δύω
English (LSJ)
A v. δύο.(v. infr.), δύνω:
A causal Tenses, cause to sink, sink, plunge in; pres. only in Thphr.HP5.4.8 οὐκ ἐν ἴσῳ βάθει πάντα δύοντες τῆς θαλάσσης: aor. 1 ἔδῡσα (ἐξ-) Od.14.341; cf. the compounds ἀποδύω, ἐκδύω, ἐνδύω, καταδύω.
B non-causal, get into or go into, c. acc.: pres. δύω (v. 1.4); more freq. δύνω Il.17.202, Hes.Op.616, S.Ph.1331, etc.; Ep. impf. δῦνον Il.11.268: aor. ἔδῡνα Batr.245, part. δύνας Plb.9.15.9, Paus.2.11.7, Ael.VH4.1, but ἔδῡσα Ev.Marc.1.32, etc.: more freq. Med. δύομαι Il. 5.140, E.Rh.529 (lyr.), etc. (also in Att. Inscrr., as IG22.1241): impf. ἐδυόμην Pl.Plt.269a; Ep. δύοντο Il.15.345: fut. δύσομαι [ῡ] 7.298, E. El.1271: aor. ἐδῡσάμην A.R.4.865, (ἀπό) Nic.Al.302; Ep. 3pl. δύσαντο Il.23.739, opt. δυσαίατο prob. in 18.376 (Prose and Com. in Compds.); Hom. mostly uses the Ep. forms ἐδύσεο, ἐδύσετο, imper. δύσεο 19.36, Hes.Sc.108, part. δυσόμενος (in pres.sense) Od.1.24, Hes. Op.384: more freq. aor. ἔδυν (as if from *δῦμι) Il.11.63, etc.; 3dual ἐδύτην [ῡ] 10.254; 1pl. ἔδῡμεν S.Fr.367; ἔδῡτε Od.24.106; ἔδῡσαν, Ep. ἔδυν Il.11.263; Ion. 3sg. δύσκεν 8.271; imper. δῦθι, δῦτε, 16.64, 18.140; subj. δύω [ῡ] 6.340, 22.99, but δύῃ [ῠ] Hes.Op.728; Ep. opt. δύη [ῡ] (for δυίη) Od.18.348; inf. δῦναι Il.10.221, Att., Ep. δύμεναι [ῡ] 14.63, ἐκ-δῦμεν 16.99; part. δύς, δῦσα, Hdt.8.8: pf. δέδῡκα Il.5.811, Sapph.52, Pl.Phd.116e; Dor. inf. δεδυκεῖν [ῡ] Theoc.1.102:—Pass., fut. and aor. δῠθήσομαι, ἐδύθην [ῠ], and a pf. δέδῠμαι only in compds., v. ἀποδύω, ἐκδύω, ἐνδύω. [ῠ in δύω in pres. and impf. Act. and Med., Hom.; but A.R. has δῡομαι, δῡετο 1.581, part. δυόμενος ib.925, Call. Epigr.22; δῡεται Nonn. D. 7.286; ἐκδέδῠκας AP5.72 (Rufin.).]
I of places or Countries, enter, make one's way into, in Hom. the most freq. use, εἰ… κε πύλας καὶ τείχεα δύω (aor. 2) Il.22.99; πόλιν δύσεσθαι Od.7.18; ἔδυ νέφεα plunged into the clouds, of a star, Il.11.63; δῦτε θαλάσσης εὐρέα κόλπον plunge into the lap of Ocean, 18.140; γαῖαν ἐδύτην = went beneath the earth, i.e. died, 6.19, cf. 411, etc.; πόλεμον δύμεναι plunge into war 14.63; θεῖον δύσονται ἀγῶνα 7.298; ἐδύσετο οὐλαμὸν ἀνδρῶν 20.379; δύσεο δὲ μνηστῆρας go in to them, Od. 17.276; rarely in Trag., αἰθέρα δ. S.Aj.1192 (lyr.), cf. E.El.1271.
2 in Ep. less freq. with Preps., ἔδυν δόμον Ἄϊδος εἴσω Il.11.263; δύσομαι εἰς Ἀΐδαο Od.12.383; ἐς πόντον ἐδύσετο 5.352; δέρτρον ἔσω δύνοντες 11.579; δύσεθ' ἁλὸς κατὰ κῦμα Il.6.136; ὑπὸ κῦμα θαλάσσης αὐτίκ' ἔδυσαν 18.145; κατὰ σταθμοὺς δύεται slinks into the fold, 5.140; καθ' ὅμιλον ἔδυ Τρώων 3.36 (rarely c. gen., κατὰ σπείους κοίλοιο δέδυκεν Od.12.93); πάϊς ὣς ὑπὸ μητέρα δύσκεν εἰς Αἴαντα he got himself unto Ajax, i.e. got behind his shield, Il.8.271; βέλος δ' εἰς ἐγκέφαλον δῦ ib. 85; ἀκίδες δεδυκυῖαι διὰ φλεβῶν Plu.Crass.25; in Prose and Trag. mostly with a Prep. (but δυόμενοι abs., diving, Th.7.25), δῦναι ἐς θάλασσαν Hdt.8.8; ἐς ἄντρον A.Fr.261; ἁρμὸν… πρὸς αὐτὸ στόμιον S.Ant.1217; κατὰ βάθος Pl.Lg.905a; κατὰ τῆς γῆς Id.Phd.113c, etc.
3 abs., εἴσω ἔδυ ξίφος the sword entered his body, Il.16.340; δύνει ἀλοιφή sinks in (where however βοείην may be supplied), 17.392:—Med., δύου πάλιν Ar.V.148.
4 of Sun and Stars, sink into [the sea], set, ἠέλιος μὲν ἔδυ Il.18.241, cf. Od.3.329, etc.; ἔδυ φάος ἠελίοιο 13.35; δύσετό τ' ἠέλιος 2.388, cf. Il.7.465, etc.; ἀελίω δύντος Sapph.Supp.25.8; so Βοώτης ὀψὲ δύων late-setting Boötes, Od. 5.272; δείελος ὀψὲ δύων Il.21.232; [σελαναία] δύεν Bion Fr.8.6; πρὸ δύντος ἡλίου Hdt.7.149; πρὸ ἡλίου δύντος D.15.22; δυσόμενος Υπερίων (to mark the West) Od.1.24; ἐδύετο εἰς τόπον [ὁ ἥλιος] Pl.Plt.269a; πρὸς δύνοντος ἡλίου towards the West, A.Supp.255: metaph., βίου δύντος αὐγαί Id.Ag.1123 (lyr.); ἔδυ πρόπας δόμος ib.1011 (lyr.); δεδυκὸς ζῆν = live in retirement, Pl.Lg.781c.
II of clothes and armour, get into, Ἀρήϊα τεύχεα δ. Il.6.340, etc.; κυνέην δ. put on one's helmet, 5.845; δῦ δὲ χιτῶν' 18.416: metaph., εἰ μὴ σύ γε δύσεαι ἀλκήν if thou wilt not put on strength, 9.231; so ἀνάγκας ἔδυ λέπαδνον A.Ag.218 (lyr.): hence,
2 trans., put on, ἀμφ' ὤμοισιν ἐδύσετο τεύχεα Il. 3.328, etc.; ὤμοιϊν… τεύχεα δῦθι 16.64; χιτῶνα περὶ χροΐ… δῦνεν Od. 15.61; χρυσὸν… ἔδυνε περὶ χροΐ Il.8.43.
3 rarely abs. with a Prep., ὅπλοισιν ἔνι δεινοῖσιν ἐδύτην 10.272, cf. A.R.1.638; ἐς τεύχεα δύντε Od.22.201.
III of sufferings, passions, and the like, enter, come over or come upon, κάματος… γυῖα δέδυκεν Il.5.811; ὄφρ' ἔτι μᾶλλον δύη ἄχος κραδίην Od.18.348; ἦτορ δῦν' ἄχος Il.19.367; ὀδύναι δῦνον μένος 11.272; κρατερὴ δέ ἑ λύσσα δέδυκε = madness is come over him, 9.239; δῦ μιν Ἄρης Ares, i.e. the spirit of war, filled him, 17.210; μιν ἔδυ χόλος 19.16.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῡ-]
• Morfología: pres. frec. en v. med., ép. y poét. impf. sin aum. Il.15.345, Emp.B 54, A.R.1.581, Q.S.5.368, impf. iter. δύσκεν Il.8.271; aor. rad. ἔδῡ Il.11.63, Od.3.329, A.A.218, Eu.Marc.1.32, ép. y poét. sin aum. Il.18.416, subj. δύω Il.6.340, 22.99, opt. 3a sg. δύη Od.18.348, inf. δύμεναι Il.14.63; aor. sigmático ἔδῡσα Il.18.145, sin aum. Il.23.739, v. med. imperat. 2a sg. δύσεο Il.19.36, Hes.Sc.108, opt. 3a sg. δυσαίατο Il.18.376; perf. ind. δέδῡκα Il.5.811, Od.12.93, Sapph.168B; v. tb. δύνω
A intr.
I de pers., c. ac. de direcc. o prep. y ac.
1 penetrar en, adentrarse en, entrar en, por ref. a construcciones, habitaciones εἰ μέν κε πύλας καὶ τείχεα δύω Il.22.99, ἔδυ ἐς ἄντρον A.Fr.261, ἁρμὸν χώματος λιθοσπαδῆ δύντες S.Ant.1217
•abs. τῷ βοέῳ ποδὶ δύων entrando con tu pie de toro, Carm.Pop.25
•en v. med. mismo sent. πόλιν δύσεσθαι penetrar en la ciudad, Od.7.18, δύοντο δὲ τεῖχος Il.15.345, κατὰ σταθμοὺς δύεται Il.5.140
•abs. δύου πάλιν ¡entra otra vez! Ar.V.148.
2 adentrarse, internarse en, mezclarse con grupos humanos o asimilados δῦναι στρατόν Il.10.221, Ναξίων δῦναι φάλαγγας Archil.203.6, en v. med. ἐδύσετο οὐλαμὸν ἀνδρῶν Il.20.379, δύσεο δὲ μνηστῆρας entremézclate con los pretendientes, Od.17.276
•ref. a la guerra πόλεμον δύμεναι entrar en batalla, Il.14.63, καθ' ὅμιλον ἔδυ Τρώων Il.3.36, en v. med. mismo sent. θεῖον δύσονται ἀγῶνα Il.7.298, cf. 18.376.
3 adentrarse, hundirse
a) en ciertos elementos ἔδυ νέφεα de un astro Il.11.63, αἰθέρα δῦναι S.Ai.1192, δῦτε θαλάσσης εὐρέα κόλπον sumergíos en el ancho seno del mar, Il.18.140, δύσεσθ' ἁλὸς κατὰ κῦμα Il.6.136, ὑπὸ κῦμα θαλάσσης αὐτίκ' ἔδυσαν Il.18.145, δῦναι ἐς τὴν θάλασσαν Hdt.8.8, en v. med. mismo sent. ἐς πόντον ἐδύσετο Od.5.352, ἠερίη πολυλήιος αἶα Πελασγῶν δύετο se hundía nebulosa la fértil tierra de los pelasgos, e.d. desaparecía en la niebla A.R.l.c.;
b) en la tierra, en el otro mundo entrar en, hundirse γαῖαν ἐδύτην Il.6.19, c. prep. ἔδυν δόμον Ἄϊδος εἴσω fueron a hundirse a la mansión de Hades, Il.11.263, δῦναι κατὰ τὸ τῆς γῆς βάθος Pl.Lg.905a, δὺς κατὰ τῆς γῆς Pl.Phd.113c, en v. med. mismo sent. δύσομαι εἰς Ἀΐδαο me hundiré en el Hades, Od.12.383, αἰθὴρ ... μακρῇσι κατὰ χθόνα δύετο ῥίζαις Emp.B 54.
4 internarse, ocultarse ὁ αὖτις ἰὼν πάϊς ὣς ὑπὸ μητέρα δύσκεν εἰς Αἴαντα él volviendo se refugiaba, como un niño bajo su madre, en Ayante, Il.8.271, μέσση μέν τε κατὰ σπείους κοίλοιο δέδυκεν tiene oculto medio cuerpo bajo la hueca gruta ref. a Escila Od.12.93, abs. (τοῦτο τὸ γένος) δεδυκὸς ζῆν llevar una vida retirada de las mujeres, Pl.Lg.781c.
II abs.
1 de astros ponerse, ocultarse del sol ἠέλιος μὲν ἔδυ Il.18.241, cf. Hes.Op.728, IG 12(5).647.17 (Ceos III a.C.), Eu.Marc.1.32, ἔδυ φάος ἠελίοιο Od.13.35, ἀελίω δύντος Sapph.96.8, πρὸ δύντος ἡλίου Hdt.7.149, cf. D.15.22, φράσδῃ πανθ' ἅλιον ἄμμι δεδύκειν; ¿crees que para mí se han puesto todos los soles? Theoc.1.102, cf. PHal.1.240 (III a.C.), de la luna δέδυκε μὲν ἀ σελάννα Sapph.168B, (σελαναία) δύεν Bio Fr.11.6, gener. δείελος ὀψὲ δύων cuando llegue el crepúsculo, Il.21.232, en v. med. mismo sent. δύσετό τ' ἠέλιος Od.2.388, δυσομένου Ὑπερίονος Od.1.24, εἰς τοῦτον ... τὸν τόπον (ὁ ἥλιος) ἐδύετο Pl.Plt.269a, ἠελίου δὲ δυομένου Call.Epigr.20, Ἐρίφων ... δυομένων cuando la constelación de los Erifos se oculta Call.Epigr.18.6
•fig. βίου δύντος αὐγαῖς de la vida que muere con los rayos A.A.1124.
2 de cosas hundirse, clavarse εἴσω ἔδυ ξίφος hasta dentro se hundió la espada, Il.16.340, ἀκίδες δεδυκυῖαι διὰ φλεβῶν καὶ νεύρων Plu.Crass.25
•fig. hundirse, desaparecer οὐκ ἔδυ πρόπας δόμος no se hunde la casa toda A.A.1011, ἡ τοῦ πανουργεῖν τέχνη ... δέδυκεν Longin.17.2.
B tr.
I c. suj. de pers. o asimilados
1 revestirse de, ponerse, vestirse c. compl. de armas, vestidos Ἀρήϊα τεύχεα δύω Il.6.340, κυνέην Il.5.845, δῦ δὲ χιτῶν' Il.18.416, cf. 23.739, δύσεο τεύχε' ἀρήια Hes.Sc.108, θῆλυν ἀμφὶ σῶμα τλήσεται πέπλον δύναι Lyc.278
•c. dos compl. ponerse algo en ἀμφ' ὤμοισιν ἐδύσετο τεύχεα Il.3.328, ὤμοιϊν ... τεύχεα δῦθι Il.16.64
•tb. intr. ὅπλοισιν ἔνι δεινοῖσιν ἐδύτην Il.10.272
•fig. εἰ μὴ σύ γε δύσεαι ἀλκήν Il.9.231, δύσεο δ' ἀλκήν revístete de fuerza, Il.19.36, ἀνάγκας ἔδυ λέπαδνον aceptó el yugo de la necesidad A.A.218.
2 cubrir, apoderarse de, penetrar fig. de sentimientos, pasiones κάματος ... γυῖα δέδυκεν el cansancio se ha apoderado de tus miembros, Il.5.811, ὄφρ' ἔτι μᾶλλον δύη ἄχος κραδίην Od.18.348, δῦ δέ μιν Ἄρης Il.17.210, μιν ... ἔδυ χόλος Il.19.16, κρατερὴ δέ ἑ λύσσα δέδυκεν Il.9.239.
II fact. hacer entrar, sumergir de maderas puestas a macerar en agua, Thphr.HP 5.4.8.
• Etimología: Cf. ai. upa-dū- ‘vestir’, lat. induo ‘vestirse’, etc.
v. δύο.
German (Pape)
[Seite 692] einhüllen, versenken, vgl. induere, Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 2, 205, fut. δύσω, aor. ἔδυσα, perf. δέδυκα, perf. pass. δέδῦμαι, aor. pass. ἐδΰθην; fast nur in composs.; häufig auch als simpl. das depon. δύομαι, sich einhüllen, sich eintauchen, versinken, hineingehen, fut. δύσομαι, aor. ἔδυν, perf. δέδυκα, adj. verb. δῦτέον. Von diesen Formen der Att. Prosa findet sich bei Homer in transitiver Bedeutung gar Nichts; intransitiv vom activ. das particip. δύων Iliad. 21, 232, δύοντα Odyss. 5, 272, das perf. δέδυκεν Iliad. 5, 811. 9, 239 Odyss. 12, 93 und häufig Formen des aor. ἔδυν: 3. sing. ἔδυ und δῦ, ἐδύτην Iliad. 6, 19. 10, 254. 272, ἔδυτε Odyss. 24, 106, 3. plur. ἔδυν Iliad. 11, 263, ἔδυσαν 18, 145, conjunct. δύω, Iliad. 22, 99, δύῃς Iliad. 9, 604, δύῃ, Iliad. 11, 194, optat δύη Odyss. 18, 348. 20, 286, imperat. δῦθι Iliad. 16, 64, δῦτε Iliad. 18, 140, infin. δῦναι, δύμεναι, Iliad. 6, 185, particip. δύντα Iliad. 19, 308, δύντε Odyss. 22, 201; vom passiv. oder medium bei Homer, intransitiv, praes. δύεται Iliad. 5, 140, imperf. δυέσθην Odyss. 22, 114, δύοντο, Iliad. 15, 345, fut. δύσομαι Odyss. 12, 383, δύσεαι Iliad. 9, 231, δύσονται Iliad. 7, 298, infin. δύσεσθαι Odyss. 7, 18, particip. δυσομένου mit Präsensbedeutung Odyss. 1, 24. Diese letztere Form wird jedoch vielleicht besser als Aorist betrachtet; Homer hat nämlich auch sonst von δύω einen aorist. med. nach Analogie der Formen (ἐ)βήσατο oder (ἐ)βήσετο, ἄξοντο, ὄρσεο, οἶσε, ἄξετε, ἷξον. So bei Homer öfters ἐδύσατο oder ἐδύσετο, δύσατο oder δύσετο, vgl. Scholl. Didym. Iliad. 2, 578 Odyss. 5, 337, δύσαντο Iliad. 23, 739, optat. δυσαίατο Iliad. 18, 376 var. lect. δύσονται, s. Scholl., imperat. δύσεο Iliad. 16, 129. 19, 36 Odyss. 17, 276. Außerdem findet sich noch die intransitive Iterativform δύσκεν Iliad. 8, 271. – Homerische compp. ἀναδύω, ἐξαναδύω, ὑπεξαναδύω, ἀποδύω, ἐκδύω, ἐνδύω, ἐπιδύω, καταδύω, παραδύω, περιδύω, ὑποδύω. – Hesiod. O. 384 δυσομενάων; bei Hippocr. δυῆναι; Bion. 16, 6 δύεν intransitiv. Vgl. δύνω. – Das deponens δύομαι wird in folgenden Bed. gebraucht: – 1) von Orten, sich hineinbegeben, eindringen; – a) mit dem acc.; εἰ μέν κε πύλας καὶ τείχεα δύω (aor. II. conj.), wenn ich in das Thor gekommen sein werde, Il. 22, 99; πόλιν Od. 7, 18; νέφεα σκιόεντα ἔδυ ἀστήρ Il. 11, 63; θαλάσσης εὐρέα κόλπον, unter, 18, 140; γαῖαν, unter die Erde, d. i. sterben, 6, 19; ἐρεμνὴν γαῖαν ἔδυτε Od. 24, 106; ἀνδρῶν δυσμενέων δῦναι στρατόν Il. 10, 221, eindringen in das Heer der Feinde; ὅμιλον ἀνδρόμεον 11, 537; μάχην 6, 185; πόλεμον 14, 63, wie πολέμου στόμα 19, 313, in den Kampf gehen; δύσεο δὲ μνηστῆρας, gehe unter die Freier, Od. 17, 276. Übertr., κάματος γυῖα δέδυκεν, Ermattung ist in die Glieder gedrungen, Il. 5, 811; κρατερὴ δέ ἑ λύσσα δέδυκεν 9, 239; Μελέαγρον ἔδυ χόλος 9, 553; vgl. 19, 16; ἄχος κραδίην Od. 18, 348; mit doppeltem accusat. Od. 20, 286 ἄχος κραδίην Ὀδυσῆα; δῦ δέ μιν Ἄρης Il. 17, 210, Ares, d. i. Muth fuhr in ihn. Einzeln so auch Tragg.; αἰθέρα δῦναι Soph. Ai. 1171; χάσμα χθονός Eur. El. 1271; κἀμέ τοι ἔδυ φόβος Rhes. 569. – b) mit praepos.; καθ' ὅμιλον ἔδυ Il. 3, 36; βέλος εἰς ἐγκέφαλον 8, 85; εἰς Ἀίδαο Od. 12, 383; ἐς πόντον, ὑπὸ πόντον, 5, 352. 4, 425; ὑπὸ κῦμα Il. 18, 145; εἴσω ἔδυ ξίφος Il. 16, 340; ἔδυν δόμον Ἄιδος εἴσω 11, 263; δύσκεν εἰς Αἴαντα, duckte sich zum Ajas hinan, um unter dessen Schild Schutz zu suchen, 8, 271; κατὰ σπείους δέδυκεν Od. 12, 93. So auch Folgde; ἐς ἄντρον Aesch. frg. 240, wie Diosc. 11 (VI, 220); πρὸς στόμα Soph. Ant. 1202; ἐς δόμους Eur. Herc. Fur. 873; κατὰ βένθος Ap. Rh. 4, 967; u. in Prosa; ἐς θάλατταν Her. 8, 8; κατὰ γῆς Plat. Tim. 25 d; Phaed. 113 c; εἴς τι εἴσω Phaedr. 247 e; vgl. Tim. 78 d; u. Sp., z. B. Plut. Artax. 8 ἐς μέσα τὰ δεινά, sich mitten in die Gefahr stürzen; ἀκίδες δεδυκυῖαι διὰ φλεβῶν Crass. 25. – 2) von Kleidern, Waffen u. dgl., sich hineinstecken, sie sich anlegen, anthun; χιτῶνα(ς) δῦναι u. δύσασθαι, Il. 18, 416. 23, 739; τεύχεα δῦναι 6, 340, χροῒ δ' ἔντε' ἐδύσετο Il. 9, 596; δύσετο τεύχεα καλὰ περὶ χροΐ 13, 241; τεύχεα ὤμοιιν, sich die Rüstung um die Schultern legen, 16, 64. Auch ἐς τεύχεα, Od. 22, 201; ἐν τεύχεσσι δύοντο 24, 496; ὅπλοισιν ἔνι Il. 10, 254. 272; ἐν τεύχεσι Ap. Rh. 3, 638. – Übertr., δύσεο ἀλκήν Il. 19, 36, lege an, d. i. waffne dich mit Kraft. Einzeln auch Folgde, ἀνάγκας λέπαδνον ἔδυ, d. i. er beugte sich unter das Joch, Aesch. Ag. 211; φάρεα Eur. El. 225. – 3) scheinbar absolut, von derSonne, untergehen, eigtl. unter die Erde, den Okeanos, das Meer, den Horizont gehen, untertauchen; Hom. Odyss. 3, 329 ἠέλιος δ' ἄρ' ἔδυ, Iliad. 18, 241 ἠέλιος μὲν ἔδυ, Odyss. 2, 388 δύσετό τ' ἠέλιος; Odyss. 1, 24 δυσομένου Ὑπερίονος Bezeichnung des Westens; so das particip. praes. activ. vom Abende Iliad. 21, 232, δείελος ὀψὲ δύων, und von einem Sternbilde Odyss. 5, 272, ὀψὲ δύοντα Βοώτην; Hesiod. O. 384 δυσομενάων (Πληιάδων); von Sternen auch Aristot.; vom Monde und den Pleiaden Sappho ap. Hephaest. 65 u. Apostol. V, 98 c (Bergk P. L. G. ed. 2 p. 679 kr. 52) δέδυκε μὲν ἁ σελάνα καὶ Πληίαδες; vom Monde das imperfect. act, Bion. 16, 6, τάχιον δύεν; Plutarch. Arat. 7 δυομένης (τῆς σελήνης); δύεται ἥλιος Her. 4, 181; πρὸ δύντος ἡλίου 7, 149; δυομένῳ ἡλίῳ Xen. An. 2, 2, 8 entspricht dem δύνοντι 2, 2, 6; Plat. u. Folgende. – Untergehen, zu Grunde gehen, vernichtet werden; eigtl., νῆσος ὑπὸ σεισμῶν δῦσα Plat. Criti. 108 e; übertr., δόμος πρόπας Aesch. Ag. 983; βίου δύντος αὐγαῖς 1094. – Das υ in δύομαι ist des Verses wegen bei sp. Ep. auch lang, z. B. Ap. Rh. 1, 925; Nonn. D. 7, 286. s. δύο.
French (Bailly abrégé)
1f. δύσω, ao.2 ἔδυν au sens intr., pf. δέδυκα;
1 s'enfoncer, se plonger : θαλάσσης κόλπον IL, ἐς θάλατταν HDT plonger dans le sein de la mer, dans la mer ; γαῖαν IL, κατὰ γῆς PLAT, δόμον Ἄϊδος εἴσω IL, εἰς Ἀΐδαο OD descendre sous terre, dans la demeure d'Hadès, càd mourir ; δύσκεν εἰς Αἴαντα IL il se jeta sous (le bouclier d') Ajax (pour s'abriter) ; en parl. des astres se plonger (dans la mer) càd se coucher ; πρὸ δύντος ἡλίου HDT avant le coucher du soleil ; fig. βίου δύντος ESCHL au déclin de la vie;
2 p. ext. pénétrer dans en gén. : πόλιν OD entrer dans une ville ; p. anal. πόλεμον IL, μάχην IL se précipiter au combat, se jeter dans la mêlée ; βέλος εἰς ἐγκέφαλον δῦ IL le trait s'enfonça dans sa cervelle ; πᾶν εἴσω ἔδυ ξίφος, l'épée s'enfonça tout entière ; fig. κάματος γυῖα δέδυκε IL la fatigue envahit ses membres ; ἐν adv. δέ οἱ ἄχος ἦτορ δῦν' OD la douleur pénétra son cœur ; Μελέαγρον ἔδυ χόλος IL la colère envahit le cœur de Méléagros ; κρατερή ἑ λύσσα δέδυκεν IL une rage violente pénétra dans son âme;
3 p. anal. se revêtir de : χιτῶνα IL d'une tunique ; τεύχεα IL de ses armes;
Moy. v. δύομαι.
Étymologie: R. Δυ, s'enfoncer ; cf. δύνω.
2épq., élég. et postér. c. δύο.
3sbj. ao. de δύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δύω en δύνω, ep. imperf. δῦνον, med. 3 plur. δύοντο, ep. iter. 3 sing. δύσκεν; sigm. aor. ἔδυσα en ἔδυνα, aor. mixtus ep. med. 2 sing. ἐδύσεο, 3 sing. ἐδύσετο, ep. ptc. δυσόμενος, stamaor. ἔδυν, ep. 3 sing. δῦ, 3 dual. ἐδύτην, ep. 3 plur. ἔδυν, ep. opt. 3 sing. δύη (voor δυίη), ep. inf. δύμεναι, aor. pass. ἐδύθην; perf. δέδυκα, Dor. inf. δεδυκεῖν, med.-pass. δέδυμαι; fut. δύσω, pass. δυθήσομαι; pass. alleen in compos.; in compos. is er een onderscheid tussen causat. (praes., sigm. aor. en fut. act., met daarbij pass.) en intrans. (praes., aor. mixtus en fut. med., stamaor., perf. act.), maar het simplex is nooit causat.; act. = med. binnengaan, binnendringen, in... doordringen, in... duiken; met acc..; δῦνε … δόμον hij ging het huis binnen Od. 7.81; δῦνε … πόντον hij dook de zee in Il. 15.219; μάχην δ. de strijd ingaan Il. 6.185; met prep. bep.:; βέλος … εἰς ἐγκέφαλον δῦ het projectiel drong door tot in zijn hersenen Il. 8.85; ὑπὸ πόντον ἐδύσετο κυμαίνοντα hij dook in de golvende zee Od. 4.425; δὺς κατὰ τῆς γῆς na ondergronds te zijn gegaan Plat. Phaed. 113c; abs.. δύου πάλιν kom weer naar binnen Aristoph. Ve. 148. binnendringen, zich meester maken van, overvallen van ervaringen en gevoelens:. δύη ἄχος κραδίην... Ὀδυσῆος pijn drong binnen in het hart van Odysseus Od. 18.348; ὀξεῖαι δ’ ὀδύναι δῦνον μένος Ἀτρεΐδαο heftige pijnen overvielen de krachtige Atreïde Il. 11.268. aantrekken, omdoen (van een wapenrusting, kleding etc.), met acc.:; δ. Ἀρήϊα τεύχεα een oorlogsuitrusting aandoen Il. 6.340; met ἐς + acc., met ἐν + dat.:; ὣς εἰπόνθ’ ὅπλοισιν ἔνι δεινοῖσιν ἐδύτην na zo gesproken te hebben trokken ze hun verschrikkelijke wapenrusting aan Il. 10.254; met acc. en ἀμφί, περί + dat..;: ὁ … ἀμφ’ ὤμοισιν ἐδύσετο τεύχεα καλά hij deed zijn mooie wapenrusting om zijn schouders Il. 3.328; overdr.: δ. ἀλκήν kracht aantrekken (d.w.z. zich weerbaar maken) Il. 9.231; ἐπεί … ἀνάγκας ἔδυ λέπαδνον toen hij het juk van de noodzaak had omgedaan Aeschl. Ag. 218. ondergaan (van de zon en sterren):; ἠέλιος … ἔδυ de zon ging onder Il. 18.241; πρὸ δύντος ἡλίου voor het ondergaan van de zon Hdt. 7.149.3; ἅμα ἡλίῳ δύνοντι bij zonsondergang Xen. An. 2.2.13; overdr.: βίου δύντος αὐγαῖς wanneer het leven ondergaat met zijn stralen (d.w.z. ten einde komt) Aeschl. Ag. 1123.
δύω zie δύο.
Russian (Dvoretsky)
δύω:
I (fut. δύσω с ῡ, pf. δέδυκα) тж. med.
1 погружаться, опускаться (θαλάσσης κόλπον Hom. и ἐς θάλατταν Her.; γαῖαν Hom. и κατὰ γῆς Plat.; ἐς и ὑπὸ πόντον Hom.; αἰθέρα Soph.; χάσμα χθονός Eur.; πλοῖα δέδυκε Arst.): δ. δόμον Ἄϊδος εἴσω и εἰς Ἀΐδαο Hom. сойти к Аиду, т. е. умереть;
2 входить, вступать (πόλιν Hom.; ἐς δόμους Eur.): βέλος εἰς ἐγκέφαλον δῦ Hom. стрела проникла в мозг; κάματος γυῖα δέδυκε Hom. усталость охватила члены; δύμεναι μάχην Hom. вступить в бой; κἀμὲ ἔδυ φόβος Eur. и меня охватил страх;
3 (о небесных светилах), заходить (ἠέλιος ἔδυ и δύσετο Hom.; ἄστρα δύεται Arst.): πρὸ δύντος ἡλίου Her. перед заходом солнца; δυομένῳ ἡλίῳ Xen. с заходом солнца; δυομένης (τῆς σελήνης) Plut. когда луна зашла; βίου δύντος Aesch. на склоне жизни;
4 досл. опускаться на дно, перен. погибать (νῆσος ὑπὸ σεισμῶν δῦσα Plat.; οὐκ ἔδυ πρόπας δόμος Aesch.);
5 прятаться (εἴς τινα, παῖς ὣς ὑπὸ μητέρα Hom.);
6 надевать (на себя) (χιτῶνα, τεύχεα, med. ἔντεα χροΐ и τεύχεα περὶ χροΐ Hom.): ἐν τεύχεσι δύεσθαι Hom. надеть на себя доспехи; δύεσθαι ἀλκήν Hom. вооружиться мужеством, набраться храбрости; ἀνάγκας ἔδυ λέπαδνον Aesch. он подчинился ярму неизбежности.
II aor. 2 conjct. к δύω I.
III эп.-поэт. = δύο.
English (Autenrieth)
indeclinable in Homer: two; proverb, σύν τε δὔ ἐρχομένω καί τε πρὸ ὃ τοῦ ἐνόησεν, ‘two together going, hasteneth the knowing’ (lit. one notes before the other), Il. 10.224.;;: see δύνω.
two, see δύο.
Greek Monolingual
και δύνω (Α δύω και δύνω)
1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι)
2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο της Ρώμης»)
αρχ.
1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι
2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι, εισδύω, χώνομαι, βυθίζομαι
3. (για ρούχα, οπλισμό) ντύνομαι, περιβάλλομαι, φορώ
4. (για πάθη, παθήματα κ.λπ.) επέρχομαι
5. απομονώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε ΙΕ ρ. deu- «βυθίζομαι, διεισδύω, φορώ» που απαντά και στο δείελος. Με τη σημασία «ντύνομαι» το ρήμα δύω συνδέεται με τον αρχ. ινδ. τ. upā-du- «ντύνομαι» (βλ. και λ. αλιβδύω). Ο ποιητικός αμετάβατος τ. δύνω (πιθ. < δυνFω) αποτελεί μεταπλασμένο έρρινο ενεστώτα. Ο παράλληλος ενεστωτικός τύπος του μέσου δύομαι, δύπτω < δύω πιθ. αναλογικά προς το κύπτω, ενώ το δύσγω, που μαρτυρείται στη γλώσσα του Ησυχίου «δύσγω
αποδύω», πιθ. αναλογικά προς το μίσγω.
Greek Monotonic
δύω: δύνω[ῡ]: Α. μτβ., σε μέλ. και αόρ. αʹ, βγάζω τα ρούχα μου, γδύνομαι κ.λπ., σε Ομήρ. Οδ. (στο σύνθ. ἐξ-έδῡσα). Β. αμτβ., ενεστ. δύω [ῠ] ή δύνω [ῡ], Επικ. παρατ. δῦνον — Μέσ., δύομαι, παρατ. ἐδυόμην, Επικ. γʹ πληθ. δύοντο· μέλ. δύσομαι [ῡ], αόρ. αʹ ἐδῡσάμην, Επικ. βʹ και γʹ ενικ. ἐδύσεο, ἐδύσετο, προστ. δύσεο, αόρ. βʹ ἔδυν (όπως αν προερχόταν από το *δῦμι), γʹ δυϊκ. ἐδύτην, πληθ. ἔδῡμεν, ἔδῡτε, ἔδῡσαν, Επικ. ἔδυν· Ιων. γʹ ενικ. δύσκειν, προστ. δῦθι, δῦτε, υποτ. δύω [ῡ], Επικ. ευκτ. δύην [ῡ] (αντί δυίην), απαρ. δῦναι, Επικ. δύμεναι [ῡ], μτχ. δύς, δῦσα, παρακ. δέδῡκα, Επικ. απαρ. δεδῡκεῖν·
I. 1. λέγεται για τόπους ή χώρες, εισέρχομαι, διεισδύω, εισχωρώ, τρυπώνω, τείχεα δύω (υποτ. αορ. βʹ), σε Ομήρ. Ιλ.· ἔδυ νέφεα, βυθίσθηκε, κρύφτηκε, χάθηκε μέσα στα σύννεφα, λέγεται για αστέρι, στο ίδ.· δῦτε θαλάσσης κόλπον, βυθισθείτε μέσα στον κόλπο του Ωκεανού, στο ίδ.· δύσεο μνηστῆρας, προσχώρησε σε αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης με πρόθ., δύσομαι εἰς Ἀΐδαο, στο ίδ.· δύσετ' ἁλὸς κατὰ κῦμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὸ κῦμα ἔδυσαν, στον ίδ.· δύσκεν εἰς Αἴαντα, κατέφυγε στον Αίαντα, δηλ. κρύφτηκε, «τρύπωσε» πίσω από την ασπίδα του, στο ίδ.
2. λέγεται για τον ήλιο και τα αστέρια, βυθίζομαι μέσα σε (στη θάλασσα), δύω, «βασιλεύω», ἠέλιος μὲν ἔδυ, στο ίδ.· Βοώτης ὀψὲ δύων, που δύει σιγά-σιγά, αργά-αργά, σε Ομήρ. Οδ.· πρὸδύντος ἡλίου, σε Ηρόδ.· μεταφ., βίου δύντος αὐγαί, σε Αισχύλ.· ἔδυ δόμος, το σπίτι βούλιαξε, στον ίδ.
II. λέγεται για ρούχα και οπλισμό, βάζω, φορώ, περιβάλλομαι, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., εἰ μὴ σύγε δύσεαι ἀλκήν, αν εσύ δεν ενδυθείς, οπλιστείς με δύναμη (πρβλ. ἐπιειμένοςἀλκήν)· ἀμφ' ὤμοισιν ἐδύσετο τεύχεα, στο ίδ.· ὤμοιϊν τεύχεα δῦθι, στον ίδ.
III. λέγεται για βάσανα, πάθη, και άλλα παρόμοια, επιρρίπτομαι, εισέρχομαι, επέρχομαι, κάματος γυῖα δέδυκε, στο ίδ.· ἄχος ἔδυνεν ἦτορ κ.λπ., στον ίδ.· δῦ μιν Ἄρης, τον διακατείχε το πνεύμα του πολέμου, τον πλημμύρησε, στο ίδ.
• δύω: Επικ. αντί δύο.
Greek (Liddell-Scott)
δύω: ἴδε ἐν λ. δύο.
Frisk Etymological English
1. See also: s. δύο.
2.
Grammatical information: v.
Meaning: enter, go into
Other forms: δύομαι, δύνω, aor. δῦσαι, δύσασθαι, δῦναι, perf. δέδυκα, aor. pass. δυθῆναι, fut. δύσω, δύσομαι, δυθήσομαι, unclear ep. preterite δύσετο (Schwyzer 788, Chantraine Gramm. hom. 1, 416f.) trans. (δύω, δῦσαι, δύσω), mostly with prefix ἀπο-, ἐκ-, ἐν-, κατα-δύω; otherwise intr. (δύομαι, δύνω) get into, slip into, put on, often with prefix ἀνα-, ἀπο-, ὑπο- etc. -δύομαι, -δύνω; rarely -δύω (Il.).
Compounds: often with nominal first member in compounds, e. g. τρωγλο-δύτης cave-dweller (Hdt.) with -δυτικός, -δυτέω, λωπο-δύτης who goes in foreign clothes, thief (of clothes) (Att. etc.) with -δυτέω, -δυσίου (δίκη), -δυσία; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 225f.
Derivatives: δύσις setting of sun and stars, West (Hecat.) with δυτικός; often to the prefixed verbs in different meanings ἔκ-, ἔν-, κατά-δυσις etc. δῦμα (POxy. 6, 929, 8; 15, II-IIIp) = ἔνδυμα garment (Va), also ὑπόδυμα. δύτης diver (Hdt. 8, 8); in diff. meunings ἐν-, ὑπεν-, ἐκ-δύτης etc. with ἐκδύσια pl. name of a feast in Crete (Ant. Lib.); ἐνδυτήρ to put on (S. Tr. 674 of πέπλος) with ἐνδυτήριος (S.), also ὑποδυτήρια pl. (Str. 14, 5, 6; v.l. ὑποδεκτ.). δυσμαί pl. (rarely sg., s. Schwyzer-Debrunner 43) setting of sun and stars, West (Ion.-Att.) with δυσμικός (Str.); also δυ-θμαί, -θμή id. (Call.; on the suffix Chantr. Form. 148f.). δυτη s. v. δυτῖνος name of a waterbird (Dionys. Av.; as ἰκτῖνος, κορακῖνος etc.). δυτικός suited to diving, western (Arist.). - Lengthened verb form: δύπτω (s. v.); δύσγω ἀποδύω H., after μίσγω (Wackernagel KZ 33, 39 = Kl. Schr. 1, 718); cf. also φύσγων (Alc., POxy. 18, 2165; s. Specht KZ 68, 150.
Origin: IE [Indo-European] [217] *deu- go in, enter
Etymology: In the meaning put on Sanskrit has (the rare) upā-du- (only gerundive Ved. upādútya-), s. L. v. Schroeder WZKM 13, 297f., Brugmann IF 11, 274. Perh. also in δείελος etc. (s. v.). - On the intransitive nasal present δύνω s. Schwyzer 696, Schwyzer-Debrunner 230. - Cf. also ἁλιβδύω.
Middle Liddell
A. Causal in fut. and aor1, to strip off clothes, etc., Od. (in compd. ἐξ-έδῡσα).
I. non causal forms such as the stems δύω and δύ¯νω: of places or Countries, to enter, make one's way into, τείχεα δύω (aor2 subj.) Il.; ἔδυ νέφεα plunged into the clouds, of a star, Il.; δῦτε θαλάσσης κόλπον plunge into the lap of Ocean, Il.; δύσεο μνηστῆρας go in to them, Od.: also with a prep., δύσομαι εἰς Ἀΐδαο Od.; δύσετ' ἁλὸς κατὰ κῦμα Il.; ὑπὸ κῦμα ἔδυσαν Il.; δύσκεν εἰς Αἴαντα he got himself unto Ajax, i. e. got behind his shield, Il.
2. of the sun and stars, to sink into [the sea, v. supr.], to set, ἠέλιος μὲν ἔδυ Il.; Βοώτης ὀψὲ δύων late- setting Bootes, Od.; πρὸ δύντος ἡλίου Hdt.:—metaph., βίου δύντος αὐγαί Aesch.; ἔδυ δόμος the house sank, Aesch.
II. of clothes and armour, to get into, put on, Il.; metaph., εἰ μὴ σύγε δύσεαι ἀλκήν if thou wilt not put on strength (cf. ἐπιειμένος ἀλκήν):—ἀμφ' ὤμοισιν ἐδύσετο τεύχεα Il.; ὤμοιϊν τεύχεα δῡθι Il.
III. of sufferings, passions, and the like, to enter, come over or upon, κάματος γυῖα δέδυκε Il.; ἄχος ἔδυνεν ἦτορ, etc., Il.; δῦ μιν Ἄρης the spirit of war filled him, Il.
Frisk Etymology German
δύω: 1.
{dúō}
Meaning: zwei
See also: s. δύο.
Page 1,427
2.
{dúō}
Forms: δύομαι, δύνω, Aor. δῦσαι, δύσασθαι, δῦναι, Perf. δέδυκα, Aor. Pass. δυθῆναι, Fut. δύσω, δύσομαι, δυθήσομαι, unklares ep. Präteritum δύσετο (Schwyzer 788 m. Lit., Chantraine Gramm. hom. 1, 416f.)
Grammar: v.
Meaning: eintauchen
Composita: trans. (δύω, δῦσαι, δύσω), gewöhnlich mit Präfix ἀπο-, ἐκ-, ἐν-, καταδύω; sonst intr. (δύομαι, δύνω) sich eintauchen, eindringen, einschlupfen, anziehen, oft mit Präfix ἀνα-, ἀπο-, εἰσ-, ἐκ-, ἐν-, κατα-, περι-, ὑποδύομαι, -δύνω usw.; selten -δύω (seit Il.).
Derivative: Ableitungen. 1. δύσις Untergang der Sonne und Sterne, Westen (seit Hekat. und Heraklit.) mit δυτικός; oft zu den präfigierten Verba in verschiedenen Bedeutungen ἔκ-, ἔν-, κατάδυσις usw. 2. δῦμα (POxy. 6, 929, 8; 15, II-IIIp) = ἔνδυμα Gewand (seit Va), auch ὑπόδυμα u. a. 3. δύτης Taucher (Hdt. 8, 8); in verschiedenen Bedeutungen ἐν-, ὑπεν-, ὑπο-, ἐπι-, ἐπεν-, ἐκδύτης mit ἐκδύσια pl. N. eines Festes in Kreta (Ant. Lib.); oft mit nominalem Vorderglied in Zusammenbildungen, z. B. τρωγλοδύτης Höhlenbewohner (Hdt. usw.) mit -δυτικός, -δυτέω, λωποδύτης wer in fremde Kleider fährt, Kleiderdieb, Dieb (att. usw.) mit -δυτέω, -δυσίου (δίκη), -δυσία; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 225f. 4. ἐνδυτήρ zum Anziehen (S. Tr. 674 als Attribut von πέπλος) mit ἐνδυτήριος (S.), auch ὑποδυτήρια pl. (Str. 14, 5, 6; v.l. ὑποδεκτ.). 5. δυσμαί pl. (selten sg., vgl. Schwyzer-Debrunner 43) Untergang der Sonne und Sterne, Westen (ion. att.) mit δυσμικός (Str.); auch δυθμαί, -θμή ib. (Kall.; zum Suffix Chantraine Formation 148f.). 6. δυτη s. bes. 7. δυτῖνος N. eines Wasservogels (Dionys. Av.; wie ἰκτῖνος, κορακῖνος usw.). 8. δυτικός zum Tauchen geeignet, westlich (Arist., J. usw.). — Erweiterte Verbalformen: δύπτω (s. d.); δύσγω· ἀποδύω H., nach μίσγω (Wackernagel KZ 33, 39 = Kl. Schr. 1, 718 m. Lit.); vgl. auch φύσγων (Alk., POxy. 18, 2165; s. Specht KZ 68, 150.
Etymology: Zum intransitiven Nasalpräsens δύνω s. Schwyzer 696, Schwyzer-Debrunner 230. — Im Sinn von ἐνδύεσθαι, anziehen bietet das Altindische einen ansprechenden Vergleich in dem allerdings sehr vereinzelt belegten upā-du- (nur Gerundivum upādútya- [ved.]), s. L. v. Schroeder WZKM 13, 297f., Brugmann IF 11, 274. Ein entlegener Verwandter kann in δείελος usw. (s. d.) stecken. Weitere, sehr unsichere Vermutungen bei Bq. — WP. 1, 777f., Pok. 217f., W.-Hofmann s. imbuō. Vgl. auch ἁλιβδύω.
Page 1,427-428
Mantoulidis Etymological
(=βυθίζω, εἰσέρχομαι, βυθίζομαι, ντύνομαι). Ἀπό ρίζα δυ-.
Παράγωγα: δύσις (καί μέ πρόθεση ἀνά, κατά, ἐν, ἐκ, εἰς, διείσ)δυσις, ἡ δυσμή (=δύση), δυσμαί, δύτης, δυτικός, ἄδυτος, ἄδυτον (=τό πιό ἱερό μέρος τοῦ ναοῦ), ἀποδυτέον, ἀποδυτήριον, ἐνδυτός, ἔνδυμα, ἐπενδυτής, λωποδύτης, τρωγλοδύτης.