πνίγω
English (LSJ)
[ῑ], Sophr.68, al., Antipho 4.1.6, Herod.4.31, etc.: impf.
A ἔπνῑγον Ar.Nu.1376: fut. πνίξω (ἀπο-) Pl.Com.198, Antiph.171; Dor. 2pl. fut. πνιξεῖσθε Epich.155: aor. ἔπνιξα, imper. πνῖξον, Cratin.27, Hdt.2.92, Batr.158:—Pass., fut. πνῐγήσομαι Gal.Nat.Fac.1.17, (ἀπο-) Ar.Nu.1504, Hp.Morb.3.16; also ἀποπεπνίξομαι Eun.VSp.463 B.: aor. ἐπνίχθην (ἀπ-) Aret.SA1.7; but ἐπνίγην [ῐ] Batr.148, Aret.SD 1.11, (ἀπ-) Pherecr.159, Pl.Grg. 512a, D.32.6, etc.: pf. πέπνιγμαι, v. infr.11.—The simple verb is less freq. than the compd. ἀποπνίγω:—choke, throttle, strangle, Sophr.l.c., etc.; of a doctor, πνίγων… πικρότατα πόματα διδούς Pl.Grg. 522a; ἂν ὕλη πνίγῃ [τὸν σῖτον] X.Oec.17.14: prov., ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; Arist.EN1146a35:—Pass., to be choked, stifled, ἐπνιγόμην τὰ σπλάγχνα Ar.Nu.1036; αἱ ὑστερικῶς πνιγόμεναι Antyll. ap. Orib.10.19.1.
2 impers. πνίγει, of great heat, it is stifling, Arist.Pr.941b4, 944a7.
3 metaph., vex, torment, ἕνα χαλκοῦν ἀποβαλὼν αὑτὸν π. Phld.Ir.p.37 W.; ὃ δὲ μάλιστά με πνίγει v.l. in Luc.Prom.17; oppress by exactions, 'squeeze', Jul. Mis.368c.
II cook in a close-covered vessel, bake, stew, Hdt.2.92; δικίδιον… ἐν λοπάδι πεπνιγμένον Ar.V.511; πεπνιγμένος Metag.6. 9.
III drown (cf. πνῖξις ΙΙ), in Pass., X.An.5.7.25: metaph., of plants, τὰ φυτὰ… τοῖς πολλοῖς [ὕδασι] πνίγεται Plu.2.9b.
French (Bailly abrégé)
f. πνίξω, réc. πνίξομαι, ao. ἔπνιξα, pf. inus.
Pass. f. 2 πνιγήσομαι, ao.2 ἐπνίγην, pf. πέπνιγμαι;
1 étrangler, étouffer, suffoquer ; fig. gêner, tourmenter;
2 faire cuire dans un vase bien clos, faire cuire à l'étouffée.
Étymologie: R. Πνιγ, étouffer, suffoquer, apparenté à πνέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πνίγω [~ πνέω?] meestal in compos. ἀποπνίγω; aor 2. ἐπνίγην; fut. pass. πνιγήσομαι causat. doen stikken, verstikken; spreekw..; ὅταν τὸ ὕδωρ (subj.) πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; wanneer je je in het water verslikt, wat moet je er dan bij drinken? Aristot. EN 1146a35; wurgen:; κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγεν hij greep hem in een wurggreep NT Mt. 18.28; overdr.. ὃ δὲ μάλιστά με πνίγει en wat mij het meest benauwt Luc. 23.17. smoren, stoven (van voedsel):. πνίξαντες οὕτω τρώγουσι ze stoven het (de papyrus) en zo eten ze het Hdt. 2.92.5. pass. stikken:. πάλαι’ γὼ’ πνιγόμην τὰ σπλάγχνα ik had het al geruime tijd stikbenauwd in mijn darmen Aristoph. Nub. 1036; ἐπνίγετο ὅστις νεῖν μὴ ἐτύγχανεν ἐπιστάμενος wie niet kon zwemmen verdronk Xen. An. 5.7.25.
German (Pape)
[ῑ], fut. πνίξομαι, gew. πνιξοῦμαι, bei Luc. auch πνίξω, aor. ἔπνιξα, pass. ἐπνίγην, und fut. πνιγήσομαι, – ersticken, erwürgen, erdrosseln, und pass. ersticken, intr.; Ar. Nub. 1358, 1019; πνίγων, Plat. Gorg. 522a; Antiph. 4 α 6; πνίγεσθαι, ertrinken, Xen. An. 5.7.25 und Sp., wie Plut. und NT. – Auch vom Essen, dämpfen, schmoren, backen; Her. 2.92; Ath. IX.395f; Poll. 10.107; und komisch, δικίδιον ἐν λοπάδι πεπνιγμένον, Ar. Vesp. 511.
übertragen, ängstigen, quälen, ὃ δὲ μάλιστά με πνίγει, τοῦτ' ἔστι Luc. Prom. 17, und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
πνίγω: (ῑ) (fut. πνίξω и πνίξομαι, aor. ἔπνιξα; pass.: fut. 2 πνῐγήσομαι, aor. 2 ἐπνίγην с ῐ, pf. πέπνιγμαι)
1 вызывать удушье, душить (τινά Plat. etc.): ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; погов. Arst. если вода причиняет удушье, что же (тогда) пить?; ἐπεὶ πνίγει impers. Arst. когда стоит душная погода; ἐπνιγόμην τὰ σπλάγχνα Arph. я весь задыхался (от нетерпения); ἐπνίγετο ὅστις νεῖν μὴ ἐτύγχανεν ἐπιστάμενος Xen. захлебывался всякий, кто не умел плавать;
2 (о растениях), заглушать, глушить, (sc. τὸν σῖτον Xen.);
3 кулин. тушить или поджаривать (τὴν βύβλον ἐν κλιβάνῳ Her.; ἐν λοπάδι τι Arph.);
4 мучить, терзать: ὃ δὲ μάλιστά με πνίγει (v.l. ἀποπνίγει), τοῦτ᾽ ἐστίν Luc. больше же всего мучает меня вот что.
Greek (Liddell-Scott)
πνίγω: [ῑ], Σώφρων 72 Ahr., Ἀντιφῶν 125. 29· παρατ. ἔπνῑγον Ἀριστοφ. Νεφ. 1376· μέλλ. πνίξω Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 17, Ἀντιφάν. ἐν «Ὀβρίμῳ» 1· πνίξομαι Εὐνάπ..· Δωρ. πνιξοῦμαι Ἔπίχ. 106 Ahr. ― ἀόρ. ἔπνιξα, προστ. πνῖξον, Κρατῖν. ἐν «Δηλιάσιν» 7, Ἡρόδ. 2. 92, Βατραχομυομ. 158. ― Παθ., μέλλ. πνῐγήσομαι Γαλην., (ἀπο-) Ἀριστοφ. Νεφ. 1504, Ἱππ. 494. 40· ὡσαύτως ἀποπεπνίξομαι Εὐνάπ. ― ἀόρ. ἐπνίχθην (ἀπ-) Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 7, Βάβρ. 49· ἀλλὰ ἐπνίγην [ῐ] Βατραχομ. 148, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 11, (ἀπ-) Πλάτ., Ξεν. κλ. ― πρκμ. πέπνιγμαι, ἴδε κατωτ. ΙΙ. ― Τὸ ἁπλοῦν εἶναι ἧττον σύνηθες τοῦ συνθέτου ἀποπνίγω, (ἰδε ἐν λέξ. πνέω). Πνίγω, ἀποπνίγω, στραγγαλίζω, Σώφρων, κλπ., ἐπὶ ἰατροῦ, τέμνων τε, καὶ κάων... καὶ πνίγων Πλάτ. Γοργ. 522Α· ἢν ὕλη πνίγῃ [τὸν σίτον] Ξεν. Οἰκ. 17, 14· πρβλ. πνιγμός· παροιμ., ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τὶ δεῖ ἐπιπίνειν; Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 2, 10· ― Παθ., ἀποπνίγομαι, ἐπνιγόμην τὰ σπλάχνα Ἀριστοφ. Νεφ. 1036· πνίγομαι ἐντὸς ὕδατος, καὶ ἐπνίγετο ὅστις νεῖν μὴ ἐτύγχανεν ἐπιστάμενος Ξεν. Ἀν. 5. 7, 25. 2) ἀπροσ. πνίγει, ἐπὶ μεγάλης θερμότητος, εἶναι πνιγηρὰ ἡ θερμότης, Ἀριστ. Προβλ. 26. 12, 2, πρβλ. 32. 3) μεταφορ., ἐνοχλῶ, βασανίζω, ὃ δὲ μάλιστά με πνίγει Λουκ. Προμ. 17 κτλ.· πρβλ. ἄγχω. ΙΙ. μαγειρεύω ἐντὸς κεκλεισμένου ἀγγείου, βράζω ἢ ψήνω, Ἡρόδ. 2. 92· δικίδιον... ἐν λοπάδι πεπνιγμένον Ἀριστοφ. Σφ. 511· τεμάχη δ’ ἄνωθεν αὐτόματα πεπνιγμένα εἰς τὸ στόμ’ ᾄττει Μεταγένης ἐν «Θουριοπέρσαις» 1. 9, πρβλ. Casaub. εἰς Ἀθήν. 66Ε, καὶ ἴδε πνιγμὸς Ι. 3, πνικτός.
Spanish
English (Strong)
strengthened from πνέω; to wheeze, i.e. (causative, by implication) to throttle or strangle (drown): choke, take by the throat.
English (Thayer)
imperfect ἐπνιγον; 1st aorist ἐπνιξα; imperfect passive 3rd person plural ἐπνίγοντο;
a. to choke, strangle: used of thorns crowding down the seed sown in a field and hindering its growth, T WH marginal reading; in the passive of perishing by drowning (Xenophon, anab. 5,7, 25; cf. Josephus, Antiquities 10,7, 5), to wring one's neck, throttle (A. V. to take one by the throat): ἀποπνίγω, ἐπιπνίγω, συμπνίγω.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων
2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν τους κρίνους» β. «ἥν ὕλη πνίγῃ συνεξορμῶσα τῷ σίτῳ καὶ διαρπάζουσα», Ξεν.)
3. στενοχωρώ, προκαλώ δυσφορία (α. «μέ πνίγουν τα χρέη» β. «ὅ δὲ μάλιστά με πνίγει τοῦτ' ἐστί»)
νεοελλ.
1. καταπιέζω, κρύβω ένα συναίσθημα μου («πνίγω την αγάπη μου»)
2. παθ. πνίγομαι
(για πλοίο) βυθίζομαι, βουλιάζω
3. φρ. α) «πνίγεται σε μια κουταλιά νερό» και «πνίγεται στα ρηχά» — λέγεται για άτομο που ταράζεται εύκολα, που τά χάνει εύκολα και για ασήμαντους λόγους
β) «πνίγω στο αίμα» — προκαλώ πολλούς θανάτους
γ) παθ. «πνίγομαι στο αίμα» — πεθαίνω
δ) «πνίγομαι στη δουλειά» — έχω πάρα πολλή εργασία
ε) «είμαι πνιγμένος στο πράσινο» — λέγεται για χώρους όπου υπάρχουν πολλά φυτά
4. παροιμ. α) «ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται» — αυτός που βρίσκεται σε απόγνωση προσπαθεί να σωθεί με κάθε τρόπο
β) «εδώ καράβια πνίγονται [ή χάνονται] και βαρκούλες αρμενίζουν» — λέγεται για ανθρώπους που είναι απερίσκεπτα τολμηροί
αρχ.
1. παθ. (για φυτά) καλύπτομαι τελείως από νερό, με αποτέλεσμα να μην μπορώ πλέον να ζήσω («τὰ φυτά... τοῖς πολλοίς [ὕδασι] πνίγεται», Πλούτ.)
2. απρόσ. πνίγει
(για μεγάλη θερμοκρασία) η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική
3. πιέζω με εκβιασμό, εξαναγκάζω
4. (σχετικά με φαγητό) βράζω ή ψήνω μέσα σε αεροστεγές αγγείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ. Αμφίβολη θεωρείται η σύνδεση του ρ. τόσο με το επίσης εκφραστικό ρ. πνέω, όσο και με τα φρύγω «ψήνω» και κνίψ «είδος ζωυφίου». Το μακρό -ῖ- του πνίγω διατηρείται σε όλους τους ρηματικούς και τους ονοματικούς τ., εκτός του παθ. αορ. ἐπνῐγην, όπου το -ι- είναι βραχύ αναλογικά προς τους, παθ. αορ. με βραχύ φωνήεν (πρβλ. ἐτρῐβην). Επίσης βραχύ -ι- εμφανίζουν τα παράγωγα πνῐγεύς και πνῐγόεις (για μετρικούς λόγους).
ΠΑΡ. πνιγεύς(-έας), πνιγμός, πνικτός
αρχ.
πνιγίτις, πνίγμα, πνίγος, πνικτήρ, πνίξ, πνίξις
νεοελλ.
πνιγάρης, πνιγούρα, πνίξιμο, πνίχτης.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποπνίγω, καταπνίγω
αρχ.
εγκαταπνίγω, εναποπνίγω, επαποπνίγω, περιπνίγω, προσαποπνίγω, συμπνίγω.
Greek Monotonic
πνίγω: [ῑ], μέλ. πνίξω, αόρ. αʹ ἔπνιξα — Παθ., μέλ. πνῐγήσομαι, αόρ. αʹ ἐπνίχθην, αόρ. βʹ ἐπνίγην [ῐ], παρακ. πέπνιγμαι·
I. 1. πνίγω, στραγγαλιζω, σφίγγω τον λαιμό, σε Πλάτ.· παροιμ., ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ τί δεῖ ἐπιπίνειν; εάν το νερό μπουκώνει κάποιον, γιατί πρέπει κάποιος να πιει περισσότερο; σε Αριστ. — Παθ., πνίγομαι, ασφυκτιώ, σε Αριστοφ.· είμαι πλημμυρισμένος, πνιγμένος, σε Ξεν.
2. μεταφ., ενοχλώ, βασανίζω, σε Λουκ.
II. μαγειρεύω μέσα σε σκεπασμένο σκεύος, βράζω ή ψήνω, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to limit ones breath, to asphyxiate by squeezing, water or vapour, to choke, to drown, to be drowned, also to muffle, to smother (Epich., Sophr., IA.); on the meaning to drown, to be drowned Schulze BerlAkSb. 1918, 320ff. = Kl. Schr. 148 ff.
Other forms: Aor. πνῖξαι, intr. a. pass. πνιγ-ῆναι w. fut. -ήσομαι, late πνιχθῆναι, perf. midd. πέπνιγμαι.
Compounds: Also w. prefix, esp. ἀπο- and κατα-.
Derivatives: Several nom. actionis: 1. πνῖγος n. smothery heat (IA.; opposite ῥῖγος); 2. πνῖγ-μα n. suffocating (Hp.), -μός m. id. (Hp., X., Arist.) with -μώδης suffocating (Hp.), -μονή f. id. (Hdn. Epim.: cf. φλεγμονή, πημονή); 3. πνῖξις (κατά- πνίγω) f. choking, asphyxiation (Arist., Thphr.), drowning (PMag.Par.); 4. πνίξ, -γός f. choking, asphyxiation (Hp., Dsc.; like φρίξ a.o.; Chantraine Form. 2 f.); 5. πνιγετός m. = πνῖγος (Ptol.; H. s. ἀγχόνη); as πυρ-, παγ-ετός; 6. περιπνιγ-ή f. suffocation (Vett. Val.). Nom. agentis: 6. πνιγεύς m. "suffocator", cover for extinguishing the coals (Ar., Arist.), air chamber (Hero, Ph. Bel.), muzzle (com.), prob. analog. from πνίγω, πνιγῆναι after τρι̃βω, τριβ-ῆναι: -ή: -εύς a.o.; vgl. Bosshardt 48; 7. πνικτήρ m. choker, choking (Nonn.). Further 8. πνιγ-ῖτις (sc. γῆ) kind of clay (Dsc., Plin.; Redard 109; prob. from πνῖγος); 9. -αλίων, -ωνος m. nightmare, incubus (medic.); like αἰθαλ-ίων: αἰθ-άλη: αἴθω; 10. πνι-γηρός smothery, esp. smotheryly hot (Hp., Att.; from πνῖγος or πνίγω); 11. πνιγόεις id. (Nic., AP; ι metr. condit.); 12. περι-, συμ-πνιγ-ής suffocated (Nic., J., D.S., after πνιγ-ῆναι); 13. πνικτός steamed, smothered (com.), airtight (Hero), suffocated, choked (Act. Ap.); 14. enlarged πνιγ-ίζω to choke, to strangle (AP; influenced by πυγ-ίζω).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Popular expressive verb without certain connection; one has thought of a cross of several words. The anlaut reminds of πνέω, the auslaut of φρύγω, φώγω, the vowel of κνίψ a. cogn., also of MLG knīpen (s. Κνίφων), but there is no basis for a certain decision. The comparison with some Germ. words for snuffle, e.g. OHG fnaskazzen (Fick BB 7, 95 etc.; s. Bq and WP. 2, 85), is both semantically and especially phonetically and formally (πνιγ- from *pnezg- [with reduced vowel]??; but fnaskazzen to OWNo. fnasa) quite unsatisfactory. -- The short in πνιγ-ῆναι etc. can be analogal. -- So no etym.; is the word Pre-Greek?
Middle Liddell
I. to choke, throttle, strangle, Plat.; proverb., ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγηι, τί δεῖ ἐπιπίνειν; if water chokes, why should one drink more? Arist.:—Pass. to be choked, stifled, Ar.: to be drowned, Xen.
2. metaph. to vex, torment, Luc.
II. to cook in a close-covered vessel, to stew, Hdt., Ar.
Frisk Etymology German
πνίγω: {pní̄gō}
Forms: Aor. πνῖξαι, Intr. u. Pass. πνιγῆναι m. Fut. -ήσομαι, sp. πνιχθῆναι, Perf. Med. πέπνιγμαι,
Grammar: v.
Meaning: ‘den Atem beengen, durch Zusammendrücken, Wasser od. Dampf ersticken, erwürgen, ertränken, ertrinken’, auch dämpfen, schmoren (Epich., Sophr., ion. att.); zur Bed. ertränken, ertrinken Schulze BerlAkSb. 1918, 320ff. = Kl. Schr. 148 ff.
Composita: auch m. Präfix, bes. ἀπο-und κατα-,
Derivative: Davon mehrere Nom. actionis: 1. πνῖγος n. erstickende Hitze (ion. att.; Gegensatz ῥῖγος); 2. πνῖγμα n. das Ersticken (Hp.), -μός m. ib. (Hp., X., Arist. usw.) mit -μώδης erstickend (Hp.), -μονή f. ib. (Hdn. Epim. u.a.: φλεγμονή, πημονή); 3. πνῖξις (κατά- ~) f. Erstickung, Erwürgung (Arist., Thphr.), das Ertrinken (PMag.Par.); 4. πνίξ, -γός f. Erstickung, Erwürgung (Hp., Dsk.; wie φρίξ u.a.; Chantraine Form. 2 f.); 5. πνιγετός m. = πνῖγος (Ptol.; H. s. ἀγχόνη); wie πυρ-, παγετός; 6. περιπνιγή f. Erstickung (Vett. Val.). Nom. agentis: 6. πνιγεύς m. "Ersticker", Deckel zum Ersticken der Kohle (Ar., Arist.), Luftkammer od. ä. (Hero, Ph. Bel.), Maulkorb (Kom.), wohl analog. von πνίγω, πνιγῆναι nach τρι̃βω, τριβῆναι: -ή: -εύς u.a.; vgl. Bosshardt 48; 7. πνικτήρ m. ‘Ersticker, -end' (Nonn.). Außerdem 8. πνιγῖτις (sc. γῆ) Art Ton (Dsk., Plin.; Redard 109; wohl von πνῖγος); 9. -αλίων, -ωνος m. Nachtmahr, Alp (Mediz.); wie αἰθαλίων: αἰθάλη: αἴθω; 10. πνι-γηρός erstickend, bes. erstickend heiß (Hp., att.; von πνῖγος od. πνίγω); 11. πνιγόεις ib. (Nik., AP; ι metr. be- dingt); 12. περι-, συμπνιγής erstickt (Nik., J., D.S. u.a., nach πνιγῆναι); 13. πνικτός gedünstet, geschmort (Kom.), luftdicht (Hero), erstickt, erwürgt (Act. Ap.); 14. erweitert πνιγίζω erwürgen, erdrosseln (AP; von πυγίζω beeinflußt).
Etymology: Volkstümlichexpressives Verb ohne sichere Anknüpfung; man hat zunächst den Eindruck einer Kreuzung verschiedener Wörter. Der Anlaut erinnert an πνέω, der Auslaut an φρύγω, φώγω, der Vokal an κνίψ u. Verw., auch an mnd. knīpen (s. Κνίφων), aber es fehlt jeder Anhalt für ein sicheres Urteil. Der Vergleich mit einigen germ. Wörtern für schnauben, z.B. ahd. fnaskazzen (Fick BB 7, 95 usw.; s. Bq und WP. 2, 85), ist sowohl semantisch wie vor allem lautlich und formal (πνιγ- aus *pnezg- [mit Reduktionsvokal]??; aber fnaskazzen zu awno. fnasa) ganz unbefriedigend. — Die Kürze in πνιγῆναι usw. kann analogisch sein.
Page 2,567-568
Chinese
原文音譯:pn⋯gw 普你哥
詞類次數:動詞(2)
原文字根:阻塞 相當於: (בָּעַת)
字義溯源:喘息,扼喉,使窒息,掐住,淹死;源自(πνέω)*=深呼吸,吹氣)
同源字:1) (ἀποπνίγω)悶住 2) (ἐπιπνίγω)窒息 3) (πνίγω)喘息 4) (πνικτός)勒死的 5) (συμπνίγω)全然扼殺
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編:
1) 淹死(1) 可5:13;
2) 掐住(1) 太18:28
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τήν ἴδια ρίζα πνυτοῦ πνέω. Θέμα πνιγ + ω → πνίγω.
Παράγωγα: πνιγεύς (=φοῦρνος), πνιγηρός, πνῖγμα, πνιγμονή, πνιγετός, πνιγμός, πνιγμώδης, πνῖγος, τό (=δυνατή ζέστη), πνιγώδης, πνικτήρ, πνικτικός, πνικτός, πνίξ -ιγός, πνῖξις, ἀποπνικτικός.
Léxico de magia
ahogar un gato, para extraer su espíritu ἐν ᾧ πνίγεις (τὸν αἴλουρον), λέγε εἰς τὸν νῶτον mientras ahogas al gato, di sobre su lomo P III 2