ὁπλίζω
English (LSJ)
aor. ὥπλισα, Ep. ὥπλισσα (v. infr.): pf. ὥπλικα (παρ-) D.S.4.10: plpf.
A ὡπλίκει D.C.78.6:—Med., fut. ὁπλίσομαι (ἐφ-) AP9.39 (Music.), ὁπλιοῦμαι Sch.Il.13.20: aor. ὡπλισάμην, Ep. ὁπλίσσατο (v.l. ὡπλ-) Od.2.20:—Pass., aor. ὡπλίσθην Hdt.2.152, etc., Ep.3pl. ὅπλισθεν Od.23.143: pf. ὥπλισμαι E.Ba.733, etc.—Hom. usu.uses the augm., but codd. have ὁπλισάμεσθα Od.4.429, ὅπλισθεν 23.143 (v.l. ὥ-): (ὅπλον, cf. ὁπλέω, ὅπλομαι):—make ready or get ready, in Hom. of meats and drink, ἐπεί ῥ' ὥπλισσε κυκειῶ Il.11.641; ὅπλισσόν τ' ἤϊα Od.2.289; δαῖθ' ὁ. E.Ion852:—Med, δόρπον or δεῖπνον ὁπλίζεσθαι make oneself a meal ready, Od.2.20,16.453, Il.11.86; ὡπλίσσατο λύχνον Emp.84.1; ὁ. θυσίαν θεοῖς cause it to be prepared, E.Ion1124.
2 of chariot horses, get ready, harness, equip, αὐτὰρ ὅ γ' υἷας ἄμαξαν.. ὁπλίσαι ἠνώγει Il.24.190 (so in Med., prepare or get ready for oneself, ἐΰτριχας ὡπλίσαθ' ἵππους 23.301); ὥπλιζον ἵππους προμετωτιδίοις X.Cyr.6.4.1:—Pass., of ships, νῆες.. ὁπλίζονται Od.17.288; of any implements, λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη ready for use, A.Th.433; θώρακα.. περιβόλοις ὡπλισμένον furnished with, E.Ion993.
3 of persons, especially of soldiers, equip, arm, Hdt.1.127, E.Ion980, etc.; also, train, exercise soldiers, Hdt.6.12: in Att. Prose, arm or equip as ὁπλῖται, ὁπλίζειν τὸν δῆμον πρότερον ψιλὸν ὄντα Th.3.27, cf. 6.100 (Pass.), Lys.31.15, etc.:—Med. and Pass., make oneself ready, prepare or equip oneself, get ready, ἀλλ' ὅ γ' ἄρ' ἔξω ἰὼν ὡπλίζετο Od.14.526; ὅπλισθεν (for ὡπλίσθησαν) δὲ γυναῖκες the women got ready [for dancing], 23.143; Τρῶες.. ἀνὰ πτόλιν ὡπλίζοντο were arming, Il.8.55; ἀλλ' ὁπλιζώμεθα θᾶσσον Od.24.495; χαλκῷ ὁπλισθέντας Hdt.2.152; κατάπερ Κόλχοι ὡπλισμένοι Id.7.79; χρωμένους τῷ πλήθει ὡπλισμένῳ Pl.R. 551e; ὁπλίζου, καρδία E.Med.1242: c. inf., τοὶ δ' ὡπλίζοντο.. νέκυάς τ' ἀγέμεν, ἕτεροι δὲ μεθ' ὕλην Il.7.417; βουσφαγεῖν ὡπλίζετο E.El.627:—in Med., also c. acc., ὁπλίζεσθαι χέρα = arm one's hand, Id.Or.926 (in Act., Id.Alc.35 (anap.)); ὁπλίζεσθαι θράσος = arm oneself with boldness, S.El. 996, cf. AP5.92, 1 Ep.Pet.4.1: freq. c. dat. instrum., ὁπλιζώμεσθα φασγάνῳ χέρας E.Or.1223, cf. Ph.267; θύρσοις διὰ χερῶν ὡπλισμέναι Id.Ba.733.
German (Pape)
[Seite 359] (s. ὅπλον), zubereiten, zurecht machen; ἅμαξαν, den Wagen anschirren, Il. 24, 190; auch im med., ἵππους ὡπλίσατο, er schirrte sich die Pferde an, Il. 23, 301; von Schiffen, νῆες ὁπλίζονται, die Schiffe werden ausgerüstet, Od. 17, 288; von Speisen und Getränken, ἐπεί ῥ' ὥπλισσε κυκειῶ, Il. 11, 611, u. oft im med., ὡπλίσσατο δεῖπνον, er bereitete sich die Mahlzeit, 11, 86, u. öfter in der Od.; θυσίαι, ἃς θεοῖς ὡπλίζετο, Eur. Ion 1124. – Med. u. pass. sich fertig machen zu Etwas; ὅπλισθεν (d. i. ὡπλίσθησαν) δὲ γυναῖκες, sie schickten sich an zum Tanze, Od. 23, 143; τοὶ δ' ὡπλίζοντο μάλ' ὦκα, Il. 7, 417; Od. 14, 526; pass. φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη, Aesch. Spt. 415. – Bes. sich zum Kriege rüsten, sich bewaffnen, Il. 8, 55 Od. 24, 495; κἂν ψιλὸς ἀρκέσαιμι σοί γ' ὡπλισμένῳ, Soph. Ai. 1102; χέρα, Eur. Rhes. 84, wie ὁπλιζόμεσθα φασγάνῳ χέρας, Or. 1223; auch ὡπλισμένος χεῖρα φασγάνῳ, Phoen. 274; Plat., u. sonst in Prosa sehr gewöhnlich; bei Her. 6, 12 im activ., τοὺς ἐπιβάτας, einexerciren, in den Waffen einüben; ὥπλιζον ἵππους προμετωπιδίοις, Xen. Cyr. 6, 4, 1. – Aristarch wollte es bei Hom. immer ohne Augment schreiben, vgl. Spitzner zu Il. 8, 55.
French (Bailly abrégé)
impf. ὥπλιζον, f. inus., ao. ὥπλισα, pf. inus., pqp. ὡπλίκειν;
Pass. ao. ὡπλίσθην, pf. ὥπλισμαι;
appareiller, mettre en état : κυκειῶ IL préparer le breuvage κυκειών ; ἄμαξαν IL équiper un char ; ἵππους XÉN harnacher des chevaux ; équiper ou appareiller un navire ; munir d'armes, armer : τινά, qqn ; abs. armer pesamment, munir d'armes pesantes (v. ὅπλον) ; en gén. apprêter, mettre en état;
Moy. ὁπλίζομαι;
I. tr. préparer pour soi : δόρπον IL préparer son repas ; ἵππους IL atteler pour soi des chevaux ; particul. armer pour soi ou sur soi : τοὺς πεζούς XÉN armer l'infanterie ; θράσος SOPH s'armer de courage;
II. intr. 1 s'armer : τοῖς ὅπλοις XÉN se munir de ses armes;
2 se parer : ὅπλισθεν δὲ γυναῖκες OD et les femmes se parèrent (pour la danse);
3 se préparer à, inf..
Étymologie: ὅπλον.
Russian (Dvoretsky)
ὁπλίζω: (fut. ὁπλιῶ, aor. ὥπλῐσα - эп. ὅπλισα и ὥπλισσα; pass.: aor. ὡπλίσθην - 3 л. pl. ὡπλίσθησαν - эп. ὅπλισθεν, pf. ὥπλισμαι)
1 готовить, приготовлять (κυκειῶ = τὸν κυκεῶνα, med. δόρπον Hom.; δαῖτα Eur.): ὅπλισθεν δὲ γυναῖκες Hom. женщины приготовились (к пляске);
2 снаряжать, запрягать (ἅμαξαν Hom.; ἵππους Xen.);
3 оснащать (νῆες ὁπλίζονται Hom.);
4 вооружать (τινά Her., Thuc. etc.); med. вооружаться (φασγάνῳ χέρας Eur.; перен.: θράσος Soph.; τὴν αὐτὴν ἔννοιαν NT): ὁ. τοὺς πεζούς Xen. вооружать свою пехоту; ὁ. τοῖς ὅπλοις Xen. надеть на себя оружие;
5 снабжать тяжелым вооружением, делать тяжело вооруженным (τὸν δῆμον πρότερον φιλὸν ὄντα Thuc.);
6 снабжать, украшать (θώρακα ἐχίδνης περιβόλοις Eur.): θύρσοις διὰ χερῶν ὡπλισμέναι Eur. (вакханки) с тирсами в руках.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλίζω: ἀόρ. ὥπλισα, Ἐπικ. ὥπλισσα Ὅμ.: πρκμ. ὥπλικα (παρ-) Διόδ. 4. 10, ὑπερσ. ὡπλίκει Δίων Κ. 78. 6. ― Μέσ., μέλλ. –ίσομαι (ἐφ-) Ἀνθ. Π. 9. 39, -ιοῦμαι Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 20 ἀόρ. ὡπλισάμην, Ἐπικ. ὡπλίσσατο Ὀδ. Β. 20, κτλ.· ― Παθ., ἀόρ. ὡπλίσθην Ἡρόδ., Ἀττ., Ἐπικ. γϳ πληθ. ὅπλισθεν Ὀδ. Ψ. 143· πρκμ. ὥπλισμαι Εὐρ., κτλ. ― Ὁ Ὅμ. ἁπανταχοῦ μεταχειρίζεται τὴν αὔξησιν πλὴν ἐν τοῖς τύποις ὁπλισάμεθα, ὅπλισθεν· (ὅπλον, πρβλ. ὁπλέω, ὅπλομαι). Ἑτοιμάζω τι, παρασκευάζω, εὐτρεπίζω, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τροφῆς καὶ ποτοῦ, παρασκευάζω, μαγειρεύω, ἐπεὶ ῥ’ ὥπλισσε κυκειῶ Ἰλ. Λ. 641· ὅπλισσόν τ’ ἤια Ὀδ. Β. 289 δαῖθ’ ὁπλ. Εὐριπίδ. Ἴων. 852· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, δόρπον ἢ δεῖπνον ὁπλίζεσθαι, συχν. παρ’ Ὁμ.· ὡπλίσσατο λύχνον Ἐμπεδ. 220· πρὸς δεῖπνα θυσίας θ’ ἃς θεοῖς ὡπλίζετο Εὐρ. Ἴων. 1124. 2) ἐπὶ ἵππων ἁμάξης, ἑτοιμάζω, αὐτὰρ ὅγ’ υἷας ἅμαξαν… ὁπλίσαι ἠνώγει Ἰλ. Ω. 190· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ παρασκευάζω, ἑτοιμάζω δι’ ἐμαυτόν, ἐΰτριχας ὡπλίσαθ’ ἵππους Ψ. 301· ὥπλιζον ἵππους προμετωπιδίοις Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1. ― Παθ., ἐπὶ πλοίων, νῆες… ὁπλίζονται Ὀδ. Ρ. 288· ἐπὶ παντὸς χρησίμου πράγματος χρήζοντος παρασκευῆς, λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη, ἑτοίμη πρὸς χρῆσιν, Αἰσχύλ. Θήβ. 433· θώρακα... περιβόλοις ὡπλισμένον, παρεσκευασμένον, Εὐρ. Ἴων. 993. 3) ἐπὶ ἀνθρώπων, μάλιστα στρατιωτῶν, ἑτοιμάζω, ὁπλίζω, ἐνδύω μὲ ὅπλα, Ἡρόδ. 1. 127. Εὐρ. Ἴων. 980, κτλ.· ― ὡσαύτως, ἀσκῶ, γυμνάζω στρατιώτας, Ἡρόδ. 6. 12. ― Ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ, παρασκευάζω ὁπλίζω ὡς ὁπλίτας, ὁπλίζειν τὸν δῆμον πρότερον ψιλὸν ὄντα Θουκ. 3. 27, πρβλ. 6. 100, Λυσ. 188. 14, κλ. ― Μέσ. καὶ Παθ., ἑτοιμάζομαι, ἀλλ’ ὅγ’ ἄρ’ ἔξω ἰὼν ὡπλίζετο Ὀδ’ Ξ. 526· ὅπλισθεν (ἀντὶ ὡπλίσθησαν) δὲ γυναῖκες, ἡτοιμάσθησαν [διὰ τὸν χορόν], Ψ. 143· Τρῶες... ἀνὰ πτόλιν ὡπλίζοντο, ὡς καὶ νῦν, Ἰλ. Θ. 55· ἀλλ’ ὁπλιζώμεθα θᾶσσον Ὀδ. Ω. 495· οὕτω παρ’ Ἡροδ., ὁπλισθέντας χαλκῷ Β. 152· ὡπλισμένοι Η. 79· χρωμένους τῷ πλήθει ὡπλισμένῳ Πλάτ. Πολ. 551D· ὁπλίζου, καρδία Εὐρ. Μήδ. 1242· μετ’ ἀπαρ., παρασκευάζομαι, τοὶ δ’ ὡπλίζοντο… νέκυάς τ’ ἀγέμειν, ἕτεροι δὲ μεθ’ ὕλην· Ἰλ. Η. 417· βουσφαγεῖν ὡπλίζετο Εὐρ. Ἠλ. 627· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ὁπλίζεσθαι χέρα, ὁπλίζω τὴν χεῖρά μου, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 926· (οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 35)· ὁπλίζεσθαι θράσος, ὁπλίζω ἐμαυτὸν μὲ θάρρος, Σοφ. εἰς Ἠλ. 905· συχνάκις μετὰ δοτ. τοῦ ὀργάνου, ὁπλιζώμεσθα φασγάνῳ χέρας Εὐρ. Ὀρ. 1223· πρβλ. Φοιν. 267· οὕτω καὶ θύρσοις διὰ χερῶν ὡπλισμέναι ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 733. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474.
English (Autenrieth)
(ὅπλον), aor. ὥπλισσε, imp. ὥπλισσον, inf. ὁπλίσαι, mid. aor. ὁπλί(ς)σατο: equip, make ready, as a chariot, a ship for sailing, prepare a meal; mid., equip or arm oneself, prepare for oneself, Od. 14.526, Od. 16.453; aor. pass., ὅπλισθεν γυναῖκες, ‘arrayed themselves’ for the dance, Od. 23.143.
Spanish
English (Strong)
from ὅπλον; to equip (with weapons (middle voice and figuratively)): arm self.
English (Thayer)
(1st aorist middle imperative 2nd person plural ὁπλίσασθε); (ὅπλον); from Homer down; to arm, furnish with arms; universally, to provide; middle τί, to furnish oneself with a thing (as with arms); metaphorically, τήν αὐτήν ἔννοιαν ὁπλίσασθε (A. V. arm yourselves with i. e.) take on the same mind, θράσος, Sophocles Electr. 995). (Compare: καθσπλίζω.)
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁπλίζω)
(ενεργ. και μέσ.)
1. (ιδίως για στρατιώτες) εφοδιάζω κάποιον με όπλα, αρματώνω (α. «αυτός όπλισε τον δολοφόνο» β. «κατά περ Κόλχοι ὡπλισμένοι έστρατεύοντο», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. ενισχύω, τονώνω, δυναμώνω («η παιδεία οπλίζει τον άνθρωπο για τη ζωή»)
3. μέσ. οπλίζομαι
εφοδιάζομαι με κάτι ως ηθικό όπλο («ὁπλίζεσθαι θράσος», Σοφ.)
νεοελλ.
α) στρ. τοποθετώ, με κατάλληλο χειρισμό του κινητού ουραίου, φυσίγγιο στη θαλάμη επαναληπτικού τυφεκίου ή τραβώ τον μοχλό του κλείστρου αυτόματου όπλου ώστε να ακολουθήσει, με την πίεση της σκανδάλης, η εκπυρσοκρότηση
β) (φωτογρ.) τραβώ τον μοχλό της φωτογραφικής μηχανής ώστε να γυρίσει το φιλμ στο επόμενο κάδρο και να είναι έτοιμος ο φωτοφράκτης ώστε, με την πίεση του «κουμπιού», να ανοιγοκλείσει και να αποτυπωθεί η νέα φωτογραφία
αρχ.
1. ετοιμάζω, προετοιμάζω
2. (συν. σχετικά με εδέσματα και ποτά) παρασκευάζω
3. α) (σχετικά με στρατιώτες) γυμνάζω
β) (σχετικά με πολίτες) ασκώ στα όπλα («ὁπλίζειν τὸν δῆμον πρότερον ψιλὸν ὄντα», Θουκ.)
4. (σχετικά με άμαξα) ζεύω
5. (μέσ. και παθ.) α) ετοιμάζομαι να χρησιμοποιήσω κάτι
β) (για πλοίο) εξοπλίζομαι, αρματώνομαι
γ) παίρνω θάρρος
δ) (για πρόσ.) εφοδιάζομαι με τα αναγκαία και ετοιμάζομαι για μια πράξη
ε) ετοιμάζω κάτι για τον εαυτό μου
6. φρ. α) «ὁπλίζομαι διὰ χειρῶν τινι» — εφοδιάζω τα χέρια μου με κάτι
β) «ὁπλίζομαι χέρα» [ή «χέρας»]
εφοδιάζω το χέρι μου με όπλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον. Για το ζεύγος ὁπλέω / ὁπλίζω, πρβλ. κομέω / κομίζω.
Greek Monotonic
ὁπλίζω: (ὅπλον), μέλ. -σω, αόρ. αʹ ὥπλισα, Επικ. ὥπλισα — Μέσ., αόρ. αʹ ὡπλισάμην, Επικ. γʹ ενικ. ὡπλίσσατο — Παθ., αόρ. αʹ ὡπλίσθην, Επικ. γʹ πληθ. ὅπλισθεν· παρακ. ὥπλισμαι, σε Ευρ.
1. ετοιμάζω ή είμαι έτοιμος, παρασκευάζω, λέγεται για φαγητό ή ποτό, σε Όμηρ., Ευρ. — Μέσ., δόρπον ή δεῖπνον ὁπλίζεσθαι, παρασκευάζω για τον εαυτό μου, το γεύμα μου, σε Όμηρ.· ὁπλίζω θυσίαν, αναθέτω την προετοιμασία μιας τελετουργικής θυσίας, σε Ευρ.
2. λέγεται για άλογα αρμάτων, τα καθιστώ έτοιμα, τους φορώ την ιπποσκευή, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., ετοιμάζω τα άλογα για λογαριασμό μου, στο ίδ. — Παθ., λέγεται για πλοία, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για οποιαδήποτε σύνεργα, λαμπὰς ὡπλισμένη, έτοιμη για χρήση, σε Αισχύλ.· ὡπλισμένος τινί, εφοδιασμένος με κάτι, σε Ευρ.
3. λέγεται για στρατιώτες, εφοδιάζω, εξοπλίζω, αρματώνω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, εκπαιδεύω, εξασκώ, στον ίδ.· στην Αττ. πεζογραφία, εξοπλίζω ή εφοδιάζω, όπως οι ὁπλῖται, σε Θουκ. — Μέσ. και Παθ., ετοιμάζομαι ή εφοδιάζομαι, εξοπλίζομαι ή αρματώνομαι, είμαι έτοιμος, σε Ομήρ. Οδ.· ὅπλισθεν (αντί ὡπλίσθησαν) δὲ γυναῖκες, οι γυναίκες ήταν έτοιμες (για να χορέψουν), στο ίδ. κ.λπ.· με απαρ., ετοιμάζομαι να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. — Μέσ., επίσης με αιτ., ὁπλίζεσθαι χέρα, οπλίζω το χέρι μου, σε Ευρ.· ὁπλίζεσθαι θράσος, οπλίζομαι με θάρρος, σε Σοφ.
Middle Liddell
ὅπλον
1. to make or get ready, of meats and drink, Hom., Eur.:—Mid., δόρπον or δεῖπνον ὁπλίζεσθαι to prepare oneself a meal, Hom.; ὁπ. θυσίαν to cause a sacrifice to be prepared, Eur.
2. of chariot-horses, to get ready, harness, Il.; Mid. to get them ready for oneself, Il.:—Pass., of ships, Od.; of any implements, λαμπὰς ὡπλισμένη ready for use, Aesch.; ὡπλισμένος τινί furnished with a thing, Eur.
3. of soldiers, to equip, arm, Hdt., etc.:— also, to train, exercise, Hdt.:—in Attic Prose, to arm or equip as ὁπλῖται, Thuc.:—Mid. and Pass. to prepare or equip oneself, accoutre or arm oneself, get ready, Od.; ὅπλισθεν (for ὡπλίσθησαν) δὲ γυναῖκες the women got ready [for dancing, Od., etc.;—c. inf. to prepare oneself to do a thing, Il., Eur.:—in Mid., also, c. acc., ὁπλίζεσθαι χέρα to arm one's hand, Eur.; ὁπλίζεσθαι θράσος to arm oneself with boldness, Soph.
Chinese
原文音譯:Ðpl⋯zw 何普利索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:器具
字義溯源:裝備,裝備自己,作為兵器,作為自己的兵器;源自(ὅπλον)*=器具)。參讀 (ὅπλον)同源字
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 當⋯裝備自己(1) 彼前4:1
Léxico de magia
armar ref. a Hécate-Selene πολύμορφε, ἡ χεῖρας ὁπλίζουσα κελαιναῖς λαμπάσι δειναῖς polimorfa, que armas tus manos con oscuras y terribles antorchas P IV 2799
Translations
arm
Albanian: armatos; Arabic: سَلَّحَ; Armenian: զինել; Aromanian: armãtusescu; Azerbaijani: silahlandırmaq; Belarusian: узбройваць, узброіць; Bulgarian: въоръжавам, въоръжа; Catalan: armar; Chinese Mandarin: 武裝, 武装; Czech: zbrojit, ozbrojit; Danish: bevæbne, udruste, opruste; Dutch: bewapenen; Estonian: relvastama; Finnish: haarniskoida; panssaroida; aseistaa; French: armer; Friulian: armâ; Georgian: შეიარაღება; German: rüsten, bewaffnen, aufrüsten; Greek: οπλίζω; Ancient Greek: ὁπλίζω; Gullah: aa'm; Hindi: शस्त्र युक्त करना; Hungarian: felfegyverez; Icelandic: hervæða; Ido: armizar; Irish: armáil; Italian: armare; Japanese: 武装する; Kazakh: қаруландыру; Korean: 무장하다; Kyrgyz: куралдандыруу; Latin: armo; Latvian: apbruņot; Lithuanian: apginkluoti; Macedonian: вооружува, вооружи; Maori: whakamaurākau; Norwegian Bokmål: væpne, utruste; Nynorsk: væpna; Occitan: armar; Old English: wǣpnian; Persian: مسلح کردن; Polish: zbroić, uzbrajać, uzbroić; Portuguese: armar; Romanian: a arma; Russian: вооружать, вооружить; Scottish Gaelic: armaich; Serbo-Croatian Cyrillic: наоружавати, наору̀жати, оборужавати, обору̀жати; Roman: naoružávati, naorùžati, oboružávati, oborùžati; Slovak: zbrojiť, vyzbrojiť, ozbrojiť; Slovene: oboroževati, oborožiti; Spanish: armar; Swahili: mkono; Swedish: rusta, beväpna; Tajik: мусаллаҳ кардан; Thai: ติดอาวุธ; Turkish: silahlandırmak; Ukrainian: озброювати, озброїти; Uzbek: qurollantirmoq; Vietnamese: vũ trang
Lexicon Thucydideum
armare, to arm, 3.27.2, 4.9.1, 8.17.1, 8.23.4. 8.25.1,
PASS. 3.75.4, 4.9.2, 4.94.1, 6.17.5, 6.100.1, 7.1.5.