παλαιός
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
ά, όν, Aeol. πάλαος Eust.28.33, Epigr.Gr.992 (Balbilla); Boeot. παληός EM32.6; Lacon. παλεός (v. infr.): regul. Comp. and Sup. A παλαιότερος Pi.N.6.53, Th.1.1 codd., παλαιότατος Pl.Ti. 83a, etc.: more freq. παλαίτερος, παλαίτατος (from πάλαι), Pi.P.10.58, N.7.44, Th.1.4, etc. [The penultimate is sometimes short in Poets, S.Fr.956 (s.v.l.), E.El.497, Damocr. ap. Gal.13.1049; παλεός γα ναὶ τὸν Κάστορα ἄνθρωπος Ar.Lys.988; in these places παλεός (a form mentioned by Hdn.Gr.2.909, cf. Theognost.Can.50.3, Sch.Ar.Lys. l. c., Suid., and corroborated by the Pap. (iv B. C.) of Timotheus (v. παλεομίσημα, παλεονυμφάγονος)) may be retained or restored).]: I old in years, 1 mostly of persons, aged, ἢ νέος ἠὲ παλαιός Il.14.108; νέοι ἠδὲ παλαιοί Od.1.395, cf. Epicur.Ep.3p.59U.; παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς Il. 14.136; π. γέρων, π. γρηῦς, Od.13.432, 19.346, cf. Ar.Ach.676; χρόνῳ π. S.OC112; ἐν παλαιτέροισι Pi.N.3.73; ἔνθα δὴ παλαίτατοι θάσσουσι E.Med.68: in bad sense, a dotard (μωρός Hsch., but σκώπτης Suid.), Ar.Lys.988. 2 of things, οἶνος Od.2.340; νῆες… νέαι ἠδὲ π. ib. 293; τρὺξ π. καὶ σαπρά Ar.Pl.1086; [τριήρεις] π. ἀντὶ καινῶν Lys.28.4; ὑποδήματα Pl.Men.91d; σπέρματα Thphr.HP7.1.6. II of old date, ancient, 1 of persons, ξεῖνος π. an old guest-friend, Il.6.215, cf. S.Tr.263, E.Alc.212; Ἴλου παλαιοῦ Il.11.166; κέρδεα… οἷ' οὔ πώ τιν' ἀκούομεν οὐδὲ παλαιῶν Od.2.118; Μίνως παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴς μεν Th.1.4; οἱ πάνυ π. ἄνθρωποι Pl.Cra.411b; οἱ π. the ancients, Th.1.3; π. ἡμερῶν LXX Da.7.9. 2 of things, λέκτρον Od.23.296; παλαιά τε πολλά τε εἰδώς 7.157; καινὰ καὶ π. ἔργα Hdt.9.26; νόμοι A.Eu. 778 (lyr.); κατὰ τὸ νόμιμον τὸ π. καὶ ἀρχαῖον Lys.6.51; κατὰ τὸν π. λόγον Pl.Grg.499c; ἡ π. παροιμία Id.R.329a; παλαί' ἂν [εἴη], ἐξ ὅτου S.Ph.493; παλαιᾷ σύντροφος ἁμερᾷ Id.Aj.622 (lyr.); of places, A.Pers.17 (anap.), S.El.4, etc.; καιροὶ π. ancient times, PPetr.2p.15 (iii B. C.); τὸ π. as adverb, anciently, formerly, A.Pers.102 (lyr.), Hdt.1.171, Pl.Cra.401c, etc.; ἐκ παλαιοῦ from of old, Hdt. 1.157; ἐκ π. ἐχθρὸς ὢν αὐτοῦ Antipho 2.1.5; ἐκ τῶν παλαιῶν Herod.2.102; ἐκ παλαιτέρου from older time, Hdt.1.60; ἐκ παλαιτάτου Th.1.18; also εὐθὺς ἀπὸ παλαιοῦ ib.2; ἀρχαῖα καὶ παλαιά joined, D.22.14, cf. Lys. (v. supr.); παλαιὸν δῶρον ἀρχαίου ποτὲ θηρός S.Tr.555. 3 of things, also, a in good sense, venerable, held in esteem, like Lat. antiquus, ἅπερ μέγιστα καὶ παλαιότατα τοῖς ἀνθρώποις Antipho 6.4. b in bad sense, antiquated, obsolete, κωφὰ καὶ π. ἔπη S.OT290. c π. δρᾶμα a drama which has been previously acted, SIG1078 lxxxvii (Athens, iv B. C.). III Adv. παλαιῶς in an old way, τὰ καινὰ π. διδάσκειν Socr.Ep.30.9: Comp. παλαίτερον at an earlier time, D.H.8.57, al.
German (Pape)
[Seite 445] alt, hochbejahrt; ἢ νέος ἠὲ παλαιός, Il. 14, 108 u. öfter; παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς, einem alten Manne ähnlich, 14, 136; παλαιὸς γέρων, παλαιὴ γρηῦς, Od. 13, 432. 19, 346; auch νῆες πολλαί, νέαι ἠδὲ παλαιαί, 2, 293; auch οἶνος, alter Wein, 2, 340; – auch alt = aus der Vorzeit, von Menschen, die vor Alters gelebt haben, παλαιῶν, τάων αἲ πάρος ἦσαν, Od. 2, 118; παρ' Ἴλου σῆμα παλαιοῦ, Il. 11, 116; von Alters her, ἦ ῥά νύ μοι ξεῖνος πατρώϊός ἐσσι παλαιός, 6, 215; Pind. οἶνος, Ol. 9, 52; ῥήσιες, 7, 54; πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς, Aesch. Spt. 722; παλαιὸν ἄγκαθεν λαβὼν βρίτας, Eum. 80; πῶς οὖν παλαιὰ παρὰ νεωτίρας μάθω, Ch. 169; τὸ παλαιόν, adv., vor Alters, Pers. 103; ὁ πρὶν παλαιὸς ὄλβος, Soph. O. R. 1282, öfter; Λαΐου παλαιὰ θέσφατα, O. R. 907; oft bei Eur., Ar. u. in Prosa, dem νέος u. καινός entgeggstzt; Her. braucht häufig τὸ παλαιόν wie τὸ πάλαι adverbialisch, sonst, vor Alters, ehemals, 1, 171. 4, 12; τὸ παλαιὸν καὶ τὸ νέον, 9, 26; vgl. Plat. Crat. 401 c; ὥςπερ τὸ παλαιόν, Euthyd. 288; τό γε παλαιόν, Crat. 420 b; Xen. An. 3, 4, 7. wie Pol. 6, 7, 4; νῦν μέν – τὸ παλαιὸν δέ, Arist. H. A. 8, 36; παλαιός τίς ἐστι λόγος οὗτος οὗ μεμνήμεθα, eine alte Rede, Plat. Phaed. 70 c; κατὰ τὸν παλαιὸν λόγον, Gorg. 499 c, wie διασώζοντες τὴν παλαιὰν παροιμίαν, Rep. I, 329 a; μήτε τῶν πα λαιῶν, μήτε τῶν νῦν ὄντων, Conv. 221 c; ἐκ παλαιοῦ, Antiph. 2 α 5; Xen. Mem. 3, 5, 8; mit ἀρχαῖος vrbdn, dem πρῴην entgeggstzt, Dem. 22, 14. – Veraltet, vor Alter unbrauchbar geworden, καὶ μὴν τάγ' ἄλλα κωφὰ καὶ παλαί' ἔπη, Soph. O. R. 290, Schol. erkl. σαθρά, vgl. Aesch. Prom. 317; aber auch = durch Alter ehrwürdig, εἴργεσθαι ἱερῶν, θυσιῶν, ἀγώνων, ἅπερ μέγιστα καὶ παλαιότατα τοῖς ἀνθρώποις, Antiph. 6, 4. – Comparat. u. superlat. theils regelmäßig, παλαιότερος, Pind. N. 6, 55, Plat. Prot. 341 a Euthyd. 286 c u. immer so, theils παλαίτερος, Pind. P. 10, 58, ἄλσει παλαιτάτῳ, N. 7, 44; so Aesch. Ch. 639 Eum. 691; Eur. Herc. F. 769 Med. 68; ἐκ παλαιτέρου, von alten Zeiten her, Her. 1, 60; Μίνως παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν, Thuc. 1, 4; in späterer Prosa gewöhnlich so. – [Die mittlere Sylbe ist bei den Attikern zuweilen kurz, Eur. El. 497 u. in der Anth.; vgl. Jacobs A. P. p. 518 u. Gaisford Hephaest. p. 216.]
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
ancien :
1 âgé, vieux;
2 de vieille date (vieil hôte, vieil ami);
3 d'autrefois, ancien, antique : οἱ παλαιοί THC les anciens, les hommes des temps passés ; adv. • τὸ παλαιόν autrefois ; • ἐκ παλαιοῦ dès les temps anciens ; particul. avec idée de mépris suranné;
Cp. παλαίτερος, Sp. παλαίτατος.
Étymologie: πάλαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλαιός -ά -όν [πάλαι] comp. παλαιότερος en παλαίτερος; superl. παλαιότατος en παλαίτατος; oud oud, bejaard; meestal van pers.:; νεοὶ ἠδὲ παλαιοί jong en oud Od. 1.395; παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς gelijkend op een bejaarde man Il. 14.136; ook van zaken:. πίθοι οἴνοιο παλαιοῦ kruiken oude wijn Od. 2.340. oud, uit vroeger tijden:; ξεῖνος … παλαιός een gastvriend van vroeger Il. 6.215; παλαιοὺς νόμους wetten van vroeger Aeschl. Eum. 778; christ.:; ἡ παλαιὰ διαθήκη het Oude Testament NT 2 Cor. 3.14; subst.: οἱ παλαιοί de ouden; Thuc. 1.3.1; adv. τὸ παλαιόν vroeger; ἐκ παλαιοῦ = ἀπὸ παλαιοῦ van oudsher. ook ongunstig. verouderd:. τά γ’ ἄλλα κωφὰ καὶ παλαί’ ἔπη de rest zijn vage en verouderde verhalen Soph. OT 290.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλαιός: 3, лак. παλεόρ (compar. παλαιότερος и παλαίτερος, superl. παλαιότατος и παλαίτατος)
1) старый (οἶνος, νῆες Hom.; ὑποδήματα Plat.; ἱμάτιον NT);
2) старинный, давнишний (ξεῖνος Hom.): κατὰ τὸν παλαιὸν λόγον Plat. согласно старинной поговорке; ἡ παλαιὰ διαθήκη NT ветхий завет;
3) престарелый (γέρων, γρηῦς Hom.);
4) древний (Ἶλος Hom.; νόμοι Aesch.; θέσφατα Soph.): ἐκ παλαιοῦ и ἐκ παλαιτέρου Her. с древних времен, издревле; οἱ παλαιοί Thuc. люди древних эпох, древние;
5) устаревший, обветшалый, утративший смысл, пустой (κωφὰ καὶ παλαιὰ ἔπη Soph.).
English (Autenrieth)
comp. παλαίτερος a d -ότερος: ancient, old, aged.
English (Slater)
πᾰλαιός (-ός, -οῦ, -όν; -ά, -άν, -αί, -αῖσι: comp. παλαιότεροι, παλαιτέροις(ι): superl. παλαιτάτῳ.) ancient, in ancient times φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσεις (O. 7.54) αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων (O. 9.48) ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος (P. 5.55) αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων (v.l. παλαιῶν) (P. 9.105) παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ (N. 3.32) ἄλσει παλαιτάτῳ (N. 7.44) ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν l. 3. 16. ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων (I. 4.22) ἀλλὰ παλαιὰ γὰρ εὕδει χάρις (I. 7.16) ]ι παλαιὸν[. .]τοκεῦσιν[ Θρ. . 1. οἷσι δὲ Περσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται fr. 133. 1. comp., pro subs., older men, elders, τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις (P. 10.58) ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι (N. 3.73) καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον (N. 6.53)
English (Strong)
from πάλαι; antique, i.e. not recent, worn out: old.
English (Thayer)
παλαιά, παλαιόν (πάλαι, which see), from Homer down;
1. old, ancient (the Sept. several times for יָשָׁן and עַתִּיק): οἶνος παλαιός (opposed to νέος), WH in brackets) (Homer Odyssey 2,340; διαθήκη, ἐντολή (opposed to καινή), given long since, ζύμη (opposed to νέον φύραμα), παλαιά (opposed to καινά), old things, θησαυρός, 1c.); dropping the fig, old and new commandments; cf. ὁ παλαιός ἡμῶν ἄνθρωπος (opposed to ὁ νέος). our old Prayer of Manasseh, i. e. we, as we were before our mode of thought, feeling, action, had been changed, no longer new, worn by use, the worse for wear, old (for בָּלֶה, ἱμάτιον, ἀσκός, ἀρχαῖος, at the end.)
Greek Monolingual
-ά, -ό (ΑΜ παλαιός, -ά, -όν, Α αιολ. τ. πάλαος, βοιωτ. παληός, λακων. τ. παλεός)
βλ. παλιός.
Greek Monotonic
πᾰλαιός: -ά, -όν, ανωμ. συγκρ. και υπερθ. παλαιότερος, -ότατος, αλλά οι συνήθεις τύποι είναι παλαίτερος, -αίτατος (προέρχονται από το πάλαι)·
I. 1. παλιός στα χρόνια, α) λέγεται για ανθρώπους, μεγάλος, ηλικιωμένος, ἢ νέος ἠὲ παλαιός, σε Όμηρ.· παλαιὸς γέρων, παλαιὰ γρηῦς, σε Ομήρ. Οδ.· χρόνῳ παλαιῷ, σε Σοφ. β) λέγεται για πράγματα, οἶνος, σε Ομήρ. Οδ.· νῆες, στο ίδ.
II. αυτός που ανήκει στα παλιά χρόνια, αρχαίος,
1. λέγεται για ανθρώπους, σε Όμηρ.· Μίνως παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν, σε Θουκ.· οἱ παλαιοί, οι αρχαίοι, Λατ. veteres, στον ίδ. 2. α) λέγεται για πράγματα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ παλαιόν, ως επίθ., όπως τὸ πάλαι, παλιά, άλλοτε, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐκ παλαιοῦ, από παλιά, στον ίδ.· ἐκ παλαιτέρου, από παλιότερα, στον ίδ.· ἐκ παλαιτάτου, σε Θουκ. β) λέγεται για πράγματα επίσης, διατηρημένος, φθαρμένος, απαρχαιωμένος, παλιός, σε Αισχύλ., Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιός: ά, όν· Αἰολ. πάλαος Εὐστ. 28. 33, Βοιωτ. πάληος Ἐτυμολ. Μέγ. 32. 6· ἀλλὰ παλᾰός Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 992· Λακων. παλεόρ (ἴδε κατωτ.)· - ὁμαλὸν συγκρ. παλαιότερος Πινδ. Ν. 6. 90, Θουκ. 1. 1, Πλάτ., κλ.· παλαιότατος Πλάτ. Τίμ. 83Α, κτλ.· ἀλλὰ συνηθέστεροι τύποι εἶναι παλαίτερος, παλαίτατος (ἐκ τοῦ πάλαι), Πινδ. Π. 10. 90, Ν. 7. 65, Θουκ, κλ.. ἴδε ἀνωτ. (Ἡ παραλήγουσα παρὰ ποιηταῖς ἔστιν ὅτε εἶναι βραχεῖα, Σοφ. Ἀποσπ. 655, Εὐρ. Ἠλ. 497, Δαμόκρ. παρὰ Γαλην. 13. 821D, 862Β· ἐν τούτοις τοῖς χωρίοις ὁ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 4. 18 φαίνεται ὅτι εἶχεν ἀναγνώσῃ παλεός, πρβλ. Θεογνώστ. Κανόνας 50. 3, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 988· ἐν τῷ ὑστάτῳ τούτῳ χωρίῳ ὁ Δινδ. ἀποκαθίστησι τὸν Λακωνικὸν τύπον παλεόρ, πρβλ. Ahr. D. D. σ. 71). Ι. παλαιὸς κατὰ τὰ ἔτη, α) τὸ πλεῖστον ἐπὶ προσώπων, γέρων, ἡλικιωμένος, γηραιός, ἢ νέος ἠὲ παλαιὸς Ἰλ. Ξ. 108· νέοι ἠὲ παλαιοὶ Ὀδ. Α. 395· παλαιῷ φωτὶ ἐοικὼς Ἰλ. Ξ. 136· ὡσαύτως, παλαιὸς γέρων, παλαιὰ γρηῦς Ὀδ. Ν. 432, Τ. 346, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 676· χρόνῳ παλαιῷ Σοφ. Ο. Κ. 112· ἐν παλαιτέροισι Πινδ. Ν. 3. 127· ἔνθα δὴ παλαίτατοι θάσσουσι Εὐρ. Μήδ. 68· - ὡσαύτως ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀνόητος, βλὰξ (παλεόρ· «μωρὸς» Ἡσύχ.), Ἀριστοφ. Λυσ. 988· πρβλ. Κρόνιος. 2) ἐπὶ πραγμάτων, οἶνος Ὀδ. Β. 340· νῆες.. νέαι ἠδὲ π. αὐτόθι 293· τρὺξ π. καὶ σαπρὰ Ἀριστοφ. Πλ. 1086· [τριήρεις] παλαιαὶ ἀντὶ καινῶν Λυσ. 179. 37· ὑποδήματα Πλάτ. Μένων 91D, κτλ. ΙΙ. εἰς ἀρχαίους χρόνους ἀνήκων, ἀρχαῖος, 1) ἐπὶ προσώπων, ξεῖνος π., παλαιὸς φίλος, Ἰλ. Ζ. 215, Σοφ. Τρ. 263, Εὐρ. Ἄλκ. 212· παλαιοῦ Δαρδανίδαο Ἰλ. Λ. 166, πρβλ. Ὀδ. Β. 118· Μίνως παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν Θουκ. 1. 4· οἱ πάνυ π. ἄνθρωποι Πλάτ. Κρατ. 411Β· οἱ π., οἱ ἀρχαῖοι, Λατιν. veteres, Θουκ. 1. 3, Γραμμ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, λέκτορα Ὀδ. Ψ. 296· παλαιά τε πολλά τε εἰδὼς Η. 157· καινὰ καὶ π. ἔργα Ἡρόδ. 9. 26· νόμοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 778· κατὰ τὸ νόμιμον τὸ π. καὶ ἀρχαῖον Λυσ. 107. 41· κατὰ τὸν π. λόγον Πλάτ. Γοργ. 499C· ἡ π. παροιμία ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 329Α· παλαί’ ἂν [εἴη], ἐξ ὅτου Σοφοκλ. Φιλ. 493, πρβλ. Αἴ. 622· - ἐπὶ τόπων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 17, Σοφ. Ἠλ. 4, κτλ.· - τὸ παλαιόν, ὡς ἐπίρρ., ὡς τὸ πάλαι, κατὰ τοὺς παλαιοὺς χρόνους, ἄλλοτε, Ἡρόδ. 1. 171, Αἰσχύλ. Πέρσ. 101 (λυρ.), κλ.· τό γε παλαιὸν Πλάτ. Κρατ. 401C, κλ.· - ὡσαύτως, ἐκ παλαιοῦ, ἀπὸ παλαιοῦ χρόνου, Ἡρόδ. 1. 157, Ἀντιφῶν 115, 23, Θουκ. 1. 2· ἐκ παλαιοτέρου, ἀπὸ παλαιοτέρου χρόνου, Ἡρόδ. 1. 60· ἐκ παλαιοτάτου Θουκ. 1. 18· - ἀρχαῖα καὶ παλαιά, ὁμοῦ, Λυσ. 107. 40, Δημ. 597, 18 (πρβλ. Σοφ. Τρ. 555), - ὡς ἐν τῇ Λατ. prisca et vetusta, Ruhnk. Vell. Pat. 1. 16, 3. 3) ἐπὶ πραγμάτων ὡσαύτως, α) ἐπὶ καλῆς σημασίας, παλαιός, ἐπὶ μακρὸν χρόνον διατηρούμενος, π. ὄλβος, δόξα, φήμη κλ., πρβλ. παλαιόπλουτος· ἑπομένως, ἐπὶ τὸ ἰσχυρότερον σεβάσμιος, τετιμημένος, ἅπερ παλαιότατα ἀνθρώποις, quae hominibus antiquissima sunt, Ἀντιφῶν 141. 34. β) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἀπηρχαιωμένος, ἄχρηστος, ὡς τὸ ἀρχαῖον, Αἰσχύλ. Πρ. 317, Σοφ. Ο. Τ. 290.
Middle Liddell
πᾰλαιός, ή, όν [formed from πάλαι
I. old in years,
a. of persons, old, aged, ἢ νέος ἠὲ παλαιός Hom.; π. γέρων, π. γρηῦς Od.; χρόνῳ π. Soph.
2. of things, οἶνος Od.; νῆες Od.
II. of old date, ancient,
1. of persons, Hom.; Μίνως παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν Thuc.; οἱ π. the ancients, Lat. veteres, Thuc.
2. of things, Od., Hdt., etc.: —τὸ παλαιόν, as adv. like τὸ πάλαι, anciently, formerly, Hdt., etc.; ἐκ παλαιοῦ from of old, Hdt.; ἐκ παλαιτέρου from older time, Hdt.; ἐκ παλαιτάτου Thuc.
b. of things, also, antiquated, obsolete, Aesch., Soph.
Chinese
原文音譯:palaiÒj 爬來哦士
詞類次數:形容詞(19)
原文字根:老
字義溯源:古老的,舊的,陳的,陳舊的,舊的東西,無價值的;源自(πάλαι)*=從前)。比較: (ἀρχαῖος)=原始的參讀 (πάλαι)同源字
出現次數:總共(19);太(3);可(3);路(5);羅(1);林前(2);林後(1);弗(1);西(1);約壹(2)
譯字彙編:
1) 舊(14) 太9:16; 太9:17; 可2:21; 可2:22; 路5:36; 路5:37; 羅6:6; 林前5:7; 林前5:8; 林後3:14; 弗4:22; 西3:9; 約壹2:7; 約壹2:7;
2) 舊的(2) 可2:21; 路5:36;
3) 陳的(2) 路5:39; 路5:39;
4) 舊的東西(1) 太13:52
English (Woodhouse)
aged, ancient, antiquated, antique, obsolete, old-fashioned, stale, belonging to former times, fallen into disuse, out of date, out of fashion, worn out
Translations
Adyghe: жъы; Afrikaans: ou; Albanian: plak; American Sign Language: S@Chin S@FromChin; Arabic: كَبِير اَلسِّنّ, مُسِنّ; Egyptian Arabic: عجوز; Hijazi Arabic: كَبير, عجوز, شايب; South Levantine Arabic: كبير; Aragonese: biello, viello; Armenian: ծեր, պառավ, տարեց; Assamese: বুঢ়া, বুঢ়ী; Asturian: vieyu; Azerbaijani: qoca; Bashkir: ҡарт; Basque: zahar, agure, atso; Belarusian: стары, пажылы, у гадах, немалады; Bengali: পুরোনো, প্রবীণ; Brunei Malay: tua, beumur; Bulgarian: стар, въ́зстар, възстар, въ́зрастен; Burmese: အို; Catalan: vell, gran; Chamicuro: shashaka; Cherokee: ᎠᎦᏴᎵ; Chickasaw: sipokni; Chinese Cantonese: 老; Dungan: ло; Mandarin: 老, 年老的, 老年的; Chuvash: ватӑ; Czech: starý; Danish: gammel; Dutch: oud; Esperanto: maljuna, grandaĝa, olda; Estonian: vana; Etruscan: 𐌅𐌄𐌕𐌖𐌔; Even: хагди; Evenki: сагды; Finnish: vanha; Franco-Provençal: vieu; French: vieux; Friulian: vieli; Galician: vello; Georgian: მოხუცი, ბებერი, ხანდაზმული; German: alt; Middle High German: eltlich; Gothic: 𐌰𐌻𐌸𐌴𐌹𐍃, 𐍃𐌹𐌽𐌴𐌹𐌲𐍃, 𐍆𐌰𐌹𐍂𐌽𐌴𐌹𐍃; Greek: γηραιός, ηλικιωμένος; Ancient Greek: γηραιός; Hawaiian: luahine, ʻelemakule; Hebrew: זָקֵן, קָשִׁישׁ; Hiligaynon: baúg; Hindi: बूढ़ा; Hungarian: öreg, idős; Icelandic: gamall; Ido: olda; Indonesian: tua; Irish: sean, aosta; Italian: vecchio; Japanese: 年老いた, 老いた; Javanese: tuwa; Kabuverdianu: bedju, bedje; Karakhanid: يَشْلِغْ; Kashubian: stôri; Kazakh: кәрі; Khmer: ចាស់; Korean: 늙다, 나이들다, 연로하다, 나이 많다; Kurdish Central Kurdish: پیرەمێرد, پیرەژن; Northern Kurdish: pîr, پیر; Kyrgyz: кары; Lao: ແກ່; Latin: vetus, vetulus, senex, annosus; Latvian: vecs; Ligurian: vêgio; Lithuanian: senas; Livonian: vanā; Lombard: vegg, veggia; Louisiana Creole French: vyé; Macedonian: стар; Malay: tua; Malayalam: പഴയ, പഴയത്; Maltese: xiħ, xiħa, xjuħ; Manchu: ᠰᠠᡴᡩᠠ; Marathi: भुंडा; Minangkabau: tuo, gaek; Mongolian: хөгшин; Mòcheno: òlt; Nanai: сагди; Navajo: sání; Norwegian Bokmål: gammel, gammal; Nynorsk: gamal, gammal; Occitan: vièlh; Old Church Slavonic Cyrillic: старъ; Old East Slavic: старъ; Old English: eald, gamol; Old Javanese: tuha; Ottoman Turkish: یاشلی; Persian: پیر, کهنسال, مسن, زرمان; Plautdietsch: oolt; Polish: stary, niemłody; Portuguese: velho, idoso; Punjabi: ਬੁੱਢਾ; Rapa Nui: koroua, tuuai; Romani: phuro; Romanian: bătrân; Romansch: vegl; Russian: старый, пожилой, немолодой, в летах, в годах, в возрасте; Rusyn: старый; Sanskrit: वृद्ध; Serbo-Croatian Cyrillic: стар; Roman: star; Sinhalese: නාකි, වයසක; Slovak: starý, bývalý; Slovene: stàr; Sorbian Lower Sorbian: stary; Spanish: anciano, viejo, provecto, añejo; Sundanese: sepuh; Swedish: gammal, åldrig, ålderstigen; Tajik: пир; Tatar: карт; Tausug: mas; Telugu: ముసలి; Tetum: katuas, ferik; Thai: แก่; Tocharian B: ktsaitstse, śrāñ; Tongan: motuʻa; Turkish: yaşlı; Turkmen: garry; Udmurt: пересь; Ukrainian: старий, лі́тній, у літах, немолодий, підстаркуватий; Urdu: بوڑھا; Uyghur: قېرى; Uzbek: qari; Venetian: vècio, vecio; Vietnamese: già; Waray-Waray: a-rug, lagas; Welsh: hen; West Frisian: âld; Yiddish: אַלט, זקנדיק, זקניש, יעריק; Zazaki: khal; Zhuang: laux
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ἐπίρρ. πάλαι (=πρίν ἀπό πολύ χρόνο).
Παράγωγα: παλαιότης, παλαιόω (=παλιώνω), παλαίωσις, παλαίωμα, παλαιογενής.