γλυκύς
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
γλυκεῖα (
A γλυκῆα Herod.4.2), γλυκύ (γλυκύν IG14.1890), sweet to the taste or smell, νέκταρ Il.1.598; οἶνος Epich.124, etc.; γλυκὺ ὄζειν Cratin.Jun. 1, prob. in Crates Com.2; opp. ὀξύς, Hp.Vict.2.55; opp. δριμύς, Plu. 2.708e: mostly metaph., even in Hom., pleasant, delightful, ἵμερος, ὕπνος, Il.3.139, Od.2.395; γ. αἰών 5.152, Hdt.7.46; πόλεμος γλυκίων γένετ' ἠὲ νέεσθαι Il.2.453; οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων Od.9.34, cf. Pi.N.5.2, E.Med.1036, etc.; γλυκύ [ἐστι], c. inf., A.Pr.698, Alex. 210; θανεῖν γλύκιστον B.3.47; ὅτῳ… μηδὲν ἦν ἰδεῖν γλυκύ S.OT1335 (lyr.), cf.1390.
b of water, sweet, fresh, Xenoph.1.8, etc.; opp. πικρός, Hdt.4.52; opp. ἁλμυρός, Arist.Mete.355a33, etc.
2 after Hom. (but v. supr.), of persons, sweet, dear, γλυκεῖα (v.l. γλυκῆα) μᾶτερ Sapph. 90; γλυκεῖαι παῖδες ἀρχαίου Σκότου S.OC106: c. inf., γ. φρὴν συμπόταισιν ὁμιλεῖν Pi.P.6.52; freq. in epitaphs, IG14.1472 (Sup.), etc.; also ὑπὲρ τῆς γλυκυτάτης πατρίδος τελευτῆσαι POxy.33i13 (ii A. D.); ὦ γλυκύτατε = my dear fellow, Ar.Ach.462, cf. Ec.124; sometimes in bad sense, simple, silly, ὡς γλυκὺς εἶ! Pl.Hp.Ma.288b; also applied κατ' ἀντίφρασιν to a swine, Gal.18(2).611; γλυκὺ πνεῖον, of mustard, Matro Conv.90.
II as substantive, ὁ γλυκύς (sc. οἶνος) grape-syrup, Alex. 59, 172.14, Arist.Pr.875b2, Herod.6.77, POxy.1088.51; also τὸ γ. Nic.Al.386, POxy.234ii6 (ii/iii A. D.).
b of the eye of Polyphemus, Theoc.6.22.
2 ἡ γλυκεῖα = γλυκύρριζα, Thphr.HP9.13.2.
3 ἡ γλυκεῖα = χολή, Sch.Nic. Th.594.
III Comp. and Sup. γλυκίων Od.9.34; γλύκιστος B.3.47, Ael.NA12.46, etc.; also γλυκύτερος, γλυκύτατος Pi.O.1.109, 19, etc.; γλύσσων Xenoph.38.2.
IV Adv. γλυκέως Poll.4.24. (Perh. fr. *δλυκύς, cf. Lat. dulcis.)
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκύς: -εῖα, ύ, ὁ ἡδὺς τὴν γεῦσιν, γλυκύς, νέκταρ Ἰλ. Α. 598, κτλ.· γλυκὺ ὄζειν Κράτης Γειτ. 2, Κρατῖν. Νεώτ. Γίγασι 1· ― ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ. ἔτι καὶ παρ’ Ὁμ., γλυκύς, εὐφρόσυνος, εὐχάριστος, ἵμερος, ὕπνος, κτλ.· γλ. αἰὼν Ὀδ. Ε. 152. πόλεμος Ἰλ. Β. 453· πατρὶς καὶ τοκῆες Ὀδ. Ι. 34· συχν. παρὰ Πινδ. καὶ Ἀττ.· ― γλυκύ ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Πρ. 698, Ἄλεξ. Συναπ. 2· ὅτῳ … μηδὲν ἦν ἰδεῖν γλυκὺ Σοφ. Ο. Τ. 1335, πρβλ. 1390. β) ἐπὶ ὕδατος, γλυκύ, καλόν, πόσιμον, ἀντίθ. τῷ πικρός, Ἡρόδ. 4. 52· καὶ τῷ ἁλμυρός, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 12, κτλ. 2) μεθ’ Ὅμηρ.. ἐπὶ προσ., ἀγαπητός, προσφιλής, (πρβλ. ἡδὺς II. 1), γλυκεῖαι παῖδες ἀρχαίου Σκότου Σοφ. Ο. Κ. 106· μετ’ ἀπαρ., γλ. ὁμιλεῖν Πίνδ. II. 6. 52· ὦ γλυκύτατε, ἀγαπητέ μου φίλε, Ἀριστοφ. Ἀχ. 462, πρβλ. Ἐκκλ. 124· ― ἐνίοτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὰ ἡδύς, εὐήθης, ἁπλοῦς, μωρός, ἀνόητος, ὡς γλυκὺς εἶ! Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 288B· πρβλ. γλύκων. II. ὡς οὐσιαστ., ὁ γλυκὺς (ἐνν. οἶνος), Λατ. passum vinum, ὁ μὴ ὑποστὰς ζύμωσιν μετὰ τῶν στεμφύλων, Ἄλεξ. Δρωπ. 1, Πανν. 1. 14, Ἀριστ. Προβλ. 3. 28· ὡσαύτως, τὸ γλυκὺ Νίκ. Ἀλ. 386. 2) ἡ γλυκεῖα, = γλυκύρριζα, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 13, 2. 3) ἡ γλυκεῖα, = χολή, Ἐπιφάν. 2. σ. 485, Σχολ. εἰς Νικ. Θ. 595, κατὰ ἀττικήν τινα ἀντίφρασιν, ἴδε Ἑλλάδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 538, 8· ― οὕτως ἐφαρμόζεται καὶ εἰς σῦν, Γαλην. 18. 2, 611· εἰς τὸ σίναπι, Μάτρων παρ’ Ἀθην 136D. III. συγκρ. καὶ ὑπερθ. γλυκίων (Ὅμ.), γλύκιστος Αἰλ. π. Ζ. 12. 46, κτλ.· ὡσαύτως γλυκύτερος, -τατος Πίνδ. καὶ Ἀττ. ὡσαύτως γλύσσων (γλύκjων, ὡς ἐλάσσων ἐκ τοῦ ἐλάχjων), Ξενοφάν. ἐν τῷ Et. Gud. 301· πρβλ. γλύκιος. IV. ἐπίρρ. –κέως Πολυδ. Δ΄, 24. (Πρβλ. Σανσκρ. gul-yam (γλυκύτης), Λιθ. gar-dùs (εὐειδής, θελκτικός), καὶ ἴσως Λατ. glutire· ἡ συσχέτησις τῶν Λατ. dulcis, dulcedo εἶναι ἔτι μᾶλλον ἀμφίβολος· περὶ δὲ τῆς ὑποτιθεμένης λέξεως δεῦκος ἴδε ἐν λ. ἀδευκής).
French (Bailly abrégé)
εῖα, ύ;
doux, càd :
I. au pr. de saveur douce;
II. fig. 1 doux, agréable, charmant, délicieux;
2 avec une nuance d’ironie d’humeur douce et facile, simple, bénévole;
Cp. γλυκίων, att. γλυκύτερος ; Sp. γλύκιστος ou γλυκύτατος.
Étymologie: apparenté avec le lat. dulcis.
English (Autenrieth)
εῖα, ύ, comp. γλυκίων: sweet; νέκταρ, Il. 1.598; metaph., ὕπνος, ἵμερος, αἰών.
English (Slater)
γλῠκύς (-ύς, -ύν; -εῖα, -είας, -εῖαν, -εῖα, -εῖαι; -ύ nom., acc.; -έα nom.: γλυκυτέραν: γλυκυτάτᾳ, -αις)
1 sweet
a of persons. γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών (P. 11.57) cf. (O. 6.91) —
b of things. ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων (P. 2.37) καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν μεῖξαι (P. 4.223) γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον (P. 5.24) ἀνάπαυσις ἐν παντᾰ γλυκεῖα ἔργῳ (N. 7.52) Ἄπολλον, γλυκὺ δἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος (P. 10.10) γλυκὺν νόστον ἐρεισάμενοι (N. 9.22) μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς (I. 1.47) γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροσιν pr. fr. 110. δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον pr. fr. 124c. esp., sweet in sound ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν (sc. ᾠδήν) (O. 1.109) ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν (O. 4.5) ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον γλυκὺν (O. 5.1) ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, γλυκὺς κρατὴρ ἀγαφθέγκτων ἀοιδᾶν (O. 6.91) γλυκὺν καρπὸν φρενός (O. 7.8) λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται (O. 7.77) πτερόεντα δἵει γλυκὺν Πυθῶνάδ' ὀιστόν (O. 9.11) γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ (O. 10.3) ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς ταὐλὸς (O. 10.94) γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν (P. 8.85) Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν (P. 10.56) ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν (N. 3.32) ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδαὐτίκα, φόρμιγξ (N. 4.44) γλυκεἶ ἀοιδά (N. 5.2) ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο (N. 5.48) ἀλλἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε (N. 9.3) ἐγκιρνάτω τίς μιν, γλυκὺν κώμου προφάταν (N. 9.50) οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μαλθακόφωνοι ἀοιδαί (I. 2.7) παυσάμενοι δἀπράκτων κακῶν γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον (I. 8.8) παρθένοι χαλκέᾳ κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον (Pae. 2.101) μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν, simm. Wil.) Πα.… ]γλυκὺν κατ' αὐλὸν (Pae. 7.11) γλυκείας ὀπὸς ἀγασθέντες (sc. τῶν Κηληδόνων) (Pae. 8.75)
c of thoughts, feelings. χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (O. 1.19) νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν (O. 3.33) γλυκείας Ἀφροδίτας (O. 6.35) αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν (O. 13.115) σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα γίνεται πάντα βροτοῖς (codd.: γλυκἔ ἄνεται Kayser) (O. 14.6) γλυκὺν ἑλὼν βίοτον (P. 2.26) τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον (P. 4.184) γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν pr. (P. 6.52) τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα (P. 9.23) ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν (I. 2.36) πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ (I. 3.10) γλυκεῖα Ἐλπίς fr. 214. 1. γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος fr. 217. pro subs., τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά prosperity (I. 7.48)
d fragg. ]μον γλυκεἰ[ (Pae. 22.3) ]πειρατο γλυκυ[ Πα. 22g. 5. γ]λυκὺν υ[ (supp. Lobel) Θρ. 4b. 4.
Spanish (DGE)
(γλῠκύς) -εῖα, -ύ
• Alolema(s): lesb. fem. γλύκηα Sapph.102.1; jón. fem. -είη Hp.Mul.2.192, Int.12; -έη Hp.Epid.7.76; beoc. neutr. γλουκού Corinn.22.4
• Morfología: [neutr. γλυκύν IUrb.Rom.1287.9; compar. γλυκίων Il.1.249, γλυκειότερος IUrb.Rom.1304, neutr. plu. γλύσσονα Xenoph.B 38.2; sup. γλύκιστος B.3.47, γλυκίτατος Denkmäler 241 (Isauria)]
I 1dulce, de sabor dulce μέλιτος γλυκίων ... αὐδή Il.l.c., γλυκεῖαι μέλιτος ... ῥοαί E.Ba.711, γλυκὺ ἐς γεῦσιν, οἷον μέλι Hp.Alim.27, κηρίον Call.H.1.49, γλυκὺ νᾶμα μέλισσα πηγάζει AP 9.404 (Antiph.), γλυκὺ ὡς μέλι Apoc.10.9, γλυκὺ χεῦμα μελίσσης Nonn.D.26.202, νέκταρ Il.1.598, Nonn.D.7.61, σῦκα Xenoph.B 38.2, κατάχυσμα Ar.Au.535, χυμός op. otros humores (πικρός, ἁλμυρός, στρυφνός, ὀξύς) Hp.VM 24, cf. Plu.2.708d, ἡ γλυκέη ὀπώρη las frutas dulces del otoño, Hp.Epid.7.76, καρποί Thphr.HP 1.7.2, cf. Str.17.2.4, φύλλα Thphr.HP 1.12.4, οἱ τῆς ῥοᾶς κόκκοι Thphr.HP 2.2.5, ῥᾶγες Thphr.HP 3.17.6, τὴν δὲ σάρκα (de un fruto) γλυκεῖαν σφόδρα Thphr.HP 4.2.5, χυλοί Thphr.HP 4.8.2, ἡ ῥίζα ... τῇ γεύσει γλυκεῖα Thphr.HP 7.2.6, τρύξ Thphr.HP 9.12.1
•οἶνος γ. vino dulce Hp.Acut.50, Liqu.5, Vlc.12, οἶνος γ. λευκός Thphr.HP 7.6.3, μῆλον γλυκύ manzana dulce Hp.Vict.55, cf. Thphr.HP 9.11.5, D.L.9.81.7, Orib.5.31.1, ῥοίη γλυκείη granada dulce Hp.Mul.2.192, Int.12, cf. Thphr.CP 5.9.5
•subst. ὁ γ. vino dulce Alex.60.1, Arist.Pr.875b2, PLond.2141.25, PCair.Zen.13.10 (ambos III a.C.), IStratonikeia 203.23, 205.36 (ambos II d.C.), PMag.7.184, tb. neutr. τὸ γλυκύ Arist.Pr.872b33, Nic.Al.386, medic. en POxy.1088.51, 54 (I d.C.), Gal.12.617, cf. medic. en POxy.234.2.6, cf. 21 (II/III d.C.), τὰ γλυκέα los frutos dulces Hp.Epid.5.58, Thphr.CP 5.9.5.
2 del agua dulce frec. op. ‘salado’ ὕδωρ ψυχρὸν καὶ γλυκύ agua fresca y dulce de un manantial, Hdt.4.181, τὰ μὲν οὖν ὄμβρια (ὕδατα) ... γλυκύτατά ἐστι Hp.Aër.8, γλυκὺ ἐς δύναμιν οἷον ὕδωρ Hp.Alim.27, οὔτε (δύναται) ἁλυκὸν γλυκὺ ποιῆσαι ὕδωρ ni manantial salado puede dar agua dulce, Ep.Iac.3.12, ὕδωρ de una laguna op. ἁλμυρός Str.16.4.14, γλυκέος ὕδατος πηγή Paus.3.23.2, ὕδωρ γλυκὺ ἐκ θαλάσσης ἀνερχόμενον Paus.8.7.2
•de ríos, fuentes y lagunas de agua(s) dulce(s) ποταμὸς γ. op. πικρός Hdt.4.52, πηγή M.Ant.8.51.1, λίμνη Plb.4.40.9, op. ἁλμυρός Str.16.1.21
•subst. τὸ γ. el agua dulce op. τὸ ἁλμυρόν Arist.Mete.355a33, τὸ γ. καὶ τὸ πικρόν agua dulce y amarga de fuente Ep.Iac.3.11.
3 subst. τὸ γ. lo dulce como cualidad, Arist.de An.422b11, Sens.442a13, Pr.872b34, Hp.VM 14, op. τὸ ὀξύ Thphr.Sens.28 (= Anaxag.A 92).
II fig.
1 de cosas y abstr. dulce, agradable, grato, delicioso del sueño ὕπνος Il.23.232, Od.2.395, Alcm.3.7, Pi.P.9.23, Theoc.11.22, ὕπνου γλυκυτάταν ... χάριν E.Or.158, del deseo y la añoranza θεὰ ἔμβαλε θυμῷ γλυκὺν ἵμερον ... ἀνδρὸς τὲ προτέρου καὶ ἄστεος ἠδὲ τοκήων Il.3.139, γ. ἵμερος ... κλαυθμοῦ καὶ στοναχῆς Od.22.500, cf. Pi.O.3.33, παλαιγενέων ἐπέων γ. οἶστρος dulce deseo de escuchar viejas historias Nonn.D.38.106, del amor y rel. con el amor ὥς σεο νῦν ἔραμαι καὶ με ἵμερος γ. αἱρεῖ Il.3.446, Ἔρως Alcm.59a.2, Theoc.2.118, Ἀφροδίτα Pi.O.6.35, γλυκὺ καὶ ... πικρὸν ... κέντρον Ἔρωτος AP 5.163 (Mel.), cf. Nonn.D.48.509, γάμος Pi.P.4.223, γ. ὀδούς ὁ τοῦ πόθου Trag.Adesp.295a, φίλημα Ach.Tat.2.37.7, de la vida γ. αἰών su dulce vida, Od.5.152, cf. Hdt.7.46, γλυκὺν ... αἰῶνα κλαυμάτων ἄτερ A.A.1148, κατέσβετο ... γ. αἰών IMEG 22.3.11 (II/III d.C.), βίοτος Pi.P.2.26, βίος IMEG 46.15 (imper.), τὸ δὲ ζῆν μικρόν, ἀλλ' ὅμως γλυκύ E.Alc.693, por antífrasis de la muerte θανεῖν γλύκιστον B.3.47, ὦ γ. ᾍδας S.Tr.1040, θάνατος Ach.Tat.3.22.1, de la música y el sonido de la voz γλυκεῖαν αὐλῶν καναχάν B.2.12, γλυκὺν αὐλῶν ὄτοβον S.Ai.1202, τὰς γλυκείας ... ἁρμονίας Pl.Resp.411a, γλυκὺς ἦχος ψαλμῶν AP 9.409 (Antiph.), ἀοιδά Pi.N.5.2, cf. Ar.Au.750, μέλος Pi.O.10.3, AP 9.570 (Phld.), ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγι μου τὰ λόγια σου LXX Ps.118.103, neutr. sg. como adv. γλουκοὺ δέ τις ἄδων Corinn.22.4, ὡς γλυκὺ φωνεῖ Theoc.15.146
•de instrumentos musicales dulce, de dulce sonido αὐλός Pi.O.10.94, φόρμιγξ Pi.N.4.44, χορδὰ γλυκίστα Philox.Leuc.(b) 33, de la poesía Μοῦσα B.Fr.21.4, ἐπέων γλυκὺν ὕμνον Pi.N.9.3, ἦ γ. Ἀλκμάν AP 9.571
•del olor y otras sensaciones dulce, agradable τῆς γῆς ὡς γλυκὺ ὄζει qué buen olor exhala la tierra Cratin.Iun.1, γλυκὺ ἐς τὴν ὄψιν Hp.Alim.27, de la luz ἥλιος, ὃς γλυκὺ φέγγος ἀντέλλων φαίνει πᾶσιν ἀριπρεπέως Isidorus 4.13, φῶς IUrb.Rom.1287.9, σοῖσι τοκεῦσι φάος γλυκύ ISmyrna 550.5
•de alimentos grato, delicioso πλακοῦς Ar.Ach.1127, οἶνος Xenoph.B 22.3, Epich.71.3, Nonn.D.7.77, αἷμα γλυκύ del vino, Ach.Tat.2.2.4, ψυχρὸν ... ὕδωρ καὶ γλυκὺ καὶ καθαρόν Xenoph.B 1.8, otros contextos γλυκεῖαν μόρου καταφυγήν Tim.15.120, λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκύ Pi.O.7.77, μισθὸς ... ἐπ' ἔργμασιν γ. dulce compensación por sus trabajos, Pi.I.1.47, ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ Pi.N.7.52, γλυκύταται φροντίδες Pi.O.1.19, cf. E.Med.1036, πόνος S.El.1145, cf. AP 7.11 (Asclep.), οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος Od.9.34, Κῶς Herod.4.2, ὦ γλυκεῖ' Εἰράνα Lyr.Adesp.103, (ἐλευθερίη) Hdt.7.135, αὐτοῖς τὸν χειμῶνα δοκεῖν ... ἦρος αὐτοῦ γλυκύτερον Longus 3.4.1, ἀγγελία γλυκεῖα grata noticia Pi.O.4.5, γέλως Pi.P.8.85, ὄνειρος Nonn.D.10.264, γλυκὺν αὐχένα ... κούρης Nonn.D.42.74, τί γλυκύ μοι, τί ποθεινὸν ἐν οὔρεσιν; Ὤλετο Δάφνις AP 7.535 (Mel.), τῆς παιδείας ... τὰς μὲν ῥίζας πικράς, τὸν δὲ καρπὸν γλυκύν D.L.5.18.1
•neutr. como adv. dulcemente μειδιάσασα γ. Ach.Tat.2.6.2.
2 de pers. o ref. a pers. dulce, amable, bondadoso en el carácter o en el trato εἶναι δὲ γλυκὺν ὧδε φίλοις, ἐχθροῖσι δὲ πικρόν Sol.1.5, πικρὸς καὶ γ. ἴσθι ... λάτρισι Thgn.1.301, ὀργά γλυκεῖα dulce talante Pi.I.2.36, cf. Pi.P.6.52/53, ὦ γλυκεῖαι παῖδες ἀρχαίου Σκότου las Euménides, S.OC 106
•esp. de parientes y amigos dulce, querido μάτηρ Sapph.102.1, τῆς δ' ἦν οὔτι γλυκειότερον IUrb.Rom.1304, θύγατερ Hld.4.8.7, γλυκύτατοι ἑταῖροι Lyd.Mag.3.30, cf. Ign.Magn.6.1, ποθέων ... ἐμὸς γ. ὤλετο βούτης mi dulce boyero murió de amor Nonn.D.15.411, πῇ μοι ἐμὸς γενέτης γλυκὺς οἴχεται; Nonn.D.47.196, Θησεύς (habla Ariadna), Nonn.D.47.320, como tratamiento cariñoso, λέγε μοι, γλυκεῖα dime, querida Men.Epit.861, οὐ τὸν ἐμὸν τὸν ἕνα γλυκύν no, por este querido único ojo mío (habla Polifemo), Theoc.6.22
•irón. simple, tonto ὡς γ. εἶ Pl.Hp.Ma.288b.
3 usos especiales del superlativo:
a) en diálogo cómico querido, queridísimo expresión de cariño o amistad ὦ γλυκύτατ' Εὐριπίδη Ar.Ach.462, Εὐριπίδιον ὦ γλυκύτατον καὶ φίλτατον Ar.Ach.475, ὦ γλυκύτατον Ar.Eccl.1046, ὦ γλυκύτατον Μυρρινίδιον Ar.Lys.872, ὦ γλυκυτάτη Πραξαγόρα Ar.Ec.241, ὦ γλυκυτάτη ¡queridísima! Men.Epit.888, Ἀφροδιταρίδιον γλυκύτατον Pl.Com.208;
b) en fórmulas epistolares, como expresión de cariño y añoranza, esp. de parientes cercanos Ἱερακίων ἀσπάζομαί σε, γλυκύτατε PBremen 48.35 (II d.C.), Δωρίων Σερηνῷ τῷ γλυκυτάτῳ υἱῷ χαίρειν PMich.212.2 (II/III d.C.), ἄσπασαι πολλὰ τὸν γλυκύτατον ἀδελφὸν Ἁρποκρατίωνα POxy.935.22 (III d.C.), ἄσπασε τὴν γλυκυτάτην ἐμὴν μητέραν PFlor.365.133 (III d.C.), προσαγορεύει δὲ καὶ ὁ γλυκύτατος κοινὸς υἱὸς Θέων te saluda también nuestro amadísimo hijo común Teón, POxy.3932.12 (VI d.C.), τῷ δεσπότῃ μου τῆς ψυχῆς γλυκυτάτῳ καὶ τιμιωτάτῳ PGrenf.61.1 (VI d.C.);
c) en fórmulas funerarias, ref. al muerto queridísimo, amadísimo, muy añorado ἀδελφῷ γλυκυτάτῳ IUrb.Rom.415.7 (II d.C.), πατρὶ γλυκυτάτῳ μνήμης χάριν SEG 34.1276 (Paflagonia I/II d.C.), τῷ γλυκυτάτῳ πατρὶ ... μνείας χάριν SEG 35.726 (Berea III d.C.), cf. SEG 35.1402 (Frigia, imper.), τοῖς γλυκυτάτοις γονεῦσιν μνήμης χάριν SEG 37.1085 (Amisos III d.C.), cf. MAMA 8.108 (Licaonia);
d) ref. a la patria dulcísima, querida, amada frec. tb. como expr. de añoranza τῇ γλυκυτάτῃ πατρίδι Θήρᾳ ... ἀνέθηκα SIG 852.15 (Tera II a.C.), κλέος σοί ἐστιν ὑπὲρ τῆς γλυκυτάτης σου πατρίδος τελευτῆσαι A.Al.11B.13, ἡ γλυκυτάτη πατρίς Milet 1(7).206 (III d.C.), ISmyrna 637.15 (III d.C.), τὰ ἀγάλματα ἀνέθηκαν τῇ γλυκυτάτῃ πατρίδι SEG 37.1185.3 (Pisidia II d.C.), cf. SEG 36.1095.7 (Sardes III d.C.).
III subst. ἡ γ.
1 bot. regaliz, Glycyrrhiza glabra L., Thphr.HP 9.13.2, Hsch.
2 por antífrasis bilis Hsch., Sch.Nic.Th.594.
IV adv. -έως dulcemente Poll.4.24.
• Etimología: De *δλυκύς c. un tratamiento δλ- > γλ-, cf. lat. dulcis, mic. de-re-u-ko de *dleukos.
English (Strong)
of uncertain affinity; sweet (i.e. not bitter nor salt): sweet, fresh.
English (Thayer)
γλυκεῖα, γλυκύ, sweet: πικρόν); 12 (opposed to ἁλυκόν); Homer down.)
Greek Monolingual
-εία, -ύ
βλ. γλυκός.
Greek Monotonic
γλυκύς: -εῖα, -ύ,
I. 1. γλυκός, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· μεταφ., ευχάριστος, ευφρόσυνος, σε Όμηρ. κ.λπ.· γλυκύ ἐστι, με απαρ., σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. λέγεται για νερό, δροσερό, φρέσκο, υγιεινό, πόσιμο, γλυκό, αντίθ. προς το πικρός, σε Ηρόδ.
3. μετά τον Όμηρ., λέγεται για πρόσωπα, αγαπητός, προσφιλής, σε Σοφ.· ὦ γλυκύτατε, αγαπητέ μου φίλε, σε Αριστοφ.· μερικές φορές χρησιμ. με αρνητική σημασία: απλός, αγαθιάρης, μωρός, ανόητος· ὡς γλυκὺς εἶ! σε Πλάτ.
II. συγκρ. και υπερθ. γλυκίων (ῑ Αττ., ῐ Επικ.), γλύκιστος· επίσης, γλυκύτερος, -τατος, σε Πίνδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
γλῠκύς: γλῠκεῖα, γλυκύ
1) сладкий (μέλι, νέκταρ Hom.; χυμός Arst.);
2) пресный (τὸ πότιμον καὶ γλυκὺ ὕδωρ Arst.);
3) сладостный, приятный (ὕπνος Hom.; ἵμερος Hom., Pind.; μέλος, ἐλπίς, βίοτος Pind.);
4) приветливый, ласковый, милый, кроткий (φρήν, γέλως Pind.; θυμός Anacr.; παῖδες ἀρχαίου Σκότου Soph.): ὦ γλυκύτατε или ὡς γ. εἶ! Plat. ах ты, мой милый!
γλυκύς: έος ὁ (sc. οἶνος) сладкое вино Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: sweet (Il.); on γλυκίων, γλύσσων, γλυκύτερος, γλυκ(ε)ιότερος s. Seiler 48ff.
Dialectal forms: Myc. dereuko perhaps /dleukos/.
Derivatives: γλύκων individualising (Ar. Ek. 985), also PN, with Γλυκώνειος (Heph.); γλυκόεις (Nic.); diminutives: γλυκάδιον sweetmeat, vinegar (Choerob.; for the meaning cf. ἦδος = ὄξος), γλυκίδιον (pap.). - γλυκίν(ν)ας m. cake made with sweet wine (Seleuk. ap. Ath., Cretan H.). - γλυκύτης (Hdt.). - Denom. γλυκαίνω (Hp.), γλύκυσμα (Lib., Sch.), mit γλύκανσις (Thphr.), γλυκαντικός (S.); γλυκάζω (LXX) etc.; γλυκασία family-love (Sammelb.); γλυκίζω (Pagae, Gp.), γλυκισμός (Callix.); ἐγ-γλύσσω be sweet (Hdt. ἔγγλυκυς Dsc.; γλύξις sweet wine (Phryn. Com.); γλεῦξις οἶνος ἕψημα <ἔχων> H., cf. γλεῦκος. - Also γλυκερός (Od.), f. (with withdrawn accent) Γλυκέρα as PN, with Γλυκέριον. - With geminate: γλυκκόν γλυκύ and γλύκκα ἡ γλυκύτης H. - Plant name γλύκη βοτάνη τις ἐδώδιμος H. and (strange) γλυκυμή = γλυκύρριζα (Hp. ap. Gal.), cf. Strömberg Pflanzennamen 63. - γλεῦκος n. sweet wine (Arist.), γλεύκινος (Dsc.), γλευκίτης (οἶνος) = γλεῦκος (Arist.-Komm.); γλευκήσας stunned by γ. (H.); also γλεύκη = γλυκύτης (Sch.) and γλεῦξις, s. γλύξις above.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [222] *dlku-? sweet
Etymology: If to Lat. dulcis, with γλ- < δλ-. But the υ is also unexpected. The Mycenaean form seems to confirm the idea.- On arm. kaɫcr sweet s. on ἡδύς. - Full grade γλεῦκος seems a late innovation (after the many neutral σ-stems) but ἀγλευκής (Epich.) seems old.
Middle Liddell
1. sweet, Il., etc.:—metaph. sweet, delightful, Hom., etc.:— γλυκύ ἐστι c. inf., Aesch., etc.
2. of water, sweet, fresh, opp. to πικρός, Hdt.
3. after Hom., of persons, sweet, dear, Soph.; ὦ γλυκύτατε my dear fellow, Ar.:—sometimes in bad sense, simple, silly, ὡς γλυκὺς εἶ! Plat.
Frisk Etymology German
γλυκύς: {glukús}
Meaning: süß, angenehm (seit Il.); zu den Steigerungsformen γλυκίων, γλύσσων, γλυκύτερος, γλυκ(ε)ιότερος Seiler 48ff.
Derivative: Mehrere Ableitungen: γλύκων individualisierend (Ar. Ek. 985, wie πλατύς : Πλάτων u. a.), auch als EN, wozu Γλυκώνειος (Heph. u. a.); poetische Erweiterung γλυκόεις (Nik.); Deminutivbildungen: γλυκάδιον Weinessig, Süßigkeiten (Choerob., H.; zur Bedeutung vgl. ἦδος = ὄξος), γλυκίδιον (Pap.). — γλυκίν(ν)ας m. Kuchen, mit süßem Wein hergestellt (Seleuk. ap. Ath., als kretisch bez., H.). — Abstraktbildung γλυκύτης Süßigkeit (Hdt., Arist. usw.). — Denominative Verba: 1. γλυκαίνω versüßen (Hp., Arist. usw.; vgl. πικραίνω; nicht *γλυκύνω wie ἡδύνω wegen der Folge υ — υ, Schwyzer 733; jedoch γλύκυσμα [Lib., Sch.] nach ἥδυσμα) mit γλύκανσις (Thphr.) und γλυκαντικός (S. E. u. a.); 2. γλυκάζω ib. (LXX, Epikt. usw.) mit γλύκασμα, γλυκασμός (LXX u. a.); γλυκασία Familienliebe (Sammelb.); 3. γλυκίζω ib., auch intr. (Pagae, Gp. u. a.) mit γλυκισμός (Kallix. u. a.); 4. ἐγγλύσσω süßlich sein (Hdt. 2, 92; ἔγγλυκυς erst Dsk.; vgl. λευκός : λεύσσω usw. Schwyzer 725); daran bildungsmäßig angeschlossen γλύξις süßer Wein (Phryn. Kom. u. a.); auch γλεῦξις· οἶνος ἕψημα <ἔχων> H., vgl. γλεῦκος. — Alte aber seltene Parallelbildung ist γλυκερός (poet. seit Od., späte Prosa; vgl. κρατύς : κρατερός und Chantraine Formation 229f., Schwyzer 482f.), f. (mit regelmäßig zurückgezogenem Akzent) Γλυκέρα als EN mit Γλυκέριον. — Mit Geminata: γλυκκόν· γλυκύ und γλύκκα· ἡ γλυκύτης H.; gewöhnlich als *γλυκϝ-ον, -α erklärt, falls nicht expressive Gemination (vgl. Chantraine Formation 124). — Für sich stehen die Pflanzennamen γλύκη· βοτάνη τις ἐδώδιμος H. und das sehr eigenartige γλυκυμή = γλυκύρριζα (Hp. ap. Gal.), von *γλυκυμος wie ἥδυμος?; vgl. außer Schwyzer 494 A. 3 die zahlreichen Pflanzennamen mit γλυκυ- als Vorderglied bei Strömberg Pflanzennamen 63. — Im Ablaut abweichend γλεῦκος n. Most, süßer Wein (Arist., Pap., Gortyn usw.) mit γλεύκινος ‘aus γ. bereitet’ (Dsk., Mediz.), γλευκίτης (οἶνος) = γλεῦκος (Arist.-Komm.); γλευκήσας ‘von γ. berauscht’ (H.); auch γλεύκη = γλυκύτης (Sch.) und γλεῦξις, s. γλύξις oben.
Etymology : Falls γλυκύς zu lat. dulcis gehört, wie gewöhnlich angenommen wird, muß γλ- für δλ- (durch Assimilation an das folgende κ?) stehen, was sich weder beweisen noch widerlegen läßt. Auch der υ-Vokal ist als vermutete Schwundstufe unregelmäßig; vgl. indessen zu λύκος. — Zu arm. k‘aɫcr süß, das bisweilen hierhergezogen wird, s. zu ἡδύς. — Das hochstufige γλεῦκος ist späte Neuerung nach den vielen gleichgebildeten neutralen σ-Stämmen.
Page 1,314-315
Chinese
原文音譯:glukÚj 格呂去士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:甜 (新鮮)
字義溯源:甜*。甜也可譯為:新鮮,特別是在( 雅3:12)那裏,甜與新鮮兩者都是合適的譯字
同源字:1) (γλεῦκος)新酒 2) (γλυκύς)甜
出現次數:總共(4);雅(2);啓(2)
譯字彙編:
1) 甜(3) 雅3:12; 啓10:9; 啓10:10;
2) 甜的(1) 雅3:11
English (Woodhouse)
charming, delightful, pleasant, pleasing, extraining, to the taste