ὡς

From LSJ
Revision as of 12:23, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡς Medium diacritics: ὡς Low diacritics: ως Capitals: ΩΣ
Transliteration A: hōs Transliteration B: hōs Transliteration C: os Beta Code: w(s

English (LSJ)

Summary:    A as ADVERB of Manner.    Aa ὧς and ὥς (with accent), so, thus.    Ab ὡς (without accent) of the Relat. Pron. ὅς, as.    Ac ὡς Relat. and Interrog., how.    Ad ὡς temporal, when.    Ae ὡς Local, where,    B ὡς, as CONJUNCTION.    C, D various usages.    A ADVERB of Manner:    Aa ὥς, Demonstr., = οὕτως, so, thus, freq. in Hom., Il.1.33, al.; ὢς εἶπ' Sapph.Supp.20a.11 (Epic style); in Ion. Prose, Hdt.3.13, al.; rare in Att., and almost confined to certain phrases, v. infr. 2, 3; ὥς simply = οὕτως, A.Ag.930, Th.3.37, Pl.Prt.338a; ἀλλ' ὣς γενέσθω E.Hec.888, al.    2 καὶ ὧς even so, nevertheless, Il.1.116, al.; οὐδ' ὧς not even so, 7.263, Od.1.6, al., Hdt.6.76; οὐδέ κεν ὧς Il.9.386: the phrases καὶ ὧς, οὐδ' ὧς, μηδ' ὧς, are used in Trag. and Att., S.Ant.1042, Th.1.74, 7.74; also later, PCair.Zen.19.10 (iii B. C., unaccented), UPZ146.40 (ii B. C.), GDI 1832.11 (Delph., ii B. C.), IG22.850.17 (iii B. C.); κἂν ὧς, εἴπερ μέλει σοι, ἀπόστειλόν μοί τινα POxy.120.11 (iv A. D.); δουλεύων καθὼς καὶ ὧς GDI2160 (Delph., ii B. C.); Thess. καὶ οὗς IG9(2).234.1 (iii B. C.); for this phrase the accentuation ὧς is prescribed by Hdn.Gr.2.932, al., cf. A.D.Synt.307.16, and is found in good Mss. of Homer; for the remaining uses under this head (Aa. 1, 3, 4) the accentuation ὥς is prescribed by the same grammarians.    3 in Comparisons, ὥς... ὡς... so . . as... etc.; and reversely ὡς... ὣς... as . . so, Il.1.512, 14.265, etc.; in Att., Pl.R.530d; also ὥς τε . . ὣς... as . . thus... h.Cer.174-6, E.Ba.1066-8; οἷα . . ὥς Id.El.151-5; ὥσπερ... ὣς δὲ . . (in apodosi) Pl.Prt.326d.    4 thus, for instance, Od.5.129, h.Ven. 218; ὥς shd. be accented in Od.5.121, 125.    Ab ὡς, Relat., as, Hom., etc.; prop. relat. to a demonstr. Adv., which is freq. omitted, κινήθη δ' ἀγορὴ ὡς κύματα μακρὰ θαλάσσης, i. e. οὕτως, ὡς... Il.2.144 (φὴ Zenod.): it is relat. not only to the regular demonstr. Advs. ὥς (ὧς), τώς, ὧδε, οὕτως, αὕτως, but also to ταύτῃ, Pl.R.365d, etc. We find a collat. Dor. form (q. v.); cf. ὥτε. Usage:    I in similes, freq. in Hom., Il.5.161, al.; longer similes are commonly introduced by ὡς ὅτε, ὡς δ' ὅτε, ἤριπε δ', ὡς ὅτε πύργος [ἤριπε] 4.462: ἤριπε δ', ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπε 13.389, cf. 2.394; so later, Emp.84.1, etc.; ὡς ὅτε θαητὸν μέγαρον, πάξομεν Pi.O.6.2: ὡς ὅτε is rare in short similes, Od.11.368: ὡς is folld. by indic. pres., Il.9.4, 16.364: also by aor., 3.33 sq., 4.275, 16.823, al.; also by subj. pres. or aor., 5.161, 10.183,485, 13.334 (sts. ὡς δ' ὅτ' ἄν, 11.269, 17.520); cf. ὥστε A:—the Verb is sts. omitted with ὡς, but may be supplied from the context, ἐνδούπησε πεσοῦσ', ὡς εἰναλίη κήξ (sc. πίπτει) Od.15.479, cf. 6.20; θεὸς δ' ὣς τίετο δήμῳ Il.5.78; οἱ δὲ φέβοντο... βόες ὣς ἀγελαῖαι Od.22.299: where ὡς follows the noun to which it refers, it takes the accent; so in Com., Ἀριστόδημος ὥς Cratin.151, cf. Eub.75.6; v. infr. H.    2 like as, just as, ὡς οὗτος κατὰ τέκν' ἔφαγε... ὣς ἡμεῖς κτλ. Il.2.326, v. supr. Aa. 3.    3 sts. in the sense as much as or according as, ἑλὼν κρέας ὥς (i. e. ὅσον) οἱ χεῖρες ἐχάνδανον Od.17.344; ὦκα δὲ μητρὶ ἔννεπον ὡς (i. e. ὅσα) εἶδόν τε καὶ ἔκλυον h.Cer.172; τῶν πάντων οὐ τόσσον ὀδύρομαι . . ὡς ἑνός Od.4.105; τόσον . . ὡς Il.4.130; so in Trag., σοὶ θεοὶ πόροιεν ὡς ἐγὼ θέλω S.OC1124; ὡς ἐγὼ οὐκ ἔστιν ὑμῶν ὅστις ἐξ ἴσου νοσεῖ Id.OT60; in Prose, ὡς δύναται as much as he can, Democr.278; τὸ ῥῆμα μέμνημαι ὡς εἶπε Aeschin.3.72; ὡς μή = ὅσον μή, νέμεν ὅτι ἃν ( = ἂν) βόλητοι ὡς μὴ ἰν τοῖ περιχώροι IG5(2).3.9 (Tegea, iv B. C.); cf. Ab. 11.2 infr.    4 sts. after Comp., compared with, hence than, μᾶλλον πρέπει οὕτως ὡς . . Pl.Ap.36d; ἅ γε μείζω πόνον παρέχει . . οὐκ ἂν ῥᾳδίως οὐδὲ πολλὰ ἂν εὕροις ὡς τοῦτο Id.R.526c; οὐδενὸς μᾶλλον φροντίζειν ὡς . . Plb.3.12.5, cf. 7.4.5, 11.2.9, Plu.Cor.36: μᾶσσον ὡς is dub. in A.Pr.629, and <ἢ> shd. perh. be inserted in Lys.7.12,31; cf. ὥσπερ IV.    II with Adverbial clauses:    1 parenthetically, in qualifying clauses, ὡς ἔοικε, etc., Pl. Smp.176c, etc.: in these cases γε or γοῦν is freq. added, ὡς γοῦν ὁ λόγος σημαίνει as at any rate the argument shows, Id.R.334a; in some phrases c. inf., v. infr. B. 11.3. An anacoluthon sts. occurs by the Verb of the principal clause being made dependent on the parenthetic Verb, ὡς δὲ Σκύθαι λέγουσι, νεώτατον ἁπάντων ἐθνέων εἶναι (for ἦν) τὸ σφέτερον Hdt.4.5, cf. 1.65; ὡς ἐγὼ ἤκουσα, εἶναι αὐτόν Id.4.76; ὡς γὰρ . . ἤκουσά τινος, ὅτι . . X.An.6.4.18 codd.; ἁνὴρ ὅδ' ὡς ἔοικεν οὐ νεμεῖν (for οὐ νεμεῖ, ὡς ἔοικε), S.Tr.1238.    2 in elliptical phrases, so far as . . (cf. supr. Ab.1.3) ὡς ἐμοί Id.Aj. 395 (lyr.); so ὥς γε ἐμοὶ κριτῇ Ael.VH2.41 and ὥς γ' ἐμοὶ χρῆσθαι κριτῇ E.Alc.801; ὡς ἐμῇ δόξῃ X.Vect.5.2; ὡς ἀπ' ὀμμάτων (sc. εἰκάσαι) to judge by eyesight, S.OC15: esp. in such phrases as οὐκέτι πολλὸν χωρίον, ὡς εἶναι Αἰγύπτου Hdt.2.8; οὐδὲ ἀδύνατος, ὡς Αακεδαιμόνιος for a Lacedaemonian, Th.4.84, cf. D.H.10.31; ὡς ἀνθρώποις Alcmaeon 1; φρονεῖ . . ὡς γυνὴ μέγα for a woman, S.OT1078; πιστός, ὡς νομεύς, ἀνήρ ib.1118; μακρὰν ὡς γέροντι . . ὁδόν Id.OC20, cf. 385, Ant.62, etc.; ὡπλισμένοι ὡς ἐν τοῖς ὄρεσιν ἱκανῶς X.An.4.3.31; also with ἄν, μεγάλα ἐκτήσατο χρήματα, ὡς ἂν εἶναι Ῥοδῶπιν Hdt.2.135 codd. (ἂν secl. Krüger, Ῥοδώπιος cj. Valck.):—for ὡς εἰπεῖν and the like, v. infr. B. 11.3.    3 ὡς attached to the object of the Verb, as, ἑωυτὸν ὡς ἐχθρὸν λυπέει Democr.88; ἔλαβεν ἀμφοτέρους ὡς φίλους ἤδη X.Cyr.3.2.25; ἐν οἰκήματι ᾧ ὡς ταμιείῳ ἐχρῆτο Pl.Prt.315d.— For the similar usage of ὡς with Participles and Prepositions, v. infr. c.    III with Adverbs:    a with the Posit., ὡς ἀληθῶς truly, Pl.Phdr.234e (cf. ἀληθής 111.1b: as if Adv. of τὸ ἀληθές) ; ὡς ἑτέρως in the other way, ib.276c, D.18.212 (Adv. of ὁ ἕτερος; v. ἕτερος v. 2) (v. infr. D.1.1); ὡς ἠπίως, ὡς ἐτητύμως, S.El.1438 (lyr.), 1452; ὡς ὁμοίως SIG708.34 (Istropolis, ii B. C.), LXX 4 Ma.5.21, 1 Enoch5.3, IG7.2725.16 (Acraeph., ii A. D.); ὡς ἐναλλάξ Vett.Val. 215.9, 340.2; ὡς παντελῶς Id.184.26; ὡς ἄλλως Is.7.27, D.6.32; ὡς ἐνδεχομένως PPetr.2p.53 (iii B. C.); in ὣς αὔτως (v. ὡσαύτως) we have the Adv. of ὁ αὐτός, but the ὥς retains its demonstr. force, as does ὁ in Homer; ὡς ἀληθῶς, ὡς ὁμοίως, and ὡς παντελῶς may be modelled on ὣς αὔτως, with which they are nearly synonymous; so also ὡς ἑτέρως and ὡς ἐναλλάξ, which are contrasted with it.    b with Advbs. expressing anything extraordinary, θαυμαστῶς or θαυμασίως ὡς, ὑπερφυῶς ὡς, v. sub vocc.; ὡς is sts. separated by several words from its Adv., as θαυμαστῶς μοι εἶπες ὡς παρα' δόξαν Pl.Phd.95a; ὑπερφυῶς δὴ τὸ χρῆμα ὡς δύσγνωστον φαίνεται Id.Alc.2.147c, cf. Phd. 99d.    c with the Sup., as much as can be, ὡς μάλιστα Th.1.141, etc.: ὡς ῥᾷστα as easily as possible, A.Pr.104; ὡς πλεῖστα Democr. 189; ὠς τάχιστα as quickly as possible, Alc.Supp.4.15, etc.; more fully expressed, ὡς δυνατὸν ἄριστα Isoc.12.153; ὡς ἐδύναντο ἀδηλότατα Th.7.50; μαχομένους ὡς ἂν δυνώμεθα κράτιστα X.An.3.2.6; ὡς οἷόν τε βελτιστον Pl.R.403d; ὡς ἀνυστὸν κάλλιστα Diog.Apollon.3: ὡς and ὅτι are sts. found together, where one is superfluous, ὡς ὅτι μάλιστα Pl.Lg.908a; βοῦν ὡς ὅτι κάλλιστον IG22.1028.17 (ii/i B. C.); v. infr. G.    d with Comp., ὡς θᾶσσον Plb.1.66.1, 3.82.1.    e in the phrases ὡς τὸ πολύ, ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, Pl.R.330c, 377b; ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖον for the more part, commonly, ὡς ἐπὶ πλεῖστον Th.2.34; ὡς ἐπὶ τὸ πλῆθος, ὡς πλήθει, Pl.R.364a, 389d; ὡς τὸ ἐπίπαν Hdt.7.50, etc.; ὡς τὰ πολλά Ael.NA12.17.    2 with Adjs.,    a Posit., ὑπερφυεῖ τινι . . ὡς μεγάλῃ βλάβῃ Pl.Grg.477d.    b with Sup., ὡς ἄριστοι τὰς φύσεις Id.Ti.18d; ὅπως ὡς βέλτισται ἔσονται Id.Grg.503a; ὡς ὅτι βέλτιστον Id.Smp.218d.    c separated from the Adj. by a Prep., ὡς ἐς ἐλάχιστον Th.1.63, cf. D.18.246; ὡς ἐν βραχυτάτοις Antipho 1.18; ὡς ἐν ἐχυρωτάτῳ ποιεῖσθαι X.Cyr. 1.6.26, etc.    Ac Relat. and Interrog., how, μερμήριζε . . ὡς Ἀχιλῆα τιμήσειε Il. 2.3, cf. Pl.R.365a; ἐβουλεύοντο ὡς . . στήσονται Hdt.3.84, etc.; οἷα δεῖ λέγειν καὶ ὥς Arist.EN1128a1; ὡς πέπραται how, i. e. at what price the goods have been sold, PCair.Zen.149 (iii B. C.); so οὐκ ἔσθ' ὡς . . (for the more usu. ὅπως) nowise can it be that... S.Ant.750; οὐκ ἔσθ' ὡς οὐ... Id.Ph.196 (anap., Porson for οὐκ ἔστιν ὅπως ου) ; οἶσθ' ὡς πόησον; by a mixture of constructions for ὡς χρὴ ποιῆσαι or ὡς ποιήσεις, Id.OT543, cf. Hermipp.43, Men.916; οἶσθ' ὡς μετεύξει is f.l. in E.Med.600 (μέτευξαι Elmsley); similarly, οἶσθα . . ὡς νῦν μὴ σφαλῇς S.OC75.    2 ὡς ἂν ποήσῃς however (in whatever way) thou mayest act, Id.Aj.1369, cf. Pl.Smp.181a; αὐτῷ ὥς κεν ἅδῃ, τὼς ἔσσεται A.R.3.350.    Ad Temporal, when, with past tenses of the indic., ἐνῶρτο γέλως... ὡς ἴδον Il.1.600: with opt., to express a repeated action, whenever, ὡς . . ἐς τὴν Μιλησίην ἀπίκοιτο Hdt.1.17: rarely c. subj., to denote what happens under certain conditions, τῶν δὲ ὡς ἕκαστός οἱ μειχθῇ, διδοῖ δῶρον Id.4.172, cf. 1.132; later, ὡς ἄν c. subj., when, PCair.Zen.251 (iii B. C.), 1 Ep.Cor.11.34, etc.; ὥς κα Berl.Sitzb.1927.170 (Cyrene); ὡς ἂν τάχιστα λάβῃς τὴν ἐπιστολήν as soon as .. PCair.Zen.241.1 (iii B. C.), cf. LXX 1 Ki.9.13, Jo.3.8: in orat. obliq. c. inf., Hdt.1.86, 96, al.: expressed more forcibly by ὡς . . τάχιστα, some word or words being interposed, ὡς γὰρ ἐπετρόπευσε τάχιστα as soon as ever... Id.1.65; ὡς δὲ ἀφίκετο τάχιστα X.Cyr.1.3.2: less freq. ὡς τάχιστα stand together, Aeschin.2.22: but this usage must be distd. from signf. Ab.111.1c: folld. by demonstr., ὡς εἶδ', ὣς ἀνεπᾶλτο Il.20.424; ὡς ἴδεν, ὥς μιν ἔρως πυκινὰς φρένας ἀμφεκάλυψεν 14.294; also ὡς... ἔπειτα 3.396; Κρονίδης ὥς μιν φράσαθ' ὣς ἐόλητο θυμὸν ἀνωΐστοισιν ὑποδμηθεὶς βελέεσσι Κύπριδος Mosch.2.74; the second ὣς is repeated, ἁ δ' Ἀταλάντα ὡς ἴδεν, ὣς ἐμάνη, ὣς ἐς βαθὺν ἅλατ' ἔρωτα Theoc.3.41 (ὣς = εὐθέως, Sch.vet.), cf. 2.82; in Bion 1.40 the clauses with ὡς all belong to the protasis.    2 ὡς appears to be f.l. for ἕως in ὡς ἂν αὑτὸς ἥλιος . . αἴρῃ S.Ph.1330, ὡς ἂν ᾖς οἷόσπερ εἶ Id.Aj.1117; cf. ὥσπερ 111.1: but in later Gr. = ἕως, while, ὡς τὸ φῶς ἔχετε Ev.Jo.12.35, 36; ὡς καιρὸν ἔχομεν Ep.Gal.6.10, cf. Epigr.Gr.646a5 (p.529); also until, τίθεται ἐπὶ ἀνθράκων ὡς ἀναξηρανθῇ PLeid.X.89 B.; ἔα ἀφρίζειν τὴν πίσσαν ὡς οὗ ἐκλείπῃ ib.37B.; cf. EM824.43 (conversely ἕως for ὡς final, v. ἕως (B) A. 1.4).    Ae Local, where, in dialects, Theoc.1.13, 5.101, 103, IG9(2).205.4 (Melitea, iii B. C.), SIG685.63, al. (Cretan, ii B. C.), IG12(1).736.5 (Camirus), GDI5597.8 (Ephesus, iii B. C.).    B ὡς as CONJUNCTION:    I with Substantive clauses, to express a fact, = ὅτι, that.    II with Final clauses, to express an end or purpose, = ἵνα, ὅπως, so that, in order that.    III Consecutive, = ὥστε, so that.    IV Causal, since, because.    I with Substantive Clauses, with verbs of learning, saying, etc., that, expressing a fact, γνωτὸν... ὡς ἤδη Τρώεσσιν ὀλέθρου πείρατ' ἐφῆπται Il.7.402, cf. Od.3.194, etc.: in commands, προεῖπεν ὡς μηδεὶς κινήσοιτο X.HG2.1.22: with Verbs of fear or anxiety, c. fut. indic., μηκέτ' ἐκφοβοῦ, μητρῷον ὥς σε λῆμ' ἀτιμάσει ποτέ S.El.1427, cf. X.Cyr.6.2.30; μὴ φοβοῦ ὡς ἀπορήσεις ib.5.2.12, cf. D.10.36; a sentence beginning with ὡς is sts., when interrupted, resumed by ὅτι, and vice versa, X.Cyr.5.3.30, Pl.R.470d, Hp.Ma.281c; so ὡς with a finite Verb passes into the acc. and inf., Hdt.1.70, 8.118: both constructions mixed in the same clause, ἐλογίζετο ὡς . . ἧττον ἂν αὐτοὺς ἐθέλειν . . X.Cyr.8.1.25, cf. HG3.4.27: after primary tenses (incl. historic pres.) ὡς is folld. by indic., after historic tenses by opt. (sts. by indic., both constructions in ὑπίσχοντο . . ἀμυνέειν, φράζοντες ὡς οὔ σφι περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη . . ἀλλὰ τιμωρητέον εἴη Hdt.7.168): sts. c. opt. after a primary tense, κατάπτονται . . λέγοντες ὡς Ἀρίστων . . οὐ φήσειε Id.6.69, cf. 1.70, Th.1.38, Pl.Chrm.156b.    2 with Verbs of feeling, χαίρει δέ μοι ἦτορ, ὥς μευ ἀεὶ μέμνησαι Il.23.648; ἄχος ἔλλαβ' Ἀχαιοὺς ὡς ἔπεσ' 16.600.    II with Final Clauses, that, in order that; in this sense ὡς and ὡς ἄν, Ep. ὥς κεν, are used with the subj. after primary tenses of the indic., and with the opt. after the past tenses, βουλὴν ὑποθησόμεθ'... ὡς μὴ πάντες ὄλωνται Il.8.37; τύμβον χεύαμεν... ὥς κεν τηλεφανὴς . . εἴη Od. 24.83; ἡμεῖς δ' ἴωμεν ὡς, ὁπηνίκ' ἂν θεὸς πλοῦν ἡμὶν εἴκῃ, τηνικαυθ' ὁρμώμεθα S.Ph.464; [νέας] διηκοσίας περιέπεμπον . . ὡς ἂν μὴ ὀφθείησαν Hdt.8.7. b. rarely c. fut. indic., ὡς μὴ ὦν αὐτοὶ τε ἀπολέεσθε (cj. Cobet for ἀπόλεσθε) κἀμὲ τρώσετε, ἐς ἄλλον τινὰ δῆμον ἀποίχεσθε Hecat. 30J.    2 ὡς is also used with past tenses of the indic. to express a purpose which has not been or cannot be fulfilled, τί μ' οὐκ ἔκτεινας, ὡς ἔδειξα μήποτε . . ; so that I never should... S.OT1392; ἔδει τὰ ἐνέχυρα λαβεῖν, ὡς μηδ' εἰ ἐβούλετο ἐδύνατο ἐξαπατᾶν X.An. 7.6.23; cf. ἵνα B. 1.3, ὅπως B. 1.3.    3 ὡς c. inf., to limit an assertion, ὡς μὲν ἐμοὶ δοκέειν Hdt.6.95, cf. 2.124; ὡς εἰπεῖν λόγῳ ib.53; or ὡς ἔπος εἰπεῖν, cf. ἔπος 11.4; ὡς συντόμως, or ὡς συνελόντι εἰπεῖν to speak shortly, to be brief, X.Oec.12.19, Mem.3.8.10; ὡς εἰκάσαι to make a guess, i.e. probably, Hdt.1.34, etc.; ὡς μικρὸν μεγάλῳ εἰκάσαι Th.4.36 (so without ὡς, οὐ πολλῷ λόγῳ εἰπεῖν Hdt. 1.61), v. supr. Ab. 11.1, 2.    III to express Consequence, like ὥστε, so that, freq. in Hdt., εὖρος ὡς δύο τριήρεας πλέειν ὁμοῦ in breadth such that two triremes could sail abreast, Hdt.7.24; ὑψηλὸν οὕτω... ὡς τὰς κορυφὰς αὐτοῦ οὐκ οἷά τε εἶναι ἰδέσθαι 4.184; so in Trag. and Prose, A.Pers.437, al., S.OT84, X.An.3.5.7, etc.; ἀπέχοντας ἀπ' ἀλλάλων ὡς ἦμεν Ϝικατίπεδον ἄντομον Tab.Heracl.1.75; οὕτως . . ὡς ὁμολογεῖν Jul.Or.5.164d; ὡς καὶ τοὺς τεχνίτας λανθάνειν PHolm. 9.13; also, like ὥστε, with Indic., οὕτω κλεινὴ ἐγένετο, ὡς . . ἐξέμαθον Hdt.2.135, cf. S.Tr.590, X.HG4.1.33.    2 ἢ ὡς after a Comp., μάσσον' ἢ ὡς ἰδέμεν Pi.O.13.113; μαλακώτεροι . . ἢ ὡς κάλλιον αὐτοῖς Pl.R. 410d; cf. ὥστε B. 1.2: with words implying comparison, ὀλίγοι ἐσμὲν ὡς ἐγκρατεῖς εἶναι αὐτῶν too few to... X.Cyr.4.5.15, γραῦς εἶ, ὦ Ἐλπινίκη, ὡς τηλικαῦτα διαπράττεσθαι πράγματα too old to . . Stesimbr. 5J.    3 ὡς is sts. omitted where the antecedent demonstrative is expressed, οὕτω ἰσχυραί, μόγις ἂν διαρρήξειας so strong, you could hardly break them, Hdt.3.12; ῥώμη σώματος τοιήδε, ἀεθλοφόροι τε ἀμφότεροι ἦσαν Id.1.31.    IV Causal, inasmuch as, since, τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; ὡς οὐ μανθάνω S.Ph.914, cf. E.Ph.843, 1077, Ar.Ra.278: c. opt., μὴ καὶ λάθῃ με προσπεσών· ὡς μᾶλλον ἂν ἕλοιτο μ' ἢ τοὺς πάντας Ἀργείους λαβεῖν S.Ph.46.    2 on the ground that... c. fut. indic., Lys.30.27.    C ὡς before    I Participles;    II Prepositions; and    III ὡς itself as a Preposition.    I with Participles in the case of the Subject, to mark the reason or motive of the action, as if, as, ὡς οὐκ ἀΐοντι ἐοικώς Il.23.430 (v. infr. G); ἀγανακτοῦσιν ὡς μεγάλων τινῶν ἀπεστερημένοι (i. e. ἡγούμενοι μεγάλων τινῶν ἀπεστερῆσθαι), Pl.R.329a: most freq. c. part. fut., διαβαίνει... ὡς ἀμήσων τὸν σῖτον Hdt.6.28, cf. 91; παρεσκευάζοντο ὡς πολεμήσοντες Th.2.7, etc.; δηλοῖς ὥς τι σημανῶν νέον S.Ant. 242; ὡς τεθνήξων ἴσθι νυνί Ar.Ach.325 (troch.): in questions, παρὰ Πρωταγόραν νῦν ἐπιχειρεῖς ἰέναι, ὡς παρὰ τίνα ἀφιξόμενος; Pl.Prt.311b; ὡς τί δὴ θέλων; E.IT557; with vbs. of knowing, ἐπιστάσθω Κροῖσος ὡς ὕστερον . . ἁλοὺς τῆς πεπρωμένης Hdt.1.91; ὡς μὴ 'μπολήσων ἴσθι . . S.Ant.1063.    2 with Participles in oblique cases, λέγουσιν ἡμᾶς ὡς ὀλωλότας they speak of us as dead, A.Ag.672; ὡς μηδὲν εἰδότ' ἴσθι μ' ὧν ἀνιστορεῖς S.Ph.253; τὸν ἐκβαίνοντα κολάζουσιν ὡς παρανομοῦντα Pl.R.338e; ἵνα μὴ ἀγανακτῇ ὑπὲρ ἐμοῦ ὡς δεινὰ πάσχοντος Id.Phd.115e, cf. Hdt.5.85, 9.54; νῦν δέ σου τὰ ἔργα φανερὰ γεγένηται οὐχ ὡς ἀνιωμένου ἀλλ' ὡς ἡδομένου τοῖς γιγνομένοις Lys.12.32; κτύπος φωτὸς ὡς τειρομένου <του> S.Ph.202 (lyr.); ἐν ὀλιγωρίᾳ ἐποιοῦντο, ὡς, ὅταν ἐξέλθωσιν, ἢ οὐχ ὑπομενοῦντας σφᾶς ἢ ῥᾳδίως ληψόμενοι βίᾳ made light of the matter, in the belief that... Th.4.5.—Both constructions in one sentence, τοὺς κόσμους εἴασε χαίρειν ὡς ἀλλοτρίους τε ὄντας καὶ πλέον θάτερον ἡγησάμενος ἀπεργάζεσθαι Pl.Phd.114e, cf. X.Cyr.1.5.9.    3 with Parts. put abs. in gen., νῦν δέ, ὡς οὕτω ἐχόντων, στρατιὴν ἐκπέμπετε Hdt.8.144; ἐρώτα ὅτι βούλει, ὡς τἀληθῆ ἐροῦντος X.Cyr.3.1.9; ὡς ὧδ' ἐχόντων τῶνδ' ἐπίστασθαί σε χρή S.Aj.281, cf. 904, A.Pr.760, E.Med.1311, Th.7.15, X.An.1.3.6: so also in acc., μισθὸν αἰτοῦσιν, ὡς οὐχὶ αὐτοῖσιν ὠφελίαν ἐσομένην ἐκ τοῦ ἄρχειν Pl.R.345e, cf. E.Ph.1461: with both cases in one sentence, ὡς καὶ τῶν Ἀθηναίων προσδοκίμων ὄντων ἄλλῃ στρατιᾷ καὶ . . διαπεπολεμησόμενον Th.7.25, cf. Pl.R.604b.    II ὡς before Preps., ἀνήγοντο ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν (v.l. -ίᾳ) Th.1.48, cf. X. HG2.1.22; φρύγανα συλλέγοντες ὡς ἐπὶ πῦρ Id.An.4.3.11; κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν ὡς ἐπὶ τυραννίδι, expressing the purpose, Th.1.126; ἀπέπλεον . . ὡς ἐς τὰς Ἀθήνας Id.6.61; πλεῖς ὡς πρὸς οἶκον S.Ph.58; τὸ βούλευμ' ὡς ἐπ' Ἀργείοις τόδ' ἦν Id.Aj.44: in these passages ὡς marks an intention; not so in the following: ἀπαγγέλλετε τῇ μητρὶ [χαίρειν] ὡς παρ' ἐμοῦ X.Cyr.8.7.28; also ὡς ἀπὸ τῆς πομπῆς Pl.R. 327c; ὡς ἐκ κακῶν ἐχάρη Hdt.8.101.    b later, in geographical expressions, of direction, προϊών, ὡς ἐπὶ τὸν Πηνειόν Str.9.5.8, cf. 13.1.22; ὡς πρὸς ἕω βλέπων Id.8.6.1, cf. 7.6.2; ὡς εἰς Φηραίαν (leg. Ἡραίαν) ἰόντων Id.8.3.32.    III ὡς as a Prep., prop. in cases where the object is a person, not a place: once in Hom., ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον Od.17.218 (v.l. ἐς τὸν ὁμοῖον, cf. αἶνος Ὁμηρικός, αἰὲν ὁμοῖον ὡς θεός . . ἐς τὸν ὁμοῖον ἄγει Call.Aet.1.1.10; ἔρχεται . . ἕκαστον τὸ ὅμοιον ὡς τὸ ὅ., τὸ πυκνὸν ὡς τὸ πυκνόν κτλ. (with v.l. ἐς) Hp.Nat.Puer.17), but possibly ὡς . . ὥς as . . so, in Od. l.c.; also in Hdt., ἐσελθεῖν ὡς τὴν θυγατέρα 2.121.έ: freq. in Att., ὡς Ἆγιν ἐπρεσβεύσαντο Th.8.5, etc.; ἀφίκετο ὡς Περδίκκαν καὶ ἐς τὴν Χαλκιδικήν Id.4.79; ἀπέπλευσαν ἐς Φώκαιαν . . ὡς Ἀστύοχον Id.8.31; ναῦς ἐς τὸν Ἑλλήσποντον ὡς Φαρνάβαζον ἀποπέμπειν ib.39; ὡς ἐκεῖνον πλέομεν ὥσπερ πρὸς δεσπότην Isoc. 4.121; the examples of ὡς with names of places are corrupt, e.g. ὡς τὴν Μίλητον Th.8.36cit> (ἐς cod. Vat.); ὡς Ἄβυδον one Ms. in Id.8.103; ὡς τὸ πρόσθεν Ar.Ach.242: in S.OT1481 ὡς τὰς ἀδελφὰς . . τὰς ἐμὰς χέρας is equiv. to ὡς ἐμὲ τὸν ἀδελφόν; in Id.Tr.366 δόμους ὡς τούσδε house = household.    D ὡς in independent sentences:    I as an exclamation, how, mostly with Advbs. and Adjs., ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες how silly a heart hadst thou! Il.21.441; ὡς ἀγαθὸν καὶ παῖδα λιπέσθαι how good is it... Od.3.196, cf. 24.194; φρονεῖν ὡς δεινόν S.OT316; ὡς ἀστεῖος ὁ ἄνθρωπος how charming he is! Pl.Phd.116d; ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα σου, Κύριε LXX Ps.91(92).6, 103(104).24; in indirect clauses, ἐθαύμασα τοῦτο, ὡς ἡδέως . . ἀπεδέξατο marvelled at seeing how... Pl. Phd.89a.    2 with Verbs, ὥς μοι δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί how constantly... Il.19.290, cf. 21.273; ὡς οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ' εὐεργέων how little thanks remain! Od.22.319; ὡς ὄχλος νιν . . ἀμφέπει see how... E.Ph.148; ὡς ὑπερδέδοικά σου how greatly... S.Ant.82; so perh. ὡς οἰμώξεται Ar.Ra.279; ὡς ἅπανθ' ὑμῖν τυραννίς ἐστι Id.V.488 (troch.).    II to mark a wish, oh that! c. opt. alone, ὡς ἔρις . . ἀπόλοιτο Il.18.107; ὡς ἀπόλοιτο καὶ ἄλλος Od.1.47, cf. S.El.126 (lyr.); also ὡς ἄν or κε with opt., ὡς ἂν ἔπειτ' ἀπὸ σεῖο οὐκ ἐθέλοιμι λείπεσθαι Il.9.444; ὥς κέ οἱ αὖθι γαῖα χάνοι 6.281.    2 joined with other words of wishing, ὡς ὤφελες αὐτόθ' ὀλέσθαι 3.428; ὡς δὴ μὴ ὄφελον νικᾶν Od.11.548.    E ὡς with numerals marks that they are to be taken only as a round number, as it were, about, nearly, σὺν ἀνθρώποις ὡς εἴκοσι X.An.3.3.5; also ὡς πέντε μάλιστά κῃ about five (v. μάλα 111.5), Hdt.7.30:—also with words compounded with numerals, δέπας . . ὡς τριλάγυνον Stesich.7; παῖς ὡς ἑπτέτης of some seven years, Pl. Grg.471c; δρέπανα ὡς διπήχη X.Cyr.6.1.30, cf. An.5.4.12; cf. ὡσεί 111.    F ὡς in some elliptical (or apparently elliptical) phrases:    1 ὡς τί δὴ τόδε (sc. γένηται); to what end? E.Or.796 (troch.); cf. ἵνα B.11.3c.    2 know that (sc. ἴσθι), ὡς ἔστιν ἀνδρὸς τοῦδε τἄργα ταῦτά σοι S.Aj.39; ὡς τοῦτό γ' ἔρξας δύο φέρει δωρήματα Id.Ph.117; ὡς τῆσδ' ἑκοῦσα παιδὸς οὐ μεθήσομαι E.Hec.400, cf. Med.609, Ph.720; ὡς τάχ' οὐκέθ' αἱματηρὸν . . ἀργήσει ξίφος ib.625 (troch.); so in Com., ὡς ἔστ' ἐν ἡμῖν τῆς πόλεως τὰ πράγματα Ar.Lys.32, cf. 499 (anap.), Ach. 333 (troch.), Nu.209; also ἀλλ' ὡς ἀπὸ τοῦ τείχους πάρεστιν ἄγγελος οὐδείς Id.Av.1119.    3 ὡς ἕκαστος, ἕκαστοι, each severally (whether in respect of time, place, or other difference), ξυνελέγοντο . . Κορίνθιοι δισχίιοι ὁπλῖται, οἱ δ' ἄλλοι ὡς ἕκαστοι, Φλειάσιοι δὲ πανστρατιᾷ Th.5.57, cf. 1.107, 113; πρώτη τε αὕτη πόλις ξυμμαχὶς παρὰ τὸ καθεστηκὸς ἐδουλώθη, ἔπειτα δὲ καὶ τῶν ἄλλων ὡς ἑκάστη [ξυνέβη] (ξ. secl. Krüger: ἀπὸ κοινοῦ ἐδουλώθη Sch.l.c.) Id.1.98; ἄλλοι τε παριόντες ἐγκλήματα ἐποιοῦντο ὡς ἕκαστοι ib.67, cf. 7.65; χρησμολόγοι τε ᾖδον χρησμοὺς παντοίους, ὧν ἀκροᾶσθαι ὡς ἕκαστος ὥρμητο, i. e. different persons ran to listen to different prophecies, Id.2.21; τὰς ἄλλας ὡς ἑκάστην ποι ἐκπεπτωκυῖαν ἀναδησάμενοι ἐκόμιζον ἐς τὴν πόλιν they made fast to the rest wherever each (ship) had been run ashore, Id.7.74; οἱ δ' οὖν ὡς ἕκαστοι Ἕλληνες κατὰ πόλεις τε ὅσοι ἀλλήλων ξυνίεσαν καὶ ξύμπαντες ὕστερον κληθέντες οὐδὲν πρὸ τῶν Τρωικῶν . . ἁθρόοι ἔπραξαν the various peoples that were later called by the common name of Greeks, Id.1.3; ὡς ἑκάστῳ ἔργον προστάσσων Hdt.1.114; ὡς ἑκάστην (one by one) αἱρέοντες (sc. τὰς νήσους) οἱ βάρβαροι ἐσαγήνευον τοὺς ἀνθρώπους Id.6.31, cf. 79; ὡς ἑκασταχόσε D.C.41.9, al.; rarely with a Verb, ὡς ἕκαστος ἀπικνέοιτο Hdt.1.29, cf. Th.6.2: later ὡς follows ἕκαστος, ἑκάστῳ ὡς ὁ Θεὸς ἐμέρισεν μέτρον πίστεως Ep.Rom.12.3:—for the etymology v. infr. H; also ὡς ἑκάτεροι Th.3.74 (v. infr. H).    G ὡς pleonast. in ὡς ὅτι D.H. 9.14, 2 Ep.Cor.11.21, Sch.A Il.1.264, 129, 396, 3.280, AP9.530, dub.l. in Str.15.1.57.    H Etymology: this word is in origin five distinct words: (1) ὡς 'as' is the Adv. fr. the Relat. ὅς (I.-E. stem yo-); with ὡς βέλτιστος cf. Skt. yācchrē[snull ][tnull ]á[hudot ] 'the best possible': (2) ὧς 'thus' is the Adv. of a Demonstr. stem so- found in Skt. sa, Gr. ὁ, Lat. sō-c (Gloss. = ita, cf. Umbr. esoc); (3) ὡς postpositive (ὄρνιθες ὥς, etc.) constantly makes a preceding short closed syll. long in Hom., and must therefore have been ϝως; it may perh. be related to Skt. , a form of va, iva ( = (1) or (2) like), Lat. ve, Gr. ἦ[ϝ] ε; (4) ὡς prep. 'to' is of doubtful origin (perh. fr. *ὠς, cogn. with Lat. ōs 'face', Skt. ās: ὤς τινα ἐλθεῖν like τί δέ δε φρένας ἵκετο πένθος;); (5) ὡς F.3 is prob. ϝως, Adv. of ϝός the reflexive Adj., and means lit. in his (their) own way (or place); it is idiomatically placed before ἕκαστος (ἑκάτερος), cf. ϝὸν ϝεκάτερος Leg.Gort.1.18.

German (Pape)

[Seite 1416] dor. auch ὥ, B. A. 591, 22. 617, 31 (vgl. auch das vorige ὥς), adv. des relat. Pronomens ὅς, auf welche Art, Weise, wie, so wie, in wie fern; oft bei Hom.; im Allgemeinen immer eine erklärende Bestimmung enthaltend, und

Greek (Liddell-Scott)

ὡς: δισύλλ., δαέρων ἢ γαλόων Ω. 769.-(Ἐξ ἀρχῆς ἔχον τὸ δίγαμμα δαϝήρ· πρβλ. Σανσκρ. dêvâ, dêvaras· Λατ. lēvir (πρβλ. δάκρυ lacrima)· Ἀγγλο - Σαξ. tâcor· Παλαιο - Γερμ. zeihhur· Σλαυ. deveri).

French (Bailly abrégé)

1adv. et conj.
A. adv. relat. marquant :
I. une comparaison :
1 comme, de même que, en corrélat. avec un antécéd. exprimé : ὡς…, ὥς, comme…, ainsi ; de même que…, de même ; ὡς…, οὕτω, m. sign. ; il se place souv. après le suj. et s’écrit ὥς : θεὸς δ’ ὣς τίετο IL il était honoré comme un dieu ; βόες ὣς ἀγελαῖαι OD comme un troupeau de génisses ; en ce sens ὡς est qqf pléonast. : ὡς ἔλαυνεν ὡς οὐκ ἀίοντι ἐοικώς IL il poussait ses chevaux comme s’il n’entendait pas, litt. comme semblable à un homme qui n’entend pas;
2 comme, tandis que, en même temps que : ὡς ἥψατο γούνων, ὥς… IL comme elle avait touché ses genoux, de même… ; ὡς ἴδεν, ὥς… IL dès qu’il la vit, aussitôt…;
3 tandis que, tant que, aussi longtemps que : ὡς ἂν οὗτος ἥλιος αἴρῃ SOPH aussi longtemps que ce soleil s’élèvera dans le ciel;
4 comme, autant que : ἑλὼν κρέας ὥς οἱ χεῖρες ἐχάνδανον OD ayant pris de la viande autant que ses mains en pouvaient contenir ; ὡς εῖχε ποδῶν (v. πούς) autant qu’il avait de vitesse ; particul. aprèsconstruit avec un Cp. : βραχύτερα ἠκόντιζον ἣ ὡς ἐξικνεῖσθαι τῶν σφενδονητῶν XÉN ils ne lançaient pas leurs javelots assez loin pour pouvoir atteindre les frondeurs;
II. une relation :
1 comme, de la façon que ; οὕτω νῦν καὶ ἐγὼ νοέω ὡς σὺ ἐίσκεις OD moi aussi je pense maintenant comme tu penses toi-même;
2 comme, selon que, suivant que : ὡςμάντις φησίν ESCHL selon ce que dit le devin ; ὡς φάτις ἀνδρῶν SOPH comme disent les hommes ; avec l’inf. dans une prop. dépendant d’une prop. subordonnée : ὡς σφίσι δοκέειν HDT selon leur avis ; après ὥς φησιν, ὡς λέγουσιν, ὡς οἶμαι et autres constructions de ce genre, le verbe de la prop. principale devient comme le rég. de ces verbes et peut se construire à l’inf. : ὡς δὲ Σκύθαι λέγουσι νεώτατον ἁπάντων ἐθνέων εἶναι τὸ σφέτερον (pour ἐστίν, ὡς λέγουσι) HDT la nation des Scythes, selon ce qu’ils disent eux-mêmes, est la plus récente de toutes;
3 en tant que, autant que, dans la mesure où (avec une nuance d’indétermination) : ellipt. dans les locut. ὡς ἕκαστος, ὡς ἕκαστοι HDT, THC chacun pour soi, litt. selon que chacun, d’ord. avec l’inf. : ὡς ἐμὲ εὖ μεμνῆσθαι HDT autant qu’il m’en souvient bien ; ὥς γέ μοι δοκεῖν AR autant qu’il me semble ; μεγάλα ἐκτήσατο χρήματα ὡς ἂν εἶναι Ῥοδώπι HDT elle acquit de grandes richesses pour une (femme comme) Rhodopis ; elliptiq. ὡς ἐμοί, ὥς γ’ ἐμοί (s.e. δοκεῖν) autant qu’il me semble ; εἶ γενναῖος ὡς ἰδόντι SOPH à te voir, tu es d’un sang généreux ; particul. dev. une prép. : ὡς ἀπ’ ὀμμάτων (s.e. εἰκάσαι) SOPH à en juger par les yeux ; ὡς ἐκ τῶν δυνατῶν THC autant que cela est possible ; ὡς ἐκ τῶν ὑπαρχόντων THC eu égard aux circonstances ; ὡς τὸ πολύ, ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, le plus souvent ; ὡς ἐπὶ πλεῖστον le plus possible. À cette construct. se rattache l’emploi de ὡς dev. un adv. : ὡς ἀληθῶς, ὡς ἐτύμως ESCHL, ὡς ἐτητύμως SOPH aussi véritablement que possible ; avec inversion : θαυμαστῶς ὡς PLAT, θαυμασίως ὡς ATT étonnamment ; en séparant l’adv. de ὡς : θαυμαστῶς μοι εἶπες ὡς PLAT ce que tu m’as dit là est étonnant ; surt. avec un Sp. : ὡς μάλιστα ATT le plus possible ; ὡς τάχιστα ATT le plus promptement possible ; ὡς βέλτιστος ATT le meilleur possible ; avec une prép. : ὡς ἐς ἐλάχιστον χωρίον THC sur l’espace le plus resserré possible ; ὡς ἐν ἐχυροτάτῳ XÉN dans la situation la plus forte possible;
III. l’intention, le but :
1 avec l’intention de, dans le dessein de, en vue de, avec un part. fut. ou prés. : ἐλάμβανε τὸ τόξον ὡς κατατοξεύσων αὐτόν HDT il prenait son arc comme pour le frapper d’une flèche ; avec un part. abs. : προσέθηκε δρέπανα ὡς ἐμβαλούντων εἰς τοὺς ἐναντίους XÉN il ajouta des faux, pour qu’ils pussent se jeter sur l’ennemi;
2 comme, en guise de : ὡς σιτίον καὶ φάρμακον διδόναι XÉN donner même du poison en guise d’aliment ; comme si : ὡς εἰς Πισίδας βουλόμενος στρατευέσθαι XÉN comme s’il voulait faire une expédition en Pisidie;
3 en qualité de : ἦν δὲ οὐδὲ ἀδύνατος ὡς Λακεδαιμόνιος εἰπεῖν THC il n’était même pas incapable de parier pour un Lacédémonien, càd il ne manquait pas d’éloquence ; μακρὰν ὡς γέροντι ὁδόν SOPH longue route pour un vieillard ; avec un part. parce que, vu que, attendu que : κατεγέλων τῆς πολιορκιάς ὡς ἔχοντες τὰ ἐπιτήδεια XÉN ils se moquaient du siège, parce qu’ils avaient les provisions nécessaires ; la prop. commençant par ὡς exprime souv. non un fait, mais une simple possibilité, une conjecture, une opinion : ὡς μηδὲν εἰδότ’ ἴσθι μ’ ὦν ἀνιστορεῖς SOPH sache que je ne sais rien des choses que tu rappelles;
4 en quelque sorte, à peu près, environ, litt. comme (si c’était), comme (qui dirait) : ὡς τὸ τρίτον μέρος THC le tiers environ, litt. comme le tiers ; ὡς δύω παρασάγγας XÉN environ deux parasanges;
IV. une exclamation : ὡς καλός μοι ὁ πάππος XÉN comme mon grand-père est beau !;
V. un souhait, avec l’opt. : ὡς ἔρις ἀπόλοιτο IL puisse la discorde cesser ! avec une négat. : ὡς μὴ θάνοι OD puisse-t-il ne pas mourir !;
VI. une interrog. indir. : διελέγοντο πρὸς ἀλλήλους ὡς μνημονικὸς ὁ Κῦρος XÉN ils se disaient les uns aux autres combien Cyrus avait bonne mémoire ; θαυμάζω ὡς ἡδέως καθεύδεις PLAT j’admire comme tu dors paisiblement ; de même dans les locut. : οὐκ ἔσθ’ ὡς SOPH il n’est pas possible que ; οὐκ ἔσθ’ ὡς οὐ SOPH il n’est pas possible que… ne ; sur la locut. οἶσθ’ ὡς ποίησον, v. οἶδα;
B. conj. I. que, avec l’ind. : ὡς εἴσ’ ἀληθεῖς οἶδα SOPH je sais qu’ils sont sincères ; avec un part. prés. ou fut. : ὡς ἐμοῦ ἰόντος ὅπη ἂν καὶ ὑμεῖς, οὕτω τὴν γνώμην ἔχετε XÉN sachez ceci, c’est que j’irai partout où vous irez;
II. afin que, pour que, en vue de, avec le sbj. après un temps principal : κρῖν’ ἄνδρας, ὡς φρήτρη φρήτρῃσιν ἀρήγῃ IL choisis les hommes pour que les tribus se portent secours les unes aux autres ; avec l’opt. après un temps second. : εἶχον δρέπανα ὡς διακόπτοιεν XÉN ils avaient des faux pour faucher (tout ce qu’ils rencontreraient) ; avec l’ind. : τί μ’ οὐ λαβὼν ἔκτεινας εὐθύς, ὡς ἔδειξα μήποτ’ ἐμαυτὸν ἀνθρώποισιν ἔνθενγεγώς ; SOPH pourquoi m’ayant pris ne m’as-tu pas tué tout de suite, pour m’empêcher de révéler aux hommes le secret de ma naissance ? avec l’inf. : κώθωνα ὡς ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ ἀρύσασθαι XÉN une tasse pour puiser au fleuve ; particul. dans les locut. ὡς ἔπος εἰπεῖν ATT ; ou simpl. ὡς εἰπεῖν HDT pour ainsi dire ; ὡς συντόμως εἰπεῖν XÉN, ὡς συνελόντι εἰπεῖν XÉN pour le dire en peu de mots, bref;
III. de telle sorte que, avec l’inf. : εὖρος ὡς δύο τριήρεις πλέειν ὁμοῦ HDT d’une largeur telle que deux trirèmes pussent y naviguer de front ; avec l’ind. : οὕτως ἐμοὶ ἐβοήθησας ὡς νῦν σέσωσμαι XÉN tu m’as secouru de telle sorte, que me voilà sauvé. Lorsque l’antécéd. οὕτως (v. les ex. préc.), τοιόσδε ou autre semblable se trouve exprimé dans la 1ᵉ prop., ὡς est qqf s.-e. dans la 2ᵉ, particul. chez Hérodote : οὕτω ἱσχυραὶ (ὡς) μόγις ἂν λίθῳ παίσας διαρρήξειας HDT tellement dures, qu’à peine on pourrait les briser à coups de pierres;
IV. lorsque, après que, et avec εὐθύς ou τάχιστα, dès que, avec l’ind. : ὡς ἴδον Ἥφαιστον IL lorsqu’ils virent Hèphæstos ; ὡς δὲ εἶδεν ἔλαφον XÉN lorsqu’il eut vu une biche ; εὐθὺς ὡς ἤκουσεν ESCHL dès qu’il eut appris ; avec le sbj. ou l’opt. pour marquer l’idée de répétition : toutes les fois que, chaque fois que : ὡς δὲ εἰς τὴν Μιλησίην ἀπίκοιτο HDT toutes les fois qu’il arrivait en Milésie;
V. parce que, puisque, car, avec l’ind. : τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον ; ὡς οὐ μανθάνω SOPH que veux-tu dire, enfin, mon enfant ? car je ne comprends pas ; μὴ καὶ λάθῃ με προσπεσὼν, ὡς μᾶλλον ἂν ἕλοιτό μ’ ἢ τοὺς πάντας Ἀργείους λαβεῖν SOPH de peur qu’il ne m’aperçoive, car il aimerait mieux s’emparer de moi que de tous les Grecs.
Étymologie: adv. du pron. rel. ὅς.
2prép. avec l’acc.
vers ; primit. et en poésie avec un nom de pers. αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον OD toujours un dieu pousse le semblable vers son semblable ; ὡς ὑμᾶς SOPH vers vous ; postér. et en prose avec un n. de lieu ὡς Ἄβυδον THC vers Abydos.
Étymologie: cf. ἕως.

English (Autenrieth)

(1): prep. w. acc., only with personal obj., to; ὡς τὸν ὁμοῖον, Od. 17.218†.
(2) (ψως): I. adv., as, how; answering to τώς, ὥς (ὧς), οὕτω, τόσσον, Od. 14.44; ‘so surely as,’ Il. 8.541; often ὡς ὅτε, ὡς εἰ, and used with single words as well as with clauses. Exclamatory, how! Od. 16.364, Od. 24.194. — II. conj., (1) temporal, as, when, always of a fact, with ind., Il. 23.871. — (2) explanatory (like ὅτι), that, Od. 3.346; and causal, because (=ὅτι οὕτως), Il. 4.157, Od. 2.233, Od. 17.243.—(3) final, that, in order that.— (4) idiomatically used in the expression of a wish, like utinam, Il. 18.107, Il. 3.428.

English (Slater)

ὡς
   a in comparisons,
   I = ὥσπερ Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος, ὡς Ἀχιλεῖ Πάτροκλος (O. 10.18) Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν (O. 13.52) μάντις ὡς τελέσσω ἱεραπόλος Παρθ. 1.. προβάτων ἐκ πάντων κελάρυξεν, ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ, θηλᾶν γάλα *fr. 104b. 2.* cf. ὥς b.
   II ὡς εἰ, c. ind. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν πέμπων ἱλάσκομαι (O. 7.1), v. ὥσει.
   g ὡς ὅτε, v. ὅτε.
   d ἢ ὡς (= ἢ ὤστε) εὑρήσεις ἐρευνῶν μᾶσσον ἢ ὡς ἰδέμεν (“als du blicken kannst,” Dornseiff) (O. 13.113) οὐκ ἄναλκις ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι (at potius ad (O. 1.81) referendum, nott. Snell) ?fr. 342.
   b epexeg.
   I c. ind., how δεῖξέν τε Κοιρανίδᾳ πᾶσαν τελευτὰν πράγματος, ὤς τ' κοιτάξατο ὥς τέ οἱ παῖς ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν (bis) (O. 13.75)—6. ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς, ἐπεὶ μόλεν, ὡς (Hermann: ὥς τ codd.) οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα (anacoluthon!) (N. 1.35)—7. αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ, ὥς τέ νιν ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε (N. 5.26) συνέπαξε λόγον, ὡς ἦρα νυμφείας ἐπείρα κεῖνος ἐν λέκτροις Ἀκάστου εὐνᾶς (N. 5.30) cf. (P. 9.98)
   II c. ἄν + opt. (v. Goodwin, M & T, 329̆{2}) μέλλον ἔντειλεν φυλάξασθαι χρέος παισὶν φίλοις, ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν (O. 7.42)
   c final,
   I c. subj. ἀλλὰ κελεύθοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαπτοίμαν, θανὼν ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω (N. 8.36)
   II c. opt. πέφνε δ' Εὔρυτον, ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο (O. 10.28) χρῆσεν οἰκιστῆρα Βάττον ἱερὰν νᾶσον ὡς ἤδη λιπὼν κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν (P. 4.7)
   d causal, = ἐπεί c. ind. δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν, ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν (O. 13.45) διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις, ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός (N. 6.3)
   e temporal, after c. ind. ὡς δ' ἄφαντος ἔπελες οὐδὲ φῶτες ἄγαγον, ἔννεπε κρυφᾷ τις (O. 1.46)
   f in phrases,
   I ὡς τάχος, with all speed “καὶ ὡς τάχος ὀτρύνει με τεύχειν” (P. 4.164)
   II c. superl. adv. πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα as far as possible (N. 9.29)
   III c. adj., restrictive ἄφωνοί θ' ὡς ἕκασται φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (ἕκαστα v. l.: according to their individual wishes, Burton) (P. 9.98)