ὑπόκειμαι

From LSJ
Revision as of 12:36, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόκειμαι Medium diacritics: ὑπόκειμαι Low diacritics: υπόκειμαι Capitals: ΥΠΟΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: hypókeimai Transliteration B: hypokeimai Transliteration C: ypokeimai Beta Code: u(po/keimai

English (LSJ)

used as Pass. of ὑποτίθημι, fut. ὑποκείσομαι Pi.O.1.85, etc., but aor. ὑπετέθην:—

   A lie under, ὑπὸ δὲ ξύλα κεῖται Il.21.364; θεμέλιοι ὑ. Th.1.93; τὸν μηρὸν ὑποκείμενον ἔχειν Arist.IA712b32, cf. PA686a13, 689b18: c. dat., τοιαύτης τῆς κρηπῖδος ὑποκειμένης ταῖς πολιτείαις Pl.Plt.301e: τὰ ὑποκείμενα, opp. τὰ ὑπερκείμενα, Sor.1.8.    2 of places, lie close to, ὑποκειμένης τῆς Εὐβοίας ὑπὸ τὴν Ἀττικήν Isoc. 4.108; ὑ. τὸ πεδίον τῷ ἱερῷ Aeschin.3.118; λόφος ὑποκείμενος τοῖς Σιννάκοις Plu.Crass.29; τὸ τὴν οἰκουμένην ὑποκεῖσθαι πρὸς τοῦτον τὸν τόπον Arist.Mete.364a7, cf.Pr.941b39; <τὰ> πρὸς βορρᾶν καὶ ἄρκτον ὑποκείμενα μέρη τῶν ὀρέων Gp.2.5.1; τὰ ὑποκείμενα ἐδάφη the adjacent soil, D.S.3.50; ἡ-κειμένη χώρα the adjacent country, ibid. (but, the adjacent low lands, Id.2.37, Plu.Sert.17); ὄρος ὑπόκειται Plb.5.59.4 codd. (ἐπίκ- Schweigh.); ὁ ὑποκείμενος ποταμός Id.3.74.2; ὑποκεῖσθαι πρὸς τὴν οψιν to be presented to the sight, Demetr.Lac.Herc.1013.17.    3 to be given below in the text, κατὰ τὴν . . συγγραφήν, ἧς τὸ ἀντίγραφον ὑπόκειται PCair.Zen.355.122 (iii B. C.); γράψον . . τοὺς χαρακτῆρας ὡς ὑπόκειται as below, PMag.Par.1.408; λέγε τὸν λόγον τὸν ὑποκείμενον ib.230; ὡς ὑπόκειται as below, Sammelb.5231.11 (i A. D.), etc.; also, as set forth, PKlein.Form.78 (v/vi A. D.).    II in various metaph. senses,    1 to be established, set before one (by oneself or another) as an aim or principle, ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται shall be my appointed task, Pi. l. c.; δυοῖν ὑποκειμένοιν ὀνομάτοιν two phrases being prescribed, having legal sanction, D.23.36; ὑπόκειται πρῶτον μὲν διωμοσία, δεύτερον δὲ λόγος the prescribed course is... ib.71; μένειν ἐπὶ τῶν ὑποκειμένων to abide by one's resolves, Plb.1.19.6, 2.51.1; μένειν ἐπὶ τῆς ὑ. γνώμης Id.1.40.5; ἐμοὶ ὑπόκειται ὅτι . . for me it is a fixed principle that... Hdt.2.123, cf. Arist.Oec.1343b9; νομίζω συμφέρειν . . τοῦθ' ὑποκεῖσθαι D.14.3; τῶν πραγμάτων ἐν οἷς τὰ ὑποκείμενα διαφέρει τῷ εἴδει things of which the principles differ in kind, Arist.Pol.1275a35; τὰς ὑποκειμένας μοίρας τξ the conventional 3600, Ptol.Alm.5.1.    2 to be assumed as a hypothesis (cf. ὑπόθεσις 111), Pl.Cra.436d, al.; ὑπέκειτο μὴ οἷόν τε εἶναι . . Id.Erx.404b; τούτων ὑποκειμένων Id.Prt.359a, R.478e; τὴν ἐκ τῶν -κειμένων ἀρίστην [πολιτείαν] the best (possible) in the circumstances, opp. to τὴν κρατίστην ἁπλῶς and to τὴν ἐξ ὑποθέσεως, Arist. Pol.1288b26; ὑποκείσθω τι let it be taken for granted, Id.EN1103b32, cf. 1129a11, al., Gal.15.175; ὑποκείσθω ὅτι . . let it be taken for granted that... Arist.Pol.1323b40; ὑ. εἶναι τὴν ἡδονὴν κίνησιν Id.Rh.1369b33: so with a nom., ὑ. ἡ ἀρετὴ εἶναι . . Id.EN1104b27, cf. Rh.1357a11: c. part., τοιόνδε ζῷον ὑ. ὄν Id.GA778b17: without any Verb, ἡ τοῦ δέρματος φύσις ὑ. γεώδης (sc. εἶναι or οὖσα) ib.782a29, etc.: cf. ὑποτίθημι IV. 1.    3 to be suggested, τρόπῳ τῷ ἐξ ἐμεῦ -κειμένῳ Hdt.3.40.    4 to be in prospect, ἐλπὶς ὑπόκειται σφαλεῖσι κἂν αὐτοὺς διασῴζεσθαι Th.3.84; αἱ ὑποκείμεναι προσδοκίαι καὶ αἱ ἐλπίδες D.19.24; παρ' ὑμῖν ὀργὴ μεγάλη καὶ τιμωρία ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσι is reserved for them, Id.34.19, cf. Lycurg.130; δυοῖν κινδύνοιν -κειμένοιν ibid.; ὁρᾶν τὸν θάνατον ὑποκείμενον PPetr.3p.73 (iii B. C.); φόβου ὑποκειμένου ὅτι οἴσει τι βέβαιον παρὰ σοῦ PSI4.380.3 (iii B. C.); τοῦτο καὶ τοῖς μηθὲν ἀσεβὲς ἐπιτελεσαμένοις κατὰ τοὺς τοῦ πολέμου νόμους ὑπόκειται παθεῖν Plb.2.58.10.    5 to be subject to, submit to, τῷ ἄρχοντι Pl.Grg.510c; βασιλεῖ Philostr. VA3.20; πατράσιν POxy.237 vii 16 (ii A. D.); ἐξετάσεσιν PFlor.33.14 (iv A. D.); βασάνοις POxy.58.25 (iii A. D.): abs., pay court to one, ὑποκείσονται δεόμενοι καὶ τιμῶντες Pl.R.494c; τῷ λόγῳ to be captivated by the story, Philostr.VA6.14; θρῆνοι -κείμενοι subdued, Id.VS2.4.2.    6 to be subject to, liable to a penalty, Supp.Epigr.6.424, cf. 415,421, al. (Iconium), PLond.1.77.53 (vi A. D.): also c. acc., ὑποκείσεται τῷ φίσκῳ δηνάρια πεντακόσια Rev.Phil.36.61 (Iconium).    7 to be pledged or mortgaged, c. gen., for a certain sum, Is.6.33, D.49.11,35; ναῦς ὑποκειμένη ἡμῖν Id.56.4; τὰ ὑποκείμενα the articles pledged, Syngr. ap.D.35.12; the mortgaged property, SIG1044.28 (Halic., iv/iii B. C.); ἐνέχυρα-κείμενα IG12(7).58 (Amorgos); ὑποκείμενοι, of slaves pledged for a sum of money, D.27.9.    b of payments, to have been granted or allocated, ἀποφαίνουσιν ὑποκεῖσθαι ἐν τῇ γραφῇ τῶν εἰς τὰ ἱερὰ (sc. ὑποκειμένων) δίδοσθαι κτλ. UPZ21.4 (ii B. C.), cf. 23.21 (ii B. C.), BGU 1197.4, 1200.28 (both i B. C.): Subst. ὑποκείμενα, τά, = φιλάνθρωπα, salary (ear-marked proceeds of taxes), τὰ ἐπιβάλλοντά μοι ἐκ τοῦ ἱεροῦ ὑ. PLond.2.357.9, cf. 5 (i A. D.); ὑ. αἰτεῖ ἀπὸ τῶν κωμῶν BGU23.12 (ii/iii A. D.), cf. OGI665.19,26 (Egypt, i A. D.): c. dat., as part of name of specific taxes, ὑ. βασιλικῇ γραμματείᾳ ear-marked for the benefit of . ., PPar.17.22 (ii A. D.); ὑ. τοπογραμματείᾳ PSI1.101.18 (ii A. D.), cf. POxy.1436.23 (ii A. D.), etc.: also in sg., ὑποκείμενον ἐπιστρατηγία BGU 199.14 (ii A. D.), cf. PFlor.375.22 (ii A. D.), etc.: also c. gen., ὑ. ἐννομίου PRyl.213.72, al. (ii A. D.); τοπαρχίας ib.73, etc.    8 in Philosophy, to underlie, as the foundation in which something else inheres, to be implied or presupposed by something else, ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων . . ὑ. τις ἴδιος οὐσία Pl.Prt.349b, cf. Cra.422d, R.581c, Ti.Locr.97e: τὸ ὑποκείμενον has three main applications: (1) to the matter which underlies the form, opp. εἶδος, ἐντελέχεια, Arist.Metaph.983a30; (2) to the substance (matter + form) which underlies the accidents, opp. πάθη, συμβεβηκότα, Id.Cat.1a20,27, Metaph.1037b16, 983b16; (3) to the logical subject to which attributes are ascribed, opp. τὸ κατηγορούμενον, Id.Cat.1b10,21, Ph.189a31: applications (1) and (2) are distinguished in Id.Metaph.1038b5, 1029a1-5, 1042a26-31: τὸ ὑ. is occasionally used of what underlies or is presupposed in some other way, e. g. of the positive termini presupposed by change, Id.Ph.225a3-7.    b exist, τὸ ἐκτὸς ὑποκείμενον the external reality, Stoic.2.48, cf. Epicur.Ep.1pp.12,24 U.; φῶς εἶναι τὸ χρῶμα τοῖς ὑ. ἐπιπῖπτον Aristarch. Sam. ap. Placit.1.15.5; τὸ κρῖνον τί τε φαίνεται μόνον καὶ τί σὺν τῷ φαίνεσθαι ἔτι καὶ κατ' ἀλήθειαν ὑπόκειται S.E.M.7.143, cf. 83,90,91, 10.240; = ὑπάρχω, τὰ ὑποκείμενα πράγματα the existing state of affairs, Plb.11.28.2, cf. 11.29.1, 15.8.11,13, 3.31.6, Eun.VSp.474 B.; Τίτος ἐξ ὑποκειμένων ἐνίκα, χρώμενος ὁπλις μοῖς καὶ τάξεσιν αἷς παρέλαβε Plu.Comp.Phil.Flam.2; τῆς αὐτῆς δυνάμεως ὑποκειμένης Id.2.336b; ἐχομένου τοῦ προσιόντος λόγου ὡς πρὸς τὸν ὑποκείμενον A.D.Synt.122.17.    c ὁ ὑ. ἐνιαυτός the year in question, D.S.11.75; οἱ ὑ. καιροί the time in question, Id.16.40, Plb.2.63.6, cf. Plu.Comp.Sol.Publ.4; τοῦ ὑ. μηνός the current month, PTeb.14.14 (ii B. C.), al.; ἐκ τοῦ ὑ. φόρου in return for a reduction from the said rent, PCair.Zen.649.18 (iii B. C.); πρὸς τὸ ὑ. νόει according to the context, Gp.6.11.7.    9 in logical arrangement, to be subject or subordinate, τῇ . . ἰατρικῇ . . ἡ ὀψοποιικὴ . . ὑ. Pl. Grg.465b; ὁ τὴν καθόλου ἐπιστήμην ἔχων οἶδέ πως πάντα τὰ ὑποκείμενα Arist.Metaph.982a23, cf. APo.91a11; ἑκάστη [τέχνη] περὶ τὸ αὐτῇ ὑ. ἐστι διδασκαλική Id.Rh.1355b28.    b ἡ ὑ. ὕλη the subject-matter of a science or treatise, Id.EN1094b12, 1098a28, Phld.Po.Herc.1676.3 (pl.); τὸ ὑ. the part affected by a disease, Plb.1.81.6.    III trans., = ὑποτέθειμαι, I have appended, ὧν τὸ καθ' ἓν ὑπόκειμαι PTeb. 140 (i B. C.); cf. παράκειμαι (Addenda).

German (Pape)

[Seite 1219] (s. κεῖμαι), 1) darunter liegen; Εὔβοια ὑπόκειται ὑπὸ τὴν Ἀττικήν Isocr. 4, 108; πεδίον ἱερῷ ὑπόκειται Aesch. 3, 118; ὑπόκεινται θεμέλιοι Thuc. 1, 93; darunter gelegt sein, zur Grundlage dienen, τοιαύτης τῆς κρηπῖδος ὑποκειμένης αὐτοῖς Plat. Polit. 301 e; ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων ὑπόκειταί τις ἴδιος οὐσία Prot. 349 b, vgl. Parm. 161 a Crat. 422 d, u. oster; τὰ εἰρημένα περὶ ψυχῆς ὑποκείσθω Arist. de sens. 1; dah. auch untergeordnet sein, gehorchen, τῷ ἄρχοντι Plat. Gorg. 510 c; τῷ νόμῳ, Luc. abdic. 24, unterworfen sein. – 2) vorliegen, obliegen; ὑποκείσεταίμοι ὁ ἄεθλος Pind. Ol. 1, 85; παρ' ὑμῖν ὀργὴ καὶ τιμωρία ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσι Dem. 34, 19; ὑπόκειταί τινι παθεῖν Pol. 2, 58, 10; – dah. τὸ ὑποκείμενον, der vorliegende, zu behandelnde Gegenstand, wie ὑπόθεσις, argumentum; die Substanz, καθ' ὑποκειμένου τινὸς λέγεται ἄνθρωπος, ἐν ὑποκειμένῳ – λευκόν τι, – καθ' ὑποκ. καὶ ἐν ὑποκ. – ἐπιστήμη, Arist. top. – Vgl. noch οὕτω τούτων ὑποκειμένων Plat. Prot. 359 a; – ὁ ὑποκείμενος χρόνος, die vorliegende, gegenwärtige Zeit, Gramm.; – Pol. μένειν ἐπὶ τῆς ὑποκειμένης γνώμης 1, 40, 5, u. ä. oft; ἐλπίς ὑπόκειται Thuc. 3, 84. – 3) Jem. zu Füßen sinken, ihm einen Fußfall thun, anliegen; ὑποκείσονται ἄρα δεόμενοι καὶ τιμῶντες Plat. Rep. VI, 494 b. – 4) übh. perf. pass. von ὑποτίθημι; verpfändet sein, Is. 6, 33; verdungen sein, κλινοποιοὺς τετταράκοντα μνῶν ὑποκειμένους, = ὑποτεθειμένους, Dem. 27, 9; ὑποκειμένων αὐτῷ τῶν ξύλων τοῦ ναύλου, für die Fracht verpfändet, 49, 35, u. öfter. – Als Grundsatz feststehen od. fest beschlossen sein, ἐμοὶ ὑπόκειται, ὅτι – , Her. 2, 123; zur Bedingung gemacht, angenommen sein, als Hypothese aufgestellt sein.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόκειμαι: ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ ὑποτίθημι, μετὰ μέλλ., ὑποκείσομαι, ἀλλ’ ἀορ. ὑπετέθην. Κεῖμαι ὑποκάτω, ὑπὸ δὲ ξύλα κεῖται Ἰλ. Φ. 364˙ ὑπ. θεμέλιοι Θουκ. 1. 93˙ μετὰ δοτ., τοιαύτης τῆς κρηπῖδος ὑποκειμένης ταῖς πολιτείας Πλάτ. Πολιτικ. 301Ε˙ τὸν μηρὸν ὑπ. ἔχειν Ἀριστ. περὶ Ζῴων Πορείας 15. 3, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 55. 2) ἐπὶ τόπων, κεῖμαι ὑποκάτω ἢ κατωτέρω, ὑποκειμένης τῆς Εὐβοίας ὑπὸ τὴν Ἀττικὴν Ἰσοκρ. 63Β˙ ὑπ. τὸ πεδίον τῷ ἱερῷ Αἰσχίν. 70. 20˙- ἀπολ., κεῖμαι κατωτέρω, εἶμαι χαμηλότερος, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 11, Προβλ. 26. 15˙ ἡ ὑπ. χώρα, χθαμαλὴ χώρα, Διόδ. 3. 50. ΙΙ. ἐν ποικίλαις μεταφ. σημασίαις, 1) ὑποβάλλομαι ὑπὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ τὸν νοῦν, δηλ. ὑποβάλλομαι εἰς τὴν σκέψιν τινὸς ἢ προτείνομαι εἴς τινα, ὡς τὸ πρόκειμαι, ὑποκείσεταί μοι ὁ ἆθλος Πινδ. Ο. 1. 135˙ αἱ ὑποκείμεναι ἐλπίδες, αἱ παροῦσαι ἐλπίδες τινός, Δημ. 348. 22˙ δυοῖν ὑποκειμένων, δύο πραγμάτων προτεινομένων, ὁ αὐτ. 631. 18˙ μένω ἐπὶ τῶν ὑπ., ἐμμένω εἰς τὰς ἀποφάσεις μου, Πολύβ. 1. 19, 6., 2. 51, 1˙ μένειν ἐπὶ τῆς ὑπ. γνώμης ὁ αὐτ. 1. 40, 5˙ ὑπόκειταί μοι ὅτι..., ἔχω ὡρισμένον ὡς κανόνα ὅτι..., Ἡρόδ. 2. 123, πρβλ. Ἀριστ. Οἰκον. 1. 3, 1. 2) εἶμαι τεθειμένος ὡς βάσις συλλογισμοῦ ἢ ἐπιχειρήματος, λαμβάνομαι ὡς ὑπόθεσις (πρβλ. ὑπόθεσις ΙΙ), Πλάτ. Κρατ. 436D, Ἀριστ.˙ ὑπόκειται γὰρ μὴ εἶναι... Πλάτ. Ἐρυξ. 404Β˙ τούτων ὑποκειμένων, Λατ. his positis, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 359Α, Πολ. 359Α˙ τὴν ἐκ τῶν ὑποκ. ἀρίστην [πολιτείαν], συμφώνως πρὸς τὴν ὑπόθεσιν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἁπλῶς ἀρίστην, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 1, 3˙ ὑποκείσθω τι, ἂς ληφθῇ ὡς δεδομένον, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 2. 2, 2, πρβλ. 5. 1, 3, κ. ἀλλ.˙ ἀπρόσ., ὑπόκειται, εἶναι τεθειμένος κανών, Δημ. 643. 22˙ ὑποκείσθω ὅτι..., ἂς ληφθῇ ὡς δεδομένον ὅτι..., Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 1, 13˙ ὑπ. τι εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 11, 1˙ οὕτω μετ’ ὀνόμ., ὑπ. ἡ ἀρετὴ εἶναι... ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 2. 3, 6, πρβλ. Ρητ. 1. 2, 13˙ μετὰ τῆς μετοχ., ὑπ. τι ὄν... ὁ αὐτ. περὶ Ζῴων Γεν. 5. 1, 7˙ ἢ ἄνευ τοῦ συνδετικοῦ ῥήματος, ἡ τοῦ δέρματος φύσις ὑπ. γεώδης (ἐξυπακ. εἶναι ἢ οὖσα) αὐτόθι 5. 3, 8, κλπ˙ πρβλ. ὑποτίθημι Ι. 3. 3) ὑποδεικνύομαι, ὑποδηλοῦμαι, Ἡρόδ. 3. 40. 4) ὑπολείπομαι εἰς τὸ βάθος, μένω, παραμένω, ἐλπὶς ὑπόκειται Θουκ. 3. 84˙ τιμωρία ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσι, ἀπόκειται, μένει δι’ αὐτούς, Δημ. 913. 6, πρβλ. Λυκοῦργ. 166. 23˙ ὑπ. κίνδυνος αὐτόθι 25˙ ἀπροσ. μετ’ ἀπαρ., ὑπόκειταί τινι παθεῖν Πολύβ. 2. 58, 10. 5) εἶμαι ὑποκείμενος, ὑποτεταγμένος εἴς τινα, τινι Πλάτ. Γοργ. 510C˙ ἀπολ., ὑποκλίνομαι, ὑποκείσονται ἄρα δεόμενοι καὶ τιμῶντες ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 494Β, Φιλόστρ., κλπ. 6) ὑπόκειμαι, εἶμαι ὑποκείμενος εἴς τι, τοῖς πάθεσιν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσικ. 6. 13. 1. 7) κεῖμαι ἢ ἀφίνομαι ὡς ἐνέχυρον ἢ «ὑποθήκη», τινος, διά τι ποσόν, Ἰσαῖος 59. 31, Δημ. 1187. 23, 1194. 17˙ ναῦς ὑποκειμένη τινὶ ὁ αὐτ. 1283, ἐν τέλ.˙ τὰ ὑποκείμενα, τὰ «ὑποθηκευμένα», ὁ αὐτ. 926. 22˙ ὑποκείμενοι, ἐπὶ προσώπων, ὑποχρεωμένοι εἰς πληρωμὴν χρηματικοῦ ποσοῦ, οἱ ἐγγυηταί, ὁ αὐτ. 816. 10˙- πρβλ. ὑποτίθημι ΙΙΙ. 8) ἐν τῇ Φιλοσοφίᾳ, ὑπάρχω ὑποκάτω ἐν τῇ διανοίᾳ ἢ ἐν τῷ διανοήματι ὡς βάσις, ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων... ὑπ. τις ἴδιος οὐσία Πλάτ. Πρωτ. 349Β, πρβλ. Κρατ. 422D, Πολ. 581C, Τίμ. Λοκρ. 97E˙Ϗ τὸ ὑποκείμενον, ἡ οὐσία τῆς ὕλης ἥτις ὑπετίθετο ὡς ὑπάρχουσα ὡς βάσις καὶ αἰτία πάντων τῶν φαινομένων, τὸ ὑπ. ἐστι καθ’ οὗ τὰ ἄλλα λέγεται Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 3, 1˙ ἡ ὕλη καὶ τὸ ὑποκ. αὐτόθι 1. 3, 1˙ ἡ ὑπ. ὕλη, ἴδε ὕλη ΙΙΙ˙ μάλιστα δοκεῖ εἶναι οὐσία τὸ ὑπ. τὸ πρῶτον αὐτόθι 6. 3. 1, πρβλ. 7. 3, 1, κ. ἀλλ. 9) ἐν λογικῇ ταξινομήσει, εἶμαι ὑποκείμενος, τῇ ἰατρικῇ... ἡ ὀψοποιητική... ὑπ. Πλάτ. Γοργ. 465Β˙ ὁ τοῦ καθόλου ἐπιστήμην ἔχων οἶδέ πως πάντα τὰ ὑπ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 4˙ ἑκάστη τέχνη περὶ τὸ αὐτῇ ὑπ. ἐστι διδασκαλικὴ ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 2, 1˙ τὰ ὑπ., δηλ. μέλη, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 1, 8. β) ἡ ὑπ. ὕλη, ἡ ὑπόθεσις ἢ ὕλη ἐπιστήμης ἢ πραγματείας, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 3, 1., 1. 7, 18˙ τὸ ὑπ., ἡ ὑπόθεσις νόσου, Πολύβ. 1. 81, 6, κλπ. γ) ὡς λογικὸς ὅρος, τὸ ὑποκείμενον, (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κατηγορούμενον), Ἀριστ. Κατηγ. 2-5, Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 1, 8, κ. ἀλλ. 10) ἐν τοῖς γραμμ., ὁ ὑποκείμενος χρόνος ὁ ἐνεστώς.

French (Bailly abrégé)

I. être couché ou placé dessous, servir de base, de fondement : οἱ θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑπόκεινται THC les fondements sont formés de pierres de toutes sortes ; fig.
1 en parl. de la matière, fondement immuable des choses τὸ ὑποκείμενον PLUT ce qui sert de fondement à une discussion, texte, matière ; t. de log. ou de gramm. τὸ ὑποκείμενον ARSTT le sujet;
2 être situé à la suite de ou auprès : ὑπ. ἡ Εὔβοια ὑπὸ τὴν Ἀττικήν ISOCR l’Eubée est située tout près de l’Attique;
II. être aux pieds de, se courber, s’incliner devant, aborder humblement ; avec un dat. : être soumis à;
III. être placé sous les yeux ou sous la main, être proposé : ἐλπὶς ὑπ. τινι THC un espoir reste à chacun ; ὑποκείμενος καιρός PLUT le temps actuel, les circonstances présentes;
IV. être posé comme fondement, être admis comme principe : ἐμοὶ ὑπόκειται ὅτι HDT c’est un principe pour moi que, je suis résolu à.
Étymologie: ὑπό, κεῖμαι.

English (Slater)

ὑπόκειμαι
   1 lie before met. ἀλλ' ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται (O. 1.85)

Greek Monolingual

ὑπόκειμαι, ΝΜΑ κεῑμαι
1. κείμαι, βρίσκομαι από κάτω (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», Πλάτ.)
2. είμαι υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ ἄρχοντι», Πλάτ.)
3. είμαι επιδεκτικός σε κάτι (α. «υπόκειται σε αλλοιώσεις» β. «ὑποκεῑσθαι τοῑς πάθεσιν», Αριστοτ.)
4. (σχετικά με επιχείρημα, συλλογισμό ή υπόθεση) τίθεμαι ως βάσηεἴτε ὀρθῶς εἴτε μὴ ὑπόκειται», Πλάτ.)
5. (το ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. υποκείμενο
νεοελλ.
φρ. α) «τα υπερκείμενα τοῑς υποκειμένοις»
(νομ.) αξίωμα κατά το οποίο στον ιδιοκτήτη του εδάφους ανήκει και κάθε κτίσμα που βρίσκεται πάνω σε αυτό
β) «κανόνας μη υποκείμενος σε εξαιρέσεις» — κανόνας που δεν δέχεται εξαιρέσεις
μσν.-αρχ.
(για τόπο) βρίσκομαι παρακάτω (α. «πρὸς βορρὰν καὶ ἄρκτον ὑποκείμενα μέρη τῶν ορέων», Γεωπ.
β. «λόφον.... ὑποκείμενον... τοῑς Σιννάκοις», Πλούτ.)
μσν.
φρ. «ὑποκεῑσθαι δανείοις» — είμαι καταχρεωμένος (Μαλάλ. Ι.)
αρχ.
1. (σχετικά με κείμενο) δίνομαι παρακάτω
2. υποβάλλομαι, προτείνομαι σε κάποιον («ἔμενεν ἐπὶ τῆς ὑποκειμένης γνώμης», Πολ.)
3. είμαι παρών ή πρόχειρος («χρῆται τῇ ὑποκειμένη δυνάμει», Πλάτ.)
4. είμαι αποφασισμένος ή έχω κάτι ως κανόνα
5. υποδηλώνομαι, υποδεικνύομαι
6. υπολείπομαι, απομένωτιμωρία ὑπόκειται τοῑς τὰ ψεύδη μαρτυροῡσι», Δημοσθ.)
7. υποθηκεύομαι, ενεχυριάζομαι («οἰκίαν μδ' μνῶν ὑποκειμένην», Iσαί.)
8. (φιλοσ.) (σχετικά με διανόημα) τίθεμαι ή υπάρχω ως βάση, ως θεμέλιο («τὰ εἰρημένα περὶ ψυχῆς ὑποκείσθω», Αριστοτ.)
9. (λογ.) αντιστοιχώ ή υπάγομαι σε κάτι («τῇ ἰατρικῇ... ἡ ὀψοποιικὴ... ὑπόκειται», Πλάτ.)
10. (με αιτ. και το απρμφ. εἶναι) υποτίθεται ότι είναι ή ότι υπάρχει κάτι («ὑποκείσθω δὴ ἡμῑν εἶναι τὴν ἡδονὴν κίνησίν τινα», Αριστοτ.)
11. μτφ. πέφτω στα πόδια κάποιου και τον ικετεύω («ὑποκείσονται ἄρα δεόμενοι καὶ τιμῶντες», Πλάτ.)
12. απρόσ. ὑπόκειται
είναι προδιαγεγραμμένο, καθορισμένο ως κανόνας («καὶ γὰρ ἐνταῡθ' ὑπόκειται πρῶτον μὲν διωμοσία», Δημοσθ.)
13. (αμτβ.) έχω προσαρτηθεί
14. (η αρσ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ὑποκείμενοι
(για πρόσ.) οι εγγυητές
15. (η ουδ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑποκείμενα
τα ενέχυρα
16. φρ. α) «ὑποκείσθω ὅτι...» — ας ληφθεί ως δεδομένο ότι... (Αριστοτ.)
β) «ὁ ὑποκείμενος χρόνος» — ο ενεστώτας
γ) «ἡ ὑποκειμένη ὕλη» — η υπόθεση ή η ύλη επιστήμης ή πραγματείας (Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ὑπόκειμαι: χρησιμ. ως Παθ. του ὑποτίθημι, με μέλ. ὑποκείσομαι, αλλά αόρ. αʹ ὑπετέθην· κείτομαι, βρίσκομαι κάτω από ή από κάτω, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.· με δοτ., σε Πλάτ.
II. με διάφορες μεταφ. σημασίες:
1. υποβάλλομαι στα μάτια ή στο νου, δηλ. υποβάλλομαι ή προτείνομαι σε κάποιον, σε Πίνδ.· αἱ ὑποκείμεναι ἐλπίδες, οι παρούσες ελπίδες κάποιου, σε Δημ.· ὑπόκειταί μοι ὅτι..., έχω καθορίσει τον κανόνα ότι..., σε Ηρόδ.
2. τίθεμαι ή θεωρούμαι, λαμβάνομαι ως υπόθεση, σε Πλάτ. κ.λπ.· τούτων ὑποκειμένων, ισοδύν. προς το Λατ. his positis, στον ίδ.· απρόσ., ὑπόκειται, ένας κανόνας έχει τεθεί, σε Δημ.· ὑποκείσθω ὅτι..., ας ληφθεί σαν δεδομένο ότι..., σε Αριστ.
3. υποδεικνύομαι, προτείνομαι, σε Ηρόδ.
4. υπολείπομαι στο βάθος, απομένω, παραμένω, σε Θουκ., Δημ.
5. υπόκειμαι σε, είμαι υποτελής σε, τινι, σε Πλάτ.· απόλ., υποκλίνομαι, στον ίδ.
6. αφήνομαι ως ενέχυρο, δεσμεύομαι, ενεχυριάζομαι ή υποθηκεύομαι, τινος, για συγκεκριμένο ποσό, σε Δημ. κ.λπ.· ὑποκείμενοι, λέγεται για πρόσωπα, αυτοί που υποχρεώνονται να πληρώσουν ένα χρηματικό ποσό, εγγυητές, στον ίδ.
7. βρίσκομαι κάτω από, αποτελώ τη βάση, όπως το υπόστρωμα, υπέδαφος, σε Πλάτ. κ.λπ.
8. είμαι υποκείμενος, κατώτερος, δευτερεύων, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόκειμαι:
1) лежать или находиться внизу, снизу, ниже или в основании: ὑποκείμενα ἐρείσματα Arst. находящиеся внизу подпорки; οἱ θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑπόκεινται Thuc. фундамент сложен из различных каменных пород; ἡ κρηπὶς ὑποκειμένη τινί Plat. основание чего-л.; ὑ. τινι Plat. лежать в основе (быть принципом) чего-л.; τούτων ὑποκειμένων Plat. положив это в основу, на этих основаниях;
2) лежать у (чьих-л.) ног, униженно кланяться Plat.;
3) лежать рядом, прилегать, примыкать (ὑποκειμένη ἡ Εὔβοια ὑπὸ τὴν Ἀττικήν Isocr.; ἡ τῆς Αἰγύπτου ὑποκειμένη χώρα Diod.);
4) находиться впереди, быть предназначенным, предстоять: ὑπόκειταί μοι ὁ ἄεθλος Pind. мне предстоит (у меня впереди) награда; ἡ ὑποκειμένη ὕλη Arst. предмет предстоящего обсуждения, данная тема; τιμωρία ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσι Dem. лжесвидетелям предстоит кара;
5) быть в наличии, иметься, оставаться: ἐλπὶς ὑπόκειταί τινι ἀπό τινος Thuc. у кого-л. есть надежда на что-л.; ὑ. τῇ γνώμῃ Dem. находиться в сознании, т. е. не упускаться из виду; δύο μῆνας ἔμενον ἐπὶ τῶν ὑποκειμένων Polyb. в течение двух месяцев все оставалось в том же положении; ὁ ὑποκείμενος χρόνος грам. настоящее время;
6) быть положенным, быть установленным, быть принятым (за правило): ὑπόκειται πρῶτον μὲν διωμοσία, δεύτερον δὲ λόγος Dem. принято, чтобы сначала (приносилась) присяга, а затем (произносилась) речь; διὸ καὶ ἡμῖν ὑποκείσθω ταῦτα Arst. итак пусть это будет принято нами за основу; μένειν ἐπὶ τῆς ὑποκειμένης γνώμης Polyb. оставаться при (ранее) принятом мнении; ἐμοὶ ὑποκέεται ὅτι ὑπ᾽ ἀκοῇ γράφω Her. я задался целью писать о том, что (сам) слышал;
7) быть предложенным, внушенным: τρόπῳ τῷ ἐξ ἐμεῦ ὑποκειμένῳ Her. по предложенному мною способу;
8) быть подвластным, подчиняться (τῷ ἄρχοντι Plat.; τοῖς πάθεσι Arst.; τῷ νόμῳ τινός Luc.): ἐν οἷς τὰ ὑποκείμενα διαφέρει τῷ εἴδει Arst. в чем подчиненные виды (подвиды) отличаются от вида;
9) находиться в закладе: τὰ ὑποκείμενα τοῖς δανείσασιν ὑποθεῖναι Dem. внести заимодавцам залоги;
10) обеспечивать(ся) залогом: τετταράκοντα μνῶν ὑποκείμενοι Dem. внесшие залог в сумме сорока мин - см. тж. ὑποκείμενον.

Middle Liddell

[used as Pass. of ὑποτίθημι fut. ὑποκείσομαι aor1 ὑπετέθην
I. to lie under or beneath, Il., Thuc.; c. dat., Plat.
II. in various metaph. senses,
1. to be put under the eyes or mind, i. e. to be submitted or proposed to one, Pind.; αἱ ὑποκείμεναι ἐλπίδες one's present hopes, Dem.; ὑπόκειταί μοι ὅτι . . I have laid down the rule, that . . , Hdt.
2. to be laid down or assumed as an hypothesis, Plat., etc.; τούτων ὑποκειμένων = Lat. his positis, Plat.; impers., ὑπόκειται a rule is laid down, Dem.; ὑποκείσθω ὅτι . . let it be granted that . . , Arist.
3. to be suggested, Hdt.
4. to be left at bottom, left remaining, Thuc., Dem.
5. to be subject to, submit to, τινι Plat.: absol. to be submissive, Plat.
6. to be left behind in pledge, to be pledged or mortgaged, τινος for a certain sum, Dem., etc.; ὑποκείμενοι, of persons, bound for payment of a sum of money, Dem.
7. to underlie, as a substratum, Plat., etc.
8. to be subordinate, Plat.