ἄκριτος
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
English (LSJ)
ον, (κρίνω) A undistinguishable, confused, ἄκριτα πόλλ' ἀγορεύειν Od.8.505; τύμβος ἄ. one common undistinguished grave, Il. 7.337; ἄ. πάγος confused mass, Hp.Septim.6, cf. Pl.Grg.465d, Philostr. Gym.26; ἄ. ἔρις καὶ ταραχή D.18.18; ἄ. καιροί Demad.34. 2 continual, unceasing, μῦθοι Il.2.796; ἄχεα 3.412: neut. as Adv., πενθήμεναι ἄκριτον αἰεί Od.18.174, 19.120; δηρὸν καὶ ἄ. h.Merc.126; ὄρος ἄ. continuous chain of mountains, AP6.225 (Nicaen.). 3 after Hom. in poets, countless, ἄστρων ὄχλος Critias 19; μυρία φῦλα καὶ ἄ. Opp.H.1.80; ἄ. πλήθει Babr.33.3. II undecided, doubtful, νείκεα, ἄεθλος, Il.14.205, Hes.Sc.311; ἄ. τελευταί which cannot be predicted, B.9.45; ἀκρίτων ὄντων while the issue is doubtful, Th.4.20; uncertain, of weather-signs, Ὠρίων Arist.Mete.361b31; πυρετὸς ἄ. fever that will not come to a crisis, Hp.Acut.(Sp.) 17. Adv. -τως Id.Epid.1.3; τὸ ἀκρίτως ξυνεχὲς τῆς ἁμίλλης without decisive issue, Th.7.71: neut.pl.as Adv., ἄκριτα δηρινθέντες Euph.94.3. 2 unjudged, untried, of persons and things, ἀκρίτους κτείνειν, ἀποκτεῖναι without trial, Hdt.3.80, Th.2.67, cf.Lys.19.7, D.17.3; ἄ. ἀποθανεῖν Antipho 5.48, cf. Th.8.48, etc.; πρᾶγμα ἄ. cause not yet tried, Isoc.19.2, cf. Pl.Ti.51c:—also, subject to no judge, πρύτανις A.Supp.371. Adv. ἀκρίτως, ἀποκτείνειν D.H.11.43, cf. Conon 28.1, LXX 1 Ma. 2.37. III Act., not giving judgement, Hdt.8.124; not capable of judging, Parm.6.7, Plb.3.19.9, cf. Luc.Am.37; ἄκριτα μηχανώμενοι engaged in rash attempts, E.Andr.549; κατ' ἄκριτον recklessly, Phld. Ir.p.69 W. Adv. -τως rashly, indiscreetly, Plb.2.7.2, Epict.Gnom. 65; indiscriminately, ἐκφέρειν Procl.in Prm.p.553S. 2 not exercising judgement, undiscriminating, of fate, AP7.439 (Theodorid.), cf. 5.283 (Rufin.); ἄκριτε δαῖμον, of death, Epigr.Gr.204.3 (Cnid.).
German (Pape)
[Seite 82] 1) nicht gesondert, verworren, durcheinander, τύμβος, ein Grab, in das viele ohne Unterschied geworfen werden, Il. 7, 337; μῦθοι, Geschwätz, Il. 2, 796; Plut. Symp. 9, 1; προσκλήσεις Plat. Gorg. 465 d. An Wendungen wie τοὶ δ' ἄκριτα πόλλ' ἀγόρευον Od. 8, 505 reihen sich ἄχεα ἄκριτα Il. 3, 412, πενθήμεναι ἄκριτον αἰεί Od. 18, 174. 19, 120, sehr betrauern; δηρὸν καὶ ἄκριτον H. h. Merc. 126; so bei Sp. D., z. B. μυρία μὲν δὴ φῦλα καὶ ἄκριτα Opp. H. 1, 80. – 2) nicht urtheilend, willkührlich, Her. 8, 124; ἄκριτε μοῖρα, keinen Unterschied machend, Theodorid. 11 (VII, 439), vgl. Rufin. (V, 284). Von den Winden Arat. 930, unbeständig. – 3) unentschieden, ungeschlichtet, νείκεα Il. 14, 205; ἄεθλον Hes. Sc. 311; ἔτιδὲ ὄντων ἀκρίτων, da der Krieg noch unentschieden war, Thuc. 4, 20; vgl. Pol. 16, 4, 3; neben ἀδίκαστος Plat. Tim. 51 c. Einzeln steht πρύτανις ἄκριτος Aesch. Suppl. 366, der keinem Richter unterworfen. Bei medic. ohne Krisis. – 4) ohne Richterspruch, ohne Urtheil u. Recht, ἀποκτείνειν, hinrichten, Her. 3, 80; Thuc. 2, 67; Lys. 12, 82, wo der Ggstz κατὰ τὸν νόμον κρίνειν; Isocr. 4, 113, u. öfter bei den Rednern. – Adv. ἀκρίτως.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρῐτος: -ον, (κρίνω) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διακρίνῃ, συγκεχυμένος, ἄτακτος, μῦθος, Ἰλ. Β. 796· ἄκριτα πόλλ’ ἀγόρευον, Ὀδ. Θ. 505· τύμβος ἄκρ., κοινός, ἀδιάκριτος τάφος, Ἰλ. Η. 337· ἄκρ. πάγος, συγκεχυμένος ὄγκος ἢ φύραμα, Ἱππ. παρὰ Γαλην., πρβλ. Πλατ. Γοργ. 465D. 2) συνεχής, ἀδιάλειπτος· ἄχεα, Ἰλ. Γ. 412· οὐδ. ὡς ἐπίρρ. πενθήμεναι ἄκριτον αἰεί, Ὀδ. Σ. 174., Τ. 120· δηρὸν καὶ ἄκριτον, Ὕμ. Ὀμ. εἰς Ἑρμ. 126: ― ὄρος ἄκρ., συνεχὴς σειρὰ ὀρέων, Ἀνθ. Π. 6. 225. 3) μεθ’ Ὅμηρον παρὰ ποιηταῖς = ἀναρίθμητος, ἀκρ. ἄστρων ὄχλος, Εὐρ. Ἀποσπ. 596· μυρία φῦλα καὶ ἄκρ., Ὀππ. Ἁλ. 1.80· ἄκριτον πλήθει, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Βαβρ., κτλ. ΙΙ. ἀναποφάσιστος, ἀμφίβολος, νείκεα, ἄεθλος, Ἰλ. Ξ. 205, Ἡσ. Ἀσπ. 311· ἀκρίτων ὄντων, ἐνῷ τὸ ἀποτέλεσμα ἦτο ἀμφίβολον, Θουκ. 4. 20· ἄκρ. ἔρις καὶ ταραχή, Δημ. 231. 8: ἀβέβαιος ὡς πρὸς τὸν χρόνον, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 4· πυρετὸς ἄκρ., μὴ ἱκνούμενος εἰς κρίσιμον σημεῖον, Ἱππ. 399. 22· οὕτω καὶ ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. Ἐπιδ. 1. 941· τὸ ἀκρίτως ξυνεχὲς τῆς ἁμίλλης, ἄνευ ἀποφασιστικού ἀποτελέσματος, Θουκ. 7. 71. 2) ὁ μὴ κριθείς, μὴ δικασθείς, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, ἄκριτόν τινα κτίνειν, ἀναιρεῖν, ἀπολλύναι, θανατώνω τινὰ χωρὶς νὰ δικάσω αὐτόν, Λατ. indicta causa, Ἡρόδ. 3. 80, Θουκ. 2. 67· πρβλ. 8. 48, Δημ. 212. 23· ἄκρ. ἀποθανεῖν, Ἀντιφῶν 135.10, κτλ.· πρᾶγμα ἄκρ., ὑπόθεσις μήπω δικασθεῖσα, Ἰσοκρ. 385Α· πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 51C: ― ὡσαύτως, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς κριτήν τινα· πρύτανις, Αἰσχύλ. Ἱκ. 371: ― Ἐπίρρ. ἀκρίτως ἀποκτείνειν, Διον. Ἁλ. 11. 43. ΙΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ παρέχων κρίσιν, Ἡρόδ. 8. 124· ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κρίνῃ, τραχύς, ἰσχυρογνώμων, Πολύβ. 3.19, 9· οὕτως: ἄκριτα μηχανώμενοι, ἀσχολούμενοι εἰς ἀπερισκέπτους προσπαθείας, Αὐρ. Ἀνδρ. 549. 2) ὁ μὴ ἐξασκῶν κρίσιν, μὴ ποιῶν διάκρισιν, περὶ τῶν Μοιρῶν, Ἀνθ. Π. 7. 439· πρβλ. 5. 284· ἄκριτε δαῖμον, περὶ τοῦ θανάτου. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 204. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
A. I. non trié, non séparé, d’où
1 indistinct, confus, mêlé;
2 continu, sans interruption;
II. non décidé, d’où
1 indécis, incertain : ἔτι ὄντων ἀκρίτων THC l’issue de la guerre étant encore incertaine;
2 qui ne se décide pas ou ne se termine pas : ἄκριτα νείκεα IL discordes interminables;
III. non jugé :
1 qui n’a pas été jugé;
2 qui ne peut être jugé, qui ne dépend d’aucun tribunal;
B. qui ne rend pas de jugement.
Étymologie: ἀ, κρίνω.
English (Autenrieth)
(κρίνω): unseparated, undecided, confused, endless; τύμβος (undistinguished, i. e. common to many dead), νείκεα, ἄχεα, μῦθοι.—Adv., ἄκριτον, ‘unceasingly.’
Spanish (DGE)
(ἄκρῐτος) -ον
A I1indiferenciado, común τύμβος Il.7.337
•confuso, indistinto πάγος Hp.Hebd.6, ἔρις καὶ ταραχή D.18.18, καιροί Demad.108, cf. Pl.Grg.465d.
2 de flores variado καταμίσγεται ἄκριτα ποίῃ h.Pan.26.
II de pers. no juzgado ἀκρίτους κτείνειν Hdt.3.80, ἀποκτεῖναι Th.2.67, ἀποθανεῖν Antipho 5.48, ἄκριτον ἐκβαλεῖς με γῆς E.Hipp.1056, οὐδὲ χρε̄́ματα ἀφαιρε̄́σομαι ἀκρίτο οὐδενός IG 13.40.9 (V a.C.), cf. Philostr.Gym.26
•de cosas πρᾶγμα Isoc.19.2, cf. Pl.Ti.51c, φόνοι Ph.2.590, ἄκριτα μηχανώμενοι tramando cosas sin previo juicio, contra toda ley, criminales E.Andr.549.
B 1incontable, continuo ἄχεα Il.3.412, 24.91, νείκεα Il.14.205, 304, ὄρος ἄ. cadena continua de montañas, sierra Nicaenet.3.1, ἄ. ὕδωρ diluvio universal Nonn.D.6.287
•neutr. como adv. ἄκριτον continuamente πενθήμεναι ἄ. αἰεί Od.18.174, 19.120, δηρὸν καὶ ἄ. h.Merc.126.
2 incontable, innumerable ἄστρων ὄχλος Critias B 19, φῦλα βένθεσι πόντου πλώοντα Opp.H.1.80, κολοιῶν ἔθνος Babr.33.3, αὐδή que no tiene fin del canto de las sirenas, A.R.4.911.
3 que no puede ser precisado, imprevisible τελευταί B.10.46.
4 no sometido a ningún juez πρύτανις A.Supp.371
•inmune νόμος περὶ τῶν ἀκρίτων S.E.P.3.211.
C 1que no tiene discernimiento, irreflexivo, fatuo, falto de juicio μύθοι Il.2.796, ἄ. πόλλ' ἀγόρευον Od.8.505, τόλμα Plb.3.19.9, γνῶμαι Ph.1.299, cf. Plu.2.159b
•despreocupado ὕπνος AP 16.123
•incapaz de discernir o distinguir ἄ. φῦλα, οἷς τὸ πέλειν τε καὶ οὐκ εἶναι ταὐτὸν νενόμισται gentes sin discernimiento para quienes es lo mismo el ser que el no ser Parm.B 6.7, τὸ ἄκριτον πολυτελές prodigalidad indiscriminada Ach.Tat.8.17.5
•del hado que no hace distinciones, arbitrario, AP 7.439 (Theodorid.), ὄμμα AP 5.284 (Rufin.), de la muerte IKnidos 303.3 (I a.C.)
•neutr. subst. τὸ ἄκριτον irreflexión c. gen. obj. τῆς τῶν ἀρχιερέων καταστάσεως Eus.DE 8.2 (p.385), κατ' ἄκριτον irreflexivamente Phld.Ir.33.31.
2 que no decide, que deja en suspenso ἀποπλεόντων ... ἐς τὴν ἑωυτῶν ἀκρίτων volviendo a sus lugares de origen sin decidir (quién había sido el mejor de los generales griegos), Hdt.8.124.
D indeciso, incierto, no decidido ἄεθλος Hes.Sc.311, πυρετὸς ἄ. fiebre que no llega a una crisis Hp.Acut.(Sp.) 17, ἔτι δ' ὄντων ἀκρίτων no estando aún decidida la victoria Th.4.20
•dudoso, poco de fiar Ὠρίων (como signo del tiempo), Arist.Mete.361b30
•neutr. plu. como adv. ἄκριτα δηρινθέντες Euph.122.3.
E adv. -ως
1 sin previo juicio ἀποκτείνειν D.H.11.43, cf. Cono 1.28, ἀ. ἀπόλλυτε ἡμᾶς LXX 1Ma.2.37, καταδικάζειν Ph.2.525.
2 sin demanda (ὁμολογῶ τὸν δεῖνα) ἀ. [ἐξ] ελθεῖν ἀπ' ἐμοῦ (estipulo que él puede) abandonarme sin que yo por eso lo demande, PMasp.305.26 (VI d.C.).
3 con total falta de juicio, neciamente, sin motivo τὸ δ' ἀκρίτως καὶ προφανῶς περιβαλεῖν αὑτοὺς ταῖς μεγίσταις συμφοραῖς Plb.2.7.2, μεμαστιγωνένος ἀ. PSI 816.6 (II a.C.), PEnteux.14.5 (III a.C.), Epict.Gnom.65, S.E.P.1.114, M.7.440
•sin juicio, irracionalmente Iust.Phil.Qu.Gr.M.6.1473C
•indiscriminadamente ἐκφέρειν Procl.in Prm.718.
4 sin decidirse, sin llegar a una decisión διὰ τὸ ἀκρίτως ξυνεχὲς τῆς ἁμίλλης Th.7.71
•medic. sin llegar a crisis Hp.Epid.1.3.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (Α ἄκριτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι
2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος
3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος, αδοκίμαστος
αρχ.
1. αυτός που δεν διακρίνεται, δεν ξεχωρίζεται εύκολα, συγκεχυμένος, ασυνάρτητος
2. ο μη διακεκριμένος, κοινός, συνηθισμένος
3. συνεχής, αδιάλειπτος, ασταμάτητος
4. άπειρος, αναρίθμητος
5. αυτός που δεν πήρε οριστική τροπή, αμφίβολος, αβέβαιος, απρόβλεπτος
6. αυτός που δεν υπόκειται σε κριτή, ο ανεξέλεγκτος
7. αυτός που δεν δίνει διευκρινίσεις, δεν ερμηνεύει κάτι
8. (για τη μοίρα) αυτός που δεν κάνει διάκριση
9. (το ουδ. ως επίρρ.) ἄκριτον
συνεχώς, αδιάκοπα
10. φρ. «πυρετὸς ἄκριτος» — πυρετός που δεν έφθασε ακόμα στο κρίσιμο σημείο, που δεν κορυφώθηκε. (
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κριτὸς < κρίνω.
ΠΑΡ. ακρισία
αρχ.
ἀκριτί.
ΣΥΝΘ. ακριτόμυθος
αρχ.
ἀκριτόβουλος, ἀκριτόδακρυς, ἀκριτόφυλλος, ἀκριτόφυλος, ἀκριτόφυρτος, ἀκριτόχειρος
(μσν). ἀκριτόφωνοι
μσν.- νεοελλ.
ακριτοεπής
νεοελλ.
ακριτολόγος].
(II)
-η, -ο
1. ο αμίλητος
2. ο λιγόλογος
3. απερίγραπτος, άφθαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνω «μιλώ» (πρβλ. κρένω)].
Greek Monotonic
ἄκρῐτος: -ο,
I. 1. μη διακρινόμενος, αδιόρατος, συγκεχυμένος, ασύλληπτος, άτακτος, ανάκατος, ακατάστατος, σε Όμηρ.· τύμβος ἄκριτος, ένας κοινός αδιάκριτος, μη ξεχωριστός τάφος, σε Ομήρ. Ιλ.
2. συνεχής, αδιάλειπτος, ἄχεα, στο ίδ.· ουδ. ως επίρρ. πενθήμεναι ἄκριτον αἰεί, σε Ομήρ. Οδ.· ὄρος ἄκρ., συνεχής οροσειρά, σε Ανθ., Βάβρ.
II. αναποφάσιστος, αμφίβολος, νείκεα, ἄεθλος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀκρίτων ὄντων, ενώ το αποτέλεσμα ήταν αμφίβολο, σε Θουκ.· επίρρ. ἀκρίτως, χωρίς αποφασιστικό αποτέλεσμα, στο ίδ.
2. αυτό που δεν έχει δικαστεί, κριθεί, λέγεται για πρόσωπα και πράγματα, ἄκριτόν τινα κτείνειν, θανατώνω κάποιον χωρίς να τον δικάσω, Λατ. indicta causa, σε Ηρόδ. κ.λπ.
III. Ενεργ., αυτός που δεν παρέχει κρίση ή γνωμάτευση, στον ίδ.· ο χωρίς κρίση, αυτός που δεν μπορεί να κρίνει, ασύνετος, αστόχαστος, τραχύς, ισχυρογνώμων, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκρῐτος:
1) беспорядочный, бессвязный, путаный (μῦθος Hom.): ἄκριτα ἀγορεύειν Hom. толковать и вкривь и вкось; ἠχὴ ἄ. Plut. нестройный шум;
2) смешанный, необособленный: τύμβος ἄ. Hom. общая могила; (πάντων χρημάτων) ἀκρίτων ὄντων Plat. когда все элементы были перемешаны друг с другом;
3) нерешенный; сомнительный, спорный, неясный (νείκεα Hom., Plut.; ἄεθλον Hes.; ἔρις Dem.): ἔτι δ᾽ ὄντων ἀκρίτων Thuc. так как исход войны еще не решен; ἄ. καὶ χαλεπὸς ὁ Ὠρίων εἶναι δοκεῖ Arst. трудно определить с точностью время восхода и захода Ориона;
4) неисчислимый, несметный (ἄστρων ὄχλος Eur.; πλῆθος Plut., Babr.);
5) непрерывный, нескончаемый, сплошной (ἄχεα Hom.; ὄρος Anth.);
6) не рассмотренный судом, неразобранный (πρᾶγμα Isocr.): ἄκριτόν τινα (ἀπο)κτείνειν Her., Thuc., Lys., Plut. казнить кого-л. без суда; ἀ. θάνατος Plat. казнь без суда;
7) никому не подсудный (πρύτανις Aesch.);
8) действующий без разбора, вслепую, опрометчиво (Μοῖρα Anth.; ἀλόγιστος καὶ ἄ. Polyb.);
9) не разобравший дела: ἀποπλωόντων ἀκρίτων Her. отплыв и оставив вопрос без решения.
Middle Liddell
I. undistinguishable, unarranged, disorderly, Hom.; τύμβος ἄκριτος one common undistinguished grave, Il.
2. continual, unceasing, ἄχεα Il.; neut. as adv., πενθήμεναι ἄκριτον αἰεί Od.:— ὄρος ἄκρ. a continuous mountain-range, Anth., Babr.
II. undecided, doubtful, νείκεα, ἄεθλος Il.; ἀκρίτων ὄντων while the issue was doubtful, Thuc.:—adv. ἀκρίτως, without decisive issue, Il.
2. unjudged, untried, of persons and things, ἄκριτόν τινα κτείνειν to put to death without trial, Lat. indicta causa, Hdt., etc.
III. act. not giving a judgment, Hdt.: without judgment, ill-judged, rash, Eur.
English (Woodhouse)
inconclusive, rash, undecided, untried, inconvulsive, of a case on trial, without a hearing, without a trial