σύμφορος
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
σύμφορον,
A accompanying, λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί hunger is the sluggard's companion, Hes.Op.302: c. gen., πενίης οὐ σύμφοροι, ἀλλὰ κόροιο Id.Th.593.
II suitable, useful, profitable, c. dat., ἔκτη.. κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστιν the sixth day is not good for a girl, Id.Op.783; οὐ.. σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι Thgn.457; ἡ πενίη κακῷ σύμφορος ἀνδρὶ φέρειν Id.526; πολλῷ ξυμφορώτερον ἐς.. Th.3.47; πρὸς.. Pl.Lg.766e, Isoc.6.74 (Sup.); σύμφορόν ἐστι, = συμφέρει, Hdt.8.60.ά, S.OC592; Πλούτῳ.. τοῦτο συμφορώτατον Ar.Pl.1162, cf. Th.2.36: τὰ σύμφορα = what is expedient, S.OC464, etc.; τῶν ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστάς departing from his necessary (i.e. natural) interests, Th.4.128; δρᾶν τὰ συμφορώτατά τινι E.Med.876; τὸ ὑμέτερον ξύμφορον = your plea of expediency, opp. τὸ δίκαιον, Th.5.98, cf. 3.47. Adv., συμφόρως ἔχειν = to be expedient, Isoc.5.102; Χρῆσθαι X.Cyr.4.2.45: Comp. συμφορώτερον Id.HG6.5.39: Sup. συμφορώτατα Th.8.43, X.Cyr.5.3.22, PCair.Zen.637.14 (iii B.C.), etc.
2 rarely of persons, ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι most convenient to make war upon, Th.8.96.
III τὸ σύμφορον ὄνομα is f.l. for τὸ σῦφαρ ὄνομα (cj. Schöne, Berl.Sitzb.1924.100) in Gal.6.379.
German (Pape)
[Seite 992] das, was sich wobei zuträgt, damit nothwendig zusammenhängt, λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί, Hunger ist dem Faulen ein steter oder verdienter Gefährte, Hes. O. 304; auch c. gen., πενίης οὐ σύμφορα, ἀλλὰ κόροιο, der Übersättigung Gefährten, Th. 593. – Gew. angemessen, zuträglich, κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστιν ἕκτη, der sechste Monatstag ist einem Mädchen nicht zuträglich, Hes. O. 783; γυνὴ νέα οὐ σύμφορον ἀνδρὶ γέροντι, ein junges Weib paßt nicht für einen alten Mann, Theogn. 457; übh. nützlich, παραινέσαι σοι βούλομαι τὰ σύμφορα, Soph. O. C. 465; θυμὸς δ' ἐν κακοῖς οὐ ξύμφορον, 596, u. oft; δοκεῖ μοι ταῦτα ξύμφορ' εἶναι, Eur. Med. 779; ὃς ἡμῖν δρᾷ τὰ συμφορώτατα, 876; Ar. Plut. 1162; Her. 8, 60, 1; ἔς τι, Thuc. 3, 47; πρός τι, Plat. Legg. VI, 766 e; ὡς εἰς παίδων γενεὰν οὐ ξύμφορα τὰ τοιαῦτα, XI, 913 c; τοῦτο εἰς τὴν κρίσιν ἡμῖν ἐστι ξυμφορώτατον, Phil. 64 c; Xen. Cyr. 2, 2, 20; auch adv., συμφόρως, 9, 2, 45; συμφορώτερον, Thuc. 3, 40.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui convient à, dat. ou ἐς et l'acc. ; avantageux, utile à, τινι ; σύμφορόν ἐστι avec l'inf. HDT il est avantageux de, il est utile de ; τὸ ὑμέτερον ξύμφορον THC votre avantage ; SOPH τὰ σύμφορα ce qui est avantageux;
Cp. συμφορώτερος, Sp. συμφορώτατος.
Étymologie: σύν, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμφορος -ον, Att. ook ξύμφορος συμφορέω die vergezelt, die samengaat met, met dat., met gen. iets of iem.: λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί honger is de metgezel van een man die niet werkt Hes. Op. 302; πενίης οὐ σύμφοροι, ἀλλὰ κόροιο (vrouwen) die niet samengaan met armoede maar met overvloed (d.w.z. die geen arme maar rijke mannen zoeken) Hes. Th. 593. nuttig, gunstig, voordelig; met dat. voor iets of iem.; met εἰς + acc., met πρός + acc. voor iets; onpers. σύμφορόν ἐστι met AcI het is nuttig dat...; persoonlijk geconstrueerd met dat. en inf..; Λακεδαιμόνιοι Ἀθηναίοις πάντων … ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι ἐγένοντο de Lacedaemoniërs waren voor de Atheners het gunstigst van iedereen om oorlog tegen te voeren Thuc. 8.96.5; adv..; συμφόρως ἔχειν gunstig zijn Isocr. 5.102; subst. τὸ σύμφορον nut, voordeel, belang:. πρὸς τὸ ὑμῶν αὐτῶν σύμφορον in uw eigen belang NT 1 Cor. 7.35.
Russian (Dvoretsky)
σύμφορος:
1 постоянно сопровождающий, сопутствующий (τινι и τινος Hes.);
2 приличествующий, подходящий, подобающий (τινι Hes., Arph.);
3 пригодный, полезный, удобный (ἔς τι Thuc. и πρός τι Isocr., Plat.): τὰ συμφορώτατά τινι δρᾶν Eur. поступать в чьих-л. кровных интересах; ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι Thuc. наиболее удобные противники.
English (Slater)
σύμφορος ? συμφορο[ (supp. Turyn) Πα. 7C. a. 12.
Greek Monolingual
-η, -ο / σύμφορος, -ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφορος Α συμφέρω
1. χρήσιμος, ωφέλιμος, επωφελής («θυμὸς δ' ἐν κακοῖς οὐ ξύμφορον», Σοφ.)
2. κατάλληλος, πρόσφορος («σύμφορη λύση»)
3. ευνοϊκός
αρχ.
1. αυτός που συνοδεύει, ο σύντροφος («λιμὸς γάρ τοι πάμπαν ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί», Ησίοδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύμφορον
το συμφέρον
3. φρ. α) «σύμφορόν ἐστι» — είναι ταιριαστό, αρμόζει («οὔτοι σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι», Θεόγν.)
β) «δρᾶν τὰ συμφορώτατά τινι» — το να κάνει κανείς ό,τι τον συμφέρει περισσότερο.
Greek Monotonic
σύμφορος: -ον (συμφέρω III),
I. αυτός που συμβαίνει από κοινού με, συνακόλουθος, επακόλουθος, συνοδευτικός, λιμὸςἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί, η πείνα συντροφεύει τον άεργο άνθρωπο, σε Ησίοδ.· με γεν., πενίης σύμφορα, στον ίδ.
II. 1. χρήσιμος, επωφελής, επικερδής, ωφέλιμος, ταιριαστός, καλός, με δοτ., στον ίδ., σε Θουκ.· σύμφορόν ἐστι = συμφέρει, με απαρ., σε Ηρόδ.· Πλούτῳ συμφορώτατον, σε Αριστοφ.· τὰ σύμφορα, ό,τι είναι ωφέλιμο ή επωφελές, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.· τὸ ὑμέτερον ξύμφορον, η συνυφασμένη προς το όφελος δικαιολογία σας, σε Θουκ.· επίρρ., συμφόρως ἔχειν, με επωφελή τρόπο, ωφέλιμα, σε Ξεν.· συγκρ. συμφορώτερον, σε Θουκ.· υπερθ. -ώτατα, σε Ευρ. κ.λπ.
2. σπανίως λέγεται για πρόσωπα, ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι, οι καταλληλότεροι για να πολεμήσει κάποιος εναντίον τους, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
σύμφορος: -ον, (συμφέρω) ὁ ὁμοῦ μετά τινος φερόμενος, ὁ συνοδεύων αὐτόν, λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί, ἡ πεῖνα εἶναι σύντροφος τοῦ ἀργοῦ, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 300· μετὰ γεν., πενίης οὐ σύμφορα, ἀλλὰ κόροιο ὁ αὐτ. ἐν Θεογ. 593. πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. σ. 83. ΙΙ. χρήσιμος, ὠφέλιμος, πρόσφορος, ἁρμόδιος, κατάλληλος, καλός, μετὰ δοτικ., κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστιν ἕκτη, ἡ ἕκτη ἡμέρα δὲν εἶναι καλὴ διὰ κοράσιον, «κόρη δὲ οὐ συμφέρουσά ἐστι» (Μοσχόπ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 781· γυνὴ νέα… οὐ σύμφορον ἀνδρὶ γέροντι Θέογν. 457· ἡ πενίη κακῷ σύμφορον ἀνδρὶ φέρειν ὁ αὐτ. 526· πολλῷ ξυμφορώτερον ἐς… Θουκ. 3. 47· πρός… Πλάτ. Νόμ, 766Ε, Ἰσοκρ. 131C· ― σύμφορόν ἐστι = συμφέρει, μετ’ ἀπαρεμφ., Ἡροδ. 8. 60, 1· ― Πλούτῳ... τοῦτο συμφορώτατον Ἀριστοφ. Πλ. 1162, πρβλ. Θουκ., κλπ.· τῶν ἀναγκαίων ξυμφόρων διαναστάς, ἀπομακρυνθεὶς ἀπὸ τῶν ἀναγκαίων (δηλ. τῶν φυσικῶν) του συμφερόντων, ὁ αὐτ. 4. 128· δρᾶν τὰ ξυμφορώτατά τινι Εὐρ. Μήδ. 876· τὸ ὑμέτερον, ξ., ἡ περὶ τοῦ συμφέροντος δικαιολογία σας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δίκαιον, Θουκ. 5. 98, πρβλ. 3. 47. ― Ἐπίρρ., συμφόρως ἔχειν, σκοπίμως ἔχειν, Ἰσοκρ. 192Ε, Ξεν. συγκρ. συμφορώτερον, Θουκ. 3. 40, Ξεν. ὑπερθ. -ώτατα, Εὐρ. Μήδ. 876, Θουκ. 8. 43, Ξεν., κλπ. 2) σπανίως ἐπὶ προσώπων, ξυμφερώτατοι προσπολεμῆσαι, προσφορώτατοι ὅπως πολεμήσῃ τις κατ’ αὐτῶν, Θουκ. 8. 96.
Middle Liddell
σύμφορος, ον, συμφέρω III]
I. happening with, accompanying, λιμὸς ἀεργῷ σύμφορος ἀνδρί hunger is the sluggard's companion, Hes.; c. gen., πενίης σύμφορα Hes.
II. useful, profitable, expedient, suitable, good, c. dat., Hes., Thuc.:— σύμφορόν ἐστι = συμφέρει, c. inf., Hdt.; Πλούτῳ συμφορώτατον Ar.:— τὰ σύμφορα what is expedient, Soph., Thuc., etc.; τὸ ὑμέτερον ξ. your plea of expediency, Thuc.:—adv., συμφόρως ἔχειν to be expedient, Xen.; comp. συμφορώτερον, Thuc.; Sup. -ώτατα, Eur., etc.
2. rarely of persons, ξυμφορώτατοι προσπολεμῆσαι most convenient to make war upon, Thuc.
Chinese
原文音譯:sumfšrw 沁-費羅
詞類次數:動詞(17)
原文字根:共同-攜帶 相當於: (יָטַב) (נָאוֶה) (שָׁוָה)
字義溯源:共同負擔,有益的,有利的,方便的,拿來,益,得益,益處,有益處,倒好,倒不如,最好的;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=一同)與(φέρω)*=負擔,攜帶)組成。參讀 (ἀντιλαμβάνω) (διαπορεύομαι)同義字
出現次數:總共(17);太(4);約(3);徒(2);林前(5);林後(2);來(1)
譯字彙編:
1) 益處(5) 約11:50; 林前7:35; 林前10:33; 林前12:7; 來12:10;
2) 有益處(4) 太5:29; 太5:30; 林前6:12; 林前10:23;
3) 有益的(1) 徒20:20;
4) 有益(1) 林後8:10;
5) 益(1) 林後12:1;
6) 拿來(1) 徒19:19;
7) 得益(1) 約16:7;
8) 倒不如(1) 太18:6;
9) 倒好(1) 太19:10;
10) 是有益的(1) 約18:14
English (Woodhouse)
advantageous, beneficial, expedient, fit, fitting, serviceable, suitable, useful, favorable for, favourable for, of value
Translations
useful
Afrikaans: nuttig; Albanian: dobishëm; Arabic: مُفِيد, نَافِع; Egyptian Arabic: مفيد; Asturian: útil; Azerbaijani: lazımlı, faydalı, xeyirli; Belarusian: карысны; Bengali: ব্যবহারযোগ্য; Bulgarian: полезен; Catalan: útil; Chinese Cantonese: 有用; Mandarin: 有用, 實用, 实用; Czech: užitečný; Danish: nyttig, tjenlig; Dutch: nuttig, bruikbaar, dienstig; Esperanto: utila; Estonian: kasulik; Faroese: nýttigur; Finnish: hyödyllinen, käytännöllinen; French: utile; Galician: útil; Georgian: სასარგებლო, მარგებელი, გამოსადეგი, ვარგისი; German: nützlich; Gothic: 𐌱𐍂𐌿𐌺𐍃, 𐍅𐌰𐌿𐍂𐍃𐍄𐍅𐌴𐌹𐌲𐍃; Greek: χρήσιμος; Ancient Greek: ἄρκιος, ἐπιτάδειος, ἐπιτήδειος, ἐπιτήδεος, κράγυος, κρήγυος, λυσιτελής, ξύμφορος, ὄνειος, ὀνήσιμος, ποτίφορος, πρὸ ἔργου, πρόσφορος, προὔργου, σύμφορος, χρεῖος, χρήσιμος, χρηστήριος, χρηστικός, χρηστός, ὠφελήσιμος, ὠφέλιμος; Haitian Creole: itil; Hebrew: שִׁמּוּשִׁי, מוֹעִיל; Hindi: उपयोगी, उपकारी; Hungarian: hasznos; Icelandic: gagnlegur; Ido: utila; Indonesian: berguna; Irish: úsáideach, acrach; Italian: utile; Japanese: 有用, 便利, 役に立つ; Kabuverdianu: jeitozu; Korean: 유용하다, 도움이 되다; Kurdish Central Kurdish: بەسوود, بەکەڵک, بە دەسد; Lao: ທົ່ວໄປ; Latin: utilis; Latvian: derīgs; Lithuanian: naudingas; Luxembourgish: sënnvoll; Malay: berguna; Maori: whaihua; Mongolian: хэрэгтэй; Norwegian: nyttig; Bokmål: tjenlig; Nynorsk: tenleg; Occitan: util; Old English: nytt; Papiamentu: útil; Persian: سودمند, مفید; Plautdietsch: deenstboa, nutzboa; Polish: pożyteczny, przydatny, użyteczny; Portuguese: útil; Romanian: util, folositor, trebuincios; Russian: полезный, пригодный, практичный, нелишний; Scottish Gaelic: goireasach; Serbo-Croatian: koristan; Cyrillic: употрѐбљив; Roman: upotrèbljiv; Slovak: užitočný; Slovene: uporaben; Southern Altai: тузалу; Spanish: útil; Swahili: faida; Swedish: nyttig, användbar, tjänlig; Tagalog: makabuluhan, may bisa; Telugu: ఉపయోగకరము; Thai: ประโยชน์; Turkish: faydalı, yararlı; Tuvaluan: aogaa; Ukrainian: корисний; Uyghur: bolmaq; Vietnamese: có ích; Welsh: buddiol; West Frisian: nuttich; Westrobothnian: tjenli; Yiddish: נוציק, נוצלעך, ניצלעך
profitable
Asturian: rentable; Belarusian: карысны, выгадны, даходны, прыбытковы, рэнтабельны; Bulgarian: доходен; Catalan: profitós, rendible; Chinese Mandarin: 可獲利的/可获利的, 有利可圖/有利可图, 有益; Czech: ziskový, výhodný; Danish: rentabel, fortjenstgivende; Dutch: winstgevend; Esperanto: profitodona, profitebla; Estonian: kasumlik; Finnish: tuottava, tuottoisa, kannattava; French: profitable, fructueux, lucratif, rentable; Galician: rendible; Georgian: მომგებიანი; German: gewinnbringend, profitabel, lukrativ, einträglich, rentabel; Gothic: 𐌱𐍂𐌿𐌺𐍃; Greek: επικερδής, κερδοφόρος; Ancient Greek: διάφορος, ἔμφορος, ἐπικερδής, ἐπῳδός, καρπώσιμος, κερδαλέος, λυσιτελής, ξύμφορος, ὀνήσιμος, ὀνητός, ὀφέλλιμος, πόριμος, ποτίφορος, πρὸ ἔργου, πρόσφορος, προὔργου, συμφέρων, σύμφορος, φόριμος, ὠφελήσιμος, ὠφέλιμος; Hungarian: nyereséges; Irish: airgeadúil; Italian: redditizio, fruttifero, remunerativo; Japanese: 有益な, 利益になる; Korean: 유익하다, 유리하다; Latin: lucrosus, lucrificus; Macedonian: доходовен, доходен; Maori: whaihua; Norwegian Bokmål: lønnsom; Nynorsk: lønsam, lønnsam; Polish: dochodowy, korzystny; Portuguese: lucrativo; Romanian: profitabil, fructuos, lucrativ; Russian: выгодный, прибыльный, доходный, рентабельный; Sanskrit: सफल; Serbo-Croatian: isplativ, unosan; Spanish: rentable, provechoso, lucrativo, ventajoso, remunerativo; Swedish: lönsam, vinstgivande; Turkish: kârlı, kazançlı; Ukrainian: вигідний, дохі́дний, прибутковий, рентабельний
suitable
Arabic: مُنَاسِب, مُلَائِم, لَائِق; Azerbaijani: uyğun; Bulgarian: подходящ; Catalan: apropiat; Chinese Mandarin: 合適, 合适, 適當, 适当; Czech: vhodný, vyhovující; Danish: passende, egnet; Dutch: geschikt, passend; Esperanto: konvena, taŭga; Finnish: sopiva, kelvollinen; French: approprié, convenable, opportun, idoine; Galician: axeitado; German: geeignet, passend, angemessen; Gothic: 𐍆𐌰𐌲𐍂𐍃; Greek: κατάλληλος; Ancient Greek: ἄρτιος, ἐμμελής, ἐμπρεπής, ἐνιπρεπής, ἐπιεικής, ἐπιτάδειος, ἐπιτήδειος, ἐπιτήδεος, εὐάρμοστος, εὔθετος, εὐπρεπής, εὐχερής, ξύμφορος, ξύντροφος, οἰκεῖος, πρεπώδης, προσεχής, προσοίκειος, πρόσφορος, ποτίφορος, σύμφορος, σύντροφος; Hebrew: ראוי, מתאים, הולם; Hindi: उपयुक्त, उचित; Hungarian: megfelelő, illő; Irish: oiriúnach, fóirsteanach; Italian: adatto, idoneo, rispondente, confacente, indicato, appropriato, giusto; Japanese: 相応しい, 相応な, 適切な; Latin: aptus, idoneus; Latvian: piemērots, atbilstošs, piederīgs; Macedonian: погоден; Malay: sesuai; Malayalam: അനുയോജ്യമായ, അനുയോജ്യം; Manx: cooie; Maori: arotau, haratau, tau, tōtika; Middle English: digne; Norwegian: passende, egnet; Portuguese: apropriado, favorável; Romanian: adecvat, convenabil, potrivit, nimerit; Russian: подходящий, годный, пригодный, применимый, соответствующий; Scottish Gaelic: freagarrach, iomchaidh; Slovene: ustrézen; Spanish: apropiado, indicado; Swedish: lämplig; Tagalog: hiyang, kahiyang; Telugu: తగిన, యుక్తమైన; Tocharian B: ayāto; Turkish: uygun, yerinde; Ukrainian: підходящий, відповідний, придатний; Vietnamese: phù hợp; Welsh: addas; Yiddish: פּאַסיק