μάτι

From LSJ
Revision as of 14:39, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source

Greek Monolingual

το (Μ μάτιν και μάτι)
το όργανο της όρασης, ο οφθαλμός
νεοελλ.
1. συνεκδ. η όραση, η αίσθηση της όρασης, η ικανότητα του να βλέπει κανείς («έχω δυνατό μάτι»)
2. (συν. με τον προσδ. κακό) βασκανία, μάτιασμα (α. «έχει ένα μάτι αυτή!» β. «τον έφαγε το κακό μάτι» γ. «μάτι να μη σέ πιάσει»)
3. στον πληθ. α) (με την αντων. μου) λέγεται ως προσφώνηση προς αγαπημένο πρόσωπο ή με τρόπο που δηλώνει θαυμασμό ή και ειρωνικά (α. «παρακαλώ σε μάτια μου, καλά να τά λογιάσης», Ερωτόκρ. β. «μάτια μου, φως μου!» γ. «μωρέ, μάτια μου, τί να σού κάνω»)
β) (με αντων. μου, σου, του) προς επίταση όρκου (α. «σ' ορκίζομαι στα μάτια μου» β. «να μη χαρώ τα μάτια μου» γ. «να μού βγουν [ή να μού χυθούν] τα μάτια αν δεν σού λέω την αλήθεια»)
4. μτφ. βλαστάρι που δεν έχει ακόμη σχηματιστεί, ασχημάτιστος βλαστός φυτού, μπουμπούκι
5. (σχετικά με πλεκτά είδη) διάκενο του πλέγματος, βρόχος, θηλειά (α. «μάτι του διχτιού
β. «μάτι της κάλτσας»)
6. (σχετικά με έπιπλα) χώρισμα, θέση, ράφιεταζέρα με πέντε μάτια»)
7. ο στρογγυλός δίσκος ή το άνοιγμα μαγειρικής συσκευής που μεταδίδει τη θερμότητα στο σκεύος το οποίο τοποθετείται επάνω του («το ένα μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας χάλασε»)
8. φρ. α) «είδα με τα μάτια μου» — είδα κάτι εγώ ο ίδιος
β) «με το μάτι» — πρόχειρα ή κατά προσέγγιση, χωρίς λεπτομερή εξέταση, μέτρηση ή ζύγισμα
γ) «για τα μάτια» ή «για τα μαύρα μάτια» ή «για τα μάτια του κόσμου»
(ως επίφαση ή πρόσχημα) για τους τύπους
δ) «για τα μαύρα σου τα μάτια» — για χατίρι σου
ε) «μέσα ή μπρος στα μάτια μου» — ενώπιόν μου, μπροστά μου
στ) «με κλειστά τα μάτια»
i) απερίσκεπτα, χωρίς να εξετάσω πολύ, χωρίς προσοχή
ii) με απεριόριστη εμπιστοσύνη
ζ) «τα μάτια σου τέσσερα [ή δεκατέσσερα]» — πρόσεχε, έχε τον νού σου
η) «το παιδί και τα μάτια σου» — πρόσεχε το παιδί όπως προσέχεις τα μάτια σου
θ) «το μάτι του καρούλι» ή «το μάτι του γαρίδα» — λέγεται γι' αυτόν που κοιμάται πολύ ελαφρά ή αγρυπνεί
ι) «τον έχω στο μάτι» ή «τον έβαλα στο μάτι» — κοιτάζω κάποιον δυσμενώς για να τον βλάψω ή για να τον αποκτήσω, εποφθαλμιώ
ια) «μέ πήρε με καλό [ή κακό] μάτι» — από την πρώτη στιγμή που μέ είδε έδειξε καλές [ή κακές] διαθέσεις
ιβ) «τον έχω σαν τα μάτια μου» — τον αγαπώ σε υπερβολικό βαθμό, τον αγαπώ και τον προσέχω πολύ
ιγ) «δεν έχω μάτια να τον δω» — τον αποφεύγω επειδή είμαι εκτεθειμένος απέναντι του και ντρέπομαι να τον συναντήσω ή τον αποστρέφομαι, τον σιχαίνομαι
ιδ) «δεν μού γεμίζει το μάτι» — δεν μού φαίνεται κάποιος ή κάτι καλό, θεωρώ κάποιον ή κάτι ανάξιο της φήμης του
ιε) «δεν χορταίνει το μάτι του» ή «έχει μάτι αχόρταγο» — είναι άπληστος, αχόρταγος
ιστ) «ρίχνω στάχτη στα μάτια του κόσμου» — προσπαθώ να καλύψω μια κακή πρόθεση ή πράξη
ιζ) «μαύρισε το μάτι μου» — δεν αντέχω πλέον, έχασα την υπομονή μου, απελπίστηκα από τη στέρηση
ιη) «πήρα τα μάτια μου [ή τών ομματιών μου] κι έφυγα» — απελπίστηκα και έφυγα μακριά
ιθ) «πολύ χτυπάει στα μάτια» — κινεί πολύ την προσοχή
κ) «της έκλεισα [ή της πάτησα ή της έκανα] το μάτι» — της έκανα νεύμα με κλείσιμο του ματιού
κα) «κάρφωσε τα μάτια της πάνω μου» — μέ κοίταξε για πολλή ώρα επίμονα
κβ) «πού θα μού πας, θα σού φάω [ή θα σού βγάλω] το μάτι» — σε λίγο θα σέ εκδικηθώ, θα σέ εξοντώσω
κγ) «μού άνοιξε τα μάτια» — μέ καθοδήγησε, μού έδειξε την αλήθεια, μέ δίδαξε, μού έδειξε τον σωστό δρόμο, μέ μύησε
κδ) «μέ πιάνει το μάτι» — ματιάζομαι, μέ βασκάνουν εύκολα
κε) «έβγαλα τα μάτια μου
καταστράφηκα από δικό μου φταίξιμο
κστ) «κάνω τα στραβά μάτια» — κάνω πως δεν βλέπω, παραβλέπω
κζ) «σφαλίζωκλείνω] τα μάτια» — πεθαίνω
κη) «κλείνω τα μάτια κάποιου» — παρίσταμαι στις τελευταίες στιγμές κάποιου και κάνω αυτά που πρέπει, κηδεύω νεκρό («επιθυμία του μακαρίτη ήταν να του κλείσει τα μάτια η κόρη του»)
κθ) «έκανα μαύρα μάτια ώσπου να σέ δω» — πέρασε πάρα πολύς καιρός ώσπου να σέ δω
λ) «παίζει [ή πετάει ή ξεπετά] το μάτι μου» — τρεμοπαίζει το βλέφαρό μου από νευρική σύσπαση γιατί, σύμφωνα με τις παλιές δεισιδαιμονικές αντιλήψεις ή προλήψεις, πρόκειται να δω κάποιον
λα) «κάνω τα γλυκά μάτια» — ερωτοτροπώ με κάποιον, φλερτάρω κάποιον
λβ) «τον έκοψε [ή τον πήρε] το μάτι μου» — τον αντιλήφθηκα ή τον διέκρινα από μακριά
λγ) «μάτι της θάλασσας» — δίνη, ρουφήχτρα
λδ) «μάτι νερού» — πηγή νερού που αναβλύζει
λε) «αβγά μάτια» — αβγά τηγανισμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να μένει ακέραιος ο κρόκος
λστ) «έβγαλαν τα μάτια τους» — ικανοποίησαν τις γενετήσιες ορμές τους, συνουσιάστηκαν
9. παροιμ. α) «μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται»
(για συγγενείς ή φίλους) αυτοί που βρίσκονται μακριά και δεν συναντιούνται συχνά γρήγορα ξεχνούν ο ένας τον άλλο
β) «μάτια όμορφα, δυστυχισμένα χέρια» — λέγεται για κάποιον που είναι όμορφος αλλά τεμπέλης
γ) «του νοικοκύρη το μάτι κοπριά στο χωράφι ή τροφή του αλόγου» — η αυτοπροσώπως επιβλεπόμενη εργασία αποφέρει μεγάλα κέρδη
δ) «η πραμάτεια θέλει μάτια» — λέγεται σε περίπτωση απάτης κατά την αγορά ενός πράγματος
ε) «το γινάτι βγάζει μάτι» — το πείσμα φέρνει καταστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ομμάτ-ιον, υποκορ. του ὄμμα «οφθαλμός», με σίγηση του αρκτικού άτονου ο (πρβλ. ὀφρύδ-ιον < φρύδι), οι τ. ὄμμα και ὀφθαλμός είναι αρχαίες λ. που χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στην ποίηση. Από αυτές, η λ. ὄμμα, που αρχικά σήμαινε «αυτό που αφορά στο κοίταγμα, ικανότητα της όρασης» —από όπου η σημ. «μάτι»—, χρησιμοποιείται στη Νεοελληνική με τον υποκορ. τ. μάτι για να δηλώσει το όργανο της όρασης, ενώ η λ. ὀφθαλμός, ως πιο αρχαιοπρεπής, παρέμεινε σε χρήση στην επιστημονική ορολογία (πρβλ. οφθαλμίατρος, οφθαλμολόγος)].