στενός

Revision as of 12:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

English (LSJ)

Ion. στεινός, ή, όν, Aeol. στένος Alc.Supp.34 (dub. l.):—

   A narrow, opp. εὐρύς, πλατύς, Hdt.2.8 (Sup.), 4.195, al.; ψαλίς S. Fr.367; δίαυλος E.Tr.435; ἐσβολή Hdt.7.175 (Comp.); πόρος ib. 176; ἡ ἔσοδος Th.7.51; οὔτ' εὐρεῖα οὔτε στενὴ διαφυγή Pl.Lg.737a; ἐν στενῷ, Ion. στεινῷ, in a narrow space, A.Pers.413, Hdt.8.60. β; ποιεῖν τὸν δῆμον εὐρὺν καὶ σ. Ar.Eq.720; σ. ποδεών Hdt.8.31; ἔντερον Ar.Nu.161; πόροι, φλέβες, Ti.Locr.101a, Pl.Ti.66a; κεφαλή, πόδες, X.Cyn.5.30.    2 Subst., τὰ σ. the narrows, straits, of a pass, Hdt.7.223; of a sea, Th.2.86, etc.; of the straits of Gibraltar, Str.3.5.5; so τὸ σ. the strait (Hellespont), Luc.DMar.9.1; ἐπὶ σ. τῆς ὁδοῦ X.HG7.1.29; also ἡ στενή a narrow strip of land, Th.2.99; τὰ σ. passes, defiles, Phld.Rh.1.334 S.    II metaph., close, confined, ἀπειληθέντες ἐς στεινόν driven into a corner, Hdt.9.34; σ. ζῶμεν χρόνον Men.410; εἰς στενὸν κομιδῇ τὰ τῆς τροφῆς τινι καταστήσεται D.1.22; εἰς σ. τοῦ καιροῦ φθείρεσθαι Alciphr.1.24.    2 scanty, petty, Pl.Grg.497c; ὑποθέσεις Plb.7.7.6; ἐλπίδες D.H.4.52; ἐρωτήσεις Philostr.VS2.30; small-minded, narrow-minded, in Adv. Comp., PGiss.40 ii7 (iii A.D.).    3 of sound and style, thin, meagre, Arist.Aud.803b24, Rh.1413b15; hard to pronounce, συλλαβὴ σ. καὶ δύστομος Phld.Po.2.15.—Choerob. in Theod.2.76 H., EM 275.50 say that στενός, like κενός, forms the Comp. and Sup. στενότερος, στενότατος, and these forms are explainable from *στενϝότερος, *στενϝότατος, which are implied by the Ionic forms στεινότερος, -ότατος (στεινότερος occurs in Hdt.1.181, 7.175, στενότερος in IG7.3073.109 (Lebad., ii B.C.), Pl.Phd.111d, X.Cyr.2.4.3 with v.l.); and στενοτάτου is required by the metre in Scymn.922; the form στενώτερος is however found in Hp.VM22, Arist.PA675a35, al.    III Adv., στενῶς διακεῖσθαι to be in difficulties, PCair.Zen.498 (iii B.C.), PTeb. 760.19 (iii B.C.), D.L.8.86, cf. LXX 1 Ki.13.6.

German (Pape)

[Seite 935] ion. στεινός, eng, schmal, dünn; ὡς δὲ πλῆθος ἐν στενῷ νεῶν ἥθροιστο, Aesch. Pers. 405, τὰ στεινά, die Engen, Engpässe, Her. 7. 176. 223; οὔσης δὲ στενῆς τῆς εἰσόδου, Thuc. 7, 51; Ggstz εὐρύς, Plat. Legg. V, 737 a; comparat. στενώτερα, vulg. στεινότερα, Phaed. 111 d; so schwankt die Lesart auch Xen. Cyr. 2, 4, 3, die abweichende Form (στενότερος B. A. 1216) ist von dem ion. στεινός abzuleiten; εἰς στενὸν τὰ τῆς τροφῆς τοῖς ξένοις αὐτῷ καταστήσεται, Dem. 1, 22, auch = leicht, geringfügig, ὑπόθεσις, Pol. 7. 7, 6, ouch = mangelhaft, kärglich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στενός: Ἰων. στεινός, ή, όν· (ἴδε ἐν λ. στένω)· - στενός, δύσκολος, ἀντίθετον τῷ εὐρύς, πλατύς, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 2.· 8., 4. 195, κ. ἀλλ.· ψαλὶς Σοφ. Ἀποσπ. 336· δίαυλος Εὐρ. Τρῳ. 435· ἐσβολὴ Ἡρόδ. 7. 175· πόρος αὐτόθι 176· ἡ ἔσοδος Θουκ. 7. 51· οὔτ’ εὐρεῖα οὔτε στενή διαφυγή Πλάτ. Νόμ. 737Α· ἐν στενῷ, Ἰων. στεινῷ, ἐν στενῇ περιοχῇ, Ἡρόδ. 8. 60, 2, Αἰσχύλ. Πέρσ. 413· ποιεῖν τὸν δῆμον εὐρὺν καὶ στενὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 720· ὡσαύτως, στ. ποδεὼν Ἡρόδ. 8. 31· ἔντερον Ἀριστοφ. Νεφ. 161· πόροι, φλέβες Τίμ. Λοκρ. 101Α, Πλάτ. Τίμ. 66Α· κεφαλή, πόδες Ξεν. Κυν. 5, 30. 2) ὡς οὐσιαστ., τὰ στενά, στενὸν μέρος, δίοδος στενή, πέραμα, Ἡρόδ. 7. 223· ἐπὶ θαλάσσης ἢ ποταμοῦ, Θουκ. 2. 86, κτλ.· τὰ στ. τοῦ πορθμοῦ Στράβ. 257· οὕτω, τὸ στενόν, (ὁ Ἑλλήσποντος), Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 9. 1· ἐπὶ στ. τῆς ὁδοῦ Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29· ὡσαύτως, ἡ στενή, στενὴ λωρὶς γῆς, Θουκ. 2. 99. ΙΙ. μεταφορ., στενός, συγκεκλεισμένος, περιωρισμένος, ἀπειληθῆναι ἐς στεινόν, σπρώχνομαι εἰς γωνίαν, Ἡρόδ. 9. 34· στ. ζῶμεν χρόνον Μένανδρ. ἐν «Πλοκίῳ» 9· ἐς στ. κομιδῇ τὰ τῆς τροφῆς τινι καταστήσεται Δημ. 15. 24· εἰς στ. τοῦ καιροῦ φθείρεσθαι Ἀλκίφρων 1. 24. 2) ὀλίγος, ὀλιγοστός, «παραμικρός», Πλάτ. Γοργ. 497C· ὑποθέσεις Πολύβ. 7. 7, 6· ἐλπίδες Διον. Ἁλ. 4. 52. 3) ἐπὶ ἤχου καὶ ὕφους, λεπτός, ἀδύνατος, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 57, Ρητορ. 3. 12, 2. - Οἱ παλαιοὶ γραμμ. λέγουσιν ὅτι τὸ στενός, ὡς τὸ κενός, σχηματίζει τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθετ. στενότερος, στενότατος, ἴσως ἐκ τῶν παλαιοτέρων Ἰων. τύπων στεινότερος, -ότατος, (στεινότερος ἀπαντᾷ παρ’ Ἡροδ. 1. 181., 7. 175, στενότερος παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 111D (ἐν τοῖς πλείστοις τῶν Ἀντιγράφων), Ξεν. Κύρ. 2. 4, 3), Χοιροβοσκ. 550. 17 Gaisf. Ἐτυμολ. Μέγ.· καὶ στενοτάτου ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον παρὰ τῷ Σκύμν. 709· ὁ ὁμαλὸς τύπος στενώτερος εὕρηται παρ’ Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17, Πλάτ. Τιμ. 66D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 29, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. Ἐπίρρ., στενῶς διακεῖσθαι, εὑρίσκομαι ἐν δυσχερείαις, Διογ. Λ. 8. 86.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
étroit, resserré ; τὸ στενόν, τὰ στενά passage étroit, défilé ; qqf bras de mer, détroit ; ἡ στενή THC étroite langue de terre ; p. anal., fig. :
1 resserré, gêné : εἰς στενὸν καθίστασθαι DÉM être réduit aux extrémités, à la détresse ; εἰς στενὸν συνελαύνειν LUC réduire aux extrémités;
2 chétif, mesquin, de peu d’importance;
3 en parl. du style maigre, sec, pauvre;
Cp. στενότερος (pour *στενϜότερος ; cf. κενός), ion. στεινότερος.
Étymologie: R. Στεν, resserrer, cf. στένω.

English (Strong)

probably from the base of ἵστημι; narrow (from obstacles standing close about): strait.

English (Thayer)

στενή, στενόν, from Aeschylus and Herodotus down, the Sept. for צַר, narrow, strait: πύλη, L Tr brackets πύλη)); Luke 13:24.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στενός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ιων. τ. στεινός, -ή, -όν, Α
1. αυτός που έχει μικρό πλάτος, που δεν είναι φαρδύς (α. «στενός δρόμος» β. «οὔτ' εὐρεῑα οὔτε στενὴ διαφυγή», Πλάτ.)
2. (το ουδ. στον εν. και πληθ. ως ουσ.) το στενό και τα στενά
στενό πέρασμα μεταξύ δύο βουνών ή μεταξύ βουνού και θάλασσας, στενωπός, ή στενή λωρίδα θάλασσας που ενώνει δύο πελάγη (α. «τα στενά τών Θερμοπυλών» β. «τα στενά τών Δαρδανελλίων» γ. «οἱ δὲ μὴ ἐσπλεῑν ἐς τὰ στενά», Θουκ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, ο μη ευρύχωρος (α. «στενά παπούτσια» β. «στενό παντελόνι»)
2. μτφ. α) (για πρόσ.) κοντινός, πλησιέστατος, αγαπητός (α. «στενός φίλος» β. «στενός συνεργάτης» γ. «στενοί συγγενείς»)
β) (για καταστάσεις) οικείος, φιλικός, εγκάρδιος (α. «έχουν αναπτύξει στενή φιλία» β. «έχουν στενές σχέσεις» γ. «υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ τους»)
3. το θηλ. ως ουσ. μτφ. η στενή
η φυλακή
4. το ουδ. ως ουσ. στενή δίοδος, στενή διάβαση, στενός δρόμος, σοκάκι
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) διεθν. δίκ. τα μεταξύ δύο ακτών φυσικά θαλάσσια περάσματα από και προς ευρύτερες θαλάσσιες μάζες, η διέλευση τών οποίων ρυθμίζεται με διεθνείς συμβάσεις
6. φρ. α) «υπὸ στενή έννοια» — υπό την ακριβή και μη γενική και αόριστη έννοια, κατά κυριολεξία
β) «τά βρήκε στενά» — συνάντησε δυσκολίες
γ) «είμαι στα στενά» — βρίσκομαι σε δύσκολη θέση
δ) «στενή αντίληψη» — περιορισμένη, δογματική αντίληψη
ε) «σε στενό κύκλο» — σε μικρό αριθμό προσώπων, σε μικρό αριθμό συνεργατών
αρχ.
1. κλεισμένος, κλειστός
2. λίγος, λιγοστός («στεναὶ ἐλπίδες», Δίον. Αλ.)
3. (για ήχο) ασθενής, αδύνατος
4. (για ύφος) λεπτός
5. μτφ. εγωιστής, εγωκεντρικός
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ στενόν
α) ο πορθμός του Γιβραλτάρ
β) ο Ελλήσποντος
7. το θηλ. ως ουσ. στενή λωρίδα γης
8. φρ. α) «ἐν στενῷ» — σε στενή περιοχή
β) «στενὴ συλλαβή» — δύσκολα προφερόμενη συλλαβή
γ) «ἀπειληθέντες ἐς στεινόν» — σπρωγμένοι στη γωνία.
επίρρ...
στενώς / στενῶς ΝΜΑ, και στενά Ν
με στενότητα, με στενό τρόπο, με περιορισμένο τρόπο
νεοελλ.
με περιορισμένη οπτική γωνία, δογματικά («τά βλέπει πολύ στενά τα πράγματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το επίθ. στενός έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ. στεν-F-ός (πρβλ. ιων. στεινός, με αντέκταση), όπως επιβεβαιώνουν τα παραθετικά του τ. στενότερος, -ότατος (< στενFότερος) και το επίθ. στενυ-γ-ρός, στο θ. του οποίου εμφανίζεται το -F- με την φωνηεντική του μορφή (πρβλ. και το τοπωνύμιο Στενύ-κληρος). Παράλληλα με το επίθ. στενός μαρτυρείται το σιγμόληκτο ουδ. στένος, το οποίο, μαζί με τους τ. στενυ-γρός και Στενύ-κληρος, θα μπορούσε να ενταχθεί στο μορφολογικό σύστημα του νόμου του Caland (πρβλ. αἶσχος: Αἰσχύλος). Το επίθ., τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή στενο- σε μια σειρά συνθ. προσδίδοντας στο β' συνθετικό τη σημ. του στενού, του μικρού, του περιορισμένου, του πνιγηρού (πρβλ. στενό-χωρος).
ΠΑΡ. στενότητα(-ης)
αρχ.
στενυγρός, στενώδης
αρχ.-μσν.
στενῶ
νεοελλ.
στενεύω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) στενόμακρος, στενόστομος, στενόφυλλος, στενόχωρος, στενωπός
αρχ.
στεναύχην, στενόβουλος, στενόβρογχος, στένοδος, στενοκοίλιος, στενολέσχης, στενοπαθώ, στενόπορθμος, στενόπορος, στενόπους, στενοπρόσωπος, στενόσημος, στενοτράχηλος, στενοφυής, στενόφωνος
αρχ.-μσν.
στενόφλεβος
μσν.
στενοκομιδή
μσν.- νεοελλ.
στενόρρινος, στενόψυχος
νεοελλ.
στενογράφος, στενοκαρδία, στενόκαρδος, στενοκέφαλος, στενόκωλος, στενομέτωπος, στενόμυαλος, στενοσόκακο, στενοσχιδής, στενοτοπιά. (Β' συνθετικό) αρχ. διάστενος, επίστενος, μεσόστενος, υπόστενος
νεοελλ.
κατάστενος, μακρόστενος, μετάστενος, ολόστενος, ψηλόστενος].