ἐπιφορά
English (LSJ)
ἡ, (ἐπιφέρω)
A bringing to or bringing upon: hence,
1 donative, extra pay, in plural, Th.6.31, D.S.17.94; so ἡ ἔξωθεν ἐπιφορὰ τῆς εὐδαιμονίας Plb.5.90.4
2 application, ὀνομάτων Pl.Lg.944b, cf.Cra.430d.
3 second course at dinner, Damox.2.58 (pl.).
4 fine paid by contractor for failure to keep time, BCH35.44 (Delos), cf.Hermes17.5 (ibid.); = καταδίκη, Hsch. (pl.).
5 application, τὴν τῆς αἰσθήσεως ἐπιφορὰν ποιεῖσθαι to concentrate attention, Plu.2.1144b.
b infliction, πληγῶν POxy. 283.15 (i A. D.).
6 additional payment of φόρος, IG12.205, al.
II (from Pass.) offering made at the grave, Plu.Num.22.
2 impact, Epicur.Nat.15.26, al.; sudden attack, Plb.6.55.2, etc.; ἐπιφορὰς πρός τινα ποιῆσαι, in controversy, Phld.Lib.p.35 O.; ἐπιφορὰ ὄμβρων sudden burst of rain, Plb.4.41.7; of wind, Thphr. CP 5.12.11; ἡ τοῦ κωρύκου ἐπιφορά Philostr.Gym.57; attack of an orator, opp. ἀπολογία, Id.VS1.25.10 (pl.).
3 vehemence in oratory, Hermog.Id.1.11, al., Philostr.VS1.17.1, al.
4 growth by assimilation of nourishment, Stoic.2.229.
5 Medic., epiphora, persistent flow of tears, as a disease, Dsc.Eup.1.35, Gal.14.749,768 (but non-technically, floods of tears, Plb.15.26.3); deflux of morbid humours, Meno Iatr.5.30, Plu.2.102a (pl.); τοῦ γάλακτος Sor.1.76; ὀχθώδεις ἐπιφοραί tuberous eruption, Ruf. ap. Orib.8.24.35.
b attack, πυρετῶν, etc., Vett.Val.3.4 (pl.), al.
6 propensity, ἐπιφορὰς ἔχειν πρός τι Men.Rh.p.342 S.
III Rhet., second clause in a sentence, opp. ἀρχή, D.H.Dem. 20.
2 repetition, συνδέσμου Demetr.Eloc.196.
3 succession of clauses ending in the same word, opp. ἐπιβολή, Rut.Lup.1.8.
IV in Stoic Logic, the conclusion of a syllogism, Chrysipp.Stoic.2.80, Crinisib.3.269, Procl.in Prm.p.534 S.
2 question at issue, τῆς ἐπιφορὰς ἀπερρυηκέναι Phld.Mus.p.96 K.
V in Gramm., ἔχειν ἐν ἐπιφορᾷ τὸ λλ to have λλ immediately following, Hdn.Gr.2.932.
German (Pape)
[Seite 1000] ἡ, 1) das Dazubringen, Hinzutragen, τὴν τοῦ ἀνομοίου δόσιν καὶ ἐπιφοράν Plat. Crat. 430 d; ὀνομάτων, das Beilegen der Namen, Legg. XII, 944 b, vgl. Crat. 430 d; – die Zugabe, zum Solde, Zulage, Thuc. 6, 31; D. Sic. 17, 94; αἱ ἔξωθεν ἐπιφοραίD. Cass. 47, 17; vgl. Poll. 3, 94; die Zufuhr, Pol. 5, 90, 4; von Speisen, das Aufgetragene, od. der Nachtisch, Damox. bei Ath. III, 103 a (vgl. ἐπιφόρημα); – das den Todten zum Geschenk, Opfer Dargebrachte, Plut. Num. 22 (vgl. ἐπιφέρω). – 2) das Herankommen, Andringen, der Andrang, ἀνέμων Theophr.; ὄμβρων, χειμῶνος, auch δακρύων, Pol. 4, 41, 7. 5, 51. 15, 26, 3; ῥευμάτων Plut. Arist. 6; a. Sp.; Anfall, Angriff, Pol. 6, 55, 2 u. oft. – Daher auch Anklage, Rhett., bei denen es auch die kraftvolle Wiederholung eines oder mehrerer Wörter bedeutet, ῥεύματος, von Feuchtigkeit aus irgend einem Teile des Körpers, Medic. – 3) der Schluß in der Logik, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 136; D. L.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
I. action de porter sur ou vers, d'où
1 apport d'offrandes sur un tombeau;
2 action de se porter sur, de se jeter sur, attaque, charge (de cavalerie), irruption (d'une tempête, de la pluie) ; flux d'humeurs, fluxion;
II. action de porter en outre ; addition à une solde.
Étymologie: ἐπιφέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφορά: ἡ
1 приношение на могилу Plut.;
2 присвоение: ἐπιφορὰ ὀνομάτων Plat. именование;
3 добавление, прибавка (πρὸς τῷ μισθῷ Thuc.);
4 привоз, доставка, снабжение (ἡ ἔξωθεν ἐπιφορά Polyb.);
5 нападение, набег, налет, натиск (τῶν ἐχθρῶν Polyb.);
6 бурный порыв, напор, наплыв (ῥευμάτων Plut.): ἐπιφορὰ ὄμβρων Polyb. бурные ливни; ἐπιφορὰ δακρύων Polyb. (внезапный) поток слез; ἡ τῆς αἰσθήσεως ἐπιφορά Plut. сосредоточенное внимание;
7 рит. эпифора (конечное предложение периода, в отличие от начального - ἀρχή);
8 рит. перенесение (μεταφορά ἐστιν ὀνόματος ἀλλοτρίου ἐπιφορά Arst.);
9 лог. заключение, следствие, вывод (в силлогизме) Diog. L., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφορά: ἡ, (ἐπιφέρω) τὸ ἐπιφέρειν τι εἴς τι ἢ ἐπί τι, ἐντεῦθεν, 1) προσθήκη τις γινομένη εἰς τὸν μισθόν τινος, Θουκ. 6. 31, Διόδ. 17. 94· προσθήκη συντελοῦσα εἴς τι, ἡ ἔξωθεν ἐπ. τῆς εὐδαιμονίας Πολύβ. 5. 90, 4. 2) τὸ ἐπιφέρειν, ἐπιβάλλειν, ἐπιβολή, ὀνομάτων Πλάτ. Κρατ. 430D, Νόμ. 944Β. 3) προσθήκη, δευτέρα σειρὰ φαγητῶν ἐπὶ δείπνου, Δαμόξ. ἐν «Συντρόφοις» 1. 58· πρβλ. ἐπιφόρημα. ΙΙ. (ἐκ τοῦ Παθ.) προσφορὰ γινομένη ἐπὶ τοῦ τάφου, Πλουτ. Νουμ. 22. 2) αἰφνίδιος προσβολή, ὁρμή, βία, Λατ. impetus, Πολύβ. 6. 55, 2, κτλ.· ἐπ. ὄμβρων, χειμῶνος, δακρύων, αἰφνίδιος βροχή, αἰφνίδια δάκρυα, ὁ αὐτ. 4. 41. 7, κτλ.· ἐπ. ἀνέμων Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 11· ἡ ἐπίθεσις ῥήτορος, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἀπολογία, Φιλόστρ. 542· ἡ τῆς αἰσθήσεως ἐπ., προσοχή, Πλούτ. 2. 1144b. 3) ἐπ. ῥευμάτων, ἐπιρροὴ ὑγρῶν, Λατ. epiphora, αὐτόθι 102Α, Γαλην. τ. 13. σ. 439C. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορικῇ, ἡ δευτέρα πρότασις ἔν τινι περιόδῳ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀρχή, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 20· ἐν τῇ λογικῇ, τὸ συμπέρασμα συλλογισμοῦ ἢ ὑποθέσεώς τινος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 301.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιφορά) επιφέρω
νεοελλ.
(λογ.) συμπέρασμα συλλογισμού
μσν.
(για όρκο) επιβολή
αρχ.
1. προσθήκη στον μισθό κάποιου, επίδομα («τῶν δέ τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου μισθῷ διδόντων τοῖς θρανίταις τῶν ναυτῶν», Θουκ.)
2. μεταφορά για συμπλήρωση ελλείψεως («εἰς τὴν εὐκαιρίαν τοῦ τόπου καὶ τὴν ἔξωθεν ἐπιφορὰν καὶ συμπλήρωσιν τῆς εὐδαιμονίας», Πολ.)
3. εφαρμογή, επιβολή («τὴν τοῦ ἀνομοίου δόσιν καὶ ἐπιφοράν», Πλάτ.)
4. δεύτερη σειρά φαγητών
5. πρόστιμο που επιβαλλόταν όταν δεν εκτελούσε κάποιος την υπηρεσία που είχε αναλάβει στο καθορισμένο χρονικό διάστημα
6. προσήλωση («τήν τῆς αίσθήσεως ἐπιφοράν ποιεῖσθαι», Πλούτ.)
7. ποινή
8. πρόσθετη καταβολή φόρου
9. θυσία πάνω στον τάφο η οποία προσφερόταν ως δώρο προς τους νεκρούς
10. σύγκρουση
11. έφοδος, αιφνίδια επιδρομή («διακατέσχε τὴν ἐπιφορὰν τῶν ἐχθρῶν», Πολ.)
12. λογομαχία
13. (για ρἡτορα) κατηγορία
14. (για άνεμο) ορμητική και ξαφνική πνοή, φύσημα
15. χτύπημα
16. ορμητικότητα, οξύτητα στη ρητορική τέχνη
17. αύξηση με αφομοίωση της τροφής
18. ιατρ. δακρύρροια, παθολογική ροή δακρύων
19. (απλώς) άφθονη ροή δακρύων
20. (για κακοχυμία) ροή, έκχυση
21. (για ασθένεια) προσβολή
22. κλίση, ροπή, φορά
23. (ρητ.) η δεύτερη πρόταση σε μια περίοδο («πάσης διανοίας καὶ λήμματος αἵ τ’ ἀρχαὶ καὶ αἱ ἐπιφοραὶ τοιαῦταί εἰσιν», Διον. Αλ.)
24. επανάληψη
25. (ρητ.) διαδοχή προτάσεων που λήγουν στην ίδια λέξη
26. (κατά τους στωικούς) το συμπέρασμα του συλλογισμού
27. διαφιλονεικούμενο ζήτημα
28. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιφοράς
καταδίκας».
Greek Monotonic
ἐπιφορά: ἡ (ἐπιφέρω), προσθήκη· δωρεά, δώρο, προσθήκη στην πληρωμή κάποιου, επιμίσθιο, σε Θουκ.
Middle Liddell
ἐπιφορά, ἡ, ἐπιφέρω
a bringing to or besides: a donative, addition made to one's pay, Thuc.
English (Woodhouse)
assignment, additional pay, extra pay
Translations
influx
Bulgarian: вливане, наплив; Czech: příval, příliv; Danish: tilstrømning; Dutch: toevloed; French: influx; Galician: influxo; German: Zufluss, Einfluss; Greek: εισροή; Ancient Greek: εἰσροή, εἴσροος, εἴσρους, ἐπάρδευσις, ἐπεισροή, ἐπιρροή, ἐπίρροος, ἐπίρρυσις, ἐπιφορά, ἐπίχυσις, ἐσροή, παρέμπτωσις, σύνδοσις; Maori: urutomo; Norwegian Bokmål: tilstrømning, tilstrømming; Polish: wpływ; Romanian: afluență, aflux; Russian: приток, наплыв; Serbo-Croatian Cyrillic: уплив, улив, уток, увор, прилив; Roman: upliv, uliv, utok, uvor, priliv; Spanish: entrada, influjo; Swedish: tillströmning c