γυναικεῖος

From LSJ
Revision as of 15:25, 10 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικεῖος Medium diacritics: γυναικεῖος Low diacritics: γυναικείος Capitals: ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΣ
Transliteration A: gynaikeîos Transliteration B: gynaikeios Transliteration C: gynaikeios Beta Code: gunaikei=os

English (LSJ)

γυναικεία, γυναικεῖον A. Ch.630 (lyr.), also ος, ον ib.878, E.IA233 (lyr.): Ion. γυναικήιος, γυναικήιη, γυναικήιον: (γυνή):—
A of women or belonging to women, feminine, γυναικεῖαι βουλαί a woman's designs, Od.11.437; γυναικεῖον λουτρόν Hes.Op.753; γυναικεῖα ἔργα Hdt.4.114; γυναικεῖος κόσμος Pl.R.373c; γυναικεῖον σκεῦος (i.e. woman) 1 Ep.Pet.3.7; γυναικεῖον αἰδοῖον, γυναικεῖοι τόποι, γυναικεῖοι χῶροι, Gal.UP15.3, Aret.SA2.11, CA2.10; γυναικεῖος κόλπος ( = αἰδοῖον) Sor.1.16; γυναικεῖος ῥοῦς = leucorrhoea, Id.2.43; γονόρροια Aret.SD2.11; ἰατρός Sor.2.3; γυναικεία ἀγορά = women's market Thphr.Char.2.9; ἡ γυναικεία θεός = Lat. Bona Dea, Plu.Caes.9, Cic. 19; γυναικεῖος πόλεμος = war with women, AP7.352 (Mel.(?)).
2 in bad sense, womanish, effeminate, πένθος Archil.9.10; δράματα Ar.Th. 151; μαθήματα Pl.Alc.1.127a; γυναικείας τε καὶ σμικρᾶς διανοίας = of a womanish and petty mentality Id.R.469d. Adv. γυναικείως = womanishly, effeminately, like a woman, γυναικείως πικραίνεσθαι Id.Lg.731d; γυναικείως ἐμπικραίνεσθαι Eus.Mynd.54; γυναικείως διακεῖσθαι D.C.38.18.
II as substantive,
1γυναικεία, Ion. γυναικηΐη, = γυναικών, part of the house reserved for the women, Hdt.5.20, LXX To.2.11.
bγυναικεία (sc. ἀγορά), Thphr.Char.22.10.
2 τὰ γυναικεῖα = female genitals, partes muliebres, Hp.Epid.1.26.ε',Aret.SA2.11.
b = τὰ καταμήνια (menses), Hp.Aph.5.28, Arist.PA648a31, al., LXX Ge.18.11.
c lochia, Gal.17(2).817.
d female disorders, title of works by Hippocrates and Sor., cf. Thphr.HP4.8.6, Aret.CA1.3.
e (sc. φάρμακα) remedies for female complaints, Hp.Mul.1.64.
f women's garments, PSI 4.341.7 (iii B. C.).
3 γυναικεῖον, τό, = στίβι (stibium, antimony, powdered antimony), Dsc.5.84.

Spanish (DGE)

(γῠναικεῖος) γυναικεία, γυναικεῖον
• Alolema(s): jón. γυναικήιος, γυναικήιη, γυναικήιον Hdt.1.17, 4.114, Aret.SA 2.11
• Morfología: [γυναικεῖος, γυναικεῖον A.Ch.878, E.IA 233]
I 1de mujer, femenino γυναικείας διὰ βουλάς = a causa de femeninos designios, Od.11.437, τὰν γυναικεῖον ὄψιν ὀμμάτων = la visión de unos ojos de mujer E.l.c., νόσοι de los celos, E.Andr.956, πάθος de una madre respecto a sus hijos, Plb.10.4.7
de lo que por naturaleza es del sexo femeninoφύσις Hp.Virg.1, Περὶ φύσιος γυναικείης Hp.Nat.Mul.tít., σώματα Hp.Iusi.6, γάλα Hp.Mul.1.105, Morb.3.2, αἰδοῖον Gal.4.146, Sor.51.16, κόλπος Sor.11.8, τὰ μέρη Sor.13.1, οἱ χῶροι Aret.CA 2.10.4, σπλάγχνον γυναικεῖον = órgano femenino de la matriz, Aret.SA 2.11.1, περὶ ῥοῦ γυναικείου Sor.122.1 tít., μίμημα γυναικείου τοκετοῖο imitación del alumbramiento de mujer del nacimiento de Jesús, Nonn.Par.Eu.Io.3.5
σῶμα γυναικεῖον perífr. por esclava, SEG 34.390.3 (I a./d.C.), FD 4.502B.6 (I d.C.), σκεῦος τὸ γυναικεῖον perífr. por γυνή 1Ep.Petr.3.7.
2 de la mujer, propio de la mujer, femenino ref. a lo que culturalmente pertenece o se aplica al mundo de la mujer λουτρόν Hes.Op.753, γυναικεῖοι πύλαι ref. al gineceo, A.l.c., γυναικεῖον κόσμον = el atavío de la mujer Pl.R.373c, cf. Thphr.Char.2.9, Men.Fr.390, ἱμάτιά τε ἀνδρεῖα καὶ γυναικεῖα X.Mem.2.7.5, γυναικεία στολή Sokolowski 77.2 (Tlos II a.C.), μύρα Call.Fr.110.78, πλόκαμοι Clem.Al.Paed.3.11.60, cf. Phryn.PS 60, Artem.2.3, 2.5, I.AI 13.108, Poll.7.95, X.Eph.3.8.3, Vett.Val.167.1, ἔργα Hdt.4.114, cf. Plu.Thes.27, Luc.Salt.1, μαθήματα Pl.Alc.1.127a, γυναικεῖα μέλη melodías cantadas por mujeres Critias Eleg.8.1, σύνοδοι Luc.Am.27, ἀσθένεια POxy.261.12 (I d.C.)
neutr. plu. como adv. a la manera de las mujeres γ. ἐργάζονται de los eunucos, Hp.Aër.22
relativo a la mujer γυναικεῖ' ... δράματα piezas teatrales sobre mujeres Ar.Th.151, ἐπέων ... καλὴν φάτιν ... γυναικεῖον ... ἔτραπεν ἐς πόλεμον aplicó el bello sonar de sus versos a una guerra contra las mujeres de Arquíloco AP 7.352 (Mel.?), μῖμοι γυναικεῖοι mimos femeninos, e.e. de personajes y temas femeninos compuestos por Sofrón, Sud.s.u. Σώφρων, γυναικεῖοι ἰατροί ginecólogos Sor.95.7.
3 propio de la condición de mujer despect. mujeril, femenil ref. a la astucia δεῖ σε δὴ γυναικεῖόν τι δρᾶν E.Io 843, διαβολή I.AI 2.54, ref. a la debilidad, op. ‘lo viril’ τάχιστα τλῆτε γυναικεῖον πένθος ἀπωσάμενοι resignaos cuanto antes dejando el dolor mujeril Archil.7.10, γυναικείαν ἄτολμον αἰχμάν lanza mujeril falta de audacia A.Ch.630, αἱ γυναικεῖοι κινήσεις gestos demasiado femeninos Clem.Al.Paed.3.11.69, ref. a la simpleza γ. ... καὶ σμικρὰ διάνοια Pl.R.469d, λογισμοί Plb.2.4.8, cf. Phryn.PS 55, Olymp.in Alc.85.12, 189.9, 194.20.
4 que es o representa a la mujer εἴδωλον Plb.13.7.2, γυναικεία θεὸς ἐρωτική de Calisto, Hsch.s.u. Καλλιστώ, de Apate, Fronto Ep.2.12.3.
5 mús. αὐλὸς γυναικεῖος = flauta atiplada o de sonido agudo op. ἀνδρεῖος γ. Hdt.1.17.
II subst. τὰ γυναικεῖα = las cosas propias de las mujeres de donde
1 las mujeres, φῦλα γυναικείων = las clases de mujeres Phoc.2.2
de donde prob. euf. en ginecología, órganos sexuales de la mujer καρδίης πόνος καὶ γυναικείων Hp.Epid.1.26.5, εὐωδέων πρὸς τὰ γυναικήϊα ὑποθέσιες Aret.SA 2.11.3, γονόρροιαν γυναικείων Aret.SD 2.11.5, cf. Hsch.
2 medic. menstruación, regla γυναικεῖα ἐπιφαίνεσθαι = bajar la regla Hp.Coac.538, cf. Epid.1.16, 2.3.1, 4.25, διὰ τὴν θερμότητα ... γινομένων τῶν γυναικείων Arist.PA 648a31, ἐκλιπεῖν τὰ γυναικεῖα LXX Ge.18.11, γυναικείων ἀγωγόν Hp.Aph.5.28, ἡ τῶν γυναικείων περίττωσις Arist.GA 739a27, πεῖραν ἔχειν τῶν γυναικείων Charito 2.8.5, cf. Arist.HA 582a10, 34, Gal.17(2).817.
3 medic. enfermedades de la mujer χρῶνται δὲ οἱ ἰατροὶ πρός τε τὰ γυναικεῖα αὐτῷ (τῷ μνασίῳ) Thphr.HP 4.8.6, cf. 7.6.4, Aret.CA 1.3, tít. de tratados médicos: de Hipócrates, Erot.10.11, 12.20, de Sorano, Sud.s.u. Σωρανὸς Ἐφέσιος.
4 medic. (sc. φάρμακα) fármacos para el tratamiento de mujeres τῶν γυναικείων ὅ τι ἂν μάλιστα προσδέχηται πιπίσκειν Hp.Mul.1.64.
5 indumentaria femenina, PSI 341.7 (III a.C.).
III subst. ἡ γυναικεία, τὸ γυναικεῖον
1 habitación de las mujeres, gineceo γυναῖκας ... ἀπέπεμπε ἐς τὴν γυναικηίην Hdt.5.20, οἱ τὰς οἰκίας ἐκτ[η] μένοι τήν τε ἀνδρείαν καὶ τὴν γυναικ[εί] αν Sokolowski 3.177.105 (Cos IV/III a.C.), ἡ γυνή μου Αννα ἠριθεύετο ἐν τοῖς γυναικείοις LXX To.2.11
habitación, cubículo προεργάσασθαι τὸ γυναικεῖον = preparar con antelación la habitación para el parto, Sor.134.14.
2 mercado de esclavas μισθοῦσθαι ἐκ τῆς γυναικείας παιδίον τὸ συνακολουθῆσον Thphr.Char.22.10.
IV subst. τὸ γυναικεῖον
1 antimonio en polvo usado por las mujeres griegas como cosmético para los ojos, Dsc.5.84 (cód.).
2 biz., lat. gynaecium, taller imperial de tejedoras, Cod.Iust.11.8.2, Cod.Theod.1.32.1, 9.27.7.
V adv. γυναικείως = a la manera de las mujeres, femenilmente frec. c. connotaciones despect. μὴ ἀκραχολοῦντα γ. Pl.Lg.731d, ἀδύνατον ... γ. θρυπτόμενον ἀνδρῶδές τι φρονῆσαι καὶ πρᾶξαι D.C.50.27.4, θρηνῶν καὶ γυναικείως διακείμενος D.C.38.18.1, cf. Eus.Mynd.54, γ. sollicita est, está inquieta como mujer que es de Europa tras el rapto, Porphyrio Comm.116.

German (Pape)

[Seite 510] auch 2 End., Aesch. Ch. 878; Eur. Andr. 956 I. A. 233, den Frauen eigen, ihnen zukommend, sie betreffend; βουλαί, Weiberanschläge, Od. 11, 437, ἅπαξ εἰρημέν.; στρατός Pind. Ol. 13, 86; ἐκ γυναικείας χερὸς ἀπώλετο Ar. Ran. 1143; δόλος, ἐσθής, ἔργα, Her. 1, 91. 4, 146. 114; πένθος Archil. 48; γένος Plat. Rep. X, 620 a; κόσμος II, 373 c; ἱμάτια Xen. Mem. 2, 7, 5; oft verächtlich, γ. καὶ σμικρὰ διάνοια Plat. Rep. V, 469 d; μάθημα Alc. I, 126 e; δρᾶμα Ar. Th. 151; vgl. Pol. 2, 4, 8. 10, 4, 7; ἐπὶ φαύλῳ καὶ γυναικείῳ πράγματι Luc. sa lt. 1; – θεὰ γυναικεία, bona dea der Römer, Plut. Cic. 19 Caes. 9; – τὸ γυναικεῖον, sc. οἴκημα, die Frauenwohnung, -stube, Sp.; ἡ γυναικηΐη Her. 5, 20; τὰ γυν., die monatliche Reinigung, Hippocr. Arist. – Adv. γυναικείως, z. B. πικραίνομαι Plat. Legg. V, 731 d.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de femme, càd :
1 qui concerne les femmes ; ἡ γυναικεῖος θεός PLUT = lat. bona dea, la bonne déesse à Rome ; ἡ γυναικηΐη (ion.) HDT l'appartement des femmes, le gynécée;
2 qui convient aux femmes, propre aux femmes : γυναικεία ἐσθής HDT, γυναικεῖα ἱμάτια XÉN vêtement, manteaux de femme ; ἔργα γυναικεῖα HDT travaux de femme ; γυναικεῖαι βουλαί OD desseins de femme.
Étymologie: γυνή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναικεῖος γυναικεῖα γυναικεῖον, trag. ook γυναικεῖος γυναικεῖον, Ion. γυναικήιος γυναικηίη γυναικήιον γυνή van vrouwen, vrouwen-, vrouwelijk; γυναικεία ἀγορά = door vrouwen bezochte markt Thphr. Char. 2.9, 22.10; ἡ γυναικεία θεός = lat. Bona Dea Plut. Caes. 9.4; γυναικεῖος πόλεμος = oorlog tussen vrouwen AP 7.352.6; adv.. γυναικείως = als een vrouw Plat. Lg. 731d. ongunstig verwijfd;. γυναικείας τε καὶ σμικρᾶς διανοίας = van een verwijfde en kleine geest Plat. Resp. 469d. subst. Ion. ἡ γυναικηίη = vrouwenvertrek. subst. geneesk. τὰ γυναικεῖα = vrouwelijke geslachtsdelen. menstruatie.

Russian (Dvoretsky)

γῠναικεῖος: ион. γῠναικήϊος 2 и 3 женский (βουλαί Hom.; στρατός Pind.; χείρ Arph.; ἐσθής Her. и ἱμάτια Xen.; ἔργα Her. и ἔργον Plut.): θεὰ γυναικεία Plut. (лат. bona dea) благая богиня (древнеиталийское божество плодородия, культ которого отправлялся женщинами).

English (Autenrieth)

(γυνή): of women; βουλαί, Od. 11.437†.

English (Slater)

γῠναικεῖος
1 of women Ἀμαζονίδων τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατόν (O. 13.89) ἢ γυναικείῳ θράσειψυχρὰνφορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων by a woman's impudence fr. 123. 8.

English (Strong)

from γυνή; feminine: wife.

English (Thayer)

γυναικεῖα, γυναικεῖον, of or belonging to a woman, feminine, female: Homer down; the Sept.)

Greek Monolingual

και γυναικείος, -α, -ο (AM γυναικείος, -α, -ον
Α και γυναικήιος, -η, -ον
Μ και γυναικείος, -α, -ον)
Ι. 1. αυτός που ανήκει σε γυναίκα ή προορίζεται γι' αυτήν
2. αυτός που ταιριάζει σε γυναίκα
αρχ.
θηλυπρεπής
II. (το θηλ. εν. ως ουσ.) ἡ γυναικηΐη
αρχ.
ο γυναικών
III. το ουδ. εν. ως ουσ. το γυναικείο (Μ γυναικεῖον)
νεοελλ.
ο γυναικωνίτης της εκκλησίας
μσν.
ο χώρος εργασίας τών γυναικών
IV. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γυναικεία και γυναικεία (AM τὰ γυναικεῖα)
1. τα γεννητικά όργανα της γυναίκας
2. τα έμμηνα
νεοελλ.
1. γυναικολογικές διαταραχές
2. αφροδίσια νοσήματα
3. γυναικεία φορέματα
αρχ.
1. απασχολήσεις τών γυναικών
2. φάρμακα για γυναικολογικές παθήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. γυναικείος, γυναικήιος < γυνή, γυναικός (πρβλ. ανδρείος, ανδρήιος)].

Greek Monotonic

γῠναικεῖος: -α, -ον ή -ος, -ον, Ιων. γυναικήιος, , -ον (γυνή),
I. 1. αυτός που ανήκει στη γυναίκα, ο όμοιος με γυναίκα, αυτός που ταιριάζει στη φύση της, ο θηλυκός, Λατ. muliebris, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ἡ γυναικεῖα θεός, η Ρωμαία bona dea (καλή θεά), σε Πλούτ.· γυναικεῖος πόλεμος, ο πόλεμος με τις γυναίκες, σε Ανθ.
2. με αρνητική σημασία, θηλυπρεπής, εκθηλυσμένος, μαλθακός, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. ως ουσ., ἡ γυναικηΐη = γυναικών, το γυναικείο οικιακό διαμέρισμα, το χαρέμι, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

γυναικεῖος: -α, -ον, Αἰσχύλ. Χο. 630, 678, ὡσαύτως, ος, ον, Εὐρ. Ι.Α. 233· Ἰων. γυναικήιος, -η, -ον, (γυνή):-ἀνήκων εἰς γυναῖκα, ἐξαρτώμενος, οἰκεῖος, ὅμοιος, ἁρμόδιος εἰς γυναῖκα, Λατ. muliebris, γυναικεῖαι βουλαί, γυναικεῖα σχέδια, Ὀδ. λ.437· λουτρόν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 751· συχν. παρ’ Ἡροδ. καὶ Ἀττ.· γυν. ἀγορά, ἴδε λ. ἀνδρεῖος·- ἡ γ. θεός, ἡ παρὰ Ρωμαίοις bona dea, Πλούτ. Καίσ. 9, Κικ. 19· γ. πόλεμος, πόλεμος πρὸς γυναῖκας, Ἀνθ. Π. 7.352. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, θηλυπρεπής, ἐκτεθηλυμένος, πένθος Ἀρχίλ. 8.10· δρᾶμα Ἀριστοφ. Θεσμ. 151· πρβλ. Πλάτ. Ἀλκ. 1.127Α, κτλ.· οὕτως ἐπίρρ.–ως ὁ αὐτ. Νόμ. 731D· - πρβλ. αὐλός. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., 1) ἡ γυναικηΐη =γυναικών, τὸ μέρος τῆς οικίας τὸ ἀποκεχωρισμένον διὰ τὰς γυναῖκας, Ἡρόδ. 5.20· τὸ γυνακεῖον παρὰ τοῖς Ἑβδ. 2) τὰ γυναικεῖα, τὰ μόρια, τὰ ἀπόκρυφα, partes muliebres,Ἱππ. Ἐπιδ. 1.195. β) =τὰ καταμήνια, ὁ αὐτ. Ἀφ. 1254, Ἀριστοτέλ. Ζ.Μ. 2.2,10, κ. ἀλλ.

Middle Liddell

γυνή
I. of or belonging to women, like women, befitting them, feminine, Lat. muliebris, Od., etc.:— ἡ γ. θεός, the Roman bona dea, Plut.: γ. πόλεμος war with women, Anth.
2. in bad sense, womanish, effeminate, Plat., etc.
II. as substantive ἡ γυναικηΐη = γυναικών, the women's apartments, harem, Hdt.

Chinese

原文音譯:gunaike‹oj 句乃咳哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:(屬)女人(的)
字義溯源:女人,婦人,妻子;源自(γυνή)*=婦女)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 女人(1) 彼前3:7

English (Woodhouse)

effeminate, womanish, like a woman, of a woman

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

effeminate

Amharic: ሴታ ሴት; Arabic: مُخَنَّث‎; Armenian: կնաբարո, ղզիկ; Aromanian: muljirashcu; Bikol Central: babayinhon; Bulgarian: женствен; Chinese Cantonese: 乸型; Mandarin: 娘娘腔, 女人氣/女人气; Coptic: ⲙⲁⲗⲁⲕⲟⲥ; Czech: zženštilý; Danish: kvindagtig; Dutch: verwijfd; Esperanto: virineca, ineca; Finnish: naismainen, epämiehekäs, feminiininen; French: efféminé, efféminée; Galician: afeminado; German: weibisch, tuntig, effeminiert, verweichlicht, verweiblicht; Greek: θηλυπρεπής; Ancient Greek: ἁβρόβιος, ἁβρός, αἰσχροπαθής, ἀνδρογύναιος, ἀνδρογύνης, ἀνδρόγυνος, ἁπαλός, ἀπομάλακος, βακέλας, βάκηλος, βάναυσος, γυναικάνηρ, γυναικεῖος, γυναικηρός, γυναικίας, γυναικικός, γυναικοήθης, γυναικόμιμος, γυναικόμορφος, γυναικοπαθής, γυναικοτραφής, γυναικόφρων, γυναικώδης, γύννις, διακεκλασμένος, διονῦς, ἐκτεθηλυμμένος, θηλυδρίας, θηλυδρίης, θηλυδριῶδες, θηλυδριώδης, θηλυκῶδες, θηλυκώδης, θηλύμορφος, θηλύνους, θηλύφρων, θηλύψυχος, θρυπτικός, Ἰωνικός, κατακεκλασµένος, κατατεθηλυμμένος, κατεαγός, κατεαγώς, μαλακός, μαλακόσωμος, μαλθακός, μαλθάκων, μεῖραξ, μόλθακος, ὄλολυς, σαβακός, σαλμακίς, Σαλμακίς, τρυφερόβιος, τρυφερός, τρυφῶν, ὑπόθηλυς, χλιδανός; Indonesian: banci, kemayu; Irish: baineanda, baineann, piteogach, piteánta; Italian: effemminato; Japanese: 女々しい; Korean: 유약; Kurdish Northern Kurdish: serejin, nemêr; Latin: eviratus, perfluus; Macedonian: женствен; Manx: dendeaysagh, soailtagh, bwoirrin, benoil; Norwegian: kvinneaktig, umandig, jentete, jenteaktig, kvinnelig, femi, bløtaktig; Bokmål: feminin, fjollete; Nynorsk: feminin; Persian: امرد‎; Polish: zniewieściały, zbabiały, wydelikacony, babski, babski; Portuguese: afeminado, efeminado, mulheril, adamado, amulherado, afemeado, amaricado, dengoso, inviril, mulherengo, amulherengado, paneleiro, apaneleirado, maricas, mariconço, bicha, abichanado, larilas, panilas, enerve; Romanian: afemeiat; Russian: женоподобный; Scottish Gaelic: boireannta; Slovak: zoženštený; Spanish: afeminado, amanerado, amujerado, ahembrado, adamado, mujeril, amariconado; Swedish: fjollig; Tagalog: binabae; Turkish: yumuşak, efemine; Ukrainian: жоновидий, жінкуватий; Uzbek: xotinchalish, xezalak; Welsh: merchetaidd