στάσιμος

From LSJ
Revision as of 01:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάσῐμος Medium diacritics: στάσιμος Low diacritics: στάσιμος Capitals: ΣΤΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: stásimos Transliteration B: stasimos Transliteration C: stasimos Beta Code: sta/simos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (στάσις):    I Act., checking, stopping, τὰ σ. τοῦ αἵματος styptics, Hp.Mul.2.110; of foods,= στατικός 1, Id.Vict.2.54,55.    II Pass., brought to a stand, standing, stationary: of water, stagnant, Id.Aėr.7, X.Oec.20.11, Aen.Tact.8.4, etc.; -ώτατος ποταμῶν Id.Aër.15; σ. αἷμα Id.Acut. (Sp.9; σ. ὕδατα, opp. ῥυτά, Arist.Mete.353b19.    b stable, steadfast, opp. ὑγρός and ῥοώδης, Hp.Mul.2.111, cf. Nat.Mul. 1, Diog.Apoll.5 (Comp.); τὸ ψυχρὸν ἔοικε σ. εἶναι, opp. κινητικόν, Plu.2.945f; σ. κίνησις Pl.Sph.256b, cf. Tht.180b, Arist.GA717a30 (Comp.); πνεῦμα Thphr.CP5.12.11; βίος BCH51.148 (Salamis Cypr.); σ. ἄστρα fixed, Poll.4.156; σ. ὄργανα defined in Orib.49.2.6. Adv. -μως Hp.Acut.29: Comp. -ωτέρως Pl.Ti.55e.    2 of men, steadfast, steady, φύσεις κόσμιοι καὶ σ. Id.R.539d; τὰ σ. γένη ἐξίσταται εἰς νωθρότητα Arist. Rh.1390b30; φρόνιμος καὶ σ. ἄνθρωπος Plb.27.15.10; -ώτερος, opp. τολμηρότερος, Id.21.7.5: τὸ σ. steadiness, Id.6.58.13; τὸ σ. τῆς ἵππου the heavy cavalry, Id.3.65.6; οἱ -ώτατοι τῶν ἀνδρῶν Id.15.16.4.    3 of music, ἡ Δωριστὶ -ωτάτη καὶ μάλιστα ἦθος ἔχουσα ἀνδρεῖον Arist.Pol.1342b13, cf. 1340b9, Pr.922b15; μέτρον -ώτατον, of heroic verse, Id.Po.1459b34; λέξις σ. Id.EN1125a14:—but,    b στάσιμον, τό, in Tragedy, choral song, distd. by Aristotle fr. πάροδος and defined as μέλος χοροῦ τὸ ἄνευ ἀναπαίστου καὶ τροχαίου, Po. 1452b23, cf. S.E.M.6.17, Poll.4.53, Ath.13.592b; expld. as sung by the chorus when stationary, σ. μέλος ὃ ᾄδουσιν ἱστάμενοι οἱ χορευταί Sch. Ar.Ra.1314, cf. Arg.A.Pers., Sch.Ar.V.270, Sch.S.Tr.216, EM690.49, 725.2; cf. στάδην.    4 ἀργύριον σ. money out at interest, Lex Solonis ap.Lys.10.18.    III (στάσις A. 11) weighed, weighable: τὰ σ., = σταθμία, Cephisod.13; θεωρῶν . . τὸν ἄνδρα . . ἕλκοντα τὸ τῆς πράξεως σ. Plb.8.19.2.

German (Pape)

[Seite 929] ον, selten 3 Endgn, – 1) zum Stehen bringend, αἵματος, blutstillend, Hippocr. – 2) zum Stehen gebracht, festgestellt, feststehend, unbeweglich; Plat. Theaet. 180 b; στάσιμον αὐτὴν τὴν κίνησιν προσαγορεύειν, Soph. 256 b; στασιμώτερον ἐκείνου, Tim. 58 e; auch adv., στασιμωτέρως βέβηκε, 55 e; ὕδωρ, stehendes Wasser, Xen. Oec. 20, 11; καὶ ἀβλαβής, Pol. 11, 29, 10, vom Meere; τὸ στάσιμον τῆς ἵππου, die feste, schwere Reiterei, im Ggstz der leichten numidischen, 3, 65, 6. Dah. von Menschen, standhaft, fest, καὶ φρόνιμος ἄνθρωπος, Pol. 27, 13, 10; βαθύτερος τῇ φύσει καὶ στασιμώτερος μᾶλλον ἢ τολμηρότερος, 21, 5, 5; οἱ μαχιμώτατοι καὶ στασιμώτατοι τῶν ἀνδρῶν, die am besten Stand halten, 15, 16, 4; τὸ στάσιμον, Standhaftigkeit, Festigkeit, 6, 58, 13 u. öfter; – ἁρμονία, ruhig, Arist. probl. 19, 49, die Tonweise, die sonst ὑποδωριστί hieß; – ἀργύριον, ausstehendes, auf Zinsen stehendes Geld, in Solon's Gesetzen bei Lys. 10, 18: τὸ ἀργύριον στάσιμον εἶναι ἐφ' ὅσον ἂν βούληται ὁ δανείζων, wo Lys. erkl. οὐ ζυγῷ ἱστάναι, ἀλλὰ τόκον πράττεσθαι; – τὸ στάσιμον, mit und ohne μέλος, in der Tragödie ein Chorgesang, entweder, weil er im ununterbrochenen Zusammenhange ohne Unterbrechung durch andere nicht zum Chorgesange gehörige Verse fortlief, also von der Stätigkeit seiner rhythmischen Natur benannt, Herm. Arist. poet. 12, 8, elem. metr. p. 724 ff, od. im Ggstz zur πάροδος, weil er vom Chor gesungen wurde, nachdem dieser seinen Stand in der Orchestra eingenommen hatte, vgl. epit. metr. p. 266; eben so steht στάσις μελῶν Ar. Ran. 1314; ἔν τινι στασίμῳ Ath. XIII, 592. – 3) gewogen, wägbar, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στάσιμος: -ον, (στάσις): Ι. ἐνεργ., ὁ κάμνων τι νὰ σταθῇ, «σταματῶν», τὰ στάσιμα τοῦ αἵματος, στυπτικά, Ἱππ. 638. 18. ΙΙ. Παθ., ὁ περιερχόμενος εἰς στάσιν, ἀκίνητος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388· ἐπὶ ὕδατος, ἀκίνητον, λιμνάζον ὕδωρ, ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 283, Ξεν. Οἰκ. 20, 11, κτλ.· στασιμώτατος ποταμῶν Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 290· στ. αἷμα ὁ αὐτ. 397. 34· στ. ὕδατα, ἀντίθετ. τῷ φυτά, Ἀριστ. Μετεωρ. 2.1, 5. β) σταθερός, εὐσταθής, ἀκίνητος, δυσκίνητος, στερεός, ὡς τὸ στρυφνός, ἀντίθετ. τῷ ὑγρὸς καὶ ῥοώδης, Ἱππ. 638. 36, πρβλ. 563. 36· τὸ ψυχρὸν ἔοικε στ. εἶναι, ἀντίθετον τῷ κινητικόν, Πλούτ. 2. 945F· στ. κίνησις Πλάτ. Σοφιστ. 256Β, πρβλ. Θεαίτ. 180Β, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 4, 5· πνεῦμα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 12, 11· στ. ἄστρα, οἱ ἀπλανεῖς ἀστέρες, Πολυδ. Δ΄, 156. -Ἐπίρρ. -μως, Ἱππ. 388, 41· συγκρ. -ωτέρως Πλάτ. Τίμ. 55Ε. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, στερεός, εὐσταθής, ἀκλόνητος, Λατιν. constans, φύσεις κόσμιοι καὶ στ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 539D· τὰ στ. γένη ἐξίσταται εἰς νωθρότητα Ἀριστ. Ρητ. 2. 15, 3· φρόνιμοι καὶ στ. Πολύβ. 27. 13, 10· -ώτερος, ἀντίθετον τῷ τολμηρότερος, ὁ αὐτ. 21. 5, 5· τὸ στάσιμον, ἡ εὐστάθεια, ὁ αὐτ. 6. 58, 13· τὸ στ. τοῦ ἵππου, τὸ βαρὺ ἱππικόν, ὁ αὐτ. 6. 65, 6· οὕτως, οἱ στασιμώτατοι τῶν ἀνδρῶν ὁ αὐτ. 15.16, 4. 3) ἐπὶ μουσικῆς, ἡ Δωριστὶ στασιμωτάτη καὶ μάλιστ’ ἦθος ἔχουσα ἀνδρεῖον Ἀριστ. Πολιτ. 8. 7, 12, πρβλ. 8. 5, 23, Πρβλ. 19. 48· μέτρον στασιμώτατον, ἐπὶ ἡρωϊκοῦ στίχου, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 24, 9· λέξις στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 34· - ἀλλά, β) στάσιμον (μετὰ τοῦ μέλοςἄνευ αὐτοῦ), Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 17, Ἀθήν. 592Β, Πολυδ. Δ΄, 53, ἐν τῇ τραγῳδίᾳ λέγεται χορικὸν ᾆσμα συνεχὲς μὴ διακοπτόμενον διὰ τοῦ διαλόγου ἢ ἀναπαιστικῶν μέτρων καὶ κληθὲν οὕτως ἴσως ἕνεκα τῆς ὁμαλῆς καὶ κανονικῆς ὑφῆς· ἤ, κατ’ ἄλλους, ἐπειδὴ τὸ στάσιμον ᾔδετο ἀφ’ οὗ πλέον ὁ χορὸς ἐλάμβανε τὴν θέσιν αὑτοῦ ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ μετὰ τὴν πάροδον, Ἀριστοφ. Σφ. 270, Ἀριστ. Ποιητ. 12, 8· τὸ στάσιμον καλεῖται ὡσαύτως στάσις μελῶν παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1281· -ἐν τῇ Κωμῳδίᾳ δὲν ὑπῆρχον στάσιμα, Ἕρμανν. εἰς Ἀριστ. Ποιητ. ἔνθ’ ἀνωτ. 4) ἀργύριον στ., χρήματα δοθέντα ἐπὶ τόκῳ, Σόλων παρὰ Λυσ. 117. 39. ΙΙΙ. (στάσις Α. ΙΙ) ὁ ζυγισθείς, ὃν δύναταί τις νὰ ζυγίσῃ, τὰ στάσιμα, = σταθμία, Κηφισόδ. ἐν Ἀδήλ. 2· τὸ τῆς πράξεως στ. Πολύβ. 8. 21, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fixe, d’où
1 sédentaire ; στάσιμον ὕδωρ XÉN eau stagnante;
2 massif, pesant;
3 ferme, résistant;
4 constant, immuable, régulier : στάσιμον ἀργύριον argent qui rapporte un revenu fixe.
Étymologie: cf. ἵστημι.

Greek Monolingual

-η, -ο / στάσιμος, -ον ΝΜΑ στάσις
1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν)
χορικό άσμα της αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη διάρκεια μιας θεατρικής παράστασης και παρουσίαζε μετρική ανομοιομορφία
νεοελλ.
1. αυτός που δεν παρουσιάζει εξέλιξη ή βελτίωση που παραμένει στο ίδιο σημείο (α. «η κατάσταση του ασθενούς παραμένει στάσιμη» β. «οι τιμές θα παραμείνουν στάσιμες»)
2. (για μαθητή, υπάλληλο, αξιωματικό) αυτός που δεν προάγεται, που μένει στην ίδια τάξη ή θέση ή στον ίδιο βαθμό
3.φυσ. χαρακτηρισμός φυσικών φαινομένων τα οποία αναπαράγονται ταυτόσημα, με την πάροδο του χρόνου, και χαρακτηρίζονται από αρμονική εξέλιξη σε συνάρτηση με τον χρόνο
4. φρ. α) «στάσιμος πλανήτης»
αστρον. πλανήτης που διέρχεται από το σημείο της φαινόμενης τροχιάς, κατά το οποίο, με τη μεταβολή της φοράς κίνησης, φαίνεται ακίνητος
β) «στάσιμος δορυφόρος»
αστροναυτ. τεχνητός δορυφόρος του οποίου η περίοδος είναι ίση με την αστρική περιστροφή της Γης και ο οποίος αν εκτοξευθεί σε ισημερινή τροχιά φαίνεται ακίνητος πάνω από έναν τόπο, αλλ. γεωστάσιμος δορυφόρος
γ) «στάσιμα κύματα»
i) φυσ. κατηγορία κυμάτων στα οποία, σε αντίθεση με τα τρέχοντα κύματα, τα φαινόμενα ταλάντωσης σε κάθε σημείο βρίσκονται είτε εν φάσει είτε υπό αντίθετη φάση
ii) (τηλεπικ.) κύματα που δημιουργούνται ανάμεσα στο ηλεκτρομαγνητικό κύμα που προσπίπτει και σε εκείνο που ανακλάται
δ) «στάσιμη κατάσταση»
φυσ. (στην κβαντομηχανική) η πλήρως καθορισμένη ενεργειακή κατάσταση ενός κβαντικού συστήματος, για την οποία η ως προς τον χρόνο μεταβολή του καταστατικού της διανύσματος είναι αρμονική
ε) «στάσιμη φάση»
βιολ. το τρίτο στάδιο στην εξέλιξη μιας βακτηριακής αποικίας, όταν ο πολλαπλασιασμός επιβραδύνεται και ουσιαστικά σταματά λόγω εξάντλησης τών θρεπτικών αποθεμάτων
στ) «στάσιμο μέτωπο»
(μετεωρ.) η διαχωριστική επιφάνεια μεταξύ δύο αέριων μαζών με διαφορετικά θερμικά χαρακτηριστικά η οποία πραγματοποιεί ελάχιστη μόνο ή και μηδενική οριζόντια κίνηση
αρχ.
1. σταθερός, αμετακίνητος («τὸ ψυχρὸν ἔοικε στάσιμον εἶναι», Πλούτ.)
2. (για ανθρώπους) σταθερός, ακλόνητος στις αρχές του (α. «φύσεις κόσμιοι καὶ στάσιμοι», Πλάτ.
β. «φρόνιμος καὶ στάσιμος ἄνθρωπος», Πολ.)
3. αδρανής, άπρακτος
4. (για τροφές και ουσίες) στυπτικός
5. (για μουσική) σοβαρή («ἡ Δωριστὶ στασιμωτάτη καὶ μάλιστα ἦθος ἔχουσα ἀνδρεῑον», Αριστοτ.)
6. το ουδ. ως ουσ.
τὸ στάσιμον
σταθερότητα
7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στάσιμα
τα ζύγια, τα βαρίδια
8. φρ. α) «στάσιμος κίνησις» — η κίνηση επί τόπου (Πλάτ.)
β) «τὸ στάσιμον τῆς ἵππου» — το βαρύ ιππικό, το βαριά οπλισμένο (Πολ.)
γ) «ἀργύριον στάσιμον» — χρήματα δανεισμένα με τόκο (Λυσ.)
δ) «στάσιμα ἄστρα» — απλανείς αστέρες (Πολυδ.)
ε) «στασιμώτατον μέτρον» — το ηρωικό μέτρο (Αριστοτ.).

Greek Monotonic

στάσιμος: -ον (στάσις),·
I. 1. σταθερός, ακίνητος· λέγεται για νερό, στάσιμο, ελώδες, σε Ξεν.
2. σταθερός, αμετακίνητος, συμπαγής, ευσταθής, στερεός, σε Πλάτ.· λέγεται για ανθρώπους, ευσταθής, σταθερός, ακλόνητος, αμετακίνητος, Λατ. constans, στον ίδ.· ομοίως για μουσική, σε Αριστ.
II. στάσιμον (με ή χωρίς το μέλος), στην Τραγωδία, συνεχές —χωρίς διακοπή από διαλόγους— άσμα που έψαλλε ο Χορός, που πιθ. ονομάστηκε έτσι επειδή ερμηνευόταν μόλις ο Χορός είχε λάβει τη θέση του (στάσις) στην ορχήστρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στάσιμος -ον [στάσις] van zaken (stil)staand, stabiel. van geld uitstaand (tegen rente). Lys. 10.18. ret. en muz. statig:; λέξις σ. statige stijl (van spreken) Aristot. EN 1125a14; τὸ ἡρωϊκὸν στασιμώτατον καὶ ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων het heroïsche metrum is het statigst en meest gewichtig van alle metra Aristot. Poët. 1459b34; subst. τὸ στάσιμον (μέλος) koorlied gezongen door het koor wanneer het in de\n orchestra staat, in tegenstelling tot het lied dat het zingt wanneer het binnenkomt: stasimon. Aristot. Poët. 1452b17. geneesk., van voedsel constiperend. van personen standvastig.

Russian (Dvoretsky)

στάσῐμος: (ᾰ)
1) стоячий, неподвижный (ὕδωρ Xen.; ὕδατα Arst.);
2) спокойный, тихий (τῆς θαλάττης φύσις Polyb.);
3) уравновешенный, положительный, серьезный (φρόνιμος καὶ σ. ἄνθρωπος Polyb.);
4) стойкий, непоколебимый (ἄνδρες Polyb.);
5) постоянный, неизменный (φύσεις Plat.);
6) размеренный, медлительный, величавый (ποίησις Arst.): στάσιμον μέλος Arph., Arst., Sext. = στάσιμον 1.

Middle Liddell

στάσιμος, ον, στάσις
I. standing, stationary; of water, stagnant, Xen.
2. stable, steadfast, steady, firm, Plat.:—of men, steadfast, steady, solid, Lat. constans, Plat.:—of music, Arist.
II. στάσιμον (with or without μέλοσ), in Tragedy, a regular song of the chorus, prob. so named because it was not sung till the chorus had taken its stand in the orchestra.