ἐπαναφέρω

From LSJ
Revision as of 08:41, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+)(\.) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2$3 $4 $5")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναφέρω Medium diacritics: ἐπαναφέρω Low diacritics: επαναφέρω Capitals: ΕΠΑΝΑΦΕΡΩ
Transliteration A: epanaphérō Transliteration B: epanapherō Transliteration C: epanafero Beta Code: e)panafe/rw

English (LSJ)

poet. ἐπαμφέρω, fut. A ἐπανοίσω Epicur.Sent.25: aor. 1 -ήνεγκα:—throw back upon: hence, ascribe, refer, μή τι θεοῖς τούτων μοῖραν ἐπαμφέρετε Sol.11.2; τι εἴς τινα or εἴς τι, Ar.Nu.1080, Pl.R.434e, D.5.11, 27.49; ἐπί τι Pl.Lg.680d; ἐπί τι αἴτιον Arist.Ph.196a13; ἐπὶ τὸ τέλος Epicur.Sent.25; πρός τι Hp.VM1 (v.l.); ἐπί τινα, of an analogous case, ib. 10: abs., πάλιν ἐ. And.3.33; ἐ. τινὶ ὑπέρ τινος, Lat. referre alicui de re, Plb.21.4.14:—Pass., ἐπανενεχθεισῶν τῶν συνθηκῶν εἰς τὴν Ῥώμην Id.1.17.1. b intr. in Act., rise or be referred to a cause, ἐπί τι Pl.Ly.219c. 2 put into the account, D.41.20, cf. IG22.1607a7. 3 bring back a message, X.HG2.2.21 (Act. with Med. as v.l.); ὥς τινα Plu.Art. 29. 4 vomit, Aret.SA2.2. II intr., recover consciousness, ἐπανενέγκαντες θνῄσκουσι Hp.Coac.1 (unless = sigh, cf. ἀναφέρω 1.2). 2 of disease, abate, Aret.SA2.1. III Pass., rise, as an exhalation, X.Cyn.5.2; as stars or the sun, Gem.7.11, Plu.2.19e, cf. 735a; especially in Astrol., occupy the position following a κέντρον, Ptol.Tetr.115. 2 move in counter revolution, Ti.Locr. 96d. IV Rhet., repeat a word (cf. sq.), Demetr.Eloc.59:—Pass., ib.268, D.H.Dem.40.

German (Pape)

[Seite 901] (s. φέρω), p. ἐπαμφέρω, zurückführen, beziehen auf, referre, εἰς τὸν ἕνα Plat. Rep. IV, 434 c; Crat. 425 d; ές τὸν Δί' Ar. Nubb. 1080, die Schuld auf Zeus schieben; οὐδ' εἰς μίαν οὔτε δεινότητα, οὔτε ἀλαζονείαν ἐπανοίσω, ich will nicht meine Gewandtheit als Grund anführen, es mir nicht so auslegen, Dem. 5, 11, vgl. 27, 49 τὸν ἀριθμὸν τῶν χρημάτων εἴς τινα ἐπ., auf Jem. schieben; ἐπί τι, Plat. Legg. III, 680 d; πρός τι, Hippocr. – Bei Andoc. 3, 33 = zur Entscheidung zurück berichten; vgl. Dem. 7, 9; Xen. Hell. 2, 2, 21; ἐπὶ τὸ κοινὸν τὴν σκέψιν, τὴν ζήτησίν τινι, Luc.; ὑπέρ τινος, Pol. 21, 2, 14; in Rechnung bringen, Dem. 41, 20. – Intr., zurückkehren, ἐπί τι, Plat. Lys. 219 c; sich erholen, Hippocr. – Im med. so Tim. Locr. 96 d ἐπαναφερόμενα καὶ καθ' αὑτὰ κινεόμενα. – Aber Xen. Cyn. 5, 2, τὰ ἴχνη ἐπαναφερόμενα ὄζει, = ausdünstend.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναφέρω: ποιητ. ἐπαμφέρω = ἀναφέρω, ἀναφέρω, ἀποδίδω τι εἴς τινα, μή τι θεοῖς τούτων μοῖραν ἐπαμφέρετε Σόλων 10. 2· τι εἴς τινα ἢ εἴς τι Ἀριστοφ. Νεφ. 1080, Πλάτ. Πολ. 434Ε, Δημ. 59. 25· ἐπί τι Πλάτ. Νόμοι 680D, Ἀριστ. Φυσ. 2. 4, 3 κ. ἀλλ.· πρός τι Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 8· ἐπί τινα, ἐπὶ ἀναλόγου περιστάσεως, αὐτόθι 11· ἀπολ., Ἀνδοκ. 27. 37· ἐπ. τινὶ ὑπέρ τινος, Λατ. referre alicui de re, Πολύβ. 21. 2, 14. 2) ὑπολογίζω, Λατ. referre in..., Δημ. 829. 5., 1034. 8. 3) κομίζω ὀπίσω ἀγγελίαν ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, ἐπανέφερον ταῦτα εἰς Ἀθήνας (ὁ Θηραμένης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ πρέσβεις) Ξεν. Ἑλλην. 2. 2, 21· ὥς τινα Πλουτ. Ἀρτοξ. 29. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπανέρχομαι εἰς ἐμαυτόν, Ἱππ. 118Α· καθόλου, ἔρχομαι ὀπίσω, ἐπανέρχομαι, ὑποστρέφω, ἐπί τι Πλάτ. Λύσ. 219C· οὕτως ἐν τῷ Παθ., Τίμ. Λοκρ. 96D. ΙΙΙ. ἐν τῷ Παθ. ὡσαύτως, φέρομαι πρὸς τὰ ἄνω ἐκ τοῦ ἐδάφους ὡς ἀναθυμίασις, ἐπὶ τῆς ὀσμῆς τῶν ἰχνῶν ζῴου, τότε δὲ καὶ οἱ κύνες ὀσφραίνονται καὶ αὐτὰ (τὰ ἴχνη) ἐπαναφερόμενα ὄζει Ξεν. Κυν. 5. 2· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ἀνυψοῦμαι, ἡλίου δὲ ἐπαναφερομένου Πλούτ. 2. 19Ε.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπανοίσω, ao.2 ἐπανήνεγκον;
faire remonter à : τι εἴς τινα rejeter sur qqn la cause de qch, imputer qch à qqn;
Moy. ἐπαναφέρομαι;
1 tr. reporter un message;
2 intr. se montrer de nouveau.
Étymologie: ἐπί, ἀναφέρω.

Greek Monolingual

(AM ἐπαναφέρω)
νεοελλ.
1. φέρνω πίσω, ξαναφέρνω
2. αποκαθιστώ («επανέφερε την τάξη»)
3. θέτω εκ νέου, προβάλλω
μσν.
ζωντανεύω, ανασταίνομαι
αρχ.-μσν.
συνέρχομαι, αναλαμβάνω, ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου
αρχ.
1. αναφέρω, αποδίδω κάτι σε κάποιον («εἰ δὲ πεπόνθοντε λυγρὰ δι' ὑμετέραν κακότητα, μή τι θεοῖς τούτων μοῑραν ἐπαμφέρετε», Σόλ.)
2. (αμτβ.) ανάγομαι σε κάτι ως αίτιο («ἀφικέσθαι ἐπί τίνα ἀρχήν, ἤ οὐκέτ' ἐπανοίσει ἐπ' ἄλλο φίλον», Πλάτ.)
3. υπολογίζω, λογαριάζω, συμπεριλαμβάνω στον λογαριασμό
4. κομίζω, μεταφέρω, μεταβιβάζω, ιδίως αγγελίες
5. κάνω εμετό
6. (ρητ.) χρησιμοποιώ την επαναφορά
7. αναδίδομαι ως αναθυμίαση από το έδαφος
8. (για ήλιο ή αστέρια) ανυψώνομαι, ανατέλλω
9. κινούμαι προς την αντίθετη φορά
10. (για υγεία) βελτιώνομαι
11. αστρολ. παίρνω την πρώτη θέση μετά το κέντρο.

Greek Monotonic

ἐπαναφέρω: ποιητ. -αμφέρω, μέλ. -ανοίσω,
I. 1. αναφέρω, αποδίδω, καταλογίζω, ανακοινώνω, τί τινι ή εἴς τινα, σε Σόλωνα, Αριστοφ. κ.λπ.
2. υπολογίζω, σε Δημ.
3. φέρνω πίσω είδηση, αγγελία ή μήνυμα, στη Μέσ., Ξεν.
II. αμτβ., επανέρχομαι, επιστρέφω, ἐπί τι, σε Πλάτ.
III. Παθ., αναδύομαι ως αναθυμίαση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναφέρω: Solon ap. Diog. L. ἐπαμφέρω (fut. ἐπανοίσω, aor. ἐπανήνεγκον)
1) относить, переносить: ἐπανενεγκεῖν τινι ὑπέρ τινος Polyb. и τι ὥς τινα Plut., τί τινι и τι ἐπί τινα Luc., med. τι εἴς τινα Xen. представить что-л. на чье-л. усмотрение или распоряжение;
2) лог. сводить (τι εἴς τι Plat., πρός и ἐπί τι Arst.);
3) (об обвинении, причине и т. п.) возводить, приписывать, вменять (τι εἴς τινα и εἴς τι Arph., Plat., Dem., Polyb.);
4) относиться, зависеть (ἐπί τι Plat., Lys.);
5) med. относиться обратно, возвращаться (ποθ᾽ ἕω Plat.);
6) med. подниматься, в(о)сходить (ἡλίου ἐπαναφερομένου Plut.);
7) med. испаряться, выдыхаться (τὰ ἴχνη ἐπαναφερόμενα Xen.).

Middle Liddell

poet. -αμφέρω fut. -ανοίσω
I. to throw back upon, ascribe, refer, τι τίνι or εἴς τινα Solon., Ar., etc.
2. to put into the account, Dem.
3. to bring back a message, in Mid., Xen.
II. intr. to come back, return, ἐπί τι Plat.
III. Pass. to rise, as an exhalation, Xen.