ὄμμα
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
Aeol. ὄππα Sapph.2.11 : τό :—
A eye, poet. word, rare in Prose (Th.2.11, Pl.Ti.45c, al., X.Cyr.8.7.26, Mem.1.4.6, al., Thphr.Sens. 50, al., Polystr.Herc.346p.81V., BGU713.9 (i A.D.), IG42(1).121.121 (Epid.)) : Hom. and Hes. only use pl., κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας Il.3.217 ; ὕπνον ἐπ' ὄμμασι χεῦε Od.5.492, etc. : sg. in Pi.N.10.63 and Trag. (v. infr.) :—Phrases : ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα look straight at, S.OT1385 ; ἀναβλέψαι ὀρθ. ὄμμ. X.HG7.1.30 ; ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν S.OT528 ; also οὐκ οἶδ' ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ' ἂν προσεῖδον how I could have looked him in the face, ib.1371, cf. Aeschin.3.121 ; ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι S.Tr.241 ; ποῖον ὄ. πατρὶ δηλώσω ; Id.Aj.462 ; τέοισί με χρὴ ὄμμασι . . φαίνεσθαι; Hdt.1.37 ; λαμπρὸς ὄμματι radiant in look or expression, S.OT81 ; ἄλλοσ' ὄ. θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν Id.Tr.272 ; προσέσχον ὄ. turned their eyes on him, E.HF931 ; ἐς σὸν ἐλθεῖν ὄ. come within sight of thee, Id.Heracl. 887 ; κατ' ὄμματα before one's eyes, S.Ant.760 ; κατ' ὄμμα ἐλθεῖν face to face, E.Andr.1064 ; κατ' ὄμμα στῆναι in full sight, openly, ib.1117 ; opp. νύκτωρ, Id.Ba.469 ; κρατιστεύων κατ' ὄμμα in eye-sight, of the Sun, S.Tr.102 (lyr.) (but λαμπρὰ καὶ κατ' ὄμμα καὶ φύσιν is dub. in 379) ; πρευμενοῦς ἀπ' ὄμματος ἰδέσθαι look kindly on, A.Supp.210 ; πεύθομαι δ' ἀπ' ὀμμάτων νόστον Id.Ag.988(lyr.) ; ὡς ἀπ' ὀμμάτων to judge by the eye, S.OC15, cf. E.Med.216 ; ἐν ὄμμασι before one's eyes, A.Pers.604 ; ἐν τοῖς ὄ. Th.2.11 ; ἐπ' ὀμμάτων E. Supp.1153 (lyr.) ; so παρ' ὄμμα, εἰ δ' ἦν παρ' ὄμμα θάνατος ib.484 ; ἐξ ὀμμάτων out of sight, Id.IA743 ; ἄπειμ' ἐξ ὀ. Phryn.Trag.21 ; πρὸ ὀμμάτων τίθεσθαι, ποιεῖν, Arist.Po.1455a23, Rh.1386a34 ; πρὸ ὀ. θέσις Polystr.l.c. 2 metaph., τὸ τῆς ψυχῆς ὄ. Pl.R.533d, Iamb.Protr. 21.κδ'. II the eye of heaven, i.e. the sun, ὄ. αἰθέρος Ar.Nu.285, cf. E.IT194 (anap.) ; but ὄ. νυκτός is a periphrasis for night (v. infr. v), ἕως . . νυκτὸς ὄμμ' ἀφείλετο (sc. τὴν μάχην) A.Pers.428 ; ὅταν δὲ νυκτὸς ὄ. λυγαίας μόλῃ the dark night, E.IT110 ; νυκτὸς ὄ. τῆς μελαμπέπλου Alex.89 ; cf. ὀφθαλμός 111, βλέφαρον 11. III generally, light : hence, metaph., that which brings light, ὄμμα ξείνοισι a light to strangers, Pi.P.5.56 ; ὄ. δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν A.Pers. 169 ; ἄελπτον ὄμμ' ἐμοὶ φήμης ἀνασχὸν τῆσδε S.Tr.203. 2 metaph., anything dear or precious, as the apple of an eye, ὄ. γὰρ πάσης χθονὸς . . ἐξίκοιτ' ἄν A.Eu.1025. IV face or human form, ὦ δυσθέατον ὄ. S.Aj.1004 ; ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ ξύνηθες ὄ. Id.El.903 ; τὸ ἐρωτικὸν ὄ. Pl.Phdr.253e : as periphr. of the person, ὄ. πελείας, = πελεία, S.Aj. 140 (anap.) ; ὄ. νύμφας, = νύμφα, Id.Tr.527 (lyr.) ; ξύναιμον ὄ., = ξυναίμων, Id.Aj.977 ; ὦ ταυρόμορφον ὄ. Κηφισοῦ, = ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ, E.Ion 1261 ; v. supr. 11 and cf. ὄνομα IV. V ὄ. τυκτόν eye-hole in a helmet, Nonn.D.22.62.
German (Pape)
[Seite 332] τό (ὀπτω, vgl. ὀφθαλμός), das Auge; ὑπαὶ δὲ ἴδεσκε, κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας, Il. 3, 217; ὄμματα θέλγειν, in Schlaf bringen, bezaubern, Od. 5, 47; ὕπνον ἐπ' ὄμμασι χεῦε, ib. 492; ὄμματα καὶ κεφαλὴν ἴκελος Διΐ, an Augen u. Kopf, Il. 2, 478; πάντ' αὐτῷ μέγεθός τε καὶ ὄμματα κάλ' εἰκυῖα, 23, 66, u. öfter in solchen Vrbdgn, denn die Augen sind der ausdrucksvollste Theil des Gesichts; auch wohl übh. für Antlitz, Gesicht; bei Hom. u. Hes. stets im plur.; ὀξύτατον ὄμμα, Pind. N. 10, 63; ὄμματι δέρκομαι, 7, 66; ἐν ὄμμασι θέσθαι πίστιν, 8, 43, vor Augen stellen; ὁρᾷς θέαμα δυσθέατον ὄμμασιν, Aesch. Prom. 69; γοργὸν δ' ὄμμα ἔχων, Spt. 519; μαλθακὸν ὀμμάτων βέλος, Ag. 722, öfter; auch als schmeichelnde Anrede, ὦ τερπνὸν ὄμμα, Ch. 236 (wohin auch ἰδὼν τὸ ἐρωτικὸν ὄμμα Plat. Phaedr. 253 e zu rechnen); u. geradezu Umschreibung der Person, πατρῴων ὀμμάτων ἐπισκόπους, 124; ch φίλτατ' Αἴας, ὦ ξύναιμον ὄμμ' ἐμοί, Soph. Ai. 955; Eur. Ion 1261. Auch das Köstlichste bezeichnend, ὄμμα γὰρ πάσης χθονὸς Θησῇδος ἐξίκοιτ' ἄν, Aesch. Eum. 979; er sagt auch übertr. ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν, Pers. 165, u. so oft bei Folgdn. – In Prosa überall, τῶν ὀμμάτων στερηθείς, Plat. Phaedr. 243 a; ἀλγεῖν τὰ ὄμματα u. ä. – Κελαινῆς νυκτὸς ὄμμα, der Mond, Aesch. Pers. 420, vgl. ἀστ ερωπὸν ὄμμα Λητῴας κόρης, frg. 159; ὄμμα ἀκάματον αἰθέρος, Ar. Nubb. 286; auch λύχνου, Lys. 1. – Selten auch = der Anblick, das Gesehene, ὦ δυσθέατον ὄμμα, Soph. Ai. 983; μή του κηδομένου βροτῶν μηδὲ σύντροφον ὄμμ' ἔχων, Phil. 171; ὡς εἶδον ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ σύνηθες ὄμμα, El. 891, wo Nichts zu ändern ist; vgl. Trach. 202; ὄμμα δὸς φίλημά τε, Eur. I. A. 1238. – Uebertr., das Licht Bringende, Freude u. Trost Gewährende, ὡς ἄελπτον ὄμμ' ἐμοὶ φήμης ἀνασχόν, Soph. Trach. 202, das Aufleuchten einer solchen frohen Botschaft. – Sp. auch von Augen der Pflanzen, Phot. u. Schol. Ar. Equ. 552.
Greek (Liddell-Scott)
ὄμμα: τό (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ὄψ Β)· - ὀφθαλμὸς, συχν. παρ’ Ὁμ., κτλ., ἀλλ’ οὐχὶ κοινὸν ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ (Θουκ. 2. 11, Πλάτ. Τίμ. 45C, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 26)· Ὅμ., ὡς ὁ Ἡσ. χρῆται μόνον τῷ πληθ., κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας Ἰλ. Γ. 217· ὕπνον ἐπ’ ὄμμασι χεῦε Ὀδ. Ε. 492, κτλ.· - ἀλλ’ ἑνικ. παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 10. 118 καὶ τοῖς Τραγ.: - Φράσεις: ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα, Λατ. rectis oculis aspicere, βλέπειν κατ’ εὐθεῖαν πρός τινα, «μέσα ’ς τὰ ’μάτια» Σοφ. Ο. Τ. 1385, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 30· οὕτως, ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν Σοφ. Ο. Τ. 528, πρβλ. Bentl. εἰς Ὁρατ. ᾨδ. 1. 3, 18· ἀντίθετον τῷ λοξῷ ὄμματι ἰδεῖν· - ὡσαύτως, ἐγὼ γὰρ οὐκ οἶδ’ ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ’ ἂν προσεῖδον εἰς Ἅιδου μολών, διότι δὲν ἠξεύρω, ἐὰν εἶχα τὰ ’μάτια μου, μὲ τί ’μάτια θὰ ἔβλεπον τὸν πατέραν μου κάτω εἰς τὸν Ἅιδην, Σοφ. Ο. Τ. 1371, πρβλ. Αἰσχίν. 70. 32 οὕτως, ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι Σοφ. Τρ. 241· ποῖον ὄμμα δηλώσω πατρί; ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 462, πρβλ. 977, 1004· τέοισί με χρή ὄμμασι ... φαίνεσθαι; Ἡρόδ. 1. 37· - λαμπρὸς ὥσπερ ὄμματι, ὡς δύναταί τις νὰ κρίνῃ ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ἢ τῆς ἐκφράσεώς του, Σοφ. Ο. Τ. 81· - ἄλλοσ’ ὄμμα, θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 272· ὄμμα προσέχω, δίδω προσοχήν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 931· - καὶ γὰρ οὐκ ἐβούλετο ... ἐς σὸν ἐλθεῖν ὄμμα, νὰ παρουσιασθῇ ἐμπρός σου, ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 887· κατ’ ὄμματα, ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Σοφ. Ἀντ. 760· ἐλθεῖν κατ’ ὄμμα, πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, κατὰ πρόσωπον, Εὐρ. Ἀνδρ. 1064· κατ’ ὄμμα στὰς προσεύχεται θεῷ, στὰς ἐνώπιον τοῦ ἀγάλματος τοῦ θεοῦ προσηύχετο αὐτῷ, αὐτόθι 1117· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νύκτωρ, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 469· - κρατιστεύων κατ’ ὄμμα, κατὰ τὴν δύναμιν τοῦ ὁρᾶν, Σοφ. Τρ. 102, πρβλ. 379· - ἀπ’ ὄμματος ἰδεῖν, ἰδεῖν διὰ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 210· πεύθομαι δ’ ἀπ’ ὀμμάτων νόστον ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 988· ὡς ἀπ’ ὀμμάτων (δηλ. εἰκάσαι), «ὡς ἔστιν ἐκ προόψεως τεκμήρασθαι» (Σχόλ.), Λατ. exebtutu, Σοφ. Ο. Κ. 15, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 216· - ἐν ὄμμασι, Λατ. in oculis, πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τινος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 601, Θουκ. 2. 11· - οὕτω, παρ’ ὄμμα, εἰ δ’ ἦν παρ’ ὄμμα θάνατος Εὐρ. Ἱκέτ. 484· - ἐξ ὀμμάτων, μακρὰν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 743· πρὸ ὀμμάτων τίθεσθαι, ποιεῖν Ἀριστ. Ποιητ. 17. 1, Ρητ. 2. 8, 14. 2) μεταφορ., τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα Πλάτ. Πολ. 533D, πρβλ. 519Β. ΙΙ. ὅ, τι τις βλέπει, θέαμα, ὦ δυσθέατον ὄμμα Σοφ. Αἴ. 1004· ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ ξύνηθες ὄμμα Ἠλ. 903· τὸ ἐρωτικὸν ὄμμα Πλάτ. Φαῖδρ. 253Ε. ΙΙΙ. ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ οὐρανοῦ, δηλ. ὁ ἥλιος, ὄμμα αἰθέρος Ἀριστοφ. Νεφέλ. 286, πρβλ. Σοφ. Τρ. 101, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 194· - οὕτως, ὄμμα νυκτός, ἠδύνατο νὰ σημαίνῃ τὴν σελήνην, ἀλλ’ ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 4228, ἕως... νυκτὸς ὄμμ’ ἀφείλετο (δηλ. τὴν μάχην, πρβλ. Θουκ. 4. 134), φαίνεται ὅτι σχηματίζει περίφρασιν σημαίνουσαν τὴν νύκτα (ἴδε κατωτ. V), οὕτω καὶ παρ’ Εὐρ. ἐν Ι. Τ. 110, ὅταν δὲ ὄμ. λυγαίας μόλῃ, πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ὡς σημαῖνον τὴν σκοτεινὴν νύκτα· πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Θεσπρωτοῖς» 1, νυκτὸς ὄμμα τῆς μελαμπέπλου πρβλ. ὀφθαλμὸς ΙΙΙ, βλέφαρον ΙΙ. ΙV. καθόλου, φῶς· ἐντεῦθεν μεταφορ., ὅ,τι φέρει φῶς, μάλιστα παρὰ τοῖς Τραγ.· ὄμμα ξείνοισι, φῶς εἰς τοὺς ξένους, Πινδ. Π. 5. 76· ὄμμα δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν Αἰσχύλ. Πέρσ. 169· ἄελπτον ὄμμ’ ἐμοὶ φήμης ἀνασχὸν τῆσδε Σοφ. Τρ. 204. 2) κατὰ φυσικὴν μεταφοράν, πᾶν τὸ ἀγαπητὸν ἢ πολύτιμον ὡς ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὄμμα γὰρ πάσης χθονὸς ... ἐξίκοιτ’ ἂν Αἰσχύλ. Εὐμ. 1025, πρβλ. Πέρσ. 169· ἴδε ὀφθαλμὸς IV, φάος ΙΙ. V. ὡς περίφρασις δηλοῦσα ἐκ τοῦ μέρους τὸ ὅλον, ὡς τὸ κάρα, ὄμμα πελείας, ἀντὶ τοῦ πέλεια, Σοφ. Αἴ. 140· ὄμμα νύμφας, ἀντὶ νύμφα, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 527 ξύναιμον ὄμμα, ἀντὶ ξυναίμων, ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 977· ὦ ταυρόμορφον ὄμμα Κηφισοῦ, ἀντὶ ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ, Εὐρ. Ἴων. 1261· ἴδε ἀνωτ. ΙΙΙ καὶ πρβλ. ὄνομα IV. - Περὶ τῶν συνθέτων ἐκ τοῦ ὄμμα ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 489-490.
French (Bailly abrégé)
ὄμματος (τό) :
1 œil, regard : κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας IL ayant fixé ses yeux à terre ; ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα SOPH regarder qqn droit, càd avec assurance ; πρὸ ὀμμάτων ποιεῖν ARSTT mettre devant les yeux ; p. anal. νυκτὸς ὄμμα ESCHL l’œil de la nuit, la lune ; fig. les yeux de l’âme ; p. anal. l’objet précieux, en parl. de pers. (les yeux étant considérés comme la partie la plus précieuse du corps) ; périphr. ὄμμα νύμφας p. νύμφα SOPH, ὄμμα πελείας p. πελεία SOPH;
2 ce qu’on voit, vue, spectacle, image, vision.
Étymologie: R. Ὀπ, voir ; cf. ἔψομαι, ὤψ, lat. oc-ulus.
English (Autenrieth)
ατος (root ὀπ, cf. oculus): eye, only pl.
English (Slater)
ὄμμα (ὄμμα, -ατι, -α; -άτων, -ασι.)
1 eye ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν with my gaze (N. 7.66) μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (N. 8.43) ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων (N. 10.41) κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα (N. 10.63) ἀκτὶς ἀελίου ὦ μᾶτερ ὀμμάτων. because it gives birth to the light by which the eyes see Πα. . 2. πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ (Pae. 15.6) ὀμμ]άτων ἄπο σέλας ἐδίνασεν (supp. Lobel) (Pae. 20.13) met., ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος, πύργος ἄστεος, ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι (i. e. light of comfort, cf. φάος, ὀφθαλμός) (P. 5.56)
English (Strong)
from ὀπτάνομαι; a sight, i.e. (by implication) the eye: eye.
English (Thayer)
ὀμματος, τό (from ό᾿πτομαι (see ὁράω), part ᾦμμαι), from Homer down, an eye: plural, L T Tr WH; Sept. for עַיִן, Proverbs 10:26.)
Greek Monotonic
ὄμμα: -ατος, τό (η ρίζα βρίσκεται στο ὦμμαι, Παθ. παρακ. του ὁράω)· μάτι, οφθαλμός, σε Όμηρ. κ.λπ.· κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα, Λατ. rectis oculis aspicere, κοιτάζω κατ' ευθείαν, μέσα στα μάτια, σε Σοφ. κ.λπ.· οὐκ οἶδ' ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα πότ' ἂν προσεῖδον, με τί μάτια θα τον κοιτούσα κατά πρόσωπο, στον ίδ.· ομοίως, ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι, στον ίδ.· λαμπρὸς ὥσπερ ὄμματι, κρίνω από τα μάτια ή την έκφραση κάποιου, στον ίδ.· ἐς ὄμμα τινὸς ἐλθεῖν, παρουσιάζομαι μπροστά σε κάποιον, μπροστά στα μάτια του, σε Ευρ.· κατ'ὄμματα, ενώπιον κάποιου, σε Σοφ.· ἐλθεῖν κατ' ὄμμα, έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο, σε Ευρ.· αλλά, κατ'ὄμμα ἐπίσης, ως προς την όραση, σε Σοφ.· ὡς ἀπ' ὀμμάτων, κρίνω με το μάτι, Λατ. ex obtutu, στον ίδ.· ἐν ὄμμασι, Λατ. in oculis, μπροστά στα μάτια κάποιου, σε Αισχύλ., Θουκ.· ἐξὀμμάτων, έξω από το οπτικό πεδίο κάποιου, σε Ευρ.
II. αυτό που βλέπει κάποιος, θέαμα, όραμα, θέα, σε Σοφ.
III. το μάτι του ουρανού, δηλ. ο ήλιος, στον ίδ., Ευρ.· αλλά, ὄμμα νυκτός, περίφρ. αντί νύξ (βλ. κατωτ. IV), σε Αισχύλ., Ευρ.
IV.γενικά, φως, οτιδήπτε φέρνει φως, ὄμμα δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν, σε Αισχύλ.· ὄμμα φήμης, φως, χαρά από ευχάριστες ειδήσεις, σε Σοφ. ξύναιμον ὄμμα αντί ξυναίμων, στον ίδ.· ὦ ταυρόμορφον ὄμμα Κηφισοῦ αντί ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὄμμα: ατος τό
1) око, глаз: κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας Hom. опустив глаза в землю, потупив взор; πρὸ ὀμμάτων τίθεσθαι или ποιεῖν Arst. поставить перед глазами, т. е. наглядно представить (себе); ποῖον ὄ. δηλώσω πατρί; Soph. с какими глазами покажусь я отцу?; ὄ. αἰθέρος Arph. небесное око, т. е. солнце; νυκτὸς ὄ. Eur. око ночи, т. е. луна, но тж. Aesch. лик ночи, т. е. ночная тьма;
2) взор, взгляд: ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν Soph. с открытым взором, т. е. не смущаясь; τὸ τῆς ψυχῆς ὄ. Plat. духовный взор; ὄ. δός Soph. взгляни на меня;
3) перен. свет, сияние, блеск, украшение: ὄ. δόμων δεσπότου παρουσία Aesch. краса дома - присутствие хозяина; ὄ. χθονὸς Θησῇδος Aesch. цвет Тесеевой земли;
4) (в описаниях) милый, дорогой, прекрасный: ξύναιμον ὄ. Soph. милый брат; ὄ. Κηφίσου Eur. почтенный Кефис;
5) вид, зрелище (δυσθέατον ὄ. Soph.): κατ᾽ ὄ. στῆναι Eur. быть у всех на виду.
Frisk Etymological English
-ατος
Grammatical information: n.
Meaning: eye; also look, sight, face, metaph sun, light (Il.).
Compounds: As 1. member a.o. in ὀμματο-στερής bereaving one of ones eyes, blinding (A. in lyr.), bereaved of ones eyes, blind (S., E. in lyr.); often as 2. member, e.g. μελαν-όμματος with black eyes (Pl., Arist.; cf. Sommer Nominalkomp. 17 f.).
Derivatives: Dimin. ὀμμάτιον n. (Arist., AP; = NGr. μάτι); further ὀμμάτειος belonging to the eyes (S. Fr. 801), ὀμματόω to provide eyes, to illuminate (A., D.S.), ἐξ- ὄμμα to bereave someone of his eyes (E. Fr. 541), to open someones eyes, to illuminate (A., S., Ph. u.a.), ἐν- ὄμμα to provide eyes (Ph.).
Origin: IE [Indo-European] [775]*h₃ekʷ- see
Etymology: Beside the usual ὄμμα stands the rare ὄππατα (Sapph.) and ὄθματα (Call., Nic., Hymn. Is.), which like ὄμμα may have arisen first from *ὄπμα by progressive assimilation resp. through differenciation (Schwyzer 317 w. lit.); diff. on ὄππατα WP. 1, 170; s. also Fraenkel Phil. 96, 164 (ππ affective consonantsharpening for *ὄπατα with Specht KZ 62, 214); ῎ὄθματα rather artificial reshaping with -θμα (Chantraine, Form. 175, R, Schmitt, Nominalbildung des Kallimachos 102. -- If a verbal noun in -μα from ὀπ- see (ὄπ-ωπα, ὄψομαι), ὄμμα must orig. have meant seeing, glance (cf. Treu Von Homer zur Lyrik 66 w. lit.); but the word can also be an enlargement of the root noun in ὄσσε (Schwyzer 524, Porzig Satzinhalte 266). -- Cf. ὄπωπα and ὄσσε (not ὀφθαλμός).
Middle Liddell
ὄμμα, ατος, τό, [Root found in ὦμμαι, perf. pass. of ὁράω
I. the eye, Hom., etc.; κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας Il.; ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα, Lat. rectis oculis aspicere, to look straight, Soph., etc.; οὐκ οἶδ' ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ' ἂν προσεῖδον how I could have looked him in the face, Soph.; so, ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι Soph.; λαμπρὸς ὥσπερ ὄμματι to judge by his eyes or expression, Soph.; ἐς ὄμμα τινὸς ἐλθεῖν to come within sight of him, Eur.;— κατ' ὄμματα before one's eyes, Soph.; ἐλθεῖν κατ' ὄμμα face to face, Eur.; but κατ' ὄμμα, also, in point of eye-sight, Soph.:— ὡς ἀπ' ὀμμάτων to judge by the eye, Lat. ex obtutu, Soph.;— ἐν ὄμμασι, Lat. in oculis, before one's eyes, Aesch., Thuc.; —ἐξ ὀμμάτων out of sight, Eur.
II. that which one sees, a sight, vision, Soph.
III. the eye of heaven, i. e. the sun, Soph., Eur.; but, ὄμμα νυκτός periphr. for νύξ (v. infr. V), Aesch., Eur.
IV. generally, light, that which brings light, ὄμμα δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν Aesch.; ὄμμα φήμης the light of glad tidings, Soph.:—hence, anything dear or precious, Aesch.
V. periphr. of the person, ὄμμα πελείας for πελεία, Soph.; ὄμμα νύμφας for νύμφα, Soph.; ξύναιμον ὄμμα for ξυναίμων, Soph.; ὦ ταυρόμορφον ὄμμα Κηφισοῦ for ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ, Eur.
Frisk Etymology German
ὄμμα: -ατος
{ómma}
Grammar: n.
Meaning: Auge; auch Blick, Anblick, Angesicht, übertr. Sonne, Licht (vorw. poet. seit Il.);
Composita : als Vorderglied u.a. in ὀμματοστερής der Augen beraubend, blendend (A. in lyr.), der Augen beraubt, blind (S., E. in lyr.); oft als Hinterglied, z.B. μελανόμματος mit schwarzen Augen (Pl., Arist.; vgl. Sommer Nominalkomp. 17 f.).
Derivative: Davon das Demin. ὀμμάτιον n. (Arist., AP; = ngr. μάτι); ferner ὀμμάτειος zu den Augen gehörig (S. Fr. 801), ὀμματόω ‘mit Augen ver- sehen, aufklären’ (A., D.S. u.a.), ἐξ- ~ ‘jmdn. der Augen berauben’ (E. Fr. 541), ‘jmdm. die Augen öffnen, klarmachen’ (A., S., Ph. u.a.), ἐν- ~ mit Augen versehen (Ph.).
Etymology : Neben dem geläufigen ὄμμα stehen die seltenen ὄππατα (Sapph.) und ὄθματα (Kall., Nik., Hymn. Is.), die ebenso wie ὄμμα zunächst aus *ὄπμα u. zw. durch progressive Assimilation bzw. durch Differenziation entstanden sein dürfte (Schwyzer 317 m. Lit.); anders über ὄππατα WP. 1, 170; s. auch Fraenkel Phil. 96, 164 (ππ affektische Konsonantenschärfung für *ὄπατα mit Specht KZ 62, 214). — Wenn Verbalnomen auf -μα von ὀπ- sehen (ὄπωπα, ὄψομαι), muss ὄμμα urspr. das Sehen, den Blick bezeichnet haben (vgl. Treu Von Homer zur Lyrik 66 m. Lit.); das Wort kann aber auch eine Erweiterung des in ὄσσε vorliegenden Wz.nomens sein (Schwyzer 524, Porzig Satzinhalte 266). — Vgl. ὄπωπα und ὄσσε, auch ὀφθαλμός.
Page 2,387-388