οἰκονομία

From LSJ
Revision as of 14:05, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc2)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκονομία Medium diacritics: οἰκονομία Low diacritics: οικονομία Capitals: ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Transliteration A: oikonomía Transliteration B: oikonomia Transliteration C: oikonomia Beta Code: oi)konomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A management of a household or family, husbandry, thrift, Pl.Ap.36b, R.498a, X.Oec.1.1, Arist.EN1141b32, Pol.1253b2 sqq. : pl., Pl.R.407b ; households, Arist.GA744b18.    2 generally, direction, regulation, Epicur.Ep.1p.29U. ; esp. of a State, administration, αἱ κατὰ τὴν πόλιν οἰ. Din.1.97 ; principles of government, Chrysipp.Stoic.2.338 ; τῶν γεγονότων Plb.1.4.3, al. ; πολιτικὴ οἰ. Phld.Rh. 2.32 S. ; ἡ τῆς ἀρχῆς οἰ. Hdn.6.1.1 ; of a fund, SIG577.9 (Milet., iii/ii B.C.).    3 arrangement, ἡ περὶ τὸν νοσέοντα οἰ. Hp.Epid.6.2.24 ; ἡ περὶ τῶν ὠνίων οἰ. market, fair, SIG695.35 (Magn. Mae.) ; οἰκονομίαι proceedings, IG9(1).226 (Drymaea) ; τίνα οἰκονομίαν προσαγήγοχας what steps you have taken, PCair.Zen.240.10 (iii B. C.) ; αὕτη φύσεως οἰ. Plb.6.9.10 ; of a literary work, arrangement, ἡ κατὰ μέρος οἰ. D.S.5.1, cf. D.H.Pomp.4, Comp.25, Sch.Od.1.328 : pl., Plu.2.142a.    4 in Egypt, office of οἰκονόμος, PTeb.24.62 (ii B.C.), al.    5 stewardship, LXX Is.22.19, Ev.Luc.16.2.    6 plan, dispensation, Ep.Eph.1.10, 3.2.    7 in bad sense, scheming, M.Ant. 4.51.    II public revenue of a state, BMus.Inscr.897.14, al. (Halic., iii B.C.).    III transaction, contract, or legal instrument, CPR4.1 (i A. D.), BGU457.10 (ii A. D.), etc.    IV magical operation or process, PMag.Par.1.161,292,2009.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκονομία: ἡ, διοίκησιςἐπιστασία οἴκου, οἰκονομία, φειδώ, Πλάτ. Ἀπολογ. 36Β, Πολ. 498Α, Ξεν. Οἰκ. 1. 1, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 8, 3, Πολιτικ. 1. 3-13· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 407Β, Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 2. 6, 42. 2) ἐπὶ πόλεως, διοίκησις, κυβέρνησις, οἰκ. αἱ κατὰ τὴν πόλιν Δείναρχ. 102. 29, συχνάκις παρὰ Πολυβ. 3) ἐπὶ ποιήματος, διευθέτησις τῆς ὕλης, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. 328· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 142Α. ΙΙ. τὸ δημόσιον εἰσόδημα πόλεως, τὰ ἔσοδα, Newton Ἐπιγρ. Ἁλικαρν. 3. 13 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 direction d’une maison, administration des affaires d’une maison;
2 p. ext. organisation, ordonnance, distribution.
Étymologie: οἰκονόμος.

Spanish

operación mágica , procedimiento mágico

English (Strong)

from οἰκονόμος; administration (of a household or estate); specially, a (religious) "economy": dispensation, stewardship.

English (Thayer)

οἰκονομίας, ἡ (οἰκονομέω), from Xenophon, and Plato down, "the management of a household or of household affairs; specifically, the management, oversight, administration, of others' property; the office of a manager or overseer, stewardship": ἡ, οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, the office of administrator (stewardship) intrusted by God, administration, dispensation, which in a theocratic sense is ascribed to God himself as providing for man's salvation: αἵτινες ... ἡ οἰκονομίαν Θεοῦ τήν ἐν πίστει, which furnish matter for disputes rather than the (knowledge of the) dispensation of the things by which God has provided for and prepared salvation, which salvation must be embraced by faith, L T Tr WH; ἥν προέθετο ... καιρῶν, which good will he purposed to show with a view to (that) dispensation (of his) by which the times (namely, of infancy and immaturity cf. ἡ οἰκονομία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ τῆς δοθείσης μοι, that dispensation (or arrangement) by which the grace of God was granted me, ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου, the dispensation by which he carried out his secret purpose, G L T Tr WH.

Greek Monolingual

η (ΑΜ οἰκονομία)
1. η διαχείριση τών εσόδων και εξόδων του σπιτιού
2. η σκόπιμη διάταξη τών μερών ενός λογοτεχνικού έργου, η δομή, η αρχιτεκτονική (α. «η οικονομία του δράματος» β. «σκηνική οικονομία» — η διάρθρωση τών σκηνών και τών διαλόγων του θεατρικού έργου σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αληθοφάνειας και της αναγκαιότητας
γ. «ὁρῶμεν δὲ καὶ ποιητὰς... ταῑς οἰκονομίαις καὶ τοῑς ἤθεσιν ἄγειν καὶ κινεῑν ἀκροατὰς φιλοτεχνοῡντας», Πλούτ.)
3. φρ. α) «θεία οικονομία» ή, απλώς, «οικονομία» — το όλο σχέδιο του θεού για τη σωτηρία του κόσμου
β) «εκκλησιαστική οικονομία» — εκκλησιαστική αρχή η οποία προσδιορίζει τις βασικές προϋποθέσεις ποιμαντικής παρέμβασης της κανονικής αυθεντίας της Εκκλησίας για την εύρυθμη λειτουργία ενός εκκλησιαστικού σώματος ή μιας ομάδας πιστών ή ενός πιστού μέσα στα πλαίσια της ευρύτερης πνευματικής αποστολής
νεοελλ.
1. το σύνολο τών παραγωγικών σχέσεων που υπάρχουν σε μία δεδομένη κοινωνία
2. το σύνολο τών ενεργειών του ατόμου ως μέλους της κοινωνίας για την εξασφάλιση τών υλικών αγαθών
3. φειδωλή χρήση, αποφυγή τών περιττών δαπανών, της σπατάλης (α. «πρέπει να κάνουμε οικονομία γιατί θα πεινάσουμε» β. «οικονομία δυνάμεων»)
4. στον πληθ. οι οικονομίες
τα χρήματα που αποταμιεύει κάποιος για στοιχειώδεις ανάγκες κάνοντας περικοπή μέρους τών καθημερινών δαπανών («με τις οικονομίες του θα αγοράσει ένα μικρό διαμέρισμα»)
5. φρ. α) «αγροτική οικονομία» — ο τομέας της οικονομικής δραστηριότητας ο οποίος έχει ως αντικείμενο την αγροτική παραγωγή
β) «ανεπτυγμένη οικονομία» — η οικονομία που βρίσκεται σε ικανοποιητικό στάδιο εξέλιξης ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα του πληθυσμού και τη διάρθρωση της παραγωγής, γ) «ανοιχτή οικονομία» — η οικονομία που έχει συναλλακτικές σχέσεις με άλλες οικονομίες
δ) «δημόσια οικονομία» — η οικονομία της οποίας φορέας είναι το δημόσιο, δηλ. το κράτος, οι δήμοι και οι κοινότητες, η εκκλησία, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί και οι αποκεντρωμένες δημόσιες υπηρεσίες, σε αντιδιαστολή με την ιδιωτική οικονομία
ε) «δυναμική οικονομία» — η οικονομία που μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου ποσοτικά και ποιοτικά, χωρίς να εμφανίζει στασιμότητα
στ) «εθνική οικονομία» — το σύνολο τών οικονομικών κλάδων μιας χώρας στο οποίο συμπεριλαμβάνεται τόσο η σφαίρα της παραγωγής όσο και η σφαίρα τών υπηρεσιών
ζ) «ελεύθερη οικονομία» — το οικονομικό σύστημα στο οποίο επιτρέπεται η ελεύθερη δράση της ιδιωτικής επιχείρησης, υπάρχει ανταγωνισμός και ελεύθερη αγορά και αναγνωρίζεται η ιδιοκτησία
η) «ιδιωτική οικονομία» — η οικονομία της οποίας φορέας είναι οι ιδιώτες
θ) «κλειστή οικονομία» — η οικονομία που περιορίζει τις δραστηριότητες της στα εθνικά όρια, χωρίς εισαγωγές και εξαγωγές
ι) «οικονομία της αγοράς» — οικονομικό σύστημα στο οποίο ο αυτορρυθμιζόμενος μηχανισμός της αγοράς καθορίζει την παραγωγή, την κατανομή και την κατανάλωση, με αντίστοιχο περιορισμό ή ελαχιστοποίηση της παρέμβασης μιας κεντρικής συντονιστικής αρχής ή εξουσίας
ια) «πολιτική οικονομία» — η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, κατανομή και κατανάλωση τών υλικών αγαθών
ιβ) «ζωική οικονομία» — τάξη και αρμονία του συνόλου τών φυσικών λειτουργιών
μσν.-αρχ.
διακανονισμός, διευθέτηση, ρύθμιση
αρχ.
1. η επιστασία του οίκου
2. η ιδιότητα του επόπτη διαχείρισης του σπιτιού
3. η διοίκηση, η διακυβέρνηση
4. το δημόσιο εισόδημα μιας πολιτείας
5. ραδιουργία, μηχανορραφία
6. συμβόλαιο ή νομικό έγγραφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκονόμος. Τη λ. δανείστηκαν πολλές ξένες γλώσσες, με αποτέλεσμα να καταστεί σχεδόν διεθνής όρος (πρβλ. αγγλ. economy, γαλλ. economic γερμ. Okonomie)].

Greek Monotonic

οἰκονομία: ἡ, διαχείριση οικιακών ή οικογενειακών υποθέσεων, επιστασία οίκου, οικονομία, φειδώ, σε Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκονομία:
1) заведование домашним хозяйством, домашние дела (οἰ. τε καὶ χρηματισμός Plat.);
2) управление, руководство (πόλεως καὶ ἔθνους Arst.): περὶ τὸ φρούριον οἰ. Xen. организация лагеря;
3) тж. pl. распределение, расположение, устройство (τοῦ πληρώματος τῶν καιρῶν NT): τοῖς πράγμασι καὶ ταῖς οἰκονομίαις κινεῖν τὸν ἀκροατήν Plut. воздействовать на слушателя фактами и их (умелым) расположением.

Middle Liddell

οἰκονομία, ἡ, [from οἰκονόμος
the management of a household or family, husbandry, thrift, Plat., etc.

Chinese

原文音譯:o„konom⋯a 哀可-挪米阿
詞類次數:名詞(8)
原文字根:家-律法 相當於: (מֶמְשָׁלָה‎)
字義溯源:管理,管家職分,管家職務,章程,職分,職事,責任,經管,經營,安排;源自(οἰκονόμος)=管家);由(οἶκος)*=住處)與(νόμος)=律法,分出)組成,其中 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)。參讀 (οἶκος)同源字
出現次數:總共(8);路(3);林前(1);弗(3);西(1)
譯字彙編
1) 管家職務(2) 路16:3; 路16:4;
2) 職事(1) 弗3:9;
3) 職分(1) 西1:25;
4) 管家職分(1) 弗3:2;
5) 安排(1) 弗1:10;
6) 責任(1) 林前9:17;
7) 經管(1) 路16:2