὰ μαζὸν» ἀντὶ το δεξιὸν αὐτόθι 21. 20· πρβλ. ἐξαλλαγή. 3) μετ’ αἰτ. τόπου, καταλείπω τόπον τινὰ καὶ ἀπέρχομαι εἰς ἄλλον, ἐξαλλάξασ’ Εὐρώπαν (Εὐρώταν Barnes) Εὐρ. Ι. Τ. 135. ΙΙ. ἐξαλλάσσειν τι τινός, ἀπομακρύνειν τι ἀπό τινος, προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν ἀεὶ τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν Θουκ. 5. 71· καὶ ἐν τῷ παθ., ἐξηλλαγμένος τινός, διάφορος, Ἰσοκρ. 172Α. 2) ἀμετάβ., ὑφίσταμαι μεταβολήν, ἐπὶ εὐνούχων, οἳ ἑνὸς μορίου πηρωθέντος τοσοῦτον ἐξαλλάττουσι τῆς ἀρχαίας μορφῆς, ἀλλάσσουσι τόσον ἀπὸ τὴν ἀρχαίαν μορφήν των, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 36· ἡ τραγῳδία πειρᾶται ὑπὸ μίαν περίοδον ἡλίου εἶναι ἢ μικρὸν ἐξαλλάσσειν, ἢ ὀλίγον ἀπομακρύνεσθαι (τῆς περιόδου ταύτης), ὁ αὐτ. Ποιητ. 5, 8· ἥκω, ἐξαλλάττω δεῦρο ἀπὸ τῆς νεὼς Φιλόστρ. 666· μεταβαίνω, ἐπεὶ δὲ ἐς ἄνδρας ἐξαλλάττεις ἤδη, μεταβαίνεις πλέον εἰς τὴν ἀνδρικὴν ἡλικίαν, ὁ αὐτ. 118· ― ἀπολ., ἐξαλλάσσουσα χάρις, διαφέρουσα, ἀσυνήθης, σπανία, Εὐρ. Ι. Α. 565. 3) οὐκ Ἰδαίοις ἱστοῖς κερκίδα δινεύουσ’ ἐξαλλάξω, δὲν θὰ κινῶ πλέον ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω τὴν κερκίδα (κοιν. «σαΐτα») πέμπουσα αὐτὴν ἐκ τῆς μιᾶς χειρὸς εἰς τὴν ἄλλην, ὅ ἐστι δὲν θὰ ὑφαίνω πλέον, Εὐρ. Τρῳ. 200· ἐξ. δρόμον, ἀλλάσσω δρόμον, Ξεν. Κυν. 10, 7· ποίαν, ταύταν ἢ τάνδ’, ἐξαλλάξω...; ποίαν ὁδὸν νὰ τραπῶ, ταύτην ἢ ἐκείνην; Εὐρ. Ἑκ. 1061· πρβλ. ἐξαμείβω. 4) = τέρπω, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 205 (Ζωναρᾶς σ. 767), πρβλ. ἐξάλλαγμα, καὶ ἴδε Sturz Μακεδ. Διάλεκτ. σ. 39.
French (Bailly abrégé)
f. ἐξαλλάξω, ao. ἐξήλλαξα, pf. ἐξήλλαχα;
I. tr. 1 échanger, changer : κακοῖσιν ὅστις μηδὲν ἐξαλλάσεται SOPH celui qui ne voit aucun changement se produire dans ses infortunes;
2 changer (de pays) : ἐξ. Εὐρώπαν EUR quitter l’Europe ; abs. changer de direction : ποίαν (s.e. ὁδόν) ἐξαλλάξω ; EUR de quel côté me tourner ?;
3 changer un usage : ἐξ. τὸ εἰωθός ARSTT changer l’usage habituel d’un mot, d’une locution, càd se servir d’un mot, d’une locution en un sens non habituel ; part. pf. Pass. ἐξηλλαγμένος différent;
II. intr. être changé, différent ; se distinguer : ἐξαλλάσσουσα χάρις EUR faveur rare, éclatante.
Étymologie: ἐξ, ἀλλάσσω.
English (Slater)
ἐξαλλάσσω
1 change utterly αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ/ἄλλαξεν (I. 3.18)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
A tr.
I c. idea de cambio o transformación
1 cambiar, modificar, transformar, alterar c. ac. de cosas y abstr. αἱ τοῦ αἵματος ἐξαλλαγαὶ τὴν φρόνησιν ἐξαλλάσσουσιν en las borracheras, Hp.Flat.14, τὸν δρόμον un jabalí, X.Cyn.10.7, οὐδὲν ... τῶν σημείων Arist.Phgn.806a18, τὰς οἰκείας φύσεις de los seres, Ph.2.221, ἡ τούτων (οὐρανίων σωμάτων) κίνησις ἐξαλλάττουσα αὐτὰς (τὰς ὥρας) Steph.in Hp.Aph.2.16.22, τὰς προτέρας χρόας de frutos en el proceso de maduración, Arist.Col.795b32, οἱ διθυραμβοποιοὶ ... τὰς μελῳδίας ἐξήλλαττον D.H.Comp.19.8, cf. Dem.48.4, ἐσθῆτά τ' ἐξάλλαξον cambia tu ropa, e.d. cámbiate de ropa, E.Hel.1297, ἐξαλλάξασα τὴν ἐσθῆτα καὶ κουρὰν τῆς κεφαλῆς εἰς ἄνδρα Ant.Lib.41.6
•c. gen. οἱ ἀλείφοντες ... (τὸ ἄγαλμα) ἐξηλλάχασι τοῦ εἴδους Philostr.Her.11.26
•c. ac. de pers. y dat. instrum. tranformar en mujer τῶν νεανίσκων δύο ... ἀλοιφαῖς καὶ κοσμήσεσιν Plu.Thes.23
•tb. en v. med.-pas., fig. κακοῖσιν ὅστις μηδὲν ἐξαλλάσσεται quien no cambia nada en sus desgracias, e.d. quien no experimenta ningún cambio en sus desgracias S.Ai.474
•ret. y gram. cambiar, modificar de palabras y frases ἐξαλλάττει γὰρ τὸ εἰωθὸς καὶ ξενικὴν ποιεῖ τὴν λέξιν pues altera el uso ordinario y hace extraña la expresión el empleo de los epítetos, Arist.Rh.1406a15, (λέξις) σεμνὴ δὲ καὶ ἐξαλλάττουσα τὸ ἰδιωτικὸν ἡ τοῖς ξενικοῖς κεχρημένη Arist.Po.1458a21, τοῦτον τὸν τρόπον ἐξαλλάττων τὴν συνήθη φράσιν D.H.Amm.2.9.2, en v. pas. ἐξηλλαγμένον (ὄνομα) (nombre) cambiado ref. al uso de «δεξιτερόν» por «δεξιόν», Arist.Po.1458a5.
2 en v. med., c. ac. y gen. cambiar, trocar una cosa por otra ἰδιωτικῆς ἑστίας ἐξηλλαγμένη ἡγεμονίαν D.S.10.20.
3 hacer diferente, de donde diferenciarse de ἡ ... ἄνω γέννησις ... πᾶσαν ἐξαλλάττουσα γέννησιν Didym.Trin.1.15.48.
II c. idea de separación
1 alejar, desviar, apartar c. ac. y gen. προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν αἰεὶ τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν deseando siempre alejar del enemigo su parte descubierta Th.5.71
•fig. μὴ ἐξαλλάττειν τῆς τοῦ πατρὸς θεότητος ... τὸν ἀληθινὸν υἱὸν καὶ τὸ ἅγιον πνεῦμα de la Trinidad, Didym.Trin.1.34.19, ref. a las palabras y el estilo τὰς πτώσεις τῶν ὀνομάτων ... ἐξαλλάττει τοῦ συνήθους aleja los casos de los nombres de su empleo habitual dicho de Tucídides, D.H.Amm.2.11.1, τὸ γὰρ ἐξαλλάξαι (τὴν λέξιν) ποιεῖ φαίνεσθαι σεμνοτέραν pues desviar el estilo (sc. de los usos ordinarios) consigue que parezca más solemne Arist.Rh.1404b8
•en v. pas. τὴν φράσιν ... ἐξηλλαγμένην τῶν ἐν ἔθει σχημάτων ἐπὶ τὸ ξένον καὶ περιττόν D.H.Th.50.2, en part. neutr. plu. subst. τὰ ἐξηλλαγμένα τῆς Λυσίου λέξεως expresiones alejadas del estilo de Lisias en la obra de Iseo, D.H.Is.13.3, τὰ Θουκυδίδεια ἐκεῖνα περιττὰ καὶ ἐξηλλαγμένα τοῦ συνήθους D.H.Dem.15.1, cf. Th.24.7.
2 dejar, abandonar οἰωνοῖς ἔρρει συλαθείς, σπάργανα ματέρος ἐξαλλάξας desaparece arrebatado por las aves, dejando los pañales (hechos con el peplo) de su madre, E.Io 918.
3 c. ac. de n. de lugar dejar, abandonar, alejarse de Εὐρώπαν E.IT 135, (ὁδόν) E.Hec.1060.
4 cambiar de sitio, mover de un lado a otro οὐκ ... κερκίδα δινεύουσ' ἐξαλλάξω E.Tr.200.
5 c. ac. de pers. agradar, deleitar ἄνθρωπον ἐξαλλάξομεν κακόν τί σοι δώσοντα; Men.Fr.540.1, cf. Philippid.36, Phryn.341
•engatusar, convencer τοῖς ὀψαρίοις ἐξήλλαξας ἡμᾶς POxy.531.18 (II d.C.), en v. med.-pas. δώροις ἐξαλλαγῆναι Heraclit.Par.3.
B intr.
I c. idea de cambio o transformación
1 cambiar, alterarse, transformarse abs. πολὺ γὰρ ἐξαλλάττουσαι φαίνονται αἱ διάνοιαι ὑπὸ τῶν τοῦ σώματος παθημάτων Arist.Phgn.805a4, τὰ δ' οὐράνια ἐξαλλάττει ἐπὶ πλέον τῷ πρὸς μεσημβρίαν μᾶλλον ἢ ἧττον παραχωρεῖν ἡμᾶς las constelaciones cambian de modo significativo según nos desplacemos más o menos hacia el sur Str.10.2.12, c. dat. πάλιν ἐξαλλάσσων τοῖς ἱματίοις cambió de vestimenta Pall.H.Laus.38.8
•en v. med.-pas. ἐξαλλαγέντος τοῦ εἴδους (sc. τῆς ἑρμηνείας) cuando se cambia el género de expresión Procl.in Prm.669.
2 c. giro prep. transformarse en, evolucionar a, pasar a τὰ δὲ ... συμμισγόμενα ἐξαλλάσσει ἐς τὴν μέζω τάξιν de las partículas del cuerpo, Hp.Vict.1.6, ἐπεὶ δὲ ἐς ἄνδρας ἐξαλλάττεις ἤδη puesto que tú ya te estás haciendo adulto Philostr.VA 3.28, οἱ δύο μέσοι (φθόγγοι) ἐξηλλάγησαν πρὸς τὸ διάτονον Nicom.Harm.12 (p.263), de plantas γένος δ' ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον Thphr.HP 8.8.3.
3 diferenciarse de, ser diferente de c. gen. τὸν δ' ἥλιον ... ταύτῃ ἐξαλλάττειν πάντων τῶν παρ' ἡμῖν φαινομένων el sol difiere en esto de todas las cosas evidentes para nosotros Phld.Sign.9.34
•en v. med.-pas. c. gen. πολὺ τῆς τῶν ἄλλων ἐξηλλαγμένος διανοίας Isoc.8.63, δι' ἄλλην (αἰτίαν) ἐξηλλαγμένην τῶν παρ' ἡμῖν Phld.Sign.11.6
•esp. en part. diferente, distinto (τὰ φυτά) πλεῖστον ἐξηλλαγμένα πρὸς τὰ ἄλλα Thphr.HP 4.4.14, οὐ πρὸς τὰ ὅμοια γένη, πρὸς δὲ τὰ κατ' εἶδος ἐξηλλαγμένα Porph.Sent.35, ἐξηλλαγμένον ... παρὰ τὸν παλαιὸν τρόπον ... εὐσεβείας Eus.DE 1.6 (p.34)
•part. perf. med.-pas. neutr. subst. τὸ ἐξηλλαγμένον la diferencia διὰ τὸ τῆς φύσεως ἐξηλλαγμένον Cyr.Al.M.75.488A, cf. Didym.Trin.2.6.4.7.
4 abs. ser extraordinario, sobresalir, part. pres. act. extraordinario, sobresaliente χάρις E.IA 564, στολαί LXX Ge.45.22
•en part. perf. med.-pas. extraordinario, insólito, original ἐν τοῖς καθ' ἡμᾶς καιροῖς μηδὲν ... ἐξηλλαγμένον ἀπηντῆσθαι en nuestros días nada insólito se ha producido Plb.2.37.6, οὕτως ἐξηλλαγμένα καὶ παράδοξα νόμιμα D.S.1.94, cf. 17.90, ἐφάνη ... ἀλώπηξ, χρῆμά τι ἐξηλλαγμένον Ant.Lib.41.8, ἴδιος ἦν καὶ ἐξηλλαγμένος ἐν τῇ θεωρίᾳ era independiente y original en la teoría Porph.Plot.14.15
•neutr. subst. τὸ ἐξηλλαγμένον el rasgo insólito o extraordinario <δεῖ> ... σκοποῦντα τὸ ἐξηλλαγμένον παρὰ τε τὴν ἠλικίαν Adam.1.2.
II c. idea de separación o alejamiento alejarse de, abandonar c. gen. separat. τούτων ... ἐξαλλάττειν τὴν ὀσμήν que el aroma se aleja de ellas ref. a las flores de las plantas olorosas, Thphr.CP 6.15.2, τῶν εὐνούχων, οἳ ... τοσοῦτον ἐξαλλάττουσι τῆς ἀρχαίας μορφῆς de los eunucos, que se alejan tanto de su antigua forma Arist.GA 766a26, c. giro prep. ἐξαλλάττω δεῦρο ἀπὸ τῆς νεώς abandono aquí el barco Philostr.Her.6.18, tb. en v. med.-pas. ἐξαλλαγεὶς γὰρ τοῦ παρεστῶτος πόνου habiendo abandonado la presión actual sobre el enemigo, E.Ph.1409
•abs. ἡ μὲν ὅτι μάλιστα πειρᾶται ὑπὸ μίαν περίοδον ἡλίου εἶναι ἢ μικρὸν ἐξαλλάττειν ésta (la tragedia) intenta lo más posible desarrollarse durante un solo trayecto del sol o desviarse poco, e.d. excederse un poco ref. a la duración de la tragedia, Arist.Po.1449b13.
Greek Monolingual
ἐξαλλάσσω AM, Α και αττ. τ. ἐξαλλάττω αλλάσσω
αλλάζω κάτι εντελώς («ἀλλ' ὡς ἡδὺ παρεμφερὲς ἐξηλλαγμένον χρόαις», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
1. εξελίσσομαι, διαφοροποιούμαι («γένος ὅλον ἐξαλλάττειν εἰς ἕτερον», Θεόφρ.)
2. εγκαταλείπω, φεύγω («ἐξαλλάξας Εὐρώπαν», Ευρ.)
3. απομακρύνω από κάποιον («προθυμούμενος ἐξαλλάσσειν αἰεὶ τῶν ἐναντίων τὴν ἑαυτοῡ γύμνωσιν», Θουκ.)
4. μεταβάλλομαι, αποκλίνω (για τους ευνούχους) («ἑνός μορίου πηρωθέντος τοσοῡτον ἐξαλλάττουσι τῆς ἀρχαίας μορφῆς» — αφού αχρηστευθεί ένα μόνο από τα όργανά τους, τόσο αποκλίνουν από την προηγούμενη μορφή τους, Αριστοτ.)
5. είμαι παράδοξος, σπάνιος («ἐξαλλάσσουσαν ἔχει χάριν», Ευρ.)
6. δίνω άλλη κατεύθυνση σε κάτι
7. διασκεδάζω, χαροποιώ («ἄνθρωπον ἐξαλλάξομεν», Μέν.)
8. κολακεύω («τοῑς ὀψαρίοις ἐξήλλαξας ἡμᾱς»).
Greek Monotonic
ἐξαλλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. 1. αλλάζω κάτι εντελώς ή εξολοκλήρου, σε Ευρ. — Μέσ., μηδὲν ἐξαλλάσσεται, δεν βλέπει καμία μεταβολή να γίνεται, σε Σοφ.
2. αποσύρομαι από έναν τόπο, τον εγκαταλείπω, με αιτ., σε Ευρ.
II. 1. ἐξαλλάσσειν τί τινος, απομάκρυνση, μετακίνηση ενός πράγματος από κάτι άλλο, με γεν., σε Θουκ.
2. αμτβ., αλλάζω δρόμο, κινούμαι πίσω και μπρος, σε Ευρ.· ποίαν ἐξαλλάξω; ποια οδό να ακολουθήσω; στον ίδ.· ἐξαλλάσσουσα χάρις, ασυνήθιστη χάρη, σπάνια αρετή, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαλλάσσω: атт. ἐξαλλάττω (aor. ἐξήλλαξα - Pind. ἐξάλλαξα, pf. ἐξήλλαχα)
1) (с)менять, переменять (ἐσθῆτα Eur.);
2) изменять (τινὰ κοσμήσεσιν Plut.): κακοῖσιν ὅστις μηδὲν ἐξαλλάσσεται Soph. в невзгодах которого нет никаких перемен, т. е. кто постоянно несчастен;
3) обменивать (ἰδιωτικῆς ἑστίας ἐξηλλαγμένη ἡγεμονία Diod.);
4) перемещать, делать необычным (τὸ εἰωθός Arst.) ἐξηλλαγμένον ὄνομα Arst. необычное слово;
5) отклоняться, отличаться (τοῦ πρέποντος Arst.; τινὸς διά τινος Polyb.): ἡ ἐξαλλάσσουσα χάρις Eur. особая прелесть; ἐ. τῆς ἀρχαίας μορφῆς Arst. измениться внешностью; ὑπὸ μίαν περίοδον ἡλίου εἶναι ἢ μικρὸν ἐ. Arst. длиться одни сутки или около того;
6) отворачивать (τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν τῶν ἐναντίων Thuc.);
7) перемещать, двигать взад и вперед (κερκίδα ἱστοῖς Eur.);
8) поворачивать: ἐ. δρόμον Xen. менять направление; ποίαν ἐξαλλάξω; Eur. куда мне идти?;
9) покидать, оставлять (πατρῴων οἴκων ἕδρας Eur.);
10) смягчать (ἄνθρωπον κακόν τι δώσοντα Men.).
Middle Liddell
attic -ττω fut. ξω
I. to change utterly or completely, Eur.:—Mid., μηδὲν ἐξαλλάσσεται he sees no change take place, Soph.
2. to withdraw from a place, c. acc., Eur.
II. ἐξαλλάσσειν τί τινος to remove from, c. gen., Thuc.
2. intr. to change, turn another way, move back and forward, Eur.; ποίαν ἐξαλλάξω; which other way shall I take? Eur.; ἐξαλλάσσουσα χάρις unusual grace, Eur.