θεραπεία

From LSJ
Revision as of 10:07, 21 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερᾰπεία Medium diacritics: θεραπεία Low diacritics: θεραπεία Capitals: ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Transliteration A: therapeía Transliteration B: therapeia Transliteration C: therapeia Beta Code: qerapei/a

English (LSJ)

Ion. θεραπηΐη (θεραπείη Hp.Art.80,al.), ἡ,
A service, attendance:
I of persons, θεραπεία τῶν θεῶν = service paid to the gods, Pl. Euthyphro 13d, cf. E.El.744 (lyr.); θεῶν καὶ ἡρώων θεραπεῖαι Pl.R. 427b, etc.; ἡ περὶ τοὺς θεοὺς θ. Isoc.11.24; ἀγυιάτιδες θεραπεῖαι worship of Apollo Agyieus, E.Ion187; τὴν θεραπείαν ἀποδιδόναι τοῖς θεοῖς Arist.Pol.1329a32; θεραπεία τῆς μήνιδος Jul.Or.5.159b: abs., πᾶσαν θ. ὡς ἰσόθεος θεραπευόμενος Pl.Phdr.255a, cf. Antipho 4.2.4; of parents, γονέων θεραπείας καὶ τιμάς Pl.Lg.886c, cf. Gorg.Fr.6 D.; of children, nurture, care, μικροὺς παῖδας θεραπείας δεομένους Lys.13.45; θεραπεία καὶ ἐσθής X.Mem.3.11.4; θεραπεία σώματος, θεραπεία ψυχῆς, Pl.Grg. 464b, La.185e.
2 service done to gain favour, paying court, θεραπεία τοῦ κοινοῦ καὶ τῶν αἰεὶ προεστώτων Th.3.11; ἐν θεραπείᾳ ἔχειν πολλῇ Id.1.55; πάσῃ θεραπείᾳ θεραπεύειν τινά X.HG 2.3.14; θεραπείαις προσαγαγέσθαι Isoc.3.22; τῇ θεραπείᾳ ψυχαγωγούμενος D.59.55.
II medical or surgical treatment or cure, χειρός, ποδός, Hp.l.c.; αἱ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν θεραπεῖαι αἱ διὰ καύσεων γιγνόμεναι cures by cautery, Pl.Prt. 354a; ἡ ἐκ τῶν γραμμάτων θεραπεία treatment secundum artem, Arist.Pol.1287a40, cf. Gal.1.400, etc.; τῶν καμνόντων Pl.Prt. 345a, cf. Th.2.51, Phld.Ir.p.21 W.; τοῦ σώματος Id.Lib.p.19 O., Vit.Philonid.p.9 C.; healing, θεραπείας ἐπιτυχών Sammelb.1537b: in plural, cures, ἰατρὸς ποιεῖ θεραπείας POxy.1r.13.
III of animals, care, tendance, Pl. Euthyphr. 13a, Arist.HA578a7 (pl.).
2 of plants, cultivation, Pl.Tht.149e, Thphr. HP 2.2.12.
3 maintenance or repairs of temples, SIG1106.49 (Cos, iv/iii B.C.), 1102.8 (ii B.C.).
4 preparation of fat for medical use, Dsc.2.76.
IV in collective sense, body of attendants, retinue, Hdt.1.199, 5.21, 7.184, LXX Ge. 45.16; σὺν ἱππικῇ θεραπείᾳ X.Cyr.4.6.1; ὁ ἐπὶ τῆς θεραπείας τεταγμένος Plb.4.87.5.

German (Pape)

[Seite 1199] ἡ, 1) das Dienen, die Bedienung, die Hochachtung gegen Eltern u. höher Gestellte; θεραπεία τοῦ τε κοινοῦ αὐτῶν καὶ τῶν ἀεὶ προεστώτων Thuc. 3, 11; γονέων θεραπεῖαι καὶ τιμαί Plat. Legg. X, 886 c, wie Rep. IV, 425 b; θεῶν, Gottesdienst, Euthyphr. 13 d; vgl. Eur. El. 744; ἀγυιατίδες, des Apollo Agyieus, Ion 187; Isocr. 2, 20; ἡ περὶ τοὺς θεοὺς θερ. neben εὐσέβεια 11, 24; ἄλλαι θεῶν τε καὶ δαιμόνων καὶ ἡρώων θεραπεῖαι Plat. Rep. IV, 427 b; πᾶσαν θεραπείαν ὡς ἰσόθεος θεραπευόμενος Phaedr. 255 a, wie auch Antiph. 4 β 4 θεραπείαν θεραπεύεσθαι vrbdt; Xen. αὐτὸν ἐθεράπευον πάσῃ θεραπείᾳ, Hell. 2, 3, 14; ἐν θεραπείᾳ ἔχειν, Jem. seine Hochachtung beweisen, ihm gefällig sein, Thuc. 1, 55; θεραπείαις προσαγαγέσθαι Isocr. 3, 22. – Uebh. Dienstleistung, Eur. I. T. 314 u. A.; Pflege der Kranken, τῶν καμνόντων Plat. Prot. 345 a; τὰς ὑπὸ τῶν ἰατρῶν θεραπείας, die Kur, τὰς διὰ καύσεων γιγνομένας, 354 a; τῶν περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ θεραπεῖαι τοῖς ἰατροῖς εὕρηνται, viele Heilungsarten, Isocr. 8, 39; Sp.; θεραπείαν προσάγειν Pol. 15, 25, 6; σώματος, Pflege u. Wartung des Körpers, Plat. Gorg. 464 b; ὅση περὶ τὸ θνητὸν πᾶν σῶμα θερ. Soph. 219 a; von Tieren, ἡ ἱππικὴ ἵππων θερ. Euthyphr. 13 a; von Pflanzen, τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Theaet. 149 e; τῶν ποπάνων καὶ ἑψημάτων Rep. V, 455 c; τῆς ψυχῆς Lach. 185 e; Xen. vrbdt ἐν ἐσθῆτι καὶ θεραπείᾳ οὐ τῇ τυχούσῃ, Mem. 3, 11, 4, vom Putz. – 21 collectiv, Dienerschaft, Gefolge, θεραπηΐη δέ σφι ὄπισθε ἕπεται πολλή Her. 1, 199, vgl. 7, 184; σὺν ἱππικῇ θεραπείᾳ Xen. Cyr. 4, 6, 1; Sp.; ὁ ἐπὶ τῆς θεραπείας, der Befehlshaber der Leibwache, Pol. 4, 87, 5 Hdn. 7, 1, 10; N.T.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. soin :
1 soin religieux : θεραπεία θεῶν, περὶ τοὺς θεούς culte des dieux ; au plur. soins (envers les dieux);
2 soins, respect pour les parents;
3 p. ext. soins attentifs, prévenances, sollicitude : θεραπείᾳ θεραπεύειν τινά XÉN entourer qqn de soins;
4 soins quotidiens, entretien, traitement (d'animaux, de plantes, etc.) ; soins du corps ; parure de femme (cf. lat. cultus) ; soins médicaux, traitement;
II. au sens coll. train de serviteurs, suite d'un grand : ἱππικὴ θεραπεία XÉN suite à cheval.
Étymologie: θεραπεύω.

Russian (Dvoretsky)

θερᾰπεία: ион. θεραπηΐη ἡ тж. pl.
1 религиозное служение, почитание, культ (θεῶν τε καὶ δαιμόνων καὶ ἡρώων Plat.; περὶ τοὺς θεούς Isocr.): ἀγυιάτιδες θεραπεῖαι Eur. культ Аполлона-Агиея (покровителя улиц); τὴν θεραπείαν ἀποδιδόναι τοῖς θεοῖς Arst. поклоняться богам;
2 уважение, внимание (γονέων Plat.): πᾶσαν θεραπείαν θεραπεύειν Plat. окружать глубоким почитанием; θ. τοῦ κοινοῦ Thuc. уважение к народу; ἐν πολλῇ θεραπείᾳ ἔχειν Thuc. относиться с большим уважением;
3 уход, забота, попечение (τοῦ σώματος Plat., Arst.; τῆς ψυχῆς, ἵππων Plat.): παῖδες πολλῆς ἔτι θεραπείας δεόμενοι Lys. дети, очень еще нуждающиеся в попечении;
4 уход, выращивание (τῶν καρπῶν Plat.);
5 забота, приготовление (τῶν ποπάνων καὶ ἑψημάτων Plat.): ἐν ἐσθῆτι καὶ θεραπείᾳ οὐ τῇ τυχούσῃ Xen. в необычайно пышном наряде;
6 врачебный уход, лечение (τῶν καμνόντων Plat.): αἱ περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ θεραπεῖαι Isocr. многие способы лечения телесных болезней;
7 свита, охрана (ἡ ἱππικὴ θ. Xen.): ὁ ἐπὶ τῆς θεραπείας Polyb. начальник корпуса телохранителей;
8 прислуга, слуги (καθιστάναι τινὰ ἐπὶ τῆς θεραπείας αὐτοῦ NT).

Greek (Liddell-Scott)

θερᾰπεία: Ἰων. -ηΐη. ἡ, (θεραπεύω) ὑπηρεσία, περιποίησις· ἐντεῦθεν κατὰ ποικίλας σχέσεις, Ι. ἐπὶ προσ., θ. θεῶν, ὑπηρεσία πρὸς τοὺς θεούς, θεία λατρεία, Πλάτ. Εὐθύφρ. 13D· θεῶν καὶ ἡρώων ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 427B, κτλ.· ὡσαύτως, ἡ περὶ τοὺς θεοὺς θ. Ἰσοκρ. 226A· ἀγυιάτιδες θ., λατρεία τοῦ Ἀγυιέως Ἀπόλλωνος, Εὐρ. Ἴωνι 187· τὴν θ. ἀποδιδόναι τοῖς θεοῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 9, 9: - ἀπολ., πᾶσαν θερ. ὡς ἰσόθεος θεραπευόμενος Πλάτ. Φαίδρ. 255A, πρβλ. Εὐρ. Ἠλ. 744, Ἀντιφῶν 126. 18: - ὡσαύτως ἐπὶ τῶν γονέων, Πλάτ. Νόμ. 886C. 2) ὑπηρεσία πρὸς ἀπόλαυσιν εὐνοίας, περιποίησις, Λατ. obsequium, θ. τῶν ἀεὶ προεστώτων Θουκ. 3. 11· ἐν πολλῇ θεραπείᾳ ἔχω, περιποιοῦμαί τινα πολύ, ὁ αὐτ. 1. 55· θεραπείᾳ θεραπεύειν τινὰ Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 14· θεραπείαις προσαγαγέσθαι Ἰσοκρ. 31B, πρβλ. Δημ. 1364. 9, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, περιποίησις, φροντίς, μέριμνα, τοῦ σώματος, τῆς ψυχῆς Πλάτ. Γοργ. 464B, Λάχ. 185E· παῖδας θεραπείας δεομένους Λυσ. 134. 2· θ. καὶ ἐσθής, κοσμήματα, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4. 2) ἰατρικὴ θεραπεία, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 839, κτλ.· καθόλου, περίθαλψις, περιποίησις εἰς ἀσθενῆ, Θουκ. 2. 51, κτλ.· τῶν καμνόντων ἡ θ. Πλάτ. Πρωτ. 345A· αἱ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν θερ. αἱ διὰ καύσεων γιγνόμεναι, θεραπεῖαι διὰ καύσεως (καυτηρίου), αὐτόθι 354A· ἡ ἐκ τῶν γραμμάτων θ., ἡ τεχνική, ἐπιστημονικὴ θερ., secundum artem, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 16. 7. ΙΙΙ. ἐπὶ ζῴων, περιποίησις, ἀνατροφή, Πλάτ. Εὐθύφρ. 13A, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 25, κ. ἀλλ.· ἐπὶ φυτῶν, καλλιεργία, Πλάτ. Θεαιτ. 149E· ἐπὶ γῆς, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 2, 12. IV. ἐν περιληπτικῇ σημασίᾳ, οἱ θεράποντες, οἱ ὑπηρέται, ἡ ἀκολουθία, Ἡρόδ. 1. 199., 5. 21., 7. 184· σὺν ἱππικῇ θερ. Ξεν. Κύρ. 4. 6, 1· ὁ ἐπὶ τῆς θερ. Πολύβ. 4. 87, 5.

English (Strong)

from θεραπεύω; attendance (specially, medical, i.e. cure); figuratively and collectively, domestics: healing, household.

English (Thayer)

θεραπείας, ἡ (θεραπεύω);
1. service, rendered by anyone to another.
2. special medical service, curing, healing: Hippocrates), Plato, Isocrates, Polybius).
3. by metonymy, household, i. e. body of attendants, servants, domestics: R G; Lob. ad Phryn., p. 469; for עֲבָדִים, Genesis 45:16).

Greek Monolingual

η (AM θεραπεία, Α ιων. τ. θεραπηΐη και θεραπείη) θεραπεύω
1. ιατρική περίθαλψη αρρώστου («τὰς ὑπό τῶν ἰατρῶν θεραπείας τὰς διὰ τῶν καύσεών τε καὶ τομῶν γιγνομένας», Πλάτ.)
2. γιατρειά, ίαση («η θεραπεία του αρρώστου»)
νεοελλ.
1. κάθε μέσο που αποσκοπεί στην ίαση μιας νόσου («η θεραπεία θα είναι σύντομη»)
2. η θεραπευτική μέθοδος που ακολουθεί γιατρός για την καταπολέμηση μιας νόσου
3. αποκατάσταση ζημιάς, επανόρθωση («το κακό δεν επιδέχεται θεραπεία»)
4. φρ. «η θεραπεία τών γραμμάτων» — η συστηματική ενασχόληση με τα γράμματα
μσν.
ευχαρίστηση, ικανοποίηση
(μσν.-αρχ.)
1. επιμέλεια, φροντίδα, περιποίηση («παῖδας μικρούς πολλής ἔτι θεραπείας δεομένους», Λυσ.)
2. εξυπηρέτηση, εκδούλευση («ἀπό θεραπείας τοῦ τε κοινοῦ αὐτῶν καὶ τῶν ἀεὶ προεστώτων», Θουκ.)
3. (περιλπτ.) οι ακόλουθοι βασιλέως ή άρχοντος («θεραπηΐη δέ σφ' ὄπισθε ἕπεται πολλή», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (για θεούς ή ήρωες) εκδήλωση λατρείας («θεῶν τε καὶ δαιμόνων καὶ ἡρώων θεραπεῖαι», Πλάτ.)
2. φροντίδα για την καλή διατήρηση του σώματος
3. στολισμός για καλή εμφάνισημητέρα παροῦσαν αὐτῇ ἐν ἐσθῆτι τε καὶ θεραπεία οὐ τῇ τυχούσῃ», Ξεν.)
4. (για ζώα) ανατροφή, εκπαίδευση («ἡ γάρ που ἱππικὴ ἵππων θεραπεία», Πλάτ.)
5. (για φυτά) καλλιέργεια
6. (για ναούς) συντήρηση, επισκευή
7. παρασκευή λίπους για ιατρική χρήση.

Greek Monotonic

θερᾰπεία: Ιων. -ηΐη, ἡ (θεραπεύω),
I. 1. υπηρεσία, περιποίηση· θεραπεία θεῶν, υπηρεσία προς τους θεούς, θεϊκή λατρεία, σε Πλάτ.
2. υπηρεσία προς αποκόμιση ευνοίας, περιποίηση, θεραπεία τῶν ἀεὶ προεστώτων, σε Θουκ.· ἐν πολλῇ θεραπείᾳ ἔχειν, περιποιούμαι κάποιον πολύ, στον ίδ.
II. λέγεται για πράγματα, φροντίδα, περιποίηση, ανατροφή, προστασία, τοῦ σώματος, σε Πλάτ.
2. ιατρική φροντίδα, περίθαλψη απέναντι στους αρρώστους, σε Θουκ., Πλάτ.
III. λέγεται για ζώα και φυτά, ανατροφή, καλλιέργεια, στον ίδ.·
IV.με περιληπτική σημασία, θεράποντες, υπηρέτες, ακόλουθοι, σε Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell

θεραπεύω
I. a waiting on, service, θ. θεῶν service done to the gods, divine worship, Plat.
2. service done to gain favour, a courting, paying court, θ. τῶν ἀεὶ προεστώτων Thuc.; ἐν πολλῇ θεραπείᾳ ἔχειν to court one's favour, Thuc.
II. of things, a fostering, tending, nurture, care, τοῦ σώματος Plat.
2. medical treatment, service done to the sick, tending, Thuc., Plat.
III. of animals or plants, a rearing or bringing up, tendance, Plat.
IV. in collective sense, a body of attendants, suite, retinue, Hdt., Xen.

Chinese

原文音譯:qerape⋯a 帖拉胚阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:溫暖 從 相當於: (עֶבֶד‎)
字義溯源:侍者,事奉,家務,家裏的人,家人,保健,醫治;源自(θεραπεύω)=服侍);而 (θεραπεύω)出自(θεράπων)=僕人), (θεράπων)出自(θέρος)=熱,夏), (θέρος)又出自(θέρος)X*=加熱)。參讀 (θεραπεύω)同源字
出現次數:總共(4);太(1);路(2);啓(1)
譯字彙編
1) 保健(1) 啓22:2;
2) 家人(1) 路12:42;
3) 醫治(1) 路9:11;
4) 家裏的人(1) 太24:45

English (Woodhouse)

attendance, attention, care, courting, deference, regard, respect, reverence, service, worship, addresses, advances, attendance on the sick, devotions, medical attendance, medical treatment, ministration on the sick, on a god, on the sick, paying court, paying respects, respectful treatment, treatment of disease, worship of the gods

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

service

Azerbaijani: minnət, qulluq; Bulgarian: услуга; Catalan: servei; Estonian: teene; Finnish: palvelus, palvelu; French: service; Galician: servizo; German: Dienst, Service; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌱𐌰𐌷𐍄𐌹; Ancient Greek: ἄρκεσις, διακόνησις, διακονία, δούλευμα, δρηστοσύνη, ἐξυπηρέτησις, ἦρα, ἠρώνα, θεραπεία, θεράπευμα, θεραπηΐη, λατρεία, παρεδρία, παρεδρίη, ὑπηρέτησις, ὑπούργημα, χρησμοσύνη, χρηστουργία, ὠφέλεια, ὠφέλημα, ὠφέλησις; Haitian Creole: sèvis; Hungarian: szívesség; Indonesian: servis; Kurdish Northern Kurdish: xizmet; Latin: servitium; Middle English: servise; Old English: þeġnung; Plautdietsch: Deenst; Polish: obsługa; Russian: услуга; Sanskrit: सेवा; Scottish Gaelic: seirbheis; Sicilian: sèrbiri; Tocharian B: lāṃs, spaktāṃ

treatment

Arabic: ⁧عِلَاج⁩, ⁧مُعَالَجَة⁩; Aragonese: tractamiento; Armenian: բուժում, բժշկում; Asturian: tratamientu; Azerbaijani: müalicə; Belarusian: лячэнне; Bulgarian: лечение; Catalan: tractament; Chinese Mandarin: 治療/治疗; Czech: léčba; Danish: behandling, kur; Dutch: behandeling; Finnish: hoito, kuuri; French: traitement; Friulian: tratament, cure; Galician: tratamento; Georgian: მკურნალობა, თერაპია; German: Behandlung; Greek: αγωγή, θεραπεία; Ancient Greek: θεραπεία, θεράπευμα, θεράπευσις, θεραπηΐη, ἰατρεία, ἰάτρευσις, νοσηλεία, νοσοκομία, φάρμαξις; Haitian Creole: tretman; Hindi: इलाज, चिकित्सा; Hungarian: kezelés, gyógykezelés; Ido: terapio; Italian: trattamento, cura; Japanese: 治療; Korean: 치료(治療); Latin: curatio, curatura; Macedonian: третман, лекување; Malay: rawatan; Malayalam: ചികിത്സ, ശുശ്രൂഷ, പരിചരണം; Maori: maimoatanga; Mongolian Cyrillic: эмчилгээ; Old English: lācnung; Persian: ⁧درمان⁩, ⁧علاج⁩; Polish: leczenie; Portuguese: tratamento; Romanian: tratament; Russian: лечение, терапия; Serbo-Croatian Cyrillic: лечење, лијечење, тера̀пија, трѐтма̄н; Roman: lečenje, liječenje, teràpija, trètmān; Slovak: liečba; Slovene: zdravljenje; Spanish: tratamiento; Swahili: matibabu; Swedish: behandling, kur; Tagalog: sampawan; Telugu: చికిత్స; Tibetan: སྨན་བཅོས; Turkish: tedavi; Ukrainian: лікування; Urdu: ⁧علاج⁩

retinue

Armenian: շքախումբ; Bulgarian: свита; Catalan: seguici; Chinese Mandarin: 随从,随员; Dutch: gevolg, hofhouding, hofstoet; Esperanto: akompanantaro; Finnish: seurue; French: retenue, suite; Greek: ακολουθία, συνοδεία, κουστωδία; Ancient Greek: ἀκολουθία, θεραπεία, θεραπηΐη, παραδρομή, συμπεριφορά, τὸ ὑπηρετούμενον, ὑπηρεσία; Irish: cóisir; Italian: seguito; Latin: comitatus; Maori: apataki, hikuroa, hikuhiku; Marathi: लवाजमा; Middle English: retenue, hird, meyne; Polish: świta, asysta, asystencja; Portuguese: séquito; Russian: свита; Sanskrit: पटल; Serbo-Croatian: svita; Spanish: servidumbre; Swedish: följe, uppvaktning; Telugu: పరివారము; Ukrainian: почет, свита; Welsh: nifer; Middle Welsh: niuer, yniuer