σθένος

From LSJ
Revision as of 19:10, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σθένος Medium diacritics: σθένος Low diacritics: σθένος Capitals: ΣΘΕΝΟΣ
Transliteration A: sthénos Transliteration B: sthenos Transliteration C: sthenos Beta Code: sqe/nos

English (LSJ)

εος, τό,

   A strength, might, esp. bodily strength, freq. in Il., less freq. in Od.; κάρτεΐ τε σθένεΐ τε Il.17.329; ἀλκῆς καὶ σθένεος ib. 499; χερσίν τε ποσίν τε καὶ σθένει 20.361; ποδῶν χειρῶν τε σ. Pi.N.10.48; opp. φρήν, ib.1.26; γνῶμαι πλέον κρατοῦσιν ἢ σθένος χερῶν S.Fr. 939: c.inf., ἐν δὲ σ. ὦρσεν ἑκάστῳ . . πολεμίζειν strength to war, Il.2.451; σ. ποιεῖν εὖ φερέγγυον A.Eu.87; σ. ὥστε καθελεῖν E.Supp.66 (lyr.): less freq. of the force of things, as of a stream, Il.17.751; σ. ἀελίου Pi.P.4.144; [ἄρουραι] σθένος ἔμαρψαν Id.N.6.11: σθένει by force, S.OC 842 (lyr.), E.Ba.953; λόγῳ τε καὶ σθένει both by right and might, S. OC68; ὑπὸ σθένους E.Ba.1127; παντὶ σθένει with all one's might, freq. in treaties, SIG122.6, al., Foed. ap. Th.5.23, Pl.Lg.646a—the only phrase in which early prose writers use the word (cf. infr. 111); found in LXX, Jb.4.10, al.    2 later, generally, strength, might, power, moral as well as physical, ἀνάγκης A.Pr.105; τῆς ἀληθείας S.OT369; ἀγγέλων σ. their might or authority, A.Ch.849: c. gen. obj., ἀγωνίας σ. strength for conflict, Pi.P.5.113 (s.v.l., -ίαις Bgk.); εἰ σ. λάβοιμι if I should gain strength enough, S.El.333, cf. 348, etc.    II a force of men, Il.18.274; ἐπελθὼν οὐκ ἐλάσσονι σ. S.Aj.438: but in both places sense 1.1 is more prob.    2 metaph., quantity, profusion, σ. πλούτου Pi.I.3.2; ὕδατος, νιφετοῦ, Id.O.9.51, Fr.107.11.    III periphr., like βίη, ἴς, μένος, σ. Ἰδομενῆος, Ὠρίωνος, Ὠαρίωνος, etc., for Idomeneus, Orion, etc. themselves, Il.13.248, 18.486, Hes.Op.598, etc.; σ. ἵππων, ἵππιον, Id.Sc.97, Pi.P.2.12, etc.:—in Pl. Phdr.267c, Χαλκηδονίου σ. is ironical.

German (Pape)

[Seite 877] τό, Stärke, Kraft, Gewalt; oft in der Il. u. bei Hes., in der Od. selten; bes. Körperkraft; τοὶ σθένος οὐκ ἐπιεικτόν, vom Zeus, Il. 8, 32; τῶν τε σθένος οὐκ ἀλαπ αδνόν, vom Löwen u. Eber 7, 257, vom Ochsen Od. 18, 373; χειρῶν καὶ σθένεος πειρήσομαι, 21, 282; ὅσσον μὲν ἐγὼ δύναμαι χερσίν τε ποσίν τε καὶ σθένει, Il. 20, 361; Muth, ἐν δὲ σθένος ὦρσεν ἑκάστῳ καρδίῃ ἄλληκτον πολεμίζειν, 2, 451, vgl. 11, 11. 14, 151; τῶν δὲ σθένος ὄρνυται αἰέν, 11, 827; εὐξάμενος Διῒ πατρὶ ἀλκῆς καὶ σθένεος πλῆτο φρένας, 17, 499. – Heeresmacht, das Heer, 18, 274; Gewalt über Andere, Macht, 16, 542. – Seltener von leblosen Dingen, wie von der reißenden Gewalt eines Stromes, 17, 751. – Wie ἴς u. βίη dicut es auch zur Umschreibung einer Person, σθένος Ἰδομενῆος, Ὠρίωνος, 13, 248. 18, 486 u. a. – Γυίων, Pind. N. 5, 39; χειρῶν σθένει νικᾶσαι, 10, 48; ἡμιόνων σθένος ζεῦξον, Ol. 6, 22; auch ἐντέων, P. 5, 32; ὕδατος, Ol. 9, 51; πλούτου, I. 3, 2; ἀγωνίας, P. 5, 106; oft bei Tragg.: τὸ τῆς ἀνάγκης ἔστ' ἀδήριτον σθένος, Aesch. Prom. 105; ἀκάματον παρῆν σθένος ἀνδρῶν, Pers. 869; οὗτος δὲ τίς λόγῳ τε καὶ σθένει κρατεῖ; Soph. O. C. 68, von der Herrschergewalt, εἰ λάβοις σθένος, El. 340, vgl. 325; geistig, die Kraft wozu haben, Etwas können, Eur. oft. – Auch in Prosa: Plat. Phaedr. 267 c; φεύγειν παντὶ σθένει κατὰ τὸ δυνατόν, Legg. I, 646 a, wie εὐλαβεῖσθαι παντὶ σθένει, IX, 854 b; so auch Xen. Cyr. 6, 1, 42. 8, 5, 25.

Greek (Liddell-Scott)

σθένος: -εος, τό, ἰσχύς, δύναμις, μάλιστα δὲ σωματικὴ ῥώμη, πρῶτον ἐν τῇ Ἰλ., ἔνθα εἶναι λίαν συχνόν, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν τῇ Ὀδ.· κάρτεΐ τε σθένεΐ τε Ἰλ. Ρ. 329· ἀλκῆς καὶ σθένεος αὐτόθι 499· χερσίν τε ποσίν τε καὶ σθένει Υ. 361· οὕτω, ποδῶν χερῶν τε σθ. Πινδ. Ν. 10. 90· ἀντίθετον τῷ φρήν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 1. 39· γνῶμαι πλέον κρατοῦσιν ἢ χειρῶν σθ. Σοφ. Ἀποσπάσμ. 676· ― μετ’ ἀπαρεμφ., σθ. πολεμίζειν, ἰσχὺς πρὸς πόλεμον, Ἰλ. Β. 451· σθ. ποιεῖν εὖ Αἰσχύλ. Εὐμ. 87· σθ. ὥστε καθελεῖν Εὐρ. Ἱκέτ. 66· ― σπανιώτερον ἐπὶ τῆς ἰσχύος ἢ ὀρμῆς πραγμάτων, οἷον ῥεύματος ὕδατος, Ἰλ. Ρ. 751· οὕτω, σθ. ἀελίου Πινδ. Π. 4. 256· σθένος ἔμαρψαν ὁ αὐτ. ἐν Ν. 6. 20· ― σθένει, διὰ τῆς βίας, Σοφ. Ο. Κ. 842, Εὐρ. Βάκχ. 953· λόγῳ τε καὶ σθένει, μὲ λόγον καὶ μὲ δύναμιν σωματικήν, Σοφ. Ο. Κ. 68· οὕτως, ὑπὸ σθένους Εὐρ. Βάκχ. 1127· παντὶ σθένει, μὲ ὅλην τὴν δύναμιν, Θουκ. 5. 23, Πλάτ. Νόμ. 646Α, κτλ., ― ἡ μόνη φράσις, ἐν ᾗ οἱ πεζογράφοι μεταχειρίζονται τὴν λέξιν· ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2) μετέπειτα, ἰσχύς, κράτος, δύναμις παντὸς εἴδους ἠθική τε καὶ φυσική, ἀνάγκης Αἰσχύλ. Ἡρ. 105· τῆς ἀληθείας Σοφ. Ο. Τ. 369· ἀγγέλων σθ., ἡ δύναμις ἢ τὸ κῦρος αὐτῶν, Αἰσχύλ. Χο. 849· μετὰ γενικ. τοῦ ἀντικειμένου, ἀγωνίας σθ., ἰσχὺς πρὸς ἅμιλλαν, πρὸς ἀγῶνα, Πινδ. Π. 5. 151· εἰ σθ. λάβοιμι, ἐὰν εἶχον ἀρκετὴν δύναμιν, Σοφ. Ἠλ. 333, πρβλ. 348· κτλ. ΙΙ. στρατιωτικὴ δύναμις, στράτευμα, ὡς τὸ δύναμις, Ἰλ. Σ. 274· ἐπελθὼν οὐκ ἐλάσσονι σθ. Σοφ. Αἴ. 438. 2) μεταφορ., ὡς τὸ Λατ. vis, ἀντὶ τοῦ copia, ἀφθονία, δαψίλεια, σθ. πλούτου Πινδ. Ι. 3. 3· ὕδατος, νιφετοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ο. 9. 77, Ἀποσπ. 74. 8. ΙΙΙ. ἐν περιφράσει ὡς τὰ βίη, ἴς, μένος, οἷον, σθένος Ἰδομενῆος, Ὠρίωνος κτλ., ὁ Ἰδομενεὺς αὐτός, ὁ Ὠρίων κτλ., Ἰλ. Ν. 248, Σ. 486, Ἡσίοδ., κλ.· σθ. ἵππων, ἵππιον ὁ αὐτ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 97, Πινδ. Π. 2. 22· κτλ.· ― τὸ παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρ. 267C, Χαλκηδονίου σθ. εἶναι εἰρωνικόν. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σθένος· δύναμις, βία, ἰσχύς».

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 force physique, vigueur ; périphr. σθένος Ἰδομενῆος IL, Ὠρίωνος IL la force d’Idoménée, d’Orion, càd Idoménée, Orion (cf. βίη, ἴς, μένος);
2 force, puissance (de la nécessité, de la vérité);
3 force provenant des ressources, de la quantité, de l’abondance ; d’où en parl. d’hommes une force, des forces, une armée (cf. δύναμις).
Étymologie: R. Στα, se tenir debout ; v. ἵστημι.

English (Autenrieth)

εος: strength; in periphrasis like βίη, ις, σθένος Ἰδομενῆος, i. e. the strong Idomeneus himself, Il. 13.248, Il. 18.486, Il. 23.827; strength of the spirit, valor, Il. 2.451, Il. 14.151; and in general, ‘power,’ ‘might,’ ‘forces’ (army), Il. 14.274.

English (Slater)

σθένος (-ος, -ει, -ος.)
   a strength
   I of the human body. τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει (P. 10.24) πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν (N. 1.26) καὶ σθένει γυίων ἐρίζοντι θρασεῖ (N. 5.39) (ἄκων) ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον (N. 7.73) σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει (N. 10.48) φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου, σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τε μορφάεις (I. 7.22) ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα οὐ σθένος fr. 38. Ἰάλεμον ὠμοβόλῳ νούσῳ πεδαθέντα σθένος Θρ. 3. 1. σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. add. gen., ἀγωνίας δ' ἕρκος οἶον σθένος (P. 5.113)
   II (natural) strength, power, force χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος (O. 9.51) “σθένος ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” (P. 4.144) (ἄρουραι) ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν (N. 6.11) νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον (sc. φέρεις: of an eclipse of the sun) Πα. . 1. ὁπόταν τε χειμῶνος σθένει φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχησ with its wintry strength Παρθ. 2. 17. met., ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος (N. 11.38) εὐτυχήσαις ἢ σὺν εὐδόξοις ἀέθλοις ἢ σθένει πλούτου (I. 3.2)
   b c. gen., in periphrasis, strong, powerful ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων (O. 6.22) ὅταν καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον (P. 2.12) κατέκλασε γὰρ ἐντέων σθένος οὐδέν (P. 5.34) τέκε Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν (P. 9.86) τὸ πάντολμον σθένος Ἡρακλέος ὑμνήσομεν; fr. 29. 4.
   c frag. ]ν σθένος ἱεράν[ (Pae. 3.93)

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ
1. δύναμη, κυρίως σωματική, ισχύς (α. «έχει χάσει το σθένος του» β. «σθένος λέοντος», ΠΔ
γ. «γνῶμαι πλέον κρατοῦσιν ἤ σθένος χειρῶν», Σοφ.
δ. «σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾱσαι σθένει», Πίνδ.)
2. ψυχική και ηθική δύναμη (α. «το σθένος της πίστης» β. «τὸ τῆς ἀνάγκης ἔστ' ἀδήριτον σθένος», Αισχύλ.
γ. «τῆς ἀληθείας σθένος», Σοφ.)
3. φρ. «παντί σθένει» — πάση δυνάμει, με όλη τη δύναμη
νεοελλ.
1. χημ. η ικανότητα τών ατόμων ενός χημικού στοιχείου και, κατ' επέκταση, τών ιόντων και τών ριζών να ενώνονται υπό συγκεκριμένη αναλογία με άλλα άτομα ή ιόντα ή με άλλες ρίζες
2. γλωσσ. η δυνατότητα του ρήματος να συνδυάζεται, στα πλαίσια της πρότασης, με έναν αριθμό διαφορετικών από αυτό γλωσσικών στοιχείων, τα οποία ανήκουν στο ίδιο επίπεδο, δηλαδή το μορφολογικό, όπως είναι λ.χ. τα αμετάβατα ρήματα που συνδυάζονται μόνον με το υποκείμενο και για αυτό λέγονται μονοσθενή, τα μεταβατικά ρήματα που συνδυάζονται με το υποκείμενο και με ένα ή δύο αντικείμενα και για αυτό λέγονται δισθενή ή τρισθενή, ενώ τα απρόσωπα, λ.χ. βρέχει, χιονίζει, δεν συνδυάζονται με κανένα άλλο στοιχείο και γι' αυτό λέγονται ασθενή
3. φρ. α) «ηλεκτρόνιο σθένους»
χημ. καθένα από τα ηλεκτρόνια της εξώτατης στιβάδας τών ατόμων που συμμετέχουν στη δημιουργία χημικών δεσμών β) «ζώνη σθένους»
φυσ.-χημ. το σύνολο τών ενεργειακών σταθμών που καταλαμβάνονται από τα εξώτατα ηλεκτρόνια τών ατόμων
αρχ.
1. στρατιωτική, πολεμική δύναμη, στράτευμανύκτα μὲν εἰν ἀγορῇ σθένος ἕξομεν», Ομ. Ιλ.)
2. πληθώρα, αφθονία («ὕδατος σθένος», Πίνδ.)
3. φρ. «σθένος Ὠρίωνος» — ο Ωρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αρχαϊκό τ. με επίθημα -(ε)νος (πρβλ. ἄφ-ενος, ἔρ-νος, κτῆ-νος). Κατά μία άποψη η λ. σθένος < zguh-enos < ΙΕ ρίζα zguh- (πρβλ. αρχ. ινδ. saghnoti «υφίσταμαι, αντέχω», αβεστ. a-zg-ata «ισχυρός, ακαταμάτηχος»). Κατ' άλλους, η λ. σθένος < σθᾱνος < στᾱ-σνος < ἵστημι (πρβλ. στᾱσις). Κατ' άλλη άποψη, τέλος, με αφορμή την παρατήρηση ότι η λ. σθένος είναι η μοναδική ελλην. λ. που αρχίζει από συμφωνικό σύμπλεγμα σθ-, πιθανολογείται η σύνδεσή της με το ρ. εὐθενῶ «ακμάζω» με προθεματικό σ-. Καμία, ωστόσο, από τις παραπάνω απόψεις δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή].

Greek Monotonic

σθένος: -εος, τό,
I. 1. δύναμη, ισχύς, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.· με απαρ., σθένος πολεμίζειν, πολεμική ισχύς, σε Ομήρ. Ιλ.· σθένος ὥστε καθελεῖν, σε Ευρ.· σθένει, με δύναμη, ισχυρά, σε Σοφ.· λόγῳ τε καὶ σθένει, τόσο με το δίκαιο όσο και με την πυγμή, στον ίδ.· ομοίως, ὑπὸ σθένους, σε Ευρ.· παντὶ σθένει, με όλες τις δυνάμεις που διαθέτει κάποιος, σε Θουκ.
2. δύναμη, ρώμη κάθε είδους, τόσο ηθική όσο και σωματική, σθένος τῆς ἀληθείας, σε Σοφ.· ἀγγέλων σθένος, η δύναμη ή το κύρος τους, σε Αισχύλ.
II. 1. στρατιωτική ισχύς, δύναμη, υπεροχή σε ετοιμοπόλεμους άντρες, όπως το δύναμις, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
2. μεταφ., όπως το Λατ. vis αντί cobia, αφθονία.
III. περιφραστικά όπως τα βίη, ἴς, μένος, δηλ. σθένος Ἰδομενῆος, Ὠρίονος, αντί για τους ίδιους τους Ιδομενέα, Ωρίωνα, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

σθένος: εος τό
1) сила, мощь (ἀλκὴ καὶ σ. Hom.; τὸ τῆς ἀνάγκης σ. Aesch.; λόγῳ τε καὶ σθένει Soph.): σ. πολεμίζειν Hom. боевая мощь; σθένει и ὑπὸ σθένους Soph., Eur. силой, насильно;
2) вес, вескость (τῆς ἀληθείας Soph.; ἀγγέλων Aesch.);
3) (вооруженные) силы, войска Hom., Soph.;
4) огромное количество, множество (πλούτου, ὕδατος Pind.);
5) (описательно): σ. Ἰδομενῆος Hom. могучий Идоменей; Χαλκηδονίου σ. Plat. могущественный халкедонец, т. е. Трасимах.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σθένος -εος, contr. -ους, τό vooral poët., (lichaams-)kracht, macht:; τὸ τῆς ἀνάγκης... σθένος de macht van het noodlot Aeschl. PV 105; παντὶ σθένει uit alle macht Thuc. 5.23.3; concr. legermacht; Il. 18.274; ter omschrijving van pers..; σ. Ὠρίωνος (de krachtige) Orion Il. 18.486; met inf. vermogen tot, om:; σθένος πολεμίζειν vermogen om oorlog te voeren Il. 2.451; overdr. massa. Pind.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: strength, power, ability, might (almost only ep. poet. Il.).
Compounds: Very often as 2. member, e.g. ἀ-σθενής without strength, strengthless (Pi., IA.) with ἀσθέν-εια, -έω. -ημα, -όω, -ωσις; also -ικός (Arist. a.o.); second. simplex σθενής ἰσχυρός, καρτερός H. Also as 1. member, e.g. σθενο-βλαβής damaging the strenght (Opp.; after φρενο-βλαβής); PN as Σθενέ-λαος (after Μενέλαος), short name Σθένελος (Il.).
Derivatives: 1. σθεν-αρός powerful (ep. poet. I 505, also Hp.); after βριαρός, στιβαρός a. o.; 2. Σθέν-ιος m., -ιάς f. surname of Zeus resp. of Athena in Argolis (Paus.); -εια n. pl. name of a Agon in Argos (Plu.), also f. sg. surn. of Athena (Lyc. 1164; after the womens' names in -εια). 3. Backformation σθέν-ω (ἐπι- σθένος Q. S.) to be strong, to be able (only pres. a. ipf.; trag., also late epic a. prose; cf. Schwyzer 723); 4. also -όω to strengthen (1. Ep. Pet. 5, 10; fut.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Can have an (ε)νος-suffix like ἄφενος, κτῆνος a. o. (Schwyzer 513, Chantraine Form. 420), which DELG doubts; further unclear. Hypothesis by Bolling AmJPh 21, 316: to Skt. saghnóti endure, bear, be up to, Av. a-zg-ata- irresistable, so IE *sgʷh-énos. Diff. Sommer Lautst.65ff.: for *σθᾶνος (from *στα-σνος) with -ε- after μένος; phonetically improbable.

Middle Liddell

σθένος, ος, εος, τό,
I. strength, might, Il., Pind.:—c. inf., σθ. πολεμίζειν strength to war, Il.; σθ. ὥστε καθελεῖν Eur.; σθένει by force, Soph.; λόγῳ τε καὶ σθένει both by right and might, Soph.; so, ὑπὸ σθένους Eur.; παντὶ σθένει with all one's might, Thuc.
2. strength, might, of all kinds moral as well as physical, σθένος τῆς ἀληθείας Soph.; ἀγγέλων σθ. their might or authority, Aesch.
II. a force of men, like δύναμις, Il., Soph.
2. metaph., like Lat. vis for copia, a quantity, profusion, Pind.
III. periphr., like βίη, ἴς, μένος, as σθένος Ἰδομενῆος, Ὠρίωνος, for Idomeneus, Orion, themselves, Il., Hes.

Frisk Etymology German

σθένος: {sthénos}
Grammar: n.
Meaning: Stärke, Kraft, Vermögen, Macht (fast nur ep. poet. seit Il.).
Composita : Sehr oft als Hinterglied, z.B. ἀσθενής ohne Stärke, kraftlos (Pi., ion. att.) mit ἀσθένεια, -έω. -ημα, -όω, -ωσις; auch -ικός (Arist. u.a.); sekund. Simplex σθενής· ἰσχυρός, καρτερός H. Auch als Vorderglied, z.B. σθενοβλαβής die Stärke beschädigend (Opp.; nach φρενοβλαβής); PN wie Σθενέλαος (nach Μενέλαος), Kurzname Σθένελος (Il.).
Derivative: Davon 1. σθεναρός kraftvoll (ep. poet. seit I 505, auch Hp.); nach βριαρός, στιβαρός u. a.; 2. Σθένιος m., -ιάς f. Beiname des Zeus bzw. der Athena in Argolis (Paus.); -εια n. pl. N. eines Agons in Argos (Plu.), auch f. Sg. Bein. der Athena (Lyk. 1164; nach den Frauennamen auf -εια). 3. Rückbildung σθένω (ἐπι- ~ Q. S.) stark sein, vermögen (nur Präs. u. Ipf.; Trag., auch sp. Epik u. Prosa; vgl. Schwyzer 723); 4. auch -όω stärken (1. Ep. Pet. 5, 10; Fut.).
Etymology : Kann ein (ε)νος-Suffix enthalten wie ἄφενος, κτῆνος u. a. (Schwyzer 513, Chantraine Form. 420); im übrigen unklar. Hypothese von Bolling AmJPh 21, 316 : zu aind. saghnóti ertragen, aushalten, gewachsen sein, aw. a-zg-ata- unwiderstehlich, somit idg. *zgʷh-énos. Anders Sommer Lautst.65ff.: für *σθᾶνος (aus *στασνος) mit -ε- nach μένος; lautlich unannehmbar.
Page 2,698-699