σάκος: Difference between revisions
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />[[σάκκος]], ΝΜΑ, και αττ. τ. [[σάκος]] Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή [[δέρμα]] ή από [[άλλο]] υλικό [[σήμερα]], ανοιχτή στο [[επάνω]] [[μέρος]], που χρησιμοποιείται για την [[τοποθέτηση]], [[φύλαξη]] και [[μεταφορά]] διαφόρων [[χύμα]] πραγμάτων, [[σακί]], [[τσουβάλι]] (α. «[[χάρτινος]] [[σάκος]]» β. «σάκκους τε ἐπ<br />ἁμαξέων εὕρισκον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) χοντρό τρίχινο ύφασμα και, [[κυρίως]], ύφασμα από [[τρίχα]] κατσίκας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ναυτ.-στρ.) κυλινδρική [[θήκη]] από ανθεκτικό ύφασμα, κατάλληλη για την [[φύλαξη]] και την [[μεταφορά]] του ιματισμού και τών ατομικών ειδών τών ναυτικών και τών στρατιωτών<br /><b>2.</b> [[κοντός]] [[επενδύτης]], [[σακάκι]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> αρχιερατικό άμφιο που φτάνει [[μέχρι]] τα γόνατα και το οποίο έχει [[κοντά]] και πλατιά [[μανίκια]]<br /><b>4.</b> <b>(αλιευτ.)</b> το τελευταίο κλειστό [[τμήμα]] αλιευτικού δικτύου τράτας, το οποίο έχει τις μικρότερες οπές και [[μέσα]] στο οποίο καταφεύγουν και συλλαμβάνονται τα ψάρια<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[περιτύλιγμα]] από [[καραβόπανο]] για τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου, [[έλυτρο]]<br /><b>6.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[περιεχόμενο]] ενός σακιού, ό,τι περιέχεται [[μέσα]] στην [[παραπάνω]] [[θήκη]] («[[δέκα]] σάκοι [[καφέ]]»)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> φαρδύ γυναικείο [[ένδυμα]], [[φόρεμα]] σε [[ίσια]] [[γραμμή]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ταχυδρομικός]] [[σάκος]]» — [[σάκος]] χρησιμοποιούμενος για την [[μεταφορά]] επιστολών και ταχυδρομικών δεμάτων β) «[[χειρουργικός]] [[σάκος]]» — ειδική [[θήκη]], χρησιμοποιούμενη [[κυρίως]] στον στρατό, η οποία περιέχει διάφορα φάρμακα, επιδέσμους και εργαλεία απαραίτητα για την [[παροχή]] τών πρώτων βοηθειών γ) «θα σού δείξω πόσα απίδια βάζει [ή παίρνει] ο [[σάκος]]» — λέγεται ως [[απειλή]] σε κάποιον για να συνετιστεί<br />β) «[[κηλικός]] [[σάκος]]»<br /><b>ιατρ.</b> ορογόνο [[περίβλημα]], αποτελούμενο από [[περιτόναιο]], που περιβάλλει το [[περιεχόμενο]] κήλης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[επενδύτης]] τών πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως [[κατά]] την [[διάρκεια]] τών μεγάλων μόνον εορτών, δηλ. του [[Πάσχα]], της Πεντηκοστής και τών Χριστουγέννων, το οποίο αργότερα έγινε το διακριτικό τους άμφιο, ενώ [[κατά]] τον 11ο αιώνα παρόμοιο επενδύτη φορούσαν διακεκριμένοι μητροπολίτες και από την [[εποχή]] της τουρκοκρατίας τον χρησιμοποίησαν όλοι οι επίσκοποι αντικαθιστώντας με αυτόν το [[πολυσταύριο]] ή το φελάνιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]] [[κόσκινο]], [[στραγγιστήρι]], [[σουρωτήρι]], [[ιδίως]] για το [[κρασί]]<br /><b>2.</b> τραχύ [[ένδυμα]] το οποίο φορούσαν οι Ιουδαίοι όταν πενθούσαν<br /><b>3.</b> [[είδος]] μέτρου<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (στην [[κωμωδία]]) [[μακριά]] τραχιά [[γενειάδα]] σαν τρίχινο ύφασμα («σάκον πρὸς | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />[[σάκκος]], ΝΜΑ, και αττ. τ. [[σάκος]] Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή [[δέρμα]] ή από [[άλλο]] υλικό [[σήμερα]], ανοιχτή στο [[επάνω]] [[μέρος]], που χρησιμοποιείται για την [[τοποθέτηση]], [[φύλαξη]] και [[μεταφορά]] διαφόρων [[χύμα]] πραγμάτων, [[σακί]], [[τσουβάλι]] (α. «[[χάρτινος]] [[σάκος]]» β. «σάκκους τε ἐπ<br />ἁμαξέων εὕρισκον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) χοντρό τρίχινο ύφασμα και, [[κυρίως]], ύφασμα από [[τρίχα]] κατσίκας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (ναυτ.-στρ.) κυλινδρική [[θήκη]] από ανθεκτικό ύφασμα, κατάλληλη για την [[φύλαξη]] και την [[μεταφορά]] του ιματισμού και τών ατομικών ειδών τών ναυτικών και τών στρατιωτών<br /><b>2.</b> [[κοντός]] [[επενδύτης]], [[σακάκι]]<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> αρχιερατικό άμφιο που φτάνει [[μέχρι]] τα γόνατα και το οποίο έχει [[κοντά]] και πλατιά [[μανίκια]]<br /><b>4.</b> <b>(αλιευτ.)</b> το τελευταίο κλειστό [[τμήμα]] αλιευτικού δικτύου τράτας, το οποίο έχει τις μικρότερες οπές και [[μέσα]] στο οποίο καταφεύγουν και συλλαμβάνονται τα ψάρια<br /><b>5.</b> <b>ναυτ.</b> [[περιτύλιγμα]] από [[καραβόπανο]] για τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου, [[έλυτρο]]<br /><b>6.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[περιεχόμενο]] ενός σακιού, ό,τι περιέχεται [[μέσα]] στην [[παραπάνω]] [[θήκη]] («[[δέκα]] σάκοι [[καφέ]]»)<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> φαρδύ γυναικείο [[ένδυμα]], [[φόρεμα]] σε [[ίσια]] [[γραμμή]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ταχυδρομικός]] [[σάκος]]» — [[σάκος]] χρησιμοποιούμενος για την [[μεταφορά]] επιστολών και ταχυδρομικών δεμάτων β) «[[χειρουργικός]] [[σάκος]]» — ειδική [[θήκη]], χρησιμοποιούμενη [[κυρίως]] στον στρατό, η οποία περιέχει διάφορα φάρμακα, επιδέσμους και εργαλεία απαραίτητα για την [[παροχή]] τών πρώτων βοηθειών γ) «θα σού δείξω πόσα απίδια βάζει [ή παίρνει] ο [[σάκος]]» — λέγεται ως [[απειλή]] σε κάποιον για να συνετιστεί<br />β) «[[κηλικός]] [[σάκος]]»<br /><b>ιατρ.</b> ορογόνο [[περίβλημα]], αποτελούμενο από [[περιτόναιο]], που περιβάλλει το [[περιεχόμενο]] κήλης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[επενδύτης]] τών πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως [[κατά]] την [[διάρκεια]] τών μεγάλων μόνον εορτών, δηλ. του [[Πάσχα]], της Πεντηκοστής και τών Χριστουγέννων, το οποίο αργότερα έγινε το διακριτικό τους άμφιο, ενώ [[κατά]] τον 11ο αιώνα παρόμοιο επενδύτη φορούσαν διακεκριμένοι μητροπολίτες και από την [[εποχή]] της τουρκοκρατίας τον χρησιμοποίησαν όλοι οι επίσκοποι αντικαθιστώντας με αυτόν το [[πολυσταύριο]] ή το φελάνιο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[λεπτό]] [[κόσκινο]], [[στραγγιστήρι]], [[σουρωτήρι]], [[ιδίως]] για το [[κρασί]]<br /><b>2.</b> τραχύ [[ένδυμα]] το οποίο φορούσαν οι Ιουδαίοι όταν πενθούσαν<br /><b>3.</b> [[είδος]] μέτρου<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (στην [[κωμωδία]]) [[μακριά]] τραχιά [[γενειάδα]] σαν τρίχινο ύφασμα («σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής, πιθ. φοινικικής, προέλευσης (<b>πρβλ.</b> ακκαδικό <i>šaqqu</i>, εβρ. <i>šaq</i>). Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] η [[άποψη]] ότι πρόκειται για λ. μεσογειακή με ευρεία [[διάδοση]]. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>saccus</i>) και στην [[συνέχεια]] οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ., γαλλ., ρουμ. <i>sac</i>, γερμ. <i>Sack</i> <b>κ.ά.</b>)].<br /> <b>(II)</b><br />-ους και -εος και ιων. τ. γεν. σάκευς, τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] κοίλης ασπίδας η οποία πολλές φορές χρησίμευε και ως [[αγγείο]] υποδοχής υγρού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπεράσπιση]], [[προστασία]] («[[βωμός]], ἄρρηκτον [[σάκος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαϊκή λ. για την [[ασπίδα]], η οποία ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>twakos</i> «[[δέρμα]]» (το συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>tw</i>- έδωσε στην Ελληνική <i>σ</i>-) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>tvac</i>- «[[δέρμα]]» και με το χεττιτικό <i>tuekka</i>- «[[σώμα]]» (με φωνηεντισμό -<i>ε</i>-, ο [[οποίος]] αποτελεί πιθ. την αρχική [[μορφή]] φωνηεντισμού της λ.). Η λ. [[σάκος]] χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την [[μεγάλη]] μυκηναϊκή [[ασπίδα]], που προστάτευε [[ολόκληρο]] το [[σώμα]] του πολεμιστή, όπως λ.χ. για την [[ασπίδα]] του Αχιλλέως ή του Αίαντος, και διακρινόταν από την λ. [[ἀσπίς]], η οποία, όμως, τήν αντικατέστησε αρκετά [[νωρίς]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 14:48, 6 February 2024
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό, Ion. gen.
A σάκευς Hes.Sc.334 (Cretan word acc. to AB1096):—shield, Il.7.222, 18.478, 20.268, Hdt.1.52, etc.: it was concave, and hence sometimes used as a vessel to hold liquid, A.Th. 540.
2 metaph., shield, defence, βωμός, ἄρρηκτον σάκος A.Supp.190. (Prob. cogn. with Skt. tvác- 'skin, hide'.)[ᾰ], ὁ,
A v. σάκκος.
B σακός, ὁ, v. σηκός.
German (Pape)
[Seite 858] τό, der Schild; sehr häufig bei Hom. u. Hes.; er bestand in dieser ältesten Zeit aus dichten Flechtwerk (vgl. σάκκος) od. aus Holz, worüber rohe, harte Ochsenhäute einfach oder in mehreren Lagen gezogen waren, welche auch mit Metalllagen wechselten; der schwerste, stärkste Schild, den Hom. Il. 7, 222 erwähnt, besteht aus 7 Ochsenhäuten und einer achten Metalllage; μέγα τε στιβαρόν τε, 3, 335; er heißt sonst noch χάλκεον, χαλκῆρες, τετραθέλυμνον, ἑπταβόειον, auch, was von früher Kunst in der Verzierung u. Politur der Schilde zeugt, δαιδάλεον, ποικίλον, αἰόλον, παναίολον, φαεινόν; vgl. die Beschreibung des Schildes des Achilleus, 18, 428 ff.; u. des Herakles, Hes. Sc. 139 ff. Er wird über die Schulter mit einem Tragriemen getragen, ἑλὼν σάκος ὤμῳ lIl. 15, 474, ἀφείλετο ὤμων 125, vgl. Od. 14, 277; χαλκόδετα, Aesch. Spt. 145; χαλκήλατον, 522 u. öfter; ἑπτάβοιον ἄῤῥηκτον, Soph. Ai. 573; Eur. ὁ, s. σάκκος.
French (Bailly abrégé)
1ion. -εος, att. -ους (τό) :
bouclier d'osier ou de bois recouvert d'une peau de bœuf ou d'une plaque de métal ; fig. bouclier, protection, défense.
Étymologie: DELG mot i.-e. signifiant originellement « peau ».
2v. σάκκος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σάκος -εος, contr. -ους, τό schild, m. n. het manshoge schild; overdr. van een altaar:. ἄρρηκτον σάκος een onbreekbaar schild Aeschl. Suppl. 190.
σάκος -ου, ὁ zie σάκκος.
Russian (Dvoretsky)
σάκος: II (ᾰ) ὁ атт. = σάκκος.
εος, ион. ευς (ᾰ, у Hes. ᾱ) τό
1 щит (больших размеров) Hom., Hes., Aesch., Her.;
2 защита, прибежище (ἄρρηκτον σ. Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
σάκος: [ᾰ], ὁ, ἴδε σάκκος. Β. σᾱκός, ὁ, Δωρικ. ἀντὶ σηκός.
English (Autenrieth)
εος: the great shield. (See cuts Nos. 9, 16, 17.)
Greek Monolingual
(I)
ο
σάκκος, ΝΜΑ, και αττ. τ. σάκος Α
1. είδος στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή δέρμα ή από άλλο υλικό σήμερα, ανοιχτή στο επάνω μέρος, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων, σακί, τσουβάλι (α. «χάρτινος σάκος» β. «σάκκους τε ἐπ
ἁμαξέων εὕρισκον», Ηρόδ.)
2. (κατ' επέκτ.) χοντρό τρίχινο ύφασμα και, κυρίως, ύφασμα από τρίχα κατσίκας
νεοελλ.
1. (ναυτ.-στρ.) κυλινδρική θήκη από ανθεκτικό ύφασμα, κατάλληλη για την φύλαξη και την μεταφορά του ιματισμού και τών ατομικών ειδών τών ναυτικών και τών στρατιωτών
2. κοντός επενδύτης, σακάκι
3. εκκλ. αρχιερατικό άμφιο που φτάνει μέχρι τα γόνατα και το οποίο έχει κοντά και πλατιά μανίκια
4. (αλιευτ.) το τελευταίο κλειστό τμήμα αλιευτικού δικτύου τράτας, το οποίο έχει τις μικρότερες οπές και μέσα στο οποίο καταφεύγουν και συλλαμβάνονται τα ψάρια
5. ναυτ. περιτύλιγμα από καραβόπανο για τα πανιά ιστιοφόρου πλοίου, έλυτρο
6. συνεκδ. το περιεχόμενο ενός σακιού, ό,τι περιέχεται μέσα στην παραπάνω θήκη («δέκα σάκοι καφέ»)
7. μτφ. φαρδύ γυναικείο ένδυμα, φόρεμα σε ίσια γραμμή
8. φρ. α) «ταχυδρομικός σάκος» — σάκος χρησιμοποιούμενος για την μεταφορά επιστολών και ταχυδρομικών δεμάτων β) «χειρουργικός σάκος» — ειδική θήκη, χρησιμοποιούμενη κυρίως στον στρατό, η οποία περιέχει διάφορα φάρμακα, επιδέσμους και εργαλεία απαραίτητα για την παροχή τών πρώτων βοηθειών γ) «θα σού δείξω πόσα απίδια βάζει [ή παίρνει] ο σάκος» — λέγεται ως απειλή σε κάποιον για να συνετιστεί
β) «κηλικός σάκος»
ιατρ. ορογόνο περίβλημα, αποτελούμενο από περιτόναιο, που περιβάλλει το περιεχόμενο κήλης
νεοελλ.-μσν.
επενδύτης τών πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως κατά την διάρκεια τών μεγάλων μόνον εορτών, δηλ. του Πάσχα, της Πεντηκοστής και τών Χριστουγέννων, το οποίο αργότερα έγινε το διακριτικό τους άμφιο, ενώ κατά τον 11ο αιώνα παρόμοιο επενδύτη φορούσαν διακεκριμένοι μητροπολίτες και από την εποχή της τουρκοκρατίας τον χρησιμοποίησαν όλοι οι επίσκοποι αντικαθιστώντας με αυτόν το πολυσταύριο ή το φελάνιο
αρχ.
1. λεπτό κόσκινο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, ιδίως για το κρασί
2. τραχύ ένδυμα το οποίο φορούσαν οι Ιουδαίοι όταν πενθούσαν
3. είδος μέτρου
4. μτφ. (στην κωμωδία) μακριά τραχιά γενειάδα σαν τρίχινο ύφασμα («σάκον πρὸς ταῖν γνάθοιν ἔχειν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής, πιθ. φοινικικής, προέλευσης (πρβλ. ακκαδικό šaqqu, εβρ. šaq). Έχει διατυπωθεί επίσης η άποψη ότι πρόκειται για λ. μεσογειακή με ευρεία διάδοση. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. saccus) και στην συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ., γαλλ., ρουμ. sac, γερμ. Sack κ.ά.)].
(II)
-ους και -εος και ιων. τ. γεν. σάκευς, τὸ, Α
1. είδος κοίλης ασπίδας η οποία πολλές φορές χρησίμευε και ως αγγείο υποδοχής υγρού
2. μτφ. υπεράσπιση, προστασία («βωμός, ἄρρηκτον σάκος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή λ. για την ασπίδα, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα twakos «δέρμα» (το συμφωνικό σύμπλεγμα tw- έδωσε στην Ελληνική σ-) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. tvac- «δέρμα» και με το χεττιτικό tuekka- «σώμα» (με φωνηεντισμό -ε-, ο οποίος αποτελεί πιθ. την αρχική μορφή φωνηεντισμού της λ.). Η λ. σάκος χρησιμοποιήθηκε αρχικά για την μεγάλη μυκηναϊκή ασπίδα, που προστάτευε ολόκληρο το σώμα του πολεμιστή, όπως λ.χ. για την ασπίδα του Αχιλλέως ή του Αίαντος, και διακρινόταν από την λ. ἀσπίς, η οποία, όμως, τήν αντικατέστησε αρκετά νωρίς].
Greek Monotonic
σάκος: [ᾰ], τό, γεν. -εος, Ιων. -ευς (σάττω), ασπίδα, σε Όμηρ. κ.λπ. Οι πρώτες ασπίδες ήταν φτιαγμένες από πλεγμένα κλαδιά ή από ξύλο και ήταν καλυμμένες από δέρματα βοδιού· κάποιες φορές ήταν καλυμμένες και με φύλλα μετάλλου (η ασπίδα του Αίαντα είχε επένδυση με επτά στρώματα δέρματος βοδιού). Η ασπίδα ήταν κοίλη, χρησιμεύοντας έτσι στη συγκράτηση νερού, σε Αισχύλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: shield (made of leather), prop. longshield, tower shield (cf. ἀσπίς w. lit.; Hom., also A. a.o.).
Compounds: Some compp; e.g. σακέσ-παλος shield-swaying (Ε 126, Call., Nonn.). σάκος -φόρος shield-bearing (B., S., E.), φερε-σσακής id. (Hes. Sc., Nonn.); cf. Trümpy Fachausdrücke 20ff., Ruijgh L'élém. ach. 94 f. w. many details.
Derivatives: No derivv.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Semit.
Etymology: Old word, which orig. indicated the skin, the hide and seemed also atteseted in Oind.: tvác- f. skin, hide, as s-stem (= σάκος) a.o. in híraṇya-tvacas- with golden skin. Here prob. also, but with e-vowel, which does not agree with σάκος, Hitt. tuekkaš body. Lit. in Mayrhofer s. tvák; older lit. in Bq and WP. 1, 747 (Pok. 1099). Quite uncertain OP. taka-barā, adjunct of the Yaunā (Ionians); s. Mayrhofer Orientalia 33, 84ff. (after Pisani Glotta 42, 183 ff. loan from Gr. *σακοφόρος[?]). -- The word is prob. a loan from Semit., Acc. saqqu, Hebr. śaq; Masson, Emprunts sémit. 24.
Middle Liddell
σᾰ́κος, εος, τό, σάττω
a shield, Hom., etc. The earliest shields were of wicker-work or of wood, covered with ox-hides, and sometimes with metal-plates, (that of Ajax had seven hides and an eighth layer of metal); it was concave, so as to hold liquid, Aesch.
Frisk Etymology German
σάκος: {sákos}
Grammar: n.
Meaning: ‘Schild (aus Leder)’, eig. wohl Langschild, Turmschild (vgl. ἀσπίς m. Lit.; Hom., auch A. u.a.).
Composita: Einige Kompp; z.B. σακέσπαλος schildschwingend (Ε 126, Kall., Nonn.). ~ -φόρος schildtragend (B., S., E.), φερεσσακής ib. (Hes. Sc., Nonn.); vgl. Trümpy Fachausdrücke 20ff., Ruijgh L’élém. ach. 94 f. m. vielen Einzelheiten.
Derivative: Keine Ableitungen.
Etymology: Altes Wort, das ursprünglich die Haut, das Fell bezeichnete und auch im Aind. belegt ist: tvác- f. Haut, Fell, als s-Stamm (= σάκος) u.a. in híraṇya-tvacas- mit goldenem Fell. Hierher wohl auch, allerdings mit e-Vokal, der zu σάκος nicht stimmt, heth. tuekkaš Körper. Lit. bei Mayrhofer s. tvák; ält. Lit. bei Bq und WP. 1, 747 (Pok. 1099). Sehr unsicher apers. taka-barā, Beiwort der Yaunā (Ionier); s. Mayrhofer Orientalia 33, 84ff. (nach Pisani Glotta 42, 183 ff. aus gr. *σακοφόρος entlehnt[?]).
Page 2,672
Mantoulidis Etymological
ἤ σάκος
1 ὁ (=σακούλι). Ἡ προέλευσή της εἶναι ἑβραϊκή. Ἴσως ἀπό τό σάττω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
2 -εος, τό (=ἀσπίδα ἀπό κλαδιά λυγαριᾶς). Ἔχει σχέση μέ τό σάττω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Translations
bag
Albanian: thes,çantë; Amharic: ቦርሳ, ጁኒያ; Arabic: حَقِيبَة, جَيْب, كِيس; Egyptian Arabic: كيس; Gulf Arabic: جنطة; Hijazi Arabic: شَنْطَة, كيس; Moroccan Arabic: خنشة; Armenian: պայուսակ, տոպրակ, պարկ; Assamese: মোনা, টোপোলা, জোলোঙা; Azerbaijani: çanta; Bashkir: тоҡ, тоҡсай; Basque: poltsa; Belarusian: сумка, мяшок, торба; Bengali: ব্যাগ; Bulgarian: торба, чанта, чувал, плик; Burmese: အိတ်; Catalan: bossa; Cherokee: ᏕᎦᎵᏗ; Chichewa: thumba; Chinese Cantonese: 袋; Dungan: бозы; Mandarin: 包, 袋; Cornish: sagh; Czech: taška, pytel; Danish: bærepose, sæk, taske; Dutch: zak, tas; Dzongkha: ཕད་ཅུང; East Malay: uncaŋ; Esperanto: sako; Estonian: kott; Fijian: kato, beki, taga; Finnish: kassi, laukku, pussi, säkki; French: sac, poche, cornet; Friulian: sac; Galician: motela, boria, argán, buzaca, taleiga, barxoleta, bisallo, bulsa, faldriqueira, falchoca; Georgian: ტომარა; German: Beutel, Tasche, Sack; Gothic: 𐌱𐌰𐌻𐌲𐍃; Greek: σακούλα, σάκος; Ancient Greek: θύλακος, πήρα, σάκκος, σάκος; Gujarati: થેલી; Haitian Creole: sak, sachè; Hausa: jaka; Hebrew: תִּיק; Hindi: बैग, खीसा, झोला; Hungarian: táska, zsák, szatyor, tasak; Icelandic: poki; Ido: sako; Indonesian: tas; Irish: mála; Italian: sacco, busta; Japanese: 袋, バッグ; Kabuverdianu: bolsa; Kazakh: сумка, сөмке, дорба; Khmer: កប៉ៅ; Korean: 가방, 봉지(封紙), 봉투(封套), 자루; Kyrgyz: сумка, мүшөк; Ladino: bolsa, chanta, ibé, sako, torba; Lao: ກະເປົາ, ຖົງ; Latin: follis, saccus; Latvian: soma, maiss; Lezgi: чанта; Limburgish: tuut, zak; Lithuanian: krepšys; Malagasy: kitabo; Malay: beg; Malayalam: സഞ്ചി; Manchu: ᡶᡠᠯᡥᡡ, ᡶᠠᡩᡠ; Mbyá Guaraní: voxa; Middle English: bagge, male; Mizo: ip, ịp; Mongolian Cyrillic: уут, шуудай, тор; Nepali: झोला, थैलो, ब्याग; Norman: puk, pouque; Norwegian Bokmål: veske; Nynorsk: veske; Ojibwe: mashkimod; Old English: codd; Oromo: korojoo; Ossetian: голлаг; Pashto: تېله; Persian: کیسه, کیف, ساک; Plautdietsch: Sak; Polish: torba, torebka, worek; Portuguese: sacola, saco; Romagnol: sac; Romani: gono; Romanian: pungă, sac; Russian: сумка, мешок, пакет, торба; Scottish Gaelic: màileid, baga, poca, màla; Serbo-Croatian Cyrillic: торба; Roman: tórba; Slovak: taška, vrece, vrecko; Slovene: torba; Somali: kiish; Sorbian Lower Sorbian: měch; Spanish: bolsa, saco, cartucho, funda, jaba, talego; Swahili: mfuko; Swedish: väska, säck, kasse; Tagalog: supot, bulsa, bag; Tajik: сумка, киф, халта; Tamil: பை; Tatar: торба; Tedim Chin: ip; Thai: ถุง, กระเป๋า; Tibetan: ལྟོ་ཕད, སྣོད་ཕད; Tocharian B: ṣorpor; Tok Pisin: bek; Turkish: çanta, poşet, paket, torba; Turkmen: bukja, sumka, torba; Turoyo: ܫ̰ܰܢܛܰܐ; Ukrainian: сумка, мішок, торба, чувал; Urdu: بیگ; Uyghur: خالتا, قاپ, سومكا; Uzbek: sumka, qopcha, xalta; Venetian: spòrta; Vietnamese: bao, túi; Vilamovian: zak; Walloon: saetch, saetchot; Welsh: cwdyn, bag; West Frisian: pûde; White Hmong: hnab; Zazaki: heqibe, torbe; Zhuang: suek, duk; Zou: ip
shield
Adyghe: ашъо; Afar: gob; Afrikaans: skild; Albanian: mburojë, shqyt; Amharic: ጋሻ; Arabic: تُرْس, دِرْع; Hijazi Arabic: دِرع; Aramaic Classical Syriac: ܣܟܪܐ; Arapaho: heeceiʼ; Armenian: վահան; Assamese: ঢাল; Asturian: escudu; Azerbaijani: qalxan; Bambara: nɛgɛbɛnnan; Bashkir: ҡалҡан; Basque: ezkutu; Belarusian: шчыт; Bengali: ঢাল; Binukid: kalasag; Breton: skoed; Bulgarian: щит; Burmese: ကာ; Buryat: халха; Catalan: escut; Cebuano: kalasag; Chichewa: chishango; Chinese Cantonese: 盾; Hakka: 盾; Mandarin: 盾, 盾牌; Min Bei: 盾; Min Dong: 盾; Min Nan: 盾; Wu: 盾; Classical Nahuatl: chīmalli; Coptic: ϣⲉⲃϣⲓ, ⲑⲩⲣⲱⲛ; Cornish: skoos; Czech: štít; Dakota: waháchąka; Danish: skjold; Dutch: schild; Dyirbal: bigan; Eastern Arrernte: alkwerte; Erzya: ваксар; Esperanto: ŝildo; Estonian: kilp; Faroese: skjøldur; Finnish: kilpi; French: bouclier, écu; Friulian: scût; Galician: escudo; Georgian: ფარი; German: Schild; Alemannic German: Schilt; Pennsylvania German: Schild; Gothic: 𐍃𐌺𐌹𐌻𐌳𐌿𐍃; Greek: ασπίδα; Ancient Greek: ἀσπίς, σάκος, θυρεός, λαισήϊον; Hausa: garkuwa; Hebrew: מָגֵן; Higaonon: kalasag; Hindi: ढाल, कवच; Hungarian: pajzs; Hunsrik: Schild; Icelandic: skjöldur; Ido: shildo; Indonesian: tameng; Interlingua: scuto; Irish: sciath; Italian: scudo; Japanese: 盾; Kalmyk: халхц; Kannada: ಗುರಾಣಿ, ಡಾಲು; Karakalpak: qalqan; Kasem: cɩ-kwaŋa, tɔn-tɩʋ; Kazakh: қалқан; Khmer: ខែល; Korean: 방패(防牌)(旁牌); Kyrgyz: калкан; Lao: ແສງ, ໂລ່; Latgalian: škīda; Latin: scutum, clipeus, parma; Latvian: vairogs, šķīda; Limburgish: sjèldj, sjildj; Lindu: kaliawo; Lithuanian: skydas; Luganda: engabo Luxembourgish: Schëld; Macedonian: штит; Malagasy: ampinga; Malay: perisai; Malayalam: പരിച; Maltese: tarka; Manx: scape; Maori: kahupeka; Marathi: ढाल; Middle Persian: 𐭮𐭯𐭥, 𐫖𐫃𐫏𐫗; Mongolian Cyrillic: бамбай; Nahuatl Classical: chimal, chimalli; Highland Puebla: chi̱mal; Navajo: naagééh, áchʼą́ą́h neilyéii; Nepali: कवच; Ngazidja Comorian: mbinga; Ngunawal: bimbiang; Nhanda: wurnda; Nogai: калкан; Northern Norwegian Bokmål: skjold; Occitan: escut, bloquier; Old Church Slavonic Cyrillic: щитъ; Old East Slavic: щитъ; Old English: sċield; Old French: escut; Old Norse: skjǫldr; Old Occitan: escut; Omaha-Ponca: taháwagthe; Ossetian: уарт; Ottoman Turkish: قلقان, سپر, ترس, درقه; Pashto: سپر, ډال; Penobscot: an̈gȣ̑ian; Persian: سپر, مژن, مجن; Piedmontese: scu; Plautdietsch: Schilt; Polish: tarcza, szczyt; Portuguese: escudo; Rohingya: dhál; Romanian: scut, pavăză; Russian: щит; Sanskrit: कवच, ढाल; Scottish Gaelic: sgiath; Serbo-Croatian Cyrillic: шти̑т; Roman: štȋt; Shor: қуйақ; Sinhalese: පලිහ; Slovak: štít; Slovene: ščit; Sorbian Lower Sorbian: šćit; Upper Sorbian: škit; Southern Altai: калка кӧлгӧк; Spanish: escudo; Swahili: ngao; Swazi: lihawu; Swedish: sköld; Sylheti: ꠓꠣꠟ; Tabasaran: къалкан; Tagalog: kalasag; Tajik: сипар; Tamil: கேடயம்; Tatar: калкан; Telugu: డాలు; Tetum: kalili; Thai: โล่, เขน; Turkish: kalkan; Turkmen: galkan; Ugaritic: 𐎖𐎍𐎓; Ukrainian: щит; Urdu: ڈهال; Uyghur: قالقان; Uzbek: qalqon; Vietnamese: khiên, lá chắn; Volapük: platäd; Wajarri: gurnda; Welsh: tarian; Middle Welsh: taryan, ysgwyt; West Frisian: skyld; White Yiddish: שילד; Yucatec Maya: chimal
strainer
Bikol Central: sernian; Bulgarian: цедка; Catalan: colador; Chinese Dutch: filter, vergiet; Esperanto: kribrilo; Finnish: siivilä; French: filtre; Georgian: თუშფალანგი; German: Sieb, Durchschlag; Greek: σουρωτήρι, στραγγιστήρι, τρυπητό; Ancient Greek: διέραμα, διυλιστήρ, ἠθάνιον, ἠθμός, ἡθμός, κυρτίδιον, κυρτίς, κύρτος, πλόκανον, σάκκος, σάκος; Icelandic: sigti; Irish: síothlán; Italian: colino, colatoio; Japanese: 濾過器, ストレーナー; Latin: colum; Malayalam: അരിപ്പ; Mandarin: 濾器, 滤器, 過濾器, 过滤器, 網濾, 网滤, 笊籬; Maori: tātari; Occitan: filtre, colador, mancha; Persian: ماشوب; Plautdietsch: Säw; Polish: sito, cedzak; Portuguese: peneira; Romanian: strecurătoare; Russian: сито, фильтр, ситечко, дуршлаг; Scottish Gaelic: sìoltachan; Serbo-Croatian: цедило, cedilo, цједило, cjedilo; Slovak: sito, cedidlo; Spanish: colador, filtro; Swedish: sil, filter, durkslag, sikt; Tagalog: salaan; Turkish: süzgeç; Waray-Waray: saraan