ἀτελής
English (LSJ)
ἀτελές,
A without end, i.e.,
1 not brought to an end or not brought to an issue, unaccomplished, τῷ κε καὶ οὐκ ἀτελὴς θάνατος μνηστῆρσι γένοιτο Od.17.546; εἰρήνη ἐγένετο ἀτελής the peace was not brought about, X.HG4.8.15; τὰ μὲν λελεγμένα ἄρρητ' ἐγώ σοι κἀτελῆ φυλάξομαι unaccomplished, i.e. harmless, S.El.1012.
2 incomplete, unfinished, ἀτελῆ σοφίας καρπὸν δρέπειν Pi.Fr.209; ἀτελεῖ τῇ νίκῃ.. ἀνέστησαν Th.8.27; of a building, ib.40; without end or without purpose, ἡ φύσις οὐθὲν.. ἀτελὲς ποιεῖ Arist.Pol.1256b21.
3 inchoate, imperfect, of growth, Hp.Art.41 (Comp.); ᾠὰ ἀ. Arist.GA733a2; ζῷα ib.774b5; πολῖται ἀ., of minors, Id.Pol.1275a17; ἀ. συλλογισμός Id.APr.24a13; ἀτελῆ ποιεῖν τινά = castrate, Luc.Syr.D.20: Comp. ἀτελέστερος = less highly developed, Phlp.in Ph.898.29. Adv. ἀτελῶς = incompletely, Arist.Pol.1275a13, dub. in Plu.2.472f.
4 never-ending, Δαναΐδων ὑδρεῖαι ἀ. Pl. Ax.371e.
5 indeterminate, Id.Phlb.24b; τὸ μὲν ἄπειρον ἀ. ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος Arist.GA715b14, cf. Pol.1256b21.
II Act., not bringing to an end, not accomplishing one's purpose, ineffectual, ἀτελεῖ νόῳ Pi.N.3.42; of persons, ἀποπέμπειν τινά Pl.Smp. 179d; ἀ. περὶ τὸ κρίνειν imperfectly fitted for... Arist.Pol.1281b38; ἀ. εἴς τι Ph. 2.417: c. inf., unable to do effectually, ἄκυρος καὶ ἀ. σῶσαι And.4.9; invalid, δίκα Michel 196 (Elis).
2 not giving accomplishment to a thing, μαντεύμασι Pi.P.5.62.
III (τέλος IV) free from tax or free from tribute, Hdt. 2.168, 3.91, Lys.32.24: c.gen., ἀ. τῶν ἄλλων free from all other taxes, Hdt.1.192; καρπῶν ἀτελεῖς free from tithe on produce, Id.6.46; exempt, λῃτουργιῶν D.21.155; στρατείας ib.166, cf. IG22.1132.12, Arist.Pol. 1270b4; τοῦ ἄλλου (sc. φόρου) IG1.40; μετοικίου ib.2.121.
b of things, untaxed, ἀ. τὸν σῖτον ἐξάγειν D.34.36; ὅσα οἱ νόμοι ἀ. πεποιήκασιν Id.42.18.
2 of sums, without deduction, nett, ὀβολὸς ἀτελής an obol clear gain, X.Vect.4.14 sq.; τριάκοντα μνᾶς ἀτελεῖς ἐλάμβανε τοῦ ἐνιαυτοῦ D.27.9.
3 not costly, S.Fr.268, Amphis 29, Paus.Gr.Fr. 305.
IV (τέλος v) uninitiated, c. gen., ἱερῶν h.Cer.481; ἀ. τῆς θέας Pl.Phdr.248b; prob. unmarried, Tab.Defix.Aud.68a: metaph., ἔρημον καὶ ἀ. φιλοσοφίαν λείπειν Pl.R. 495c.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [chipr. nom. plu. neutr. ἀτελίyα IChS 217.23 (Idalion V a.C.)]
I 1no cumplido, no consumado θάνατος Od.17.546, E.Io 1061, τὰ μὲν λελεγμένα S.El.1012, πρήξιες Democr.B 81, εἰρήνη X.HG 4.8.15, εὐχαί Posidipp.Epigr.25.7, ὀρέξεις Arr.Epict.3.22.61, γάμος Philostr.VA 3.1, 4.45
•no terminado, incompleto λόγος Pl.Prt.314c, Δελφίνιον Th.8.40, νίκη Th.8.27, πόλεμος Plb.Fr.171, de un eunuco ἀτελέα ἑωυτὸν ἐποίεεν Luc.DSyr.20
•no llegado a la plenitud, inmaduro καρπός Pi.Fr.209, Thphr.CP 2.9.14, Plu.2.723c, τὸ ᾠόν frente a ζῷον Arist.GA 733a2, σπέρματα Thphr.HP 7.10.4, Gp.2.19.4, τὸ ἔμβρυον ἑπτάμενον Luc.DDeor.18.2, πτηνοί de las alas de los polluelos, Aesop.1.1, 2, τὸ βουλευτικὸν ... ὁ δὲ παῖς ἔχει μέν, ἀλλ' ἀτελές Arist.Pol.1260a1
•c. ref. a la edad menor de edad παῖδες op. παρηκμακότες Arist.Pol.1275a17, τοῖς ἀτελέσι ἔχουσι τὴν ἡλικίαν BGU 168.5 (II d.C.), παῖδα ἀτελῆ καὶ ὀρφανήν PCol.173.8, cf. 17 (IV d.C.), καὶ γὰρ ἦσαν ἀτελεῖς οἱ πτηνοί Aesop.1.1
•escaso, pobre δεῖπνον ἀ. una cena frugal Amphis 29, γένειον ἀ. barba rala Hp.Art.41
•de la producción de un escritor mediocre Longin.14.3.
2 imperfecto, incompleto en sent. moral, de pers. πολλοὶ ἀτελεῖς μὲν τὰς φύσεις Pl.R.495d, οἱ ἀτελεῖς Chrysipp.Stoic.3.140, ἀ. εἰς ἡγεμονίαν Ph.2.417, cf. Eus.E.Th.3.15, Const.App.8.11.4
•fil. συλλογισμός Arist.APr.24a13, λόγοι Plot.6.1.10, ἀρετή frente a σοφία Placit.2.7.7 (= Philol.A 16), cf. Plot.1.3.6, ὁ δ' ὑλικός frente a ὁ μὲν αἰθέριος Aristid.Quint.112.2
•en la fil. aristotélica imperfecto, no llevado a término de la potencia frente al acto κίνησις ... ἀτελὴς δέ· αἴτιον δ' ὅτι ἀτελὲς τὸ δυνατόν Arist.Ph.201b32, cf. Plot.4.4.8
•mús., de una escala musical ἀτελῆ μὲν τετράχορδον ... τέλειον δὲ ὀκτάχορδον Aristid.Quint.14.15
•gram. ἀ. στιγμή del signo de puntuación imperfecto porque no cierra una cláusula, Sch.D.T.177.20
•χρόνοι del presente e imperfecto no acabado por su aspecto AB 891.21
•jur., de un proceso nulo por incomparecencia δίκη ἀ. καὶ ἄκυρος Pl.Lg.954e, Poll.8.62, cf. TEracl.1.158.
II 1que no cumple un fin, inoperante, inútil νόος Pi.N.3.42, καπνός Simon.36.3, ἀτελέστατα ... κλαίειν Stesich.67, νόμος Cyr.Al.M.71.105B, χάρις Gr.Nyss.Ep.5.5, καὶ ἔργα καὶ ἔπη TDA 69B.7 (Ática).
2 que no obtiene resultado, ineficaz c. dat. (Ἀπόλλων) ἀτελὴς ... μαντεύμασιν Pi.P.5.62, c. gen. ἀ. τοῦ ἔργου D.H.8.57, c. inf. (οἱ δικασταί) σῷσαι δ' ἀκύρους καὶ ἀτελεῖς And.4.9, c. περί y ac. ἀ. περὶ τὸ κρίνειν Arist.Pol.1281b38
•abs. αἱ πρὸς τὰς γυναῖκας ὁμιλίαι αὐτῶν (ref. al hombre impotente) Plu.2.652d
•en fórmulas de defixión incapaz, impotente, TDA 69 B.6, cf. 68 A.3, 8.
3 fil. que no tiene una finalidad en rel. c. la causa final aristotélica τὸ ἄπειρον ἀτελές frente a ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος Arist.GA 715b15, ἡ φύσις μηθὲν μήτε ἀτελὲς ποιεῖ Arist.Pol.1256b21.
4 que no tiene fin, inagotable Δαναΐδων ὑδρεῖαι Pl.Ax.371e, de un argumento ad infinitum Leont.H.Nest.M.86.1508D.
III econ.
1 de pers. exento de cargas o prestaciones gener. económicas, c. especificación de éstas en gen. καρπῶν ἀτελεῖς exentos de pagar los diezmos de la cosecha Hdt.6.46, λειτουργίας Isoc.15.156, cf. D.21.155, ἀ. πάντων exento de toda prestación pública Arist.Pol.1270b4, φόρος IG 13.61.32 (V a.C.), οἱ τεχνίται ἀτελεῖς τῆς στρατείας IG 22.1132.14 (III a.C.), λαμπαδαρχίας IPr.174.25 (II a.C.), ἀγγείων πεντακοσίων PMil.Vogl.208.10 (II a.C.)
•abs. exento de pagar los impuestos Lys.32.24, PAnt.187a.9 (II d.C.), BGU 2122.2 (II d.C.), PCair.Isidor.8.10 (IV d.C.).
2 de tierras, mercancías libre de tasas ἄρουραι Hdt.2.168, cf. 3.91, τὰ ἐπιόντα πάντα IChS 217.23 (Idalion V a.C.), cf. ICr.3.3.4.23 (Hierapitna II a.C.), ὁ σῖτος D.34.36, τὰ ἀργύρεια D.42.18
•de dinero sin deducciones, neto ὄβολος X.Vect.4.14, τριάκοντα μνᾶς D.27.9, νόμισμα IG 12(7).67.56 (Arcesine).
3 carente de gastos, gratuito s. cont., S.Fr.268, ἀτελῆ· ἀδάπανα Paus.Gr.α 166, cf. Hsch.
IV 1no iniciado c. gen. ἱερῶν h.Cer.481 τῆς τοῦ ὄντος θέας Pl.Phdr.248b, τοῦ τῆς ἀληθείας ... δράματος Meth.Symp.8.2
•abs. de Orfeo, Pl.Smp.179d, del no bautizado, Ath.Al.M.26.597c.
2 de la mujer soltera no iniciada en el matrimonio, no casada, fig. ref. a la filosofía ἔρημον καὶ ἀτελῆ φιλοσοφίαν λείποντες ... ὥσπερ ὀρφανὴν συγγενῶν Pl.R.495c.
V adv. ἀτελῶς
1 de manera imperfecta, de manera incompleta ἀτελῶς ἔχειν Plot.3.8.9, cf. 1.3.6, ἀτελῶς διδάσκειν Chrys.M.61.555.
2 sin limitación μετέχουσιν τῆς τοιαύτης κοινωνίας Arist.Pol.1275a13.
German (Pape)
[Seite 384] ές, 1) ohne Ende, nicht ausgeführt, οὐκ ἀτελὴς θάνατος μνηστῆρσι γένοιτο Od. 17, 546; λόγος Plat. Prot. 314 c u. öfter; εἰρήνη ἀτελὴς ἐγένετο, kam nicht zu Stande, Xen. Hell. 4, 8, 15; vergeblich, nichts ausrichtend, νόος Pind. N. 3, 40; vgl. P. 5, 62; εὐχή Soph. Phil. 771; vgl. El. 1000; ὑδρεῖαι Δαναΐδων Plat. Axioch. 371 e; ὁμολογία, nicht gehaltener Vertrag, Legg. XI, 920 d; καὶ ἄκυρος δίκη XII, 954 e; καὶ ἄκυρος σῶσαι Andoc. 4, 9; c. gen., τῆς τοῦ ὄντος θέας Plat. Phaedr. 248 b; τοῦ ἔργου Dion. Hal. 8, 57; unendlich, neben ἄπειρος Plat. Phil. 24 b. – 2) unvollkommen, νίκη Thuc. 8, 27; Gegensatz τέλειος, γένεσις Arist. Eth. Nic. 10, 3, vgl. 1, 5. – 3) frei von Staatslasten u. Abgaben, χώρην ἀτελέα νέμονται Her. 3, 97. 160; καρπῶν 6, 46; τριηραρχίας Dem. Lpt. 27; ἀτελῆ σῖτον ἐξάγειν Dem. 34, 36; vgl. Pol. 22, 26; μνᾶ ἀτελής Xen. Vect. 4, 15 Dem. 27, 9. 28, 12, wovon weiter kein Abzug stattfindet, also reiner Gewinn. – Auch = ohne Aufwand, Ael. Dion. bei Eust. 881, 26; ἀτελὲς δεῖπνον Amphis Ath. X, 421 a. – 4) uneingeweiht, ἱερῶν H. h. Cer. 481.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. (τέλος fin) sans fin :
1 qui n'arrive pas à terme, qui n'aboutit pas;
2 sans effet, sans résultat, vain;
3 inachevé, incomplet, imparfait;
II. (τέλος charge) exempt d'impôts ou de charges ; avec un gén., exempt de (qqe charge) ; en parl. de choses non taxé, non grevé.
Étymologie: ἀ, τέλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀτελής:
1 несовершившийся, несостоявшийся (ἐξοστρακισμός Plut.): οὐκ ἀ. γενέσθαι Hom. неизбежно произойти; εἰρήνη ἐγένετο ἀ. Xen. мир не был заключен; τὰ λελεγμένα ἀτελῆ τινι φυλάξασθαι Soph. забыть о том, что кем-л. сказано; ἀτελεῖ τῇ νίκῃ Thuc. не добившись победы;
2 невыполненный (ὁμολογία Plat.);
3 не доведенный до конца, незаконченный (sc. τείχισις Thuc.; στρατεία Plut.);
4 незрелый, недоразвитый (καρπός Pind.; ζῷον Arst.);
5 неполноправный (πολίτης Arst.);
6 бесконечный (ἀ. καὶ ἄπειρος Plat.);
7 бесцельный, бесплодный, напрасный (ὑδρεῖαι Δαναΐδων Plat.; ἡ φύσις οὐδὲν ἀτελὲς ποιεῖ Arst.);
8 не достигнувший, не добившийся (τινος Plat.): ἀτελῆ τινα ἀποπέμψαι Plat. отослать кого-л. ни с чем;
9 не умеющий, неспособный, немощный (νόος Pind.; περί τινος Arst.);
10 непосвященный (ἱερῶν HH);
11 свободный от обложения, свободный от повинностей (χώρα Her.; ὀρφανοί Lys.; τῶν ἄλλων λειτουργιῶν Dem.);
12 не отягощенный налогами, свободный от вычетов, чистый (ὀβολός Xen.; μνᾶ Xen., Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτελής: -ές, ἄνευ τέλους, δηλ., 1) ὁ μὴ ἐνεχθεὶς εἰς τέλος ἢ πέρας, μὴ τελεσθείς, ἀτέλεστος, τῷ κε καὶ οὐκ ἀτελὴς Θάνατος μνηστῆρσι γένοιτο Ὀδ. Ρ. 546· εἰρήνη ἐγένετο ἀτελής, ἡ εἰρήνη δὲν κατωρθώνη νὰ γείνῃ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 15. 2) οὐχὶ πλήρης, ἀτελείωτος, ἀτελῆ σοφίας καρπὸν δρέπειν Πινδ. Ἀποσπ. 227· τὰ μὲν λελεγμένα ἄρρητ’ ἐγώ σοι κἀτελῆ φυλάξομαι Σοφ. Ἠλ. 1012· ἀτελεῖ τῇ νίκῃ… ἀνέστησαν Θουκ. 8. 27· ἐπὶ οἰκοδομήματος, αὐτόθι 40· ἄνευ τέλους ἢ σκοποῦ, Λατ. irritus, ἡ φύσις οὐθέν… ἀτελὲς ποιεῖ Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 8, 12. 3) ὁ ἀρχόμενος, ὁ ἀρχὴν λαμβάνων, ὁ μήπω συντελεσθείς, ἐπὶ αὐξήσεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 807· ἔρημον καὶ ἀτ. φιλοσοφίαν λείπειν Πλάτ. Πολ. 495C· ᾠὰ ἀτ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 21. 14· ζῷα αὐτόθι 4. 6, 1, καὶ ἀλλ.· πολῖται ἀτ., cives non optimo jure, αὐτ. Πολ. 3. 1, 5· ἀτ. συλλογισμὸς ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 1, 7. κ. ἀλλ.· ἀτ. ποιεῖν τινα Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θ. 20: - Ἐπίρρ. -λῶς, οὐχὶ ἐντελῶς, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 5, Πλούτ. 2. 472F. 4) ὁ μὴ ἔχων τέλος, ἀτελῆ δ’ ὄντε δήπου παντάπασιν ἀπείρω γίγνεσθον Πλάτ. Φίληβ. 24Β. ΙΙ. ὁ μὴ φέρων τι εἰς πέρας, ὁ μὴ ἐπιτυγχάνων τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, Λατ. re infecta, ἀτελεῖ νόῳ Πινδ. Ν. 3. 74· ἐπὶ προσώπων, Ὀρφέα δὲ τὸν Οἰάγρου ἀτελῆ ἀπέπεμψαν ἐξ ᾍδου, φάσμα δείξαντες τῆς γυναικὸς ἐφ’ ἣν ἦκεν Πλάτ. Συμπ. 179D· μετὰ γεν., ἀτελὴς τῆς θέας ὁ αὐτ. Φαῖδρ, 248Β· ἀτελὴς περί τινος, μὴ ἐντελῶς κατάλληλος, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 9· ἀτελὴς εἴς τι Φίλων 2. 417· μετ’ ἀπαρεμ. ἀνίκανος νὰ πράξῃ τι ἀποτελεσματικῶς, ἄκυρος καὶ ἀτ. σῶσαι Ἀνδοκ. 30. 12. 2) ὁ μὴ ἐκπληρῶν, ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντύμασιν Πινδ. Π. 5. 83. ΙΙΙ. (τέλος IV.) ἀπηλλαγμένος φόρων ἢ εἰσφορῶν, «ἀσύδοτος», Λατ. immunis, ἢ ἀπολ., ὡς παρ’ Ἡροδ. 2. 168., 3. 91 καὶ Λυσ. 908. 3· ἢ μετὰ γεν., ἀτελὴς τῶν ἄλλων, ἀπηλλαγμένος πάντων τῶν ἄλλων φόρων, Ἡρόδ. 1. 192· καρπῶν ἀτ., ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τῆς δεκάτης ἐπὶ τῶν προϊόντων, ὁ αὐτ. 6. 46· τῶν ἄλλων λειτουργιῶν Δημ. 595. 4· στρατείας ὁ αὐτ. 568. 11· πάντων πραγμάτων ἀτελεῖς Συλλ. Ἐπιγρ. 2. 737 β, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 2. 9, 18. β) ἐπὶ πραγμάτων, ἀφορολόγητος, Δημ. 917. 26, πρβλ. 1044. 17. 2) ἐπὶ χρηματικοῦ ποσοῦ, τὸ μὴ ὑποκείμενον εἰς ἔκπτωσιν, «καθαρόν», «σωστόν», χιλίους ἀνθρώπους οὓς… ἐξεμίσθωσεν, ἐφ’ ᾦ ὀβολὸν… ἀτελῆ ἑκάστου τῆς ἡμέρας ἀποδιδόναι Ξεν. Πόρ. 4. 14 καὶ ἑξ.· τριάκοντα μνᾶς ἀτελεῖς ἐλάμβανε τοῦ ἐνιαυτοῦ Δημ. 816. 8· ἀτελέα ἔστω Συλλ. Ἐπιγρ. 2550. 23. 3) οὐχὶ δαπανηρός, Σοφ. Ἀποσπ. 248, Ἄμφις ἐν «Πανὶ» 1. IV. (τέλος V) ἀμύητος, μετὰ γεν., ἱερῶν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 481.
English (Autenrieth)
ές (τέλος): unaccomplished, unconsummated, Od. 17.546†.
English (Slater)
ᾰτελής ineffectual ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν (pr., sc. Ἀπόλλων) (P. 5.62) μυριᾶν δ' ἀρετᾶν ἀτελεῖ νόῳ γεύεται (N. 3.42) ἀτελῆ σοφίας καρπὸν δρέπειν (sc. τοὺς φυσιολογοῦντας) fr. 209.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀτελής, -ές) τέλος
1. αυτός που δεν έχει ολοκληρωθεί, ημιτελής, ασυμπλήρωτος
2. εκείνος που δεν έχει πλήρη ανάπτυξη, ελαττωματικός
3. αυτός που είναι απαλλαγμένος από φόρους, ο αφορολόγητος
μσν.
1. (για διαθήκη) άκυρος
2. (για πρόσωπο) που δεν έχει όλα τα δικαιώματά του
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει πραγματοποιηθεί, ο ανεκτέλεστος
2. ο χωρίς αποτέλεσμα, άσκοπος
3. ακέραιος, σώος
4. αυτός που δεν τελειώνει ποτέ, ατέλειωτος
5. αόριστος, ακαθόριστος
6. αυτός που είναι απαλλαγμένος από εισφορές
7. (για χρηματικά ποσά) χωρίς κρατήσεις, ακέριος
8. ανέξοδος, μη δαπανηρός
9. αμύητος
10. άγαμος, μόνος
11. ανίκανος για κάτι
12. φρ. «ἀτελῆ ποιῶ τινα» — ευνουχίζω.
Greek Monotonic
ἀτελής: -ές (τέλος)·
I. αυτός που δεν έχει τέλος, δηλ.:
1. αυτός που δεν οδηγείται σ' ένα τέλος ή αποτέλεσμα, ανολοκλήρωτος, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· ατελής, σε Σοφ., Θουκ., Πλάτ.
2. Ενεργ., αυτός που δεν οδηγεί σ' ένα τέλος, αυτός που δεν ολοκληρώνει, πετυχαίνει τον σκοπό του, σε Πίνδ., Πλάτ. κ.λπ.
II. 1. (τέλος IV), στην Αθήνα, απαλλαγμένος από φόρους ή εισφορές, ο ασύδοτος, Λατ. immunis, απόλ. ή με γεν., ἀτελὴς τῶν ἄλλων, απαλλαγμένος από όλους τους άλλους φόρους, σε Ηρόδ., Αττ.
2. λέγεται για χρηματικά ποσά, αυτός που δεν έχει έκπτωση, καθαρός, σωστός, ὀβολὸς ἀτελής, ένας οβολός καθαρό κέρδος, σε Ξεν., Δημ.
III. (τέλος V), αμύητος σε μυστήρια, με γεν., σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
τέλος
I. without end, i. e.,
1. not brought to an end or issue, unaccomplished, Od., Xen.:— incomplete, Soph., Thuc., Plat.
2. act. not bringing to an end, not accomplishing one's purpose, Pind., Plat., etc.
II. (τέλος iv) at Athens, free from tax or tribute, scot-free, Lat. immunis, absol., or c. gen., ἀτ. τῶν ἄλλων free from all other taxes, Hdt., Attic
2. of sums, without deduction, nett, clear, ὀβολὸς ἀτ. an obol clear gain, Xen., Dem.
III. (τέλος v) uninitiated in mysteries, c. gen., Hhymn.
English (Woodhouse)
imperfect, incomplete, unfinished, clear of deduction, not accomplishing one's object
Translations
poor
Aghwan: 𐕄𐔼𐕎𐕒𐕡𐔸; Albanian: varfër; Alemannic German: àrm; Arabic: فَقِير; Egyptian Arabic: فقير; Hijazi Arabic: فقير; Armenian: աղքատ, չքավոր, քյասիբ; Aromanian: aruptu, discultsu, caimen, ftoh, ftohu, oarfãn, fucãrã; Asturian: probe; Azerbaijani: kasıb, yoxsul, fağır, füqəra, fağır-füqarə, kasıb-kusub, imkansız; Bashkir: ярлы; Basque: behartsu; Belarusian: бедны; Bengali: গরিব, মিসকিন, বেচারা; Bikol Central: pobre, mahidap; Breton: paour; Bulgarian: беден; Burmese: ဆင်းရဲ; Catalan: pobre; Chamicuro: pople; Chinese Cantonese: 窮, 穷; Mandarin: 貧窮, 贫穷, 貧乏, 贫乏, 窮, 穷; Min Dong: 窮, 穷; Czech: chudý; Dalmatian: pauper; Danish: fattig; Dutch: arm, armoedig, berooid; Elfdalian: fattin; Emilian: pôver; English: almsless, badly off, bankrupt, beggared, beggarly, boracic, broke, broken, broker than the Ten Commandments, dead broke, destitute, dirt poor, down and out, down on one's luck, down on one's uppers, empty-handed, flat, flat broke, hard up, impecunious, impoverished, in need, indigent, insolvent, lower-class, necessitous, needy, oofless, pauperized, penniless, penurious, pinched, poor, poor as a church mouse, poor as a rat, poor as Job, possessionless, poverty-ridden, poverty-stricken, shillingless, skint, stone-broke, stony-broke, strapped, wealthless; Esperanto: malriĉa; Estonian: vaene; Faroese: fátækur; Finnish: köyhä; French: pauvre; Friulian: puar, pùar; Galician: pobre; Georgian: ღარიბი; German: arm; Pennsylvania German: arm, aarem; Gothic: 𐌿𐌽𐌻𐌴𐌸𐍃, 𐌰𐍂𐌼𐍃; Greek: φτωχός; Ancient Greek: ἄβιος, ἀβούτης, ἀδύνατος χρήμασι, ἀκέρμις, ἄκληρος, ἀκτέανος, ἀκτήμων, ἀκτήν, ἀλειφόβιος, ἀμαζών, ἄνολβος, ἄπλουτος, ἄπορος, ἀραιός, ἀσθενής, ἀτελής, αὐτολήκυθος, ἀχήν, ἀχρήματος, ἀχρήμων, ἄχρυσος, ἀχύρμιος, γλίσχρος, γυμνηλός, γυμνής, δυσείμων, δύσπορος, κεχρημένος, λιπερνής, λιποδεής, λισσός, λιτός, λυπρός, πενέστης, πένης, πτωχός, σπανιστικός, σπανιστός, χερνάς, χερνής, χερνήτης, χρεῖος; Greenlandic: piitsoq; Hawaiian: hoʻohune, hoʻoʻilihune; Hebrew: עָנִי, דלת העם; Hindi: ग़रीब, दीन, फ़क़ीर, फकीर, मिस्कीन, बेचारा, गरीब; Hungarian: szegény; Icelandic: fátækur; Ido: povra; Indonesian: miskin; Ingush: къе; Interlingua: povre; Inuktitut Inuttut: ajutsak, annguvik; Irish: bocht, daibhir; Italian: povero; Japanese: 貧しい, 貧乏な; Javanese: mlarat; Kazakh: кедей, жарлы; Khmer: ក្រ; Korean: 가난하다, 빈곤하다; Kumyk: пакъыр; Kurdish Central Kurdish: دەست کورت, ھەژار, فەقیر; Northern Kurdish: feqîr, xizan; Kyrgyz: жарды, кедей; Ladin: puere; Ladino Latin: prove; Lao: ຈົນ, ທຸກຈົນ; Latin: pauper, egens; Latvian: nabags; Ligurian: pöveo, poveru; Limburgish: erm; Lithuanian: skurdus, vargingas; Livonian: joutõm; Lombard: pover, por; Luxembourgish: aarm; Lü: ᦷᦑᧅᦕᦱᧃ; Macedonian: сиромашен; Malay: miskin; Maltese: fqir; Maori: pōhara; Maranao: miskin; Marathi: गरीब, दीन; Mirandese: probe; Mongolian Cyrillic: ядуу; Navajo: doo atʼį́į da; Norman: pauvre, pouôrre; Northern Sami: geafi; Norwegian Bokmål: fattig, blakk; Occitan: paure; Old English: earm; Pashto: بېچاره, غريب, فقير; Persian: فقیر, مسکین; Piedmontese: pòver; Plautdietsch: oam; Polish: biedny, ubogi; Portuguese: pobre, necessitado, humilde, empobrecido; Quechua: wakcha; Romani: ćorro; Romanian: sărac, sărman, pauper, mizer, nevoiaș; Romansch: pauper, pover; Russian: бедный, нищий; Sanskrit: दीन, ध्रिगु; Sardinian: poaru, pobaru, poberu; Scottish Gaelic: truagh, bochd; Serbo-Croatian Cyrillic: сиро̀машан, у̏бог, бе̑дан, бије̑дан; Roman: siròmašan, ȕbog, bȇdan, bijȇdan; Sicilian: pòviru, pòvuru, povru; Slovak: chudobný, biedny; Slovene: reven, ubog; Somali: sabool; Sorbian Lower Sorbian: chudy; Upper Sorbian: chudy; Southern Altai: бакыр, јоксус, јокту; Spanish: pobre; Swahili: maskini; Swedish: fattig; Tagalog: mahirap, dukha, maralita; Tajik: камбағал, бечора, фақир; Tatar: ярлы, фәкыйрь; Telugu: బీద, పేద; Thai: จน, ยากจน; Tibetan: སྐྱོ་པོ; Tocharian B: snaitstse; Turkish: fakir, yoksul, züğürt, fukara, kembağal; Turkmen: garyp, biçäre; Udi: касиб; Udmurt: куанер; Ugaritic: 𐎀𐎁𐎊𐎐; Ukrainian: бі́дний; Urdu: غریب, دین; Uyghur: كەمبەغەل, پېقىر, بىچارە; Uzbek: kambagʻal, faqir, gʻarib, bechora; Venetian: poro, poaro, povaro, pore; Vietnamese: nghèo, khó; Volapük: pöfik; Walloon: pôve, målureus; Welsh: tlawd, llwm; West Frisian: earm; Yiddish: אָרעם, דלותדיק, בדלות
harmless
Azerbaijani: zərərsiz; Belarusian: няшкодны, бясшкодны; Bulgarian: безвреден, безобиден; Catalan: inofensiu; Chinese Mandarin: 無害, 无害; Czech: neškodný; Dutch: ongevaarlijk, onschadelijk; Finnish: harmiton; French: inoffensif; German: harmlos, unschädlich, ungefährlich; Greek: αβλαβής, αζήμιος, άκακος, ακίνδυνος, που δεν κάνει κακό; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἄβλαπτος, ἀζήμιος, ἀθῷος, ἀκηδής, ἀκήριος, ἄλυπος, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνεμώλιος, ἄνοσος, ἄνουσος, ἀνώδυνος, ἀνώλεθρος, ἀπήμων, ἀπόνηρος, ἀσινής, ἀτελής, ἐξάντης, νηλιτής; Hungarian: ártalmatlan; Irish: neamhdhíobhálach, neamhurchóideach; Japanese: 無害な; Kazakh: зарарсыз; Korean: 무해의; Latin: innocuus; Manx: oney, meenieuagh; Maori: māhaki; Norman: innoffensif; Norwegian Bokmål: harmløs; Ottoman Turkish: ضررسز, زیانسز; Polish: nieszkodliwy; Portuguese: inofensivo; Romanian: nevătămător, inofensiv; Russian: безвредный, безобидный; Slovak: neškodný; Spanish: inocuo, inofensivo, benigno; Swedish: ofarlig; Turkish: zararsız; Turkmen: zyýansyz; Ukrainian: нешкідливий; Welsh: diniwed