κρίσις
English (LSJ)
[ῐς], εως, ἡ, (κρίνω) A separating, distinguishing, τοῦ πλέω καὶ τοῦ μὴ πλέω Meliss.7; τῶν ὁμοιογενῶν, τῶν διαφερόντων, dub. l. in Arist.EN1165a34. 2 decision, judgement, περὶ τούτων Parm.8.15; τὴν Κροίσου κρίσιν Hdt.3.34; ἐν θεῶν κρίσει A.Ag.1289; κατὰ δύναμιν καὶ κρίσιν ἐμήν Hp.Jusj.1; κρίσις οὐκ ἀληθής no certain means of judging, S.OT501 (lyr.); πολίτης ὁρίζεται τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς Arist. Pol.1275a23; κρίσεως προσδεόμενα Epicur.Nat.32 G., cf. Herc.1420.3; αἱ τῶν πολλῶν κρίσεων Phld.Mus.p.75 K.; Κρίσις, title of a play by Sophocles on the Judgemént of Paris; κρίσις τινός judgement on or respecting, τῶν μνηστήρων Hdt.6.131; ἀέθλων Pi.O.3.21, N.10.23; μορφῆς E.Hel.26: ἡ τῶν ὅπλων κρίσις, referring to the story of Ajax, Pl.R.620b, cf. Arist.Po.1459b5; κρίσιν… τοῦ βίου πέρι ὧν λέγομεν Pl.R.360e; κρίσις ἀμφ' ἀέθλοις Pi.O.7.80; κρίσις διημαρτημένη Stoic.1.50; κρίσις συνετή Cleanth.ib.128; power of judgement, κρίσει πραγμάτων διαφέρεσθαι Plb.18.14.10; κατὰ κρίσιν with judgement, advisedly, Id.6.11.8. 3 choice, election, κρίσιν ποιεῖσθαι τῶν ἀξίων Arist.Pol.1321a30, cf. 1271a10. 4 interpretation of dreams or portents, LXX Da.2.36, D.S. 17.116, J.AJ2.5.7. II judgement of a court, οὐδὲν ἂν τῆς ὑμετέρας κρίσεως ἔδει Antipho 4.4.2; trial, suit, προκληθέντας ἐς κρίσιν περί τινος Th.1.34; καθιστάναι ἑαυτὸν ἐς κρίσιν ib.131; κρίσιν ποιεῖν τινι Lys. 13.35; κρίσεως τυχεῖν to be put on one's trial, Pl.Phdr.249a; εἰς κρίσιν ἄγειν Id.Lg.856c; ἡ κρίσις γίγνεταί τινι ibid.; κρίσιν ὑποσχεῖν ib.871d, D.21.125; τὰς κρίσεις ποιεῖσθαι περί τινος Isoc.4.40, cf. Th.1.77; τὰς κρίσεις διαδικάζειν Pl.Lg.876b; κρίσιν λελογχότα Μειδίᾳ ἐξούλης Test. ap. D.21.82; αἱ κρίσεις τῶν συμβολαίων Plu.2.447e. b result of a trial, condemnation, X.An.1.6.5. c ἡμέρα κρίσεως Day of Judgement, Ev.Matt.10.15. 2 trial of skill or strength, πρὸς τόξου κρίσιν in archery, S.Tr.266; δρόμον... οὗ πρώτη κρίσις Id.El.684; κρίσιν ποιεῖν ὁπότερος εἴη τὴν τέχνην σοφώτερος Ar.Ra.779; θεῶν ἔριν τε καὶ κρίσιν Pl. R.379e. 3 dispute, περί τινος Hdt.5.5, 7.26. III event, issue, κρίσιν σχεῖν to be decided, of a war, Th.1.23, Plb.31.29.5; κρίσεως τυχεῖν Id.1.59.11; ἐν τοῖς πεπολιτευμένοις τὴν κρίσιν εἶναι νομίζω 1 suppose the issue depends upon my public measures, D.18.57. 2 turning point of a disease, sudden change for better or worse, Hp. VM19 (pl.), Gal.9.550, etc.; κρίσις ξύντομος ἐπὶ τὸ κάκιον Hp.Judic.34, cf. Gal.18(2).231. IV middle of the spinal column, Poll.2.177.
Greek (Liddell-Scott)
κρίσις: ῐ, εως, ἡ (κρίνω) χωρισμός, δύναμις ἢ ἱκανότης πρὸς διάκρισιν, τῶν ὁμογενῶν, τῶν διαφερόντων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 2, 10, κ. ἀλλ. 2) ὡς καὶ νῦν, κρίσις, τὴν Κροίσου κρ. Ἡρόδ. 3. 34, πρβλ. 8. 69· ἐν θεῶν κρίσει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1288· κατὰ κρίσιν ἐμὴν Ἱππ. Ὅρκ. 1· κρ. οὐκ ἀληθὴς Σοφ. Ο. Τ. 501· πολίτης ὁρίζεται τῷ μετέχειν κρίσεως, διὰ τοῦ δικαιώματος τοῦ κρίνειν, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 6· Κρίσις, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Σοφ. ἐπὶ τῆς κρίσεως τοῦ Πάριδος· κρ. τινός, περί τινος, ὡς προς..., κ. τῶν μνηστήρων Ἡρόδ. 6. 131· ἀέθλων Πινδ. Ο. 3. 37, Ν. 10. 42· ἡ τῶν ὅπλων κρίσις, ἡ μεταξὺ τοῦ Ὀδυσσέως καὶ τοῦ Αἴαντος, Πλάτ. Πολ. 620Β, Ἀριστ. Ποιητ. 23, 7· κρίσιν… τοῦ βίου περὶ ὧν λέγομεν Πλάτ. Πολ. 360D κρ. ἀμφ’ ἀέθλοις Πινδ. Ο. 6. 144· κρίσιν ποιεῖσθαι περί τινος Ἰσοκρ. 48D· κρίσει πραγμάτων διαφέρεσθαι Πολύβ. 17. 14, 10· κατὰ κρίσιν, μετὰ κρίσεως, φρονίμως, ὁ αὐτ. 6. 11. 5. 3) ἐκλογή, κρ. ποιεῖσθαι τῶν ἀξίων Ἀριστ. Πολ. 6. 7, 4, πρβλ. 2. 9, 23. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἐπὶ νομικῆς σημ., δίκη, Ἀριστοφ. Βάτρ. 779, 785, Ἀντιφῶν 128. 17, κτλ.· προκαλεῖν τινα ἐς κρίσιν περί τινος Θουκ. 1. 34· καθιστάναι ἑαυτὸν ἐς κρ. αὐτόθι 131· κρίσιν ποιεῖν τινι Λυσ. 133Α· κρίσεως τυχεῖν Πλάτ. Φαῖδρ. 249Α· εἰς κρ. ἄγειν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 856C· ἡ κ. γίγνεταί τινι αὐτόθι 861D, Δημ. 555. 22 (ἴδε ἐν λέξ. κρίνω ΙΙΙ). β) τὸ ἀποτέλεσμα κρίσεως ἢ δίκης, κατάκρισις, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 5. 2) δοκιμὴ δεξιότητος ἢ δυνάμεως, πρὸς τόξου κρίσιν, εἰς τοξείαν, Σοφ. Τρ. 266· δρόμον…, οὗ πρώτη κρίσις ὁ αὐτ. Ἠλ. 684· θεῶν ἔριν τε καὶ κρ. Πλάτ. Πολ. 379Ε. 3) ἔρις, φιλονεικία, περί τινος Ἡρόδ. 5. 5., 7. 26, κτλ.· δίκη, τὰς κρ. διαδικάζειν Πλάτ. Νόμ. 876Β. ΙΙΙ. τὸ ἀποτέλεσμα ἢ τέλος ἢ ἔκβασις πράγματός τινος, κρίσιν ἔχω, ἀποφασίζομαι, ἐπὶ πολέμου, Θουκ. 1. 23· κρίσιν λαμβάνειν Πολύβ. 1. 59, 11· ἐν τοῖς πεπολιτευμένοις τὴν κρίσιν εἶναι νομίζω, νομίζω ὅτι τὸ ἀποτέλεσμα ἐξαρτᾶται ἐκ τῶν ἰδικῶν μου δημοσίων ἐνεργειῶν, Δημ. 244. 10. 2) ἡ κρίσις ἢ τροπὴ νόσου, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16, κτλ.· ὡσαύτως νέα προσβολὴ πυρετοῦ· ἴδε Foës Oecon.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. action ou faculté de distinguer;
II. action de séparer ; dissentiment, contestation : περί τινος, sur qch ; lutte ; particul. contestation en justice, procès;
III. action de décider :
1 décision, jugement ; particul. jugement d'une lutte, d'un concours ; concours, décision judiciaire, jugement, condamnation;
2 ce qui décide de qch, issue, dénouement, résultat (d'une guerre).
Étymologie: R. Κρι, choisir, trier ; cf. lat. cribrum et cerno.
English (Slater)
κρῐσις judging μεγάλων ἀέθλων ἁγνὰν κρίσιν καὶ πενταετηρίδ' ἁμᾶ θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ (O. 3.21) μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ' ἀέθλοις (O. 7.80) γυίων ἀέθλοις ἐπεδείξαντο κρίσιν ἐσθᾶτος ἀμφίς (ἶν coni. Kayser metr. gr.) (P. 4.253) βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν (N. 10.23) ἀτὰρ εὑδόντεσσιν ἐν πολλοῖς ὀνείροις δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν (i. e. ὅτι ἡμῖν κρίνεται) fr. 131b. 4.
English (Strong)
decision (subjectively or objectively, for or against); by extension, a tribunal; by implication, justice (especially, divine law): accusation, condemnation, damnation, judgment.
English (Thayer)
κρίσεως, ἡ, the Sept. for דִּין, רִיב (a suit), but chiefly for מִשְׁפָּט; in Greek writings (from Aeschylus and Herodotus down))
1. a separating, sundering, separation; a trial, contest.
2. selection.
3. judgment; i. e. opinion or decision given concerning anything, especially concerning justice and injustice, right and wrong;
a. universally: ἐπακολουθέω); κρίσιν κρίνειν (see κρίνω, 5b.), the last judgment: ἡ ἡμέρα κρίσεως (R L in brackets; τῆς κρίσεως (ἡμέρα, 3; εἰς κρίσιν μεγάλης ἡμέρας, ἡ ὥρα τῆς κρίσεως αὐτοῦ, i. e. τοῦ Θεοῦ, ἐν τῇ κρίσει, at the time of the judgment, when the judgment shall take place, κρίσιν ποιεῖν κατά πάντων, to execute judgment against (i. e. to the destruction of) all, sentence of condemnation, damnatory judgment, condemnation and punishment: ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη, the punishment appointed him was taken away, i. e. was ended, Sept.; πίπτειν εἰς κρίσιν (Rst εἰς ὑπόκρισιν), to become liable to condemnation, αἰώνιος κρίσις, eternal damnation, ); ἡ κρίσις τῆς γηννης, the judgment condemning one to Gehenna, the penalty of Gehenna, i. e. to be suffered in hell, κρίσις denotes α. that judgment which Christ occasioned, in that wicked men rejected the salvation he offered, and so of their own accord brought upon themselves misery and punishment: αὕτη ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι etc. judgment takes place by the entrance of the light into the world and the batted which men have for this light, κρίσιν, to execute judgment, ἔρχεσθαι εἰς κρίσιν, to come into the state of one condemned, κρίσις τοῦ κόσμου τούτου, the condemnatory sentence passed upon this world, in that it is convicted of wickedness and its power broken, περί κρίσεως, of judgment passed (see κρίνω, 5a. β. at the end), β. the last judgment, the damnation of the wicked: ἀνάστασις κρίσεως, followed by condemnation, Winer's Grammar, § 30,2 β.). γ. both the preceding notions are combined in ἡ κρίσις πᾶσα, the whole business of judging (cf. Winer's Grammar, 548 (510)), ibid. 22. Cf. Groos, Der Begriff der κρίσις bei Johannes (in the Studien und Kritiken for 1868, pp. 244-273).
4. Like the Chaldean דִּינָא (Gericht) equivalent to the college of judges (a tribunal of seven men in the several cities of Palestine; as distinguished from the Sanhedrin, which had its seat at Jerusalem (cf. Schürer, Neutest. Zeitgesch. § 23, ii.; Edersheim, Jesus the Messiah, ii. 287)): Josephus, Antiquities 4,8, 14; b. j. 2,20, 5).
5. Like the Hebrew מִשְׁפָּט (cf. Gesenius, Thesaurus, iii., p. 1464 b (also the Sept. in right, justice: ἀπαγγέλλειν τίνι, a just cause, ἐκβάλλω, 1g.).
Greek Monotonic
κρίσις: [ῐ], -εως, ἡ (κρίνω),
I. χωρισμός, ικανότητα προς διάκριση, σε Αριστ.· επιλογή, εκλογή, στον ίδ.
II. 1. απόφαση, κρίση, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· κρ. οὐκ ἀληθής, μη βέβαια μέσα, μη ορθοί τρόποι κρίσης, σε Σοφ.
2. με νομική σημασία, δικαστικός αγώνας, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· αποτέλεσμα δίκης, καταδίκη, σε Ξεν.
3. δοκιμασία ικανοτήτων, τόξου, στην τοξοβολία, σε Σοφ.
4. διαμάχη, περί τινος, σε Ηρόδ.
III. αποτέλεσμα ή έκβαση πράγματος, κρίσιν ἔχειν, να αποφασιστεί, λέγεται για πόλεμο, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κρίσις: εως, ион. ιος (ρῐ) ἡ (ион. dat. κρίσι)
1) разделение, различение (τῶν διαφερόντων Arst.);
2) суждение, мнение (ἐπαινέειν τὴν κρίσιν τινός Her.; κ. οὐκ ἔστιν ἀληθής Soph.): τὴν κρίσιν περί τινος ποιεῖσθαι Arst. иметь суждение о чем-л.;
3) суд, решение, приговор: ἐν θεῶν κρίσει Aesch. по приговору (т. е. повелению) богов; ἡ τῶν ὅπλων κ. Plut. решение об оружии (убитого Ахилла);
4) суд, судебное разбирательство: τῷ πλήθει μεταδιδόναι τῆς κρίσεως Plat. дать народу право участия в судебном разбирательстве; τὸ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς Arst. участие в судебной и административной жизни; προκαλεῖν τινα ἐς κρίσιν περί τινος Thuc. привлекать кого-л. к судебной ответственности за что-л.; καθιστάναι ἑαυτὸν ἐς κρίσιν Thuc. добровольно предстать перед судом;
5) состязание, спор (τῶν μνηστήρων Her.): τόξου κ. Soph. состязание в стрельбе из лука;
6) спор, тяжба (θεῶν ἔρις τε καὶ κ. Plat.; ψευοομαρτυριῶν κρίσεις Arst.);
7) выбор, избрание (τῶν ἀξίων Arst.);
8) исход, окончание: (τὸ Μηδικὸν ἔργον) δυοῖν ναυμαχίαιν καὶ πεζομαχίαιν ταχεῖαν τὴν κρίσιν ἔσχεν Thuc. исход (персидской) войны был быстро решен двумя морскими и двумя сухопутными сражениями; μάχη κρίσιν οὐ λαβοῦσα Plut. безрезультатное сражение;
9) (ис)толкование (κρίσεις ἐνυπνίων Plut.);
10) переломный момент, кризис (αἱ τῶν νόσων κρίσεις Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρίσις -εως, ἡ [κρίνω] onderscheid:; τοῦ πλέω καὶ τοῦ μὴ πλέω onderscheid tussen het volle en het niet volle Meliss. B 7; selectie:. κρίσιν ποιεῖσθαι selecteren Aristot. Pol. 1321a30. oordeel:; ἐν τοῖς πεπολιτευμένοις τὴν κρίσιν εἶναι νομίζω ik meen dat het oordeel afhangt van mijn politieke prestaties Dem. 18.57; πιστεύοντες τῇ τῶν λεγόντων κρίσει vertrouwend op het oordeel van de sprekers Aristot. EN 1159a24; beslissing:. ταχεῖαν τὴν κρίσιν ἔσχε (de oorlog) werd snel beslist Thuc. 1.23.1. jur. uitspraak, beslissing veroordeling:; ἡμέρα κρίσεως de dag des oordeels NT Mt. 10.15; rechtzaak, proces:; εἰς κρίσιν ἄγειν voor de rechter brengen Plat. Lg. 856c; κρίσιν τοῖς ἀνδράσι τούτοις ἐποίουν zij deden die mannen een proces aan Lys. 13.35; recht:. κρίσιν τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγελεῖ hij zal recht verkondigen aan alle volkeren NT Mt. 12.18. dispuut, geschil, wedstrijd, met περί + gen.: ἐς κρίσιν τούτου πέρι ἐλθόντας tot een geschil daarover geraakt Hdt. 7.26.2. geneesk. crisis, kritieke fase (van een ziekte).
Middle Liddell
κρῐ́σις, εως κρίνω
I. a separating, power of distinguishing, Arist.: choice, selection, Arist.
II. a decision, judgment, Hdt., Aesch.; κρ. οὐκ ἀληθής no certain means of judging, Soph.
2. in legal sense, a trial, Ar., Thuc., etc.:— the result of a trial, condemnation, Xen.
3. a trial of skill, τόξου in archery, Soph.
4. a dispute, περί τινος Hdt.
III. the event or issue of a thing, κρίσιν ἔχειν to be decided, of a war, Thuc.
Chinese
原文音譯:kr⋯sij 克里西士
詞類次數:名詞(48)
原文字根:審判 相當於: (מִשְׁפָּט)
字義溯源:判決*,判斷,決定,審判,定罪,刑罰,宣判,公平,公理,公義,是非,法庭。參讀 (βῆμα) (γνώμη)同義字
同源字:1) (δικαιοκρισία)公義判決 2) (κρίνω)辨別 3) (κρίσις)判決
出現次數:總共(47);太(12);路(4);約(11);徒(1);帖後(1);提前(1);來(2);雅(3);彼後(4);約壹(1);猶(3);啓(4)
譯字彙編:
1) 審判(25) 太5:21; 太5:22; 太12:41; 太12:42; 路10:14; 路11:31; 路11:32; 約5:22; 約5:29; 約5:30; 約12:31; 約16:8; 約16:11; 徒8:33; 提前5:24; 來9:27; 來10:27; 雅2:13; 雅2:13; 雅5:12; 彼後2:4; 約壹4:17; 猶1:6; 猶1:15; 啓14:7;
2) 審判的(7) 太10:15; 太11:22; 太11:24; 太12:36; 約5:27; 彼後2:9; 彼後3:7;
3) 定罪(4) 約3:19; 約5:24; 彼後2:11; 猶1:9;
4) 判斷(4) 約8:16; 帖後1:5; 啓16:7; 啓19:2;
5) 刑罰(2) 太23:33; 啓18:10;
6) 公理(2) 太12:18; 太12:20;
7) 是非(1) 約7:24;
8) 公義、(1) 太23:23;
9) 公義(1) 路11:42
English (Woodhouse)
decision, judgment, trial, verdict, judgement, judgment pronounced, judicial trial, legal decision