νόσος
English (LSJ)
Ep. and Ion. (not Dor., cf. Berl.Sitzb.1927.156 (Cyrene)) νοῦσος, ἡ,
A sickness, disease, plague, νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε κακήν (sc. Apollo), ὀλέκοντο δὲ λαοί Il.1.10; νοῦσόν γ' οὔ πως ἔστι Διὸς μεγάλου ἀλέασθαι Od.9.411; δολιχὴ ν. 11.172; νοῦσοι ἀργαλέαι Hes. Op.92:— Phrases: ἐς ν. πεσεῖν A.Pr.473; ἐς ν. ἐμπίπτειν Antipho 1.20; νόσον ἐμπεπτωκέναι τοῖς κτήνεσιν X.Cyr.8.3.41; μοι ν. ἐπήλυθεν Od.11.200; νόσῳ ληφθέντι S.Tr.445; κάμνειν νόσον, ὑπὸ νόσου, v. κάμνω; ἀσθενεῖν ταύτην τὴν νόσον Isoc.19.24; ἐκ τῆς νούσου ἀνέστη Hdt.1.22; θήλεα ν. ib.105, cf. Hdn.4.12.2; ἱερὰ νόσος, v. ἱερός IV. 8: ν. defined, Gal.7.43. II generally, distress, anguish, Hes.Th.527, S.OC544 (lyr.), etc. 2 disease of mind, esp. caused by madness, passion, vice, etc., ν. φρενῶν A.Pers.750 (troch.); θεία ν., i.e. madness, S.Aj.185 (lyr.); μανιάσιν ν. ib.59; λυσσώδη ν. ib.452; of love, Id.Tr.491; Ἀφροδίτας ν. E.Hipp.767 (lyr.); ἀκόλαστον ἔσχε γλῶσσαν, αἰσχίστην ν. Id.Or.10; τῆς μεγίστης ν., ἀνοίας Pl.Lg.691d; ν. καὶ στάσιν οὐ ταὐτὸν νενόμικας; Id.Sph.228a. 3 plague, bane, mischief, e.g. a whirlwind is θεία ν. S.Ant.421, cf. 1141 (lyr.); of the trident of Poseidon, A.Pr.924 (s.v.l.); πεντεσύριγγος ν., of the pillory, Polyeuct. ap. Arist. Rh.1411a23; κτείνειν τινὰ ὡς νόσον πόλεως Pl.Prt.322d.
German (Pape)
[Seite 264] ἡ, ion. u. ep. νοῦσος, Krankheit; Seuche, die ein zürnender Gott schickt, νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε κακήν, Il. 1, 10; νούσῳ ὑπ' ἀργαλέῃ φθίσθαι, 13, 667, Ggstz des schnellen Todes, vgl. 670 u. Od. 11, 172; ἐν νούσῳ κεῖται, 5, 395; οὔτις μοι νοῦσος ἐπήλυθε, 11, 200; ἰατῆρα θερμᾶν νόσων, Pind. P. 3, 66; βαρειᾶν νόσων ἀκέσματα, 5, 63; παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων, 3, 7; ἐς νόσον πεσών, wie auch wir sagen: in eine Krankheit verfallen, Aesch. Prom. 471. 476 (εἰς νόσον ἐμπίπτει, Antipho 1, 20); νόσος φρενῶν, Pers. 736, u. oft übertr. von allen Leidenschaften; Soph. vom Wahnsinn, Ai. 59, θεία νόσος, 185, ἐμβαλοῦσα λυσσώδη νόσον, 447; von der Liebe, Tr. 445. 491 u. öfter bei Eur.; – ἐκ τῆς νούσου ἀνέστη, Her. 1, 22; ἐκφυγὼν τὴν νοῦσον, ib. 25; ἡ σώματος πονηρία νόσος οὖσα, Plat. Rep. X, 609 c; τῆς μεγίστης νόσου ἀνοίας πληρωθεῖσα αὑτῆς τὴν διάνοιαν, Legg. III, 691 c, die Sucht, von heftiger Begierde, Theaet. 169 b u. ähnliche Stellen zeigen, wie geläufig die Uebertragung auf geistige Uebel war; er sagt auch τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως, Prot. 322 d, u. vrbdt κάμνειν ἐν νόσοις, Phil. 45 a, wie κάμνειν τὰς νόσους, Rep. III, 408 e; Xen. u. Folgde überall.
Greek (Liddell-Scott)
νόσος: Ἰων. νοῦσος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἀσθένεια, ἀρρωστία, Ὅμ. (ὅστις, ὡς ὁ Ἡσ. καὶ ὁ Ἡρόδ., ἔχει ἀείποτε τὸν Ἰων. τύπον), κτλ.· - ὁ Ὅμ. παριστάνει τὴν νόσον ἀείποτε ὡς θείαν τιμωρίαν προερχομένην ἐκ θεοῦ τινος παρωργισμένου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν αἰφνίδιον καὶ εὔκολον θάνατον ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὴν Ἄρτεμιν, ὡς καὶ πρὸς τὸν βίαιον θάνατον· κατὰ τὸν Ἡσίοδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 92, 102, νόσος ἦτο ἓν ἐκ τῶν δώρων τῆς Πανδώρας πρὸς τοὺς ἀνθρώπους· - ἐς ν. πίπτειν Αἰσχύλ. Πρ. 474· ἐς ν. ἐμπίπτειν Ἀντιφῶν 113. 31· νόσος ἐμπίπτει τινὶ Ξεν. Κύρ. 8. 3, 41· ἐπέρχεταί τινι Ὀδ. Λ. 199· λαμβάνεσθαι νόσῳ, ὑπὸ νόσου Σοφ. Τρ. 446, κτλ.· κάμνειν νόσῳ, ἴδε ἐν λ. κάμνω· ἀσθενεῖν ταύτην τὴν νόσον Ἰσοκρ. 389C· πρβλ. νοσέω· - ἐκ τῆς νούσου ἀνέστη Ἡρόδ. 1. 22· - ἱερὰ νόσος, ἴδε ἱερός ΙΙΙ. 4. ΙΙ. καθόλου, θλῖψις, ἀθλιότης, δυστυχία, λύπη, κακόν, Ἡσ. Θ. 527, 799, Τραγ. 2) νόσος τοῦ νοῦ, ἰδίως ἐκ μανίας ἢ παραφροσύνης, ὀργῆς, ἐγκλημάτων, κτλ., Τραγ.· ν. φρενῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 750· θεία ν., ὅ ἐστι παραφροσύνη, Σοφ. Αἴ. 186· μανιάσιν ν. αὐτόθι 59· ν. λυσσώδη αὐτόθι 452· ἐπὶ ἔρωτος, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 445, 491, Εὐρ. Ἱππ. 766· ἀκόλαστον εἶχε γλῶσσαν, αἰσχίστην ν. ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 10· τῆς μεγίστης ν., ἀνοίας Πλάτ. Νόμ. 691C· πρβλ. νοσέω 2. 3) ἐπὶ πόλεων ἢ κρατῶν, ἀκαταστασία, στάσις, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 228Α, καὶ ἴδε νοσέω 3. 4) πληγή, ὄλεθρος, βλάβη, π.χ., ὁ ἀνεμοστρόβιλος καλεῖται θεία νόσος, Σοφ. Ἀντ. 421 (ὁ αὐτὸς καλεῖται οὐράνιον ἄχος, μικρὸν ἀνωτέρω)· ἐπὶ νόσῳ νόσον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 544· ἢ ἡ αἰτία μεγάλης τινὸς ταραχῆς, οἷον ἡ τρίαινα τοῦ Ποσειδῶνος ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 924· πρβλ. πεντεσύριγγος. 5) νόσος μεγάλη· «ἐπιληψία» Ἡσύχ. (Ἴσως νόσος, νοῦσος εἶναι συγγενὲς τῷ Λατ. noc-eo, nox-a, ἴδε ἐν λ. νέκυς).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
maladie :
I. au sens phys. :
1 en parl. de pers. ἐς νόσον πίπτειν ESCHL tomber malade ; ἐκ τῆς νούσου (ion.) ἀνιστάναι HDT, νόσου ἀπαλλαγῆναι XÉN relever ou sortir de maladie ; νόσος μεγάλη HDT ou νόσος ἱερά l’épilepsie;
2 en parl. de la terre stérilité;
II. en parl. de l’intelligence égarement de l’esprit, démence, folie;
III. au sens mor.
1 souffrance morale, folle passion;
2 vice, défaut.
Étymologie: DELG aucune étymologie n’est en vue.
English (Autenrieth)
see νοῦσος.
English (Slater)
νόσος, νοῡσος (ἡ: νόσοι, -ων, -ους; νούσῳ, -ον, -ων.)
1 illness, affliction ὀξείας δὲ νόσους ἀπαλάλκοι (sc. Ζεύς) (O. 8.85) Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων (P. 3.7) πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους (P. 3.46) ἰατῆρα θερμᾶν νόσων (P. 3.66) βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ (P. 5.63) νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ (P. 10.41) Ἰάλεμον ὠμοβόλῳ νούσῳ πεδαθέντα σθένος Θρ. 3. 10. met., ἀλλ' εὔχεται οὐλομέναν νοῦσον διαντλήσαις ποτὲ οἶκον ἰδεῖν (sc. Δαμόφιλος, who suffers the miseries of exile) (P. 4.293)
English (Strong)
of uncertain affinity; a malady (rarely figuratively, of moral disability): disease, infirmity, sickness.
English (Thayer)
νόσου, ἡ, disease, sickness: R G L); Homer, Herodotus, others.))
Greek Monolingual
η (ΑΜ νόσος, Α επικ. και ιων. τ. νοῡσος)
1. διαταραχή τών φυσιολογικών διεργασιών του οργανισμού ή τμημάτων του λόγω εξωτερικών ή εσωτερικών αιτίων, νόσημα, αρρώστια, ασθένεια
2. φρ. «ιερά νόσος» — η επιληψία
νεοελλ.
φρ. α) «επαγγελματική νόσος» — ασθένεια που προσβάλλει όσους εργάζονται σε ειδικά επαγγέλματα με επικίνδυνες συνθήκες εργασίας
β) «νόσος ενδημική»
ιατρ. κάθε αρρώστια που εμφανίζεται σταθερά σε έναν τόπο
γ) «νόσος επιδημική»
ιατρ. κάθε νόσος με μεγάλη μεταδοτικότητα που προσβάλλει σε μικρό χρονικό διάστημα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού
μσν.-αρχ.
πολιτική αναταραχή, στάση
αρχ.
1. επιδημία, λοιμός
2. παραφροσύνη, τρέλα
3. αθλιότητα, δυστυχία
4. όλεθρος, καταστροφή
5. (για την τρίαινα του Ποσειδώνος) αιτία μεγάλης ταραχής
6. φρ. «πεντεσύριγγος νόσος» — ο κύφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ύπαρξη του τ. νοῦσος στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο οδηγεί στην υπόθεση ότι η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. νόσFος, από όπου με αντέκταση προήλθε η νόθος δίφθογγος -ου-στην Ιωνική, ενώ στην αττική διάλεκτο παρατηρείται σίγηση του -F- χωρίς αντέκταση (πρβλ. μόνFος > μοῦνος ομηρ. ιων. — μόνος αττ.). Κατ' άλλους, όμως, το ομηρ. νοῦσος ανάγεται σε αρχ. αμάρτυρο τ. νόσσος.
ΠΑΡ. νοσηρός, νοσώ, νοσώδης
αρχ.
νοσάζω, νοσακερός, νόσανσις, νοσηλός, νοσίζω, νόσιος, νουσαλέος
αρχ.-μσν.
νοσερός, νοσεύομαι
μσν.
νοσιαίος, νοσιάρης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νοσοκόμος, νοσοποιός
αρχ.
νοσογνωμονικός, νοσογνώμων, νοσοεργός, νοσόθυμος, νοσολογώ, νοσοτρόφος, νοσοτυφώ, νοσουργός, νουσαχθής, νουσοβαρής, νουσολύτης, νουσομελής, νουσοφόρος
μσν.
νοσομαχώ
νεοελλ.
νοσογεωγραφία, νοσογονία, νοσογόνος, νοσογραφία, νοσογραφικός, νοσογράφος, νοσολογία, νοσολογικός, νοσολόγος, νοσομανής, νοσοφοβία, νοσοφόρος, νοσοχθονολογία. (Β' συνθετικό) άνοσος, επίνοσος, πολύνοσος
αρχ.
ακεσσίνοσος, έννοσος, νευρόνοσος, παυσίνοσος, υπόνοσος
νεοελλ.
ζωονόσος, φυτονόσος].
Greek Monotonic
νόσος: ἡ, Ιων. νοῦσος,
I. αρρώστια, ασθένεια, αδιαθεσία, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. 1. γενικά, στενοχώρια, δυστυχία, πόνος, λύπη, συμφορά, σε Ησίοδ., Τραγ.
2. διανοητική ασθένεια, στους Τραγ.· θεία νόσος, δηλ. τρέλα, σε Σοφ.
3. λέγεται για πολιτικά καθεστώτα, αναρχία, στάση έναντι της αρχής, σε Πλάτ.
4. πληγή, δηλητήριο, λαίλαπα, λέγεται η φράση «θεία νόσος» για τον ανεμοστρόβιλο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
νόσος: ион. νοῦσος ἡ
1) болезнь, недуг: ἐς νόσον πίπτειν Aesch. заболеть; ἐκ τῆς νούσου ἀνιστάναι Her. или νόσου ἀπαλλαγῆναι Xen. оправиться от болезни, выздороветь; ν. μεγάλη или ἱερά Her. падучая болезнь, эпилепсия; ν. φρενῶν Aesch. безумие;
2) негодность, бесплодие (τῆς γῆς Xen.);
3) бедствие, бич, язва (πόλεως Plat.): τινάκτειρα ν. Aesch. = ἡ τοῦ Ποσειδῶνος τρίαινα;
4) страдание, мучение (πάντων νόσων ἀπαλλαγῆναι Aesch.);
5) недостаток, порок (αἰσχίστη ν. Eur.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: illness, disease, metaph. distress, need (Il.).
Other forms: ep. Ion. νοῦσος (s. below).
Compounds: Compp., e.g. νοσο-ποιέω cause disease (Hp.), ἐπί-νοσος a prey of disease, unhealthy (Hp., Arist.; Strömberg Prefix Studies 85).
Derivatives: A. Adj.: 1. νοσερός ill, unhealthy (Hp., E.. Arist.); 2. νοσηρός id. (Hp., X.; ὑγιηρός Pi., Ion.) with νοσήριον (H. s. κηρέσιον; for νοσητήριον or νοσηρόν?); 3. νοσηλός ill, sickly (Hp.; rather from νοσέω, cf. Chantraine Form. 241) with νοσήλια n. pl. sick-diet (Opp.), νοσηλεύω, -ομαι care for a patient, be ill (Isoc., J.), νοσηλεία f. nursing, morbidity (S., J., Plu.); 4. νοσακερός id. (Arist.; after Poll. 3, 105 ἐσχάτως κωμικόν; on ακ-enlargement Frisk Nom. 62ff.); 5. νοσώδης ill, unhealthy (Hp., Att.); 6. Νόσιος surn. of Ζεύς (Miletos VI--Va). -- B. Verbs: 1. νοσέω be ill (Att., also Ion.) with νόσημα n. illness (IA.), with νοσημάτιον dimin. (Ar.), -τικός, *τώδης sickly (Arist.); 2. νοσεύομαι be sickly with νόσευμα illness (Hp.); 3. νοσάζομαι, -ω be, make ill, νοσίζω make ill (Arist., Gal.). -- C. Substant. 1. νόσανσις f. getting ill (Arist.: ὑγίανσις; *νοσαίνω); 2. unclear νοσίμη (leg. -ήμη?) = νόσημα (Theognost.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From νόσος : νοῦσος we conclude to *νόσϜος (Schulze Q. 115 with Aufrecht KZ 1, 120). Beside the also in Ionic younger νοσέω, ep. νοῦσος can also be understood as a false rewriting of ΝΟΣΟΣ for *νόσσος; then the ep. form must have been taken over by Hdt. and Hp. Schwyzer 227 a. 308, cf. Wackernagel Unt. 86; s. also Chantraine Gramm. hom. 1, 162 and Lejeune Traité de phon. 117. -- Several explanations, which have at best hypothetic value, as Brugmann Sächs. Ges. Ber. 1897, 29ff. and IF 28, 363ff., Solmsen BphW 1906, 754f. (all noted by Bq; s. also WP. 2, 333). - The word could well be Pre-Greek (note the retained -σ-; not in Fur.)