μάσσω

Revision as of 10:38, 11 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " compds. " to " compounds ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

S.Fr.563; Att. μάττω Eup.340: A fut. μάξω Ar.Lys.601 (anap.) (ἀναμάσσω Od. 19.92): aor. ἔμαξα Pherecr. 183.2, Pl.R. 372b, Arist. Rh.1416b31, Nic.Th.952: pf. μέμᾰχα Ar.Eq.55:—Med., fut. μάξομαι (ἐμμ-) Call.Dian.124: aor. ἐμαξάμην Hdt.1.200; poet. μαξάμην AP 5.295 (Agath.):—Pass., aor. 1 ἐμάχθην Aret.CD2.12: aor. 2 ἐμάγην [ᾰ] (v. ἐκμάσσω): pf. μέμαγμαι Ar.Eq.57, Th.4.16: freq. in compounds ἀπoμάσσω, ἐκμάσσω:—knead, press into a mould, especially of barley-cakes which were subsequently moistened and eaten without baking (cf. μακτός), S. l. c., Ar.Pax14; μᾶζαν μεμαχότος Id.Eq.55 (also in Med., Hdt. l.c., Ar.Nu.788); ἐκ μὲν τῶν κριθῶν ἄλφιτα... ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄλευρα, τὰ μὲν πέψαντες, τὰ δὲ (viz. ἄλφιτα) μάξαντες Pl. l.c.: metaph., μάττειν ἐπινοίας Ar.Eq.539:—Med., εὐλόγου αἰτίας ματτόμενον Pall.in Hp. Fract.12.286 C.:—Pass., μᾶζα μεμαγμένη Archil.2; μᾶζαν ὑπ' ἐμοῦ μεμ. Ar.Eq.57, cf. 1167; σῖτος μεμαγμένος = dough ready kneaded (or pressed into cakes), Th. l. c., cf. Ar.Pax28; ὅστις ἀλφιτοσιτεῖ, ὕδατι μεμαγμένην (μεμιγ- codd.) ἀεὶ τὴν μᾶζαν ἐσθίει prob. cj. in X.Cyr.6.2.28, cf. Agathocl.6.
II wipe, ῥοδόπηχυς Ἠὼς μαξαμέ[νη χεῖρας?] Inscr.Prien.287; cf. εἰσμάσσομαι.
III take the impression of, cling close to, Med. c. acc., APl.c.

German (Pape)

[Seite 98] att. μάττω, perf. μέμαχα, Ar. Equ. 55, μέμαγμαι, ib. 57, 1) betasten, berühren (s. μαω); so ἐμάξατο, Agath. 9 (V, 296), vgl. die compp. Bes. mit den Händen drücken, quetschen, kneten, den Teig, Her. 1, 200; Ar. a. a. O., der auch γογγύλη μεμαγμένη, Pax 28, u. übertr. kom. ἐπινοίας sagt, Equ. 537; μᾶζα μεμαγμένη, Archil. 56; σῖτον μεμαγμένον, Thuc. 4, 16; ἄλευρα τὰ μὲν πέψαντες, τὰ δὲ μάξαντες, Plat. Rep. II, 372 b; Xen. Oec. 10, 11 u. Folgde. Bei Ar. auch im med., μάττεσθαι τὰ ἄλφιτα, Nubb. 778; – βίος μεμαγμένος, sprichw. = ἀληλεσμένος, Zenob. 1, 21 Diogen. 1, 17. – Damit hangen μᾶζα, μάγειρος, μάκτρα u. ähnl. zusammen. – 2) streichen, wischen, sowohl abwischen als beschmieren, bestreichen, VLL. Gebräuchlicher in den compp. Davon kommt μαγεύς, μαγδαλιά u. ä.

French (Bailly abrégé)

f. μάξω, ao. ἔμαξα, pf. μέμαχα ; Pass. ao. ἐμάχθην, ao.2 ἐμάγην, pf. μέμαγμαι;
pétrir, masser;
Moy. μάσσομαι (ao. ἐμαξάμην) m. sign.
Étymologie: R. Μαγ, pétrir ; cf. μαγεύς, μάγειρος.

Russian (Dvoretsky)

μάσσω: атт. μάττω (fut. μάξω, aor. ἔμαξα, pf. μέμᾰχα; aor. med. ἐμαξάμην; pass.: aor. 2 ἐμάγην, pf. μέμαγμαι) тж. med.
1 мять, месить (μᾶζαν Arph.; τὰ ἄλευρα Plut.): σῖτος μεμαγμένος Thuc. хлеб в виде готового теста;
2 перен. мять, молоть, т. е. без конца пересказывать (ἐπινοίας Arph.);
3 поглаживать, ощупывать (γαστέρα κισσυβίου Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μάσσω: Ἀττ. μάττω: μέλλ. μάξω Ἀριστοφ. Λυσ. 601, Ἀριστ. Ρητ. 3. 16, 4 (ἀνα-Ὀδ.)· ἀόρ. ἔμαξα Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 18, Πλάτ.· πρκμ. μέμᾰχα Ἀριστοφ. Ἱππ. 55. - Μέσ. μέλλ. μάξομαι (ἐμμ-) Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 124· ἀόρ. ἐμαξάμην Ἡρόδ. 1. 200. - Παθ., ἀόρ. α΄ ἐμάχθην Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 12 (πρβλ. προσμάσσω)· ἀόρ. β΄ ἐμάγην (ἴδε ἐκμ-)· πρκμ. μέμαγμαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 57, Θουκ. 4. 16· συχνάκις ἐν συνθέσει μετὰ τῆς ἀπό, ἐκ. (Ἐκ τῆς √ΜΑΓ, ὡς μάγμα, μᾰγεύς, μάγειρος, μάκτρα, Σλαυ. mak-a (farina), Λιθ. mink-au (pinso), ὥστε τὸ μάσσω εἶναι ἀντὶ τοῦ μάγσω, καὶ τὸ μᾶζα εἶναι μαλακώτερος τύπος ἐκ τῆς √ΜΑΓ, ὡς τὸ φύζα ἐκ τῆς √ΦΥΓ, φεύγω). Κυρίως, χειρίζομαι, ψηλαφῶ, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀνθ. Π. 5. 296· πρβλ. ἐπιμαίομαι. II. ἐργάζομαι, κατεργάζομαι, «δουλεύω» τι διὰ τῶν χειρῶν, ζυμώνω φύραμα, Λατ. pinso, Σοφ. Ἀποσπ. 149, Ἀριστοφ. Εἰρ. 44· μᾶζαν μεμαχότος ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 55· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἡρόδ. 1. 202, Ἀριστοφ. Νεφ. 788· κυρίως ἐπὶ σιτίνου ἀλεύρου, ἐκ μὲν τῶν κριθῶν ἄλφιτα..., ἐκ δὲ τῶν πυρῶν ἄλευρα, τὰ μὲν πέψαντες, τὰ δὲ μάξαντες Πλάτ. Πολ. 372Β· μεταφ., μάττειν ἐπινοίας Ἀριστοφ. Ἱππ. 549· - Παθ., μᾶζα μεμαγμένη Ἀρχίλ. 2· μᾶζαν ὑπ’ ἐμοῦ μεμ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 57, πρβλ. 1167· σῖτος μεμαγμένος, φύραμα ἐκ σιτίνου ἀλεύρου ζυμωμένου, ἕτοιμον, Θούκ. 4. 16, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 28. III. σπογγίζω· πρβλ. ἀπομάσσω.

Greek Monolingual

μάσσω (AM, Α αττ. τ. μάττω)
1. ζυμώνω, πιέζω ζύμη μέσα σε ένα καλούπι, ειδικά για μικρές κρίθινες πίτες που τίς έτρωγαν χωρίς να τίς ψήσουν («οὐδεὶς γὰρ αίῃ με μάττοντ' ἐσθίειν», Αριστοφ.)
2. κατεργάζομαι, μαλάσσω, «δουλεύω» κάτι με το χέρι, ζυμώνω φύραμα («μᾱζαν μεμαχότος», Αριστοφ.)
3. (κυρίως για σιταρένιο αλεύρι) ζυμώνω («σῖτον μεμαγμένον» — φύραμα έτοιμο από ζυμωμένο σιταρένιο αλεύρι, Θουκ.)
4. καθαρίζω, σκουπίζω, σφουγγίζω («νὰ μαχθῇ τὸ αἷμά μου εἰς τὸ καλόν μου χέριν», Αρμούρ.)
5. (μέσ. με αιτ.) μάσσομαι, μάττομαι
κολλιέμαι πάνω σε κάτι και παίρνω τη μορφή και το σχήμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μάσσω μπορεί να αναχθεί είτε σε θ. μαγ- (πρβλ. -μάγ-ην), οπότε ο ενεστ. μάσσω σχηματίστηκε κατά τα ρήματα σε -σσω, είτε σε θ. μακ- (< μακ-, πρβλ. λ. μακαρία), οπότε ο αόριστος ἐμάγην θα θεωρηθεί αναλογικός προς τον παρακμ. μέμαγμαι. Στην πρώτη περίπτωση το ρ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα mәĝ- «ζυμώνω, μαλάσσω» (πρβλ. γερμ. machen, αρχ. σαξ. makon «οικοδομώ, κατασκευάζω»), ενώ στη δεύτερη σε ΙΕ ρίζα με έρρινο στοιχείο menk- «ζυμώνω, μαλάσσω» (πρβλ. γερμ. mengen «αναμιγνύω», αρχ. ινδ. macate «συντρίβω»). Κατ' άλλη άποψη, πρόκειται για μια ρίζα mәĝ-, της οποίας άλλη μορφή είναι η ρίζα māk- (πρβλ. λατ. māceria «περίβολος», mācero «μαλάσσω»).
ΠΑΡ. μάγμα, μάζα, μάκτρα, μάκτρο
αρχ.
μαγεύς, μαγίς, μάκρα, μακτήρ, μάκτης, μακτός, μακτρισμός
νεοελλ.
μάξις.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) απομάσσω
αρχ.
αναμάσσω, διαμάττω, εισμάσσω, εκμάσσω, εναπομάσσω, καταμάσσω, περικαταμάσσω, περιμάττω, προεκμάττω, προμάσσω, προσμάσσω, υπομάττω].

Greek Monotonic

μάσσω: Αττ. μάττω, μέλ. μάξω, αόρ. αʹ ἔμαξα, παρακ. μέμᾰχα — Παθ. αόρ. βʹ ἐμάγην, παρακ. μέμαγμαι (από √ΜΑΓ, απ' όπου μάγ-σω),
I. κυρίως, πιάνω, αγγίζω, σε κείμενα των Μεσαιωνικών χρόνων, σε Ανθ.
II. εργάζομαι με τα χέρια, ζυμώνω ζύμη για τηγανίτα, Λατ. pinso, σε κείμενα Μεσαιωνικών χρόνων, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., μάττειν ἐπινοίας, σε Αριστοφ. — Παθ., μᾶζα ὑπ' ἐμοῦ μεμαγμένη, στον ίδ.· σῖτος μεμαγμένος, ζύμη που έχει ήδη ζυμωθεί, σε Θουκ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: knead (dough), press a plastic material in a form, strike, wipe off, pull, represent (τ 92).
Other forms: Att. μάττω, -ομαι, aor. μάξαι, -σθαι, pass. μαγῆναι, μαχθῆναι, perf. midd. μέμαγμαι, act. μέμαχα (Ar.).
Compounds: Often with prefix like ἀπο-, ἐκ-, ἀνα-.
Derivatives: Many derivv. 1. ἐκμαγεῖον (μαγεῖον Longin.) mass, in which prints are made, offprint, mould, towel, serviette (IA.). 2. μαγίς, -ίδος f. kneaded mass, cake, kneading trough, dresser (Hp., Com, S.). 3. μάγμα n. kneaded mass, thick salve, smear (pap., Plin.), ἔκ-, ἀπό-μαγμα offprint, duster, wiped off dirt (Hp., S., Thphr.), μαγμον τὸ καθάρσιον H. 4. ἔκ-, ἀνά-μαξις wiping off (Arist.). -- 5. μαγεύς m. kneeader, baker, who wipes off (Poll., AP, H.), prob. directly from verb (after Boßhardt 81 from *μαγή). 6. μακτήρ ἡ κάρδοπος, ἡ πυελίς. καὶ διφθέρα. καὶ ὀρχήσεως σχῆμα H. (on the dance name Lawler AmJPh 71, 70ff.); (ἀπο-, κατα-)μάκτης kneader, who wipes off (Com. Adesp., H.), f., ἀπομάκτρια (Poll.). 7. μάκτρα f. baking trough (Com., X.), trough, bathing tub, sarcophagus (hell.; wr. μάκρα, Schwyzer 337); (ἔκ-, ἀπό-)-μάκτρον offprint, towel etc. (E., Ar.). 8. μακτήριον = μάκτρα (Plu.). 9. μακτρισμός name of a dance (Ath.; after κορδακισμός; cf. on μακτήρ above) with -ίστρια name of a danceress (ebd.). -- 10. ἀπομαγδαλιά (Ar., Plu., Gal.), μαγδαλιά (Gal.; -έα Hippiatr.) bread crumb for handwashing; like ἁρμαλιά, φυταλιά etc. (Scheller Oxytonierung 90), but with unexplained δ (after *ἀπομάγδην?). -- 11. With auslaut. κ: μακαρία βρῶμα ἐκ ζωμοῦ καὶ ἀλφίτων H. -- On μᾶζα s. v.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [696, 698, 730] *menk- knead, *m(e)h₂ǵ- knead
Etymology: For comparison we have words with final g, IE *maǵ-, especially in Germanic and Baltoslavic, e.g. NHG machen, OS makōn make, erect, build, if prop. knead, form, OCS mažǫ, mazati smear, salve; further Celt., e.g. Bret. meza knead; uncertain Arm. macanim, macnum stick fast, congeal. On the other hand we find a final k with nasal, IE *menk-, in Lith. mìnkau, mánkau, -yti knead a weak masse, OCS mǫka, Russ. muká flour and many other Baltoslavic words; from Germ. one might consider NHG mengen, OE mengan etc., if prop. knead together; from Skt. macate crush etc. (Dhātup.). Further there are a few longvowel words without nasal: Latv. màcu, màkt press, plague and Lat. māceria wall )kneaded from loam. -- Of the Greek word only the isolated μακαρία has a clear tenuis, as μάσσω (first from *μακ-ι̯ω) can be explained as a deviation. As however also μαγῆναι as well as the nominal γ-forms can be so explained (cf. Schwyzer 760), one can explain Greek if necessary with IE *menk. A suppletive system *menk (: μακαρία, μάσσω): maǵ-(: μαγῆναι) is conceivable -- WP. 2, 224, 226f., 268, Pok. 696f., 698, 730f., W.-Hofmann s. māceria, Fraenkel s. mìnkyti u. mė́šlas, Vasmer s. mázatь, muká, mjágkij; s. also Bq. - One retains some doubts however; note among other things the form -μαγδαλιά; further the supposed interchange *menk-: *meh₂ǵ- arouses suspicion.

Middle Liddell

[from !μαγ, for μάγσω]
I. to handle, touch, in Mid., Anth.: cf. ἐπιμαίομαι.
II. to work with the hands, to knead dough, Lat. pinso, Ar.; also in Mid., Hdt., Ar.; metaph., μάττειν ἐπινοίας Ar.:—Pass., μᾶζα ὑπ' ἐμοῦ μεμαγμένη Ar.; σῖτος μεμαγμένος dough ready kneaded, Thuc.

Frisk Etymology German

μάσσω: {mássō}
Forms: att. μάττω, -ομαι, Aor. μάξαι, -σθαι, Pass. μαγῆναι, μαχθῆναι, Perf. Med. μέμαγμαι, Akt. μέμαχα (Ar.),
Grammar: v.
Meaning: ‘(einen Teig) kneten, eine plastische Materie in eine Form einpressen, abstreichen, abwischen, abdrücken, abbilden’ (seit τ 92).
Composita: oft mit Präfix wie ἀπο-, ἐκ-, ἀνα-,
Derivative: Viele Ableitungen. 1. ἐκμαγεῖον (μαγεῖον Longin.) Masse, in die Abdrücke gemacht werden, Abdruck, Abbild, Handtuch, Serviette (ion. att.). 2. μαγίς, -ίδος f. geknetete Masse, Kuchen, Knettrog, Anrichttisch (Hp., Kom" S. usw.). 3. μάγμα n. geknetete Masse, dicke Salbe, Schmiere (Pap., Plin. u. a.), ἔκ-, ἀπόμαγμα Abdruck, Wischlappen, abgewischter Schmutz (Hp., S., Thphr.), μαγμόν· τὸ καθάρσιον H. 4. ἔκ-, ἀνάμαξις das Abwischen (Arist. u. a.). — 5. μαγεύς m. Kneter, Bäcker, Abreiber (Poll., AP, H.), wohl direkt vom Verb (nach Boßhardt 81 von *μαγή). 6. μακτήρ· ἡ κάρδοπος, ἡ πυελίς. καὶ διφθέρα. καὶ ὀρχήσεως σχῆμα H. (zum Tanznamen Lawler AmJPh 71, 70ff.); (ἀπο-, κατα-)μάκτης Kneter, Abwischer (Kom. Adesp., H. u. a.), f., ἀπομάκτρια (Poll.). 7. μάκτρα f. Backtrog (Kom., X.), Trog, Badewanne, Sarkophag (hell. u. sp.; geschr. μάκρα, Schwyzer 337 m. Lit.); (ἔκ-, ἀπό-)-μάκτρον Abdruck, Handtuch (E., Ar. u. a.). 8. μακτήριον = μάκτρα (Plu.). 9. μακτρισμός N. eines Tanzes (Ath.; nach κορδακισμός; vgl. zu μακτήρ oben) mit -ίστρια N. einer Tänzerin (ebd.). — 10. ἀπομαγδαλιά (Ar., Plu., Gal. u. a.), μαγδαλιά (Gal. u.a.; -έα Hippiatr.) Brotkrume zum Händeabwischen; wie ἁρμαλιά, φυταλιά u. a. (Scheller Oxytonierung 90), aber mit unerklärtem δ (nach *ἀπομάγδην?). — 11. Mit auslaut. κ: μακαρία· βρῶμα ἐκ ζωμοῦ καὶ ἀλφίτων H. — Zu μᾶζα s. bes.
Etymology: Zum Vergleich bieten sich einerseits Wörter mit auslautendem g, idg. maĝ-, bes. im Germanischen und Baltoslavischen, z.B. nhd. machen, asächs. makōn machen, errichten, bauen, wenn eig. kneten, formen, aksl. mažǫ, mazati bestreichen, beschmieren, salben; außerdem kelt., z.B. bret. meza kneten; unsicher arm. macanim, macnum anhaften, gerinnen. Anderseits wird ein auslautendes k mit gleichzeitigem Nasal, idg. menq-, verbürgt durch lit. mìnkau, mánkau, -yti eine weiche Masse kneten, aksl. mǫka, russ. muká Mehl und viele andere baltoslavische Wörter; aus dem Germ. kommen in Betracht nhd. mengen, ags. mengan u. a. m., wenn eig. durcheinanderkneten; aus dem Altind. macate zermalmen (Dhātup.). Hinzu kommen ein paar langvokalische Wörter ohne Nasal: lett. màcu, màkt drängen, drücken, plagen, quälen und lat. māceria ‘(aus Lehm geknetete?) Mauer’. — Von den griech. Wörtern enthält nur das einmalige μακαρία eine eindeutige Tenuis, da μάσσω (zunächst aus *μακι̯ω) sich als Entgleisung erklären läßt. Da aber auch μαγῆναι einschließlich die nominalen γ-Formen als Entgleisung verständlich ist (vgl. Schwyzer 760), kommt man für das Griech. allenfalls mit idg. menq durch. Ein Suppletivsystem menq (: μακαρία, μάσσω): maĝ- (: μαγῆναι) ist gewiß auch denkbar, — WP. 2, 224, 226f., 268, Pok. 696f., 698, 730f., W.-Hofmann s. māceria, Fraenkel s. mìnkyti u. mė́šlas, Vasmer s. mázatь, muká, mjágkij; überall m. reicher Lit. ältere Lit. auch bei Bq.
Page 2,180-181

Mantoulidis Etymological

(=ψηλαφῶ, κατεργάζομαι, ζυμώνω). Θέμα μαγ+j+ω = μάσσωμάττω.
Παράγωγα: μαγεῖον, ἐκμαγεῖον (=πετσέτα, ἀποτύπωμα, πρόπλασμα), μάγειρος, μαγειρεῖον, μαγειρεύω, μαγειρικός, μαγίς -ίδος (=ζυμαρικό, πίττα), μαγεύς (=ζυμωτής), μάγμα (=πηχτή ἀλοιφή), ἔκμαγμα (=αὐτό πού τυπώνεται πάνω σέ κερί), μᾶζα (=κρίθινο ψωμί), μάκτης (=ζυμωτής), μακτός (=ζυμωμένος), μάκτρα (=σκάφη γιά ζύμωμα), μάκτρον (=προσόψι), χειρόμακτρον, ῥινόμακτρον, μακτήριος.

Translations

touch

Albanian: prek; Arabic: لَمَسَ‎; Gulf Arabic: جاس‎; Moroccan Arabic: قاس‎; Armenian: դիպչել, կպնել, շոշափել, ձեռք տալ; Assamese: চু, ছু; Asturian: tocar; Azerbaijani: toxunmaq, dəymək; Basque: ukitu; Belarusian: кранаць, крануць, датыкацца, даткнуцца; Belizean Creole: toch; Bengali: ধরা, লাগা; Bulgarian: докосвам се, докосна се, допирам се, допра се; Burmese: ထိ; Catalan: tocar; Cherokee: ᎠᏒᏂᎭ; Chinese Mandarin: 接觸, 接触, 觸摸, 触摸, 摸, 觸, 触; Min Dong: 撞; Chuukese: attapa; Crimean Tatar: toqunmaq; Czech: dotýkat se, dotknout se; Danish: røre, berøre; Dutch: aanraken, beroeren, raken; Esperanto: tuŝi; Estonian: puudutama; Farefare: kalʋm; Faroese: nema við; Finnish: koskea, koskettaa, kosketella; French: toucher; Friulian: tocjâ, točhâ; Galician: tocar, tanguer; Georgian: შეხება; German: anfassen, berühren; Gothic: 𐍄𐌴𐌺𐌰𐌽; Greek: αγγίζω; Ancient Greek: ἀποθιγγάνω, ἅπτεσθαι, ἅπτομαι, ἀφάσσω, ἀφάω, διαψαύω, ἐπαυρίσκω, ἐπιθιγγάνω, ἐπικύρω, ἐπιμαίομαι, ἐπιψαύειν, ἐπιψαύω, ἐπιψηλαφάω, ἐφάπτεσθαι, ἐφάπτομαι, θιγγάνειν, θιγγάνω, καθάπτω, καθικνέομαι, καθικνοῦμαι, κατάπτω, καταψάω, μάσσω, μάττω, περιψαύω, ποτιψαύειν, ποτιψαύω, προσάπτω, προσθιγγάνειν, προσθιγγάνω, προσχρίμπτω, προσψαύειν, προσψαύω, συκάζω, συμψαύω, χραύω, χροΐζω, χρώζειν, χρώζω, χρῴζω, ψαύειν, ψαύω, ψηλαφάω, ψηλαφεῖν, ψηλαφέω, ψηλαφίζω, ψηλαφῶ; Gujarati: અડવું; Haitian Creole: manyen, touche; Hebrew: נָגַע‎; Hindi: छूना; Hungarian: érint, megérint, hozzányúl, hozzáér, tapint, megtapint, érintkezik, összeér, ér; Iban: megai; Icelandic: snerta, koma við; Ido: tushar; Indonesian: menyentuh, menyinggung; Irish: bain do, bain le; Italian: toccare; Japanese: 触る, 触れる, 接触する; Kabuverdianu: palpa, palpá; Kambera: ràma; Kazakh: жанасу, тию; Khmer: ប៉ះ, ពាល់; Korean: 닿다, 만지다; Kurdish Central Kurdish: دەست لێدان‎; Northern Kurdish: dest lê dan; Kyrgyz: тийүү; Lao: ຈັບຕ້ອງ, ບາຍ, ແຕະຕ້ອງ; Latgalian: dūrtīs; Latin: tango, taxo; Latvian: skart; Lithuanian: liesti, paliesti; Low German: anraken, berören; Macedonian: допира, допре; Malay: menyentuh; Malayalam: സ്പർശിക്കുക, തൊടുക; Maltese: mess; Maori: whakapā, pā; Mongolian Cyrillic: барих; Norman: touchi; Norwegian Bokmål: berøre; Nyunga: bakiny, bakiny; Occitan: tocar, tochar; Old English: hrīnan; Oromo: tuquu; Ossetian: ныдзӕвын; Pashto: لمسول‎, بلېسول‎; Persian: پرماسیدن‎, زدن‎, لمس کردن‎; Polish: dotykać, dotknąć; Portuguese: tocar; Quechua: llamkhay; Romanian: atinge; Romansch: tutgar, tuccar, tutgear, tutgier, tucher, tocker; Russian: трогать, тронуть, дотрагиваться, дотронуться, касаться, коснуться, прикасаться, прикоснуться; Sardinian: apodhicare, apoddicare, apodhigai, apodighare, podhicare, tocae, tocai, tocare, togare; Serbo-Croatian Cyrillic: дирати, та̀кнути; Roman: dírati, tàknuti; Sicilian: tuccari; Slovak: dotýkať sa, dotknúť sa; Slovene: dotikati se, dotakniti se; Somali: taabasho; Spanish: tocar; Swahili: kugusa; Swedish: röra, beröra, ta på, tuscha, toucha; Tajik: ламс кардан, даст задан; Tatar: тиергә; Telugu: స్పర్శ అంటుకొను, తాకు, ముట్టుకొను; Thai: แตะ, สัมผัส, แตะต้อง, จับ; Tocharian B: täk-; Turkish: dokunmak, ellemek, değmek; Turkmen: degmek, ellemek; Tuvan: дээр; Ukrainian: доторкатися, доторкнутися, торкати, торкнути, торкатися, торкнутися; Urdu: چھونا‎; Uyghur: تېگىشمەك‎; Uzbek: tegmoq; Venetian: tocar; Vietnamese: sờ, rờ, chạm, động, đụng; Walloon: djonde; Yiddish: טאַפּן‎, באַטאַפּן‎, נוגע זײַן‎, אָנרירן‎, צורירן‎, באַרירן‎, פֿינגערן‎, טשעפּן זיך‎