σάττω
English (LSJ)
Ion. σάσσω Hp.Morb.2.14: impf. A ἔσαττον Pherecr.78: aor. ἔσαξα Hdt.3.7, X.Oec.19.11, Alex.133.6:—Med., v. infr.1.1,4: —Pass., aor. ἐσάχθην, v. infr. ΙΙ: pf. σέσακται Cerc.3; imper. σεσάχθω Antiph.222.8; part. σεσαγμένος and 3pl. plpf. ἐσεσάχατο (v. infr.):—fill quite full, pack, stuff, πᾶς δ' ἀνὴρ ἔσαττε τεῦχος ἢ κόϊκ' ἢ κωρύκους Pherecr.l.c.; ἔσαττον τὰς γνάθους Eub.42.3: c. gen., σ. τῶν ἀρωμάτων (sc. τὴν κοιλίην) Hp.Steril.230; τὸ δέρμα κνεφάλλων σ. Theopomp.Com.45: c. dat., τυρῷ τε σάξον ἁλσί τ' (sc. τὸν σαῦρον) Alex. l.c., cf. Luc.Herm.65, Syr.D.48:—Med., ἵνα δῷς αὐτῷ τῶν τε γιγάρτων καὶ στεμφύλου κεράμια β σάξασθαι prob. in PCair.Zen.527 (iii B.C.); χρυσῷ σαξάμενος πήρην Orac. ap. Luc.Peregr.30, cf. D.L.6.9:—Pass., τὴν γαστέρ' ᾔων κἀχύρων σεσαγμένος Pherecr.161; ὁ σπλὴν σεσάχθω Antiph. l.c.; τὰ ἀγγεῖα σαττόμενα οὐδὲν μείζω γίνεται Arist.Pr.928b29. 2 τὸν καρπὸν . . σ. εἰς ἀγγεῖα pack it into jars, Plb.12.2.5. 3 press close, compress, σ. τὴν γῆν περὶ τὸ φυτόν X. Oec.19.11:—Pass., Arist.Mete.365b18, Pr.938b30. 4 τὰ σιδάρια δ[εσμὰ… ]σαι καὶ σάξαι dub. sens., perhaps strengthen, SIG247I217 (Delph., iv B.C.):—Med., τὸ τεῖχος ἐσάξαντο they strengthened their wall, Hdt.5.34. II metaph., load, σάττει καὶ πληροῖ τὴν ἐπιθυμίαν (compared to an ἀγγεῖον) Arist.Pr.928b32:—Pass., τριήρης σεσαγμένη ἀνθρώπων manned, X.Oec.8.8; πημάτων σεσαγμένος laden with woes, of a messenger, A.Ag.644; σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν laden with spiritual riches, X.Smp.4.64; τρυφῆς ὑφ' ἡδοναῖσι σαχθέντες κέαρ Diog.Sinop.1.2 (prob.cj.); ἀνέρες ὧν τὸ κέαρ παλῶ σέσακται Cerc. l.c.; σὺν πορδακοῖσιν εἵμασιν σεσαγμένοι (σεσαγμένοις codd. Sch. Ar., om. codd. Str.) weighed down, Semon.21. III equip, provide with a store, σάξαντες ὕδατι [τὴν ἐσβολήν] equipping the entrance to Egypt with a store of water, Hdt.3.7:—Pass., Ὑρκάνιοι κατά περ Πέρσαι ἐσεσάχατο were equipped, Id.7.62, cf. 70, 73, 86; ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι Theoc.17.94.
German (Pape)
[Seite 864] packen; – 1) von Kriegern, mit voller Waffenrüstung bepacken, vollständig bewaffnen, ausrüsten, mit allen Waffen versehen, Valck. Her. 7, 62. 70. 73. 86, wo immer das plusqpf. pass. ἐσεσάχατο steht; ἀσπιδιῶται χαλκῷ σεσαγμένοι, Theocr. 17, 94; überh. mit allem Erforderlichen an Kleidung, Kost u. dgl. beladen, versehen, ὕδατι σάττειν, mit Wasser hinlänglich versehen, Her. 3, 7. – Bes. von Reit-, Zug- u. Lastthieren, beladen, bepacken, aufschirren, ihnen den Pack- od. Saumsattel auflegen, Sp. (vgl. σάγμμ). – 2) anfüllen, vollmachen mit Etwas, τινός, wie τοιῶνδε μέντοι πημάτων σεσαγμένον, Aesch. Ag. 630; φορμοῖς ἀχύρων σεσαγμένοις, Pol. 1, 19, 13; τριήρης σεσαγμένη ἀνθρώπων, Xen. Oec. 8, 18; σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν, Conv. 4, 64; seltener c. dat. – Bes. auch mit Speise u. Trank anfüllen, sättigen, τὰς γνάθο υς, Eubul. bei Ath. XV, 571 f; u. übertr., σάττει καὶ πληροῖ τὴν ἐπιθυμίαν, Arist. probl. 21, 14. – In der Kochkunst, farciren, σπλὴν σεσάχθω Antiphan. bei Ath. VII, 295 d, σαῦραν τυρῷ σάξον Alex. ib. 322 d. – 3) feststampfen, festdrücken, σάξαις ἂν τὴν γῆν περὶ τὸ φυτόν, Xen. Oec. 19, 11, die Erde um die Pflanze festtreten; fest hineindrücken, εἴς τι, τὸν μὲν σάττουσιν εἰς ἀγγεῖα, Pol. 12, 2, 5; dah. pass. σάττεται, es drückt sich zusammen, fällt zusammen, setzt sich, Arist. meteor. 2, 7.
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἔσαξα, pf. inus.
Pass. ao. ἐσάχθην, pf. σέσαγμαι;
1 équiper, armer : σάττειν χαλκῷ THCR couvrir d'une armure d'airain;
2 approvisionner ; remplir, bourrer, farcir : τί τινος ou τί τινι remplir (un vase, un navire) de qch ; σάττειν γῆν περὶ φυτόν XÉN tasser de la terre autour d'une plante;
Moy. σάττομαι remplir ou bourrer pour soi ; χρυσῷ πήρην LUC remplir sa besace d'or.
Étymologie: R. Σαγ, charger ; cf. σάγμα, σάγος, σάγη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σάττω, Ion. σάσσω, perf. med.-pass. σέσαγμαι; Ion. plqperf. med. 3 plur. ἐσεσάχατο volstoppen:; σάξαντες ὕδατι met water vol laten lopen Hdt. 3.7.1; dichtstoppen, ook med.. τὸ τεῖχος ἐσάξαντο zij versterkten de muur Hdt. 5.34.1. milit. bepakken, uitrusten, meest pass. bepakt zijn, uitgerust zijn:; Ἀρμένιοι... κατά περ Φρύγες ἐσεσάχατο de Armeniërs waren net zo uitgerust als de Phrygiërs Hdt. 7.73.2; χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι uitgerust met schitterend brons Theocr. Id. 17.94; overdr.. τοιῶνδε πημάτων σεσαγμένον onder dergelijke rampen gebukt Aeschl. Ag. 644.
Russian (Dvoretsky)
σάττω: (aor. ἔσαξα; pass.: aor. ἐσάχθην, ион. 3 л. pl. ppf. ἐσεσάχατο)
1) снабжать: σάξαντες ὕδατι (τὴν Αἴγυπτον) Her. снабдив Египет водой;
2) наполнять, набивать (τριήρης σεσαγμένη ἀνθρώπων Xen.; κεράμιον ψάμμῳ σεσαγμένον Luc.): πημάτων σεσαγμένος Aesch. удрученный всяческими несчастьями;
3) втискивать, набивать (τι εἴς τι Polyb.);
4) оснащать, вооружать (Ὑρκάνιοι κατά περ Πέρσαι ἐσεσάχατο Her.);
5) утаптывать (τὴν γῆν περί τι Xen.);
6) насыщать (τὴν ἐπιθυμίαν Arst.).
Greek Monolingual
ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α
νεοελλ.
σελώνω, σαμαρώνω
μσν.
καταβυθίζω
αρχ.
1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ' ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ' ἢ κωρύκους», Φερεκρ.)
2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω
3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα στρώματα («τὸν καρπὸν... σάττειν εἰς ἀγγεῖα», Πολ.)
4. συμπιέζω, συνθλίβω («σάττει τὴν γῆν περὶ τὸ φυτόν», Ξεν.)
5. εφοδιάζω κάποιον ή κάτι με τα αναγκαία («σάξαντες ὕδατι [τὴν εἰσβολήν]», Ηρόδ.)
6. μτφ. πληρώ, χορταίνω, ικανοποιώ («σάττει καὶ πληροῑ τὴν ἐπιθυμίαν», Αριστοτ.)
7. παθ. σάττομαι και σάσσομαι
α) (για πλοίο) επανδρώνομαι («τριήρης σεσαγμένη ἀνθρώπων», Ξεν.)
β) (για πολεμιστή) οπλίζομαι, αρματώνομαι («ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι», Θεόκρ.)
γ) είμαι κατάφορτος («πημάτων σεσαγμένος», Αισχύλ.)
δ) φορτώνομαι με μεγάλο βάρος («σὺν πορδακοῖσιν εἵμασιν σεγαγμένοι», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οικογένεια τεχνικών όρων άγνωστης ετυμολ. Το ρ. σάττω εμφανίζει δύο θέματα με άηχο και ηχηρό ουρανικό σύμφωνο: σακ- (πρβλ. σάξις, σάκτωρ, σάκτας) και σαγ- (πρβλ. σαγή, σάγμα). Κατά μία άποψη, ο ενεστ. σάττω είναι αρχικός τ. και οι τ. σαγή και σάγμα, αναλογικοί (πρβλ. πράσσω: πρᾶγμα), ενώ, κατ' άλλη άποψη, αρχαιότερος θεωρείται ο σύνθ. κρητ. τ. συνεσσάδδῃ και ο ενεστ. σάττω, προϊόν αναλογίας (πρβλ. τάσσω: ταγή: τᾶγμα). Η οικογένεια του σάττω με αρχική σημ. «γεμίζω, σωρεύω, στοιβάζω», από όπου «εφοδιάζω, εξοπλίζω, φορτώνω», χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το σέλωμα, το σαμάρωμα και το φόρτωμα τών υποζυγίων. Αμφίβολη, τέλος, θεωρείται η σύνδεση του ρ. με την λ. σηκός].
Greek Monotonic
σάττω: αόρ. αʹ ἔσαξα — Παθ., αόρ. αʹ ἐσάχθην, παρακ. σέσαγμαι· Ιων., γʹ πληθ. υπερσ. ἐσεσάχατο (Η √ΣΑΓ, όπως στον Παθ. παρακ. σάγμα, σάγος, σάγη)·
I. 1. συσκευάζω, πακετάρω ή φορτώνω, κανονικά φοράω το σαμάρι σε φορτηγά ζώα, τα φορτώνω, τα σαμαρώνω· απ' όπου, λέγεται για πολεμιστές· στην Παθ., είμαι πλήρως εξοπλισμένος, σε Ηρόδ.· χαλκῷ σεσαγμένοι, σε Θεόκρ.
2. εφοδιάζω με όλα τα αναγκαία πράγματα· σάξαντες ὕδατι (τὴν εἰσβολήν), έχοντας εφοδιάσει την επιχείρηση εισβολής (στην Αίγυπτο) με νερό, σε Ηρόδ.
II. γενικά, υπερφορτώνω, υπερπληρώ, παραγεμίζω κάτι — Παθ., με γεν., πημάτων σεσαγμένος, φορτωμένος με παθήματα, δυστυχίες, σε Αισχύλ.· τριήρης σεσαγμένη ἀνθρώπων, σε Ξεν.· επίσης με δοτ., ικανοποιώ, χορταίνω κάτι, σε Λουκ.· ομοίως στη Μέσ., χρυσῷ σαξάμενος πήρην, στο ίδ. — Παθ., σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν, κορεσμένος από τα πλούτη, σε Ξεν.
III. πιέζω, συμπιέζω, καταπιέζω, συνθλίβω, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
σάττω: Ἰων. σάσσω Ἱππ. 466. 21· παρατ. ἔσσατον Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 12· ἀόρ. ἔσαξα Ἡρόδ. 3. 7, Ξεν. Οἰκ. 19, 11, Ἄλεξις ἐν «Λευκαδίᾳ» 1. - Μέσ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. γ. - Παθ., ἀόρ. ἐσάχθην, ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2· πρκμ. σέσακται Κερκιδ. παρὰ Στοβ. τ. 4. 43· προστ. σεσάχθω Ἀντιφάν. ἐν «Φιλωτ.» 1· ἴδε κατωτ. - Παρὰ τῷ Ἱππ. ὁ μέλλων σχηματίζεται διὰ τοῦ σ (ὡς τὸ πλάσω ἐκ τοῦ πλάσσω), ἐσσάσω 504. 54· καὶ ἀόρ. ἐσέσασα 500. 13., 504. 55. (Ἡ ῥίζα εἶναι ΣΑΓ, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ σάγμα, σάγος, σαγή· πρβλ. ὡσαύτως σάκος). Φορτώνω, κυρίως δὲ «σαμαρώνω», ἐπιθέτω τὸ σάγμα ἢ σαμάριον καὶ ἐπ’ αὐτοῦ τὸ φορτίον, πρβλ. σάγμα· ἐντεῦθεν, Ι. ἐπὶ πολεμιστῶν, φορτώνω μὲ ὅπλα, ὁπλίζω διὰ πανοπλίας, ἁρματώνω· - Παθ., ὁπλίζομαι διὰ πανοπλίας, Ἡρόδ. 7. 62, 70, 73, 86 (ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. γ΄ πληθ. παθ. ὑπερσυντ. ἐσεσάχατο)· ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι Θεόκρ. 17. 94· πρβλ. σαγή. 2) ἐφοδιάζω μὲ πάντα τὰ ἀναγκαῖα, σάξαντες ὕδατι [τὴν ἐσβολήν], ἀφοδιάσαντες τὴν εἰς Αἴγυπτον εἴσοδον μὲ ὕδωρ, Ἡρόδ. 3. 7. ΙΙ. καθόλου, καλῶς ἢ βαρέως φορτώνω, καλῶς γεμίζω, ὑπερπληρῶ, πᾶς δ’ ἀνὴρ ἔσαττε τεῦχος ἢ κόϊκ’ ἢ κωρύκους Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἔσαττον τὰς γνάθους, ἐπλήρουν αὐτὰς τροφῆς, Εὔβουλ. ἐν «Καμπ.» 4. - Παθ., ὁ σπλὴν σεσάχθω Ἀντιφ. ἐν «Φιλωτ.»1. β) μετὰ γεν. πράγματος, σ. τῶν ἀρωμάτων (καὶ τὴν κοιλίην) Ἱππ. 682. 43· τὸ δέρμα κνεφάλλων σ. Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Πανταλ.» 2· ἐν τῷ παθητ. πρκμ., πημάτων σεσαγμένος, φορτωμένος παθήματα, δυστυχίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 644· τριήρης σεσαγμένη ἀνθρώπων Ξεν. Οἰκ. 8, 8· γαστέρ’ ᾔων κἀχύρων σεσαγμένους Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 14. γ) μετὰ δοτ., τυρῷ τε σάξον ἁλσὶ τ’ (Δῆλ. τὸν σαῦρον) Ἄλεξ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Λουκ. Ἐρμότ. 65, π. τῆς Συρ. Θεοῦ 48· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, χρυσῷ σαξάμενος πήρην ὁ αὐτ. ἐν Περεγρ. 30, πρβλ. Κερκιδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Διογ. Λ. 6. 9· - οὕτω τὸ ῥῆμα πίμπλημι εἶναι ἐν χρήσει καὶ μετὰ γεν. καὶ μετὰ δοτ. πράγματος, 2) πληρῶ τροφῆς καὶ ποτοῦ, χορταίνω, ἱκανοποιῶ, σ. καὶ πληροῖ τὴν ἐπιθυμίαν Ἀριστ. Προβλ. 21. 14, 2. - Παθ., σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν, κορεσθείς, χορτάσας ἐκ πλούτου, Ξεν. Συμπ. 4, 64· τρυφῆς… σαχθέντες κέαρ Nauck εἰς Τραγικ. Ἀποσπ. σ. 628. ΙΙΙ. πιέζω, συνθλίβω πρὸς τὰ ἄνω, σ. τὴν γῆν περὶ τὸ φυτόν, πατῶ τὴν γῆν πέριξ φυτοῦ, Ξεν. Οἰκ. 19, 11· σ. καρπὸν εἰς ἀγγεῖα, «πατῶ», θέτω πολλοὺς καρποὺς ἀλλεπαλλήλους εἰς.., Πολύβ. 12. 2, 5. - Παθ., στενῶς συσσωρεύομαι, σύν.. εἵμασιν σεσαγμένοις Σιμωνίδ. Ἀμοργ. 19 (κατὰ Welck. σεσαγμένοι), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 8, Προβλ. 25. 8, 4. IV. ἀνεταβ., καταπίπτω, καταβυθίζω, Ἄννα Κομν. 2. 73.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to stuff, to compress, to pack, to load, to equip (IA., Cret.).
Other forms: Ion. σάσσω (Hp.), Cret. (Gortyn) συνεσσάδδῃ, aor. σάξαι, pass. σαχθῆναι, perf. midd. σέσαγμαι.
Compounds: Also w. prefix, e. g. ἐπι-.
Derivatives: 1. σαγή or σάγη f. (acc. after Hdn. 1, 309) pack, equipment (since A.), also pack saddle (pap., Babr. a. o.); 2. σάγμα (ἐπί- σάττω) n. coat, cloak (E., Ar.), pack saddle (LXX, Str., pap; usw.), dimin. -άτιον n. (Arr.); -ατᾶς m. saddler (pap.). 3. σάκτας m. bag, pouch (Ar. Pl. 681, Poll.), prop. "stuffer" (Björck Alpha impurum. 68), also = ἰατρός (Boeot., Stratt.), prob. as nickname (cf. Bechtel Dial. 1, 310); diff. Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 26 (to Skt bhiṣáj- doctor; by Mayrhofer s. v. rejected); 4. σακτήρ = θύλακος H.; 5. σάκτωρ, -ορος m. crammer (A. Pers. 924; anap.); 6. σάκτρα f. = φορμός Phot. 7. σάξις (ἐπί- σάττω) f. cramming (Arist., Thphr.); 8. σακτός crammed (Antiph., pap.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The forms σάττω, σάξαι, σέσαγμαι including the nominal derivv., of which σαγή and σάγμα with analog. -γ- (reversed Bechtel Dial. 2, 745: γ original as in Crot. σάδδῃ; but σάττω analog. after σάξαι), form a regular nivellated system, of which the starting point cannot be reconstructed by lack of an etym. A possible connection gives the nasalised Toch. AB twāṅk- force in (IE *tu̯a-n-k-; v. Windekens Orbis 11, 180; 12, 188); but Skt. tvanakti (Lex.) draw together is unreliable (s. Mayrhofer s. v.). Further superseded comparisons w. lit. in Bq and WP. 1, 746 f. (Pok. 1098). Cf. also σηκός and σωκός; also συχνός.
Middle Liddell
[The Root is !σαγ, as in perf. pass., σάγμα, σάγος, σάγη.]
to pack or load, properly of putting the packsaddle on beasts of burthen: hence,
I. of warriors, in Pass. to be fully armed, Hdt.; χαλκῶι σεσαγμένοι Theocr.
2. to furnish with all things needful, σάξαντες ὕδατι [τὴν ἐσβολήν] having furnished the entrance (into Egypt) with water, Hdt.
II. generally, to load heavily, fill quite full of a thing: Pass., c. gen., πημάτων σεσαγμένος laden with woes, Aesch.; τριήρης σεσαγμένη ἀνθρώπων Xen.:—also c. dat. to fill full with a thing, Luc.; so in Mid., χρυσῶι σαξάμενος πήρην Luc.:—Pass., σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν having his fill of riches, Xen.
III. to pack close, press down, Xen.
Frisk Etymology German
σάττω: {sáttō}
Forms: ion. σάσσω (Hp.), kret. (Gortyn) συνεσσάδδῃ, Aor. σάξαι. Pass. σαχθῆναι, Perf. Med. σέσαγμαι,
Grammar: v.
Meaning: vollstopfen, festdrücken, bepacken, beladen, ausrüsten (ion. att., kret.).
Composita: auch m. Präfix, z. B. ἐπι-,
Derivative: Davon 1. σαγή oder σάγη f. (Akz. nach Hdn. 1, 309) Packung, Ausrüstung (seit A.), auch Saumsattel (Pap., Babr. u. a.); 2. σάγμα (ἐπί- ~) n. Decke, Mantel (E., Ar.), Saumsattel (LXX, Str., Pap; usw.), Demin. -άτιον n. (Arr.); -ατᾶς m. Sattler (Pap.). 3. σάκτας m. Sack, Beutel (Ar. Pl. 681, Poll.), eig. "Stopfer" (Björck Alpha impurum. 68), auch = ἰατρός (böot., Stratt.), wohl als Spottname (vgl. Bechtel Dial. 1, 310); anders Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 26 (zu aind. bhiṣáj- Arzt; von Mayrhofer s. v. abgelehnt); 4. σακτήρ = θύλακος H.; 5. σάκτωρ, -ορος m. Vollstopfer (A. Pers. 924; anap.); 6. σάκτρα f. = φορμός Phot. 7. σάξις (ἐπί- ~) f. das Vollstopfen (Arist., Thphr.); 8. σακτός vollgestopft (Antiph., Pap.).
Etymology: Die Formen σάττω, σάξαι, σέσαγμαι einschließlich der nominalen Ableitungen, worunter σαγή und σάγμα mit analog. -γ- (umgekehrt Bechtel Dial. 2, 745: γ ursprünglich wie in krot. σάδδῃ; dagegen σάττω analogisch nach σάξαι), bilden ein regelmäßig ausgeglichenes System, dessen Ausgangspunkt mangels einer sicheren Etymologie nicht festzustellen ist. Eine mögliche Anknüpfung bietet das nasalierte toch. AB twāṅk- einzwängen (idg. tu̯a-n-k-; v. Windekens Orbis 11, 180; 12, 188); dagegen ist auf aind. tvanakti (Lex.) sich zusammenziehen kein Verlaß (s. Mayrhofer s. v.). Weitere überholte Vergleiche m. Lit. bei Bq und WP. 1, 746 f. (Pok. 1098). Vgl. noch σηκός und σωκός; auch συχνός.
Page 2,681
Mantoulidis Etymological
(=φορτώνω, σαμαρώνω). Ἀπό ἀρχική ρίζα σϝακ- ἤ σϝαγ-. Θέμα σαγ + j + ω → σάττω.
Παράγωγα: σάγη (=φορτίο, σαμάρι), πανσαγία (=μ' ὅλες τίς ἀποσκευές), σαγήνη (=δίχτυ γιά ψάρεμα), σάγμα, σαγμάριον, σάγος (=χοντρός μανδύας), σάκος ἤ σάκος, ὁ (=σακούλι), σάκος, τό (=ἀσπίδα), σακός ἤ σηκός (=μάντρα, ἱερός περίβολος), σάκτος, ὁ (=σάκος), σακτήρ, σακτός (=παραγεμισμένος), σάκτρα (=ζεμπίλι), σάκτωρ (=φορτωτής), σακχυφάντης (=αὐτός πού ὑφαίνει σακκιά), σάξις (=παραγέμισμα), ἄσακτος (ἐνν. γῆ = ἀπάτητο χῶμα).