ἀποβαίνω
English (LSJ)
fut. -βήσομαι, with Ep. aor. 1 A -εβήσετο Il.2.35: aor. 2 ἀπέβην: pf. ἀποβέβηκα—in these tenses intr. (pres. not in Hom.):— step off from a place, νηὸς ἀ. alight, disembark from a ship, Od.13.281; ἀπὸ τῶν νεῶν, ἀπὸ τῶν πλοίων, Hdt.5.86,4.110; ἐκ τῶν νεῶν X.HG5.1.12:abs., disembark, Hdt.2.29, Th.1.111, etc.; ἀ. ἐς χώρην Hdt.7.8.β, cf. E.Fr.705, Th.4.9, Lys.2.21; ἐς τὴν γῆν Th.1.100; ἐξ ἵππων ἀ. ἐπὶ χθόνα dismount from a chariot, Il.3.265, cf. 11.619; ἵππων 17.480; but in D.61.23 τὸ ἀποβαίνειν seems to be the art of leaping from horse to horse (cf. ἀποβάτης) τῇ συνωρίδι τοῦ ἀποβάντος IG9(2).527.10 (Larissa): generally, ἀβάτων ἀποβάς having stepped off ground on which none should step, S.OC167. 2 go away, depart, Il.1.428, 5.133, etc.; ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ολυμπον 24.468; πρὸς δώματα, κατὰ δῶμα, Od.4.657,715; μετ' ἀθανάτους Il.21.298: c. gen., ἀ. πεδίων E. Hec.140; ἀπὸ τῆς φάτνης X.Eq.Mag.1.16; of death, ἀπὸ δὲ φθίμενοι βεβᾶσι E.Andr.1022; of hopes, vanish, come to nought, Id.Ba.909 (lyr.). II of events, issue, result from, τὰ ἔμελλε ἀποβήσεσθαι ἀπὸ τῆς μάχης Hdt.9.66; τἀναντία ἀπέβη resulted, Pl.Phlb.39a, cf. Lg. 782e; ὅ τι ἀποβήσεται Id.Prt.318a, etc.; τὸ ἀποβαῖνον, contr. τὠποβαῖνον, the issue, event, Hdt.2.82, etc.; τὰ ἀποβαίνοντα, τὸ ἀποβάν, the results, Th.1.83, 2.87; τὰ ἀποβησόμενα the probable results, Id.3.38, cf. S.E.M.5.103. 2 freq. with an Adv. or other qualifying phrase, σκοπέειν . . τὴν τελευτὴν κῇ ἀποβήσεται how it will turn out, issue, Hdt.1.32; ἀ. τῇ περ εἶπε ib.86; ἀ. κατὰ τὸ ἐόν ib.97; ἀ. παρὰ δόξαν, ἀ. τοιοῦτον, Id.8.4,7.23; τοιόνδ' ἀπέβη τόδε πρᾶγμα E. Med.1419, cf. X.Cyr.1.5.13; πολέμου τοιοῦτον ἀπέβη τὸ τέλος Plb.26.6.15; οὐδὲν αὐτῷ . . ὡς προσεδέχετο ἀπέβαινεν Th.4.104, cf. 3.26; παρὰ γνώμην ἀ. 5.14; opp. κατὰ γνώμαν ἀ. Theoc.15.38; πῶς ἡ φήμη δοκεῖ ὑμῖν ἀποβῆναι; And.1.131. 3 abs., turn out well, succeed, ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη Th.4.39, cf. 5.14; of dreams, turn out true, Arist.Div. Somn.463b10. 4 of persons, with an Adj., turn out, prove to be so and so, ἀ. οὐ κοινοί prove partial, Th.3.53; ἀ. χείρους Pl.Lg.952b; φρενιτικοὶ ἀ. Hp.Coac.405; τύραννος ἐκ βασιλέως ἀ. Plb.7.13.7; also of a wound, ἰάσιμον ἀ. Pl.Lg.878c. b with εἰς... ἀ. εἰς τὰ πολιτικὰ οἱ τοιοῦτοι prove fit for public affairs, Id.Smp.192a; ἐς ἀλαθινὸν ἄνδρ' ἀ. Theoc.13.15. c of conditions, etc., ἀπέβη ἐς μουναρχίην things ended in a monarchy, Hdt.3.82; εἰς ἓν τέλεον καὶ νεανικόν Pl.R.425c; ἀποβήσεται εἰς μαρτυρίαν Ev.Luc.21.13. 5 of space, μέγεθος μὲν ἦν πρὸς τὸν Ἠριδανὸν ἀποβεβηκῦα reaching, extending to... Pl.Criti.112a. 6 τῷ ἀποβεβηκότι ποδί with the hind foot, opp. τῷ προβεβηκότι, Arist.IA706a9. B causal, in aor. 1 ἀπέβησα, cause to dismount, disembark, land (in which sense ἀποβιβάζω serves as pres.), ἀ. στρατιήν Hdt.5.63, 6.107; ἐς τὴν Ψυττάλειαν Id.8.95. II hence, in Pass., τὸ ἀποβαινόμενον σκέλος a leg put out so as not to bear the weight of the body, Hp.Art.52:—Act., Id.Mochl.20.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. ἀπεβήσετο Il.2.35, inf. ἀποβῆσαι PTeb.800.36 (II a.C.); cret. fut. part. ἀποβασιόμενον ICr.1.17.10A.7 (Lebena)]
A intr.
I sin indicación de vehículo
1 en gener. c. suj. de pers., marchar, marcharse, ir, irse (en v. med. mismo sent.), frec. en fórmulas ὥς ἄρα φωνήσασ' ἀπεβήσετο Il.1.428, 2.35, cf. 5.133, Od.1.319, 3.371, 18.197
•c. indicación del fin μετ' ἀθανάτους ἀπεβήτην Il.21.298, esp. c. ac. de direcc. ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον Il.24.468, 694, Od.10.307, 15.43, πρὸς δώματα καλά Od.15.454, εἰς ῥύμην SB 9902D8, tb. ἀπέβη διὰ δώματα Od.22.495
•c. indicación de la procedencia: c. ἀπό y gen. ἀπὸ τῆς φάτνης (marcharse, salir) del establo X.Eq.Mag.1.16, sólo c. gen. Τροίας πεδίων ἀπέβησαν E.Hec.140, στόλος ... ἀπεβήασατο Νάξου Nonn.D.47.442
•c. -θε: Σικυωνόθε ... ἀπέβαν Pi.N.10.43
•incluso marchar(se), retirarse ἀβάτων ἀποβάς retirándote del lugar sagrado S.OC 167, abs. S.OC 162
•fig. irse, morir φθίμενοι E.Andr.1022
•c. suj. abstr. desvanecerse ἐλπίδες E.Ba.909, cf. Isoc.8.29.
2 sólo perf. ser de atrás τῷ ἀποβεβηκότι con la parte de atrás Arist.IA 706a9.
II suj. de pers. c. mención del vehículo o animal
1 de carros y caballos bajar, descender, apearse de c. prep. de gen. ἐξ ἵππων ἀποβάντες ἐπὶ χθόνα bajando del carro a tierra, Il.3.265, 8.492, 24.459, sólo c. gen. ἐγὼ δ' ἵππων ἀποβήσομαι, ὄφρα μάχωμαι Il.5.227, 17.480, τῶνδ' ὄχων E.Tr.626
•implícitamente ἀπέβησαν ἐπὶ χθόνα Il.11.619
•en cierto juego atlético descabalgar, desmontar para acabar la carrera a pie (por parte de un corredor dispuesto junto al auriga) τῇ δὲ συνωρίδι τοῦ ἀποβάντος IG 9(2).527.10 (Larisa), cf. D.61.23 y ἀποβάτης.
2 de naves bajar, desembarcar ἀποβάντες ... νηός Od.13.281, σχεδίης ἀποβῆναι bajar de la balsa, Od.5.357, c. prep. ἀπὸ τῶν νεῶν Hdt.5.86, cf. Th.4.16, ἀπὸ τῶν πλοίων Hdt.4.110, ἐκ τῶν νηῶν Th.4.31, X.HG 5.1.12, Plb.1.29.5, abs. ἀποβάντες ... παρὰ θῖνα θαλάσσης δόρπον ἕλοντο Od.14.346, cf. Hdt.2.29, Th.1.111, 4.9, I.BI 4.660, Eu.Luc.5.2
•c. ac. de direcc. a tierra desembarcar en τὴν σφετέρην ἐς (χώρην) Hdt.7.8β, ἐς τὴν γῆν Th.1.100, cf. Eu.Io.21.9, εἰς Μυσίαν E.Fr.705, εἰς Μαραθῶνα Lys.2.21.
III suj. gener. no de pers.
1 local llegar, extenderse de la Acrópolis πρὸς τὸν Ἠριδανόν Pl.Criti.112a.
2 c. suj. abstr. o impers. salir, suceder, ocurrir, resultar
a) en gener. τὰ μέλλοντα ἀποβήσεσθαι lo que resultará, las cosas que van a pasar Hp.Prog.1, τὰ ἔμελλε ἀποβήσεσθαι ἀπὸ τῆς μάχης Hdt.9.66, cf. 7.23, ὅμοια ... τῷ παιδίῳ ἀπέβη lo mismo sucedió al niño Hp.Epid.7.52, cf. Aër.22, τἀναντία ... ἀπέβη resultó lo contrario Pl.Phlb.39a, cf. X.Cyr.1.5.13, Arist.Pol.1271b15, τοιόνδ' ἀπέβη τόδε πρᾶγμα E.Med.1419, πολέμου τοιοῦτον ἀπέβη τὸ τέλος Plb.25.2.15;
b) c. adv. εἰ καὶ ἑτέρως τοῦτο ἀπέβη SIG 851.10 (Éfeso II d.C.), ἀπέβαινε τῷ Ἁβράμῳ καθὼς ὑπενόησε ocurrió a Abraham tal como había supuesto I.AI 1.163;
c) c. giros prep. c. abstr. παρὰ δόξαν Hdt.8.4, παρὰ γνώμην Th.5.14, cf. Theoc.15.38, κατὰ τὸ ἐόν Hdt.1.97
•esp. c. εἰς, ἐπὶ c. abstr. resultar, acabar en, convertirse en ἀπέβη ἐς μουναρχίην la cosa acabó en monarquía Hdt.3.82, cf. Pl.R.425c, Theoc.13.15, ἵν' ἐς βέλτιον ἀποβῇ τὸ φοβερόν Men.Dysc.418, ἐλπίδες εἰς κακὸν ἀπέβησαν Artem.3.66, ἀπέβη δ' εἰς οὐδὲν χρηστὸν αὐτοῖς Plu.2.299f, ἐπὶ τὸ χεῖρον Arist.Rh.1390a5
•ser motivo de, dar ocasión ἀπέβη δὲ εἰς πάθος μου ἡ κιθάρα mi cítara ha llegado a ser motivo de penas LXX Ib.30.31, ἀποβήσεται ὑμῖν ἐς μαρτύριον tendréis ocasión de dar testimonio, Eu.Luc.21.13;
d) c. or. modal y en frases interr. σκοπέειν ... τὴν τελευτὴν κῇ ἀποβήσεται ver cómo terminará Hdt.1.32, ἀ. τῇ περ ... εἶπε Hdt.1.86, οὐδὲν αὐτῷ ἀπὸ τῶν ἔνδον ὡς προσεδέχετο ἀπέβαινεν nada le ocurría desde el interior como había esperado Th.4.104, cf. 3.26, ἀποβήσεται σοι ταῦτα ποῖ τὰ ῥήματα; Thrasym.A 4, πῶς ἡ φήμη δοκεῖ ἀ. And.Myst.131, τὸ βουλεύεσθαι ... πῶς ἀποβήσεται; Arist.EN 1112b9, cf. PPetr.3.42H(8)f5, 12.
3 en part. abs. τὸ ἀποβαῖνον el resultado Hdt.2.82, τὰ ἀποβαίνοντα Th.1.83, τὸ ἀποβάν Th.2.87, τὰ ἀποβησόμενα las consecuencias Th.3.38, Plb.3.108.1, 5.33.4, S.E.M.5.103.
4 pred. de pers. y cosas resultar φρενιτικοὶ ἀ. Hp.Coac.40.5, οὐ κοινοὶ ἀ. resultar parciales Th.3.53, χείρους Pl.Lg.952b, ἀγριῶτεροι Pl.R.410d, ἄνδρες εἰς τὰ πολιτικά Pl.Smp.192a, τύραννος ἐκ βασιλέως Plb.7.13.7, τὸ φῶς σοι σκότος ἀπέβη LXX Ib.22.11, τέφρα ἀ. τὸ σῶμα LXX Sap.2.3.
5 abs. tener salida de mercancías venderse bien, PTeb.5.39 (II a.C.)
•fig. tener éxito, salir bien ἡ ὑπόσχεσις Th.4.39, cf. 5.14
•de sueños cumplirse Arist.Diu.Som.463b10.
B tr.
I hacer desembarcar στρατιήν Hdt.5.63, cf. 6.107.
II dejar atrás, arrastrar en cierto tipo de cojera τὸ δὲ (σκέλος) ἀποβαίνειν (tienen) que arrastrar el otro pie Hp.Mochl.20, cf. pas. τὸ ἀποβαινόμενον σκέλος Hp.Art.52.
German (Pape)
[Seite 296] (s. βαίνω), Hom. oft ἀπέβη; in derselben Bedeutung wiederholt ἀπεβήσατο (v.l. ἀπεβήσετο), Homerisch med. statt des act.; öfters auch ἀποβάντες; ἀποβῆναι Od. 5, 357, ἀπέβησαν aor. 2 Iliad. 11, 619, ἀπεβήτην 21, 298, ἀπέβαινεν 24, 459, ἀποβήσομαι 5, 227 (v.l. ἐπιβήσομαι) u. 17, 480; – 1) weggehen; absol., Iliad. 5, 133; πρός τι, Od. 4, 657; μετά τινας, Iliad. 21, 298; von einem höheren Punkte herunter 3, 265 ἐξ ἵππων ἀποβάντες ἐπὶ χθόνα, 17, 480 ἵππων, 11, 619 ἀπέβησαν ἐπὶ χθόνα (ohne gen.), Od. 13, 281 νηός; Her. 1, 24; Xen. Hell. 1, 1, 12; εἰς Ἀττικήν Isocr. 6, 86; Dem. 59, 94; Plut. Sol. 8. Bei Dem. 61, 23 ist ἀποβαίνειν eine Art Uebung in der Palästra, bewaffnet vom Wagen im vollen Lauf zu springen u. wieder hinauf, B. A. 526 ἀποβῆναι, ἀγωνίσασθαι τὸν ἀποβάτην, vgl. dies. W. – 2) ausgehen in etwas, εἰς ἕν τε τέλεον καὶ νεανικόν Plat. Rep. IV, 425 c; ἀκρόπολις πρὸς τὸν Ἠριδανὸν ἀποβεβηκυῖα, dahin auslaufend, Crit. 112 a; von Personen, werden, ἐὰν ἀποβαίνωσι χείρους τῶν πολλῶν Legg. XII, 952 b; vgl. Xen. Mem. 4, 8, 8; Pol. 7, 13 τύραννος ἐκ βασιλέως; εἰς ἀλαθινὸν ἄνδρ' ἀποβαίη Theocr. 13, 15; von Sachen, ἂν τὸ τραῦμα ἰάσιμον ἀποβῇ Plat. Legg. IX, 878 c. Bes. – 3) ὁ χρησμὸς ἀπέβη, das Orakel traf ein, Thuc. 8, 75; Xen. An. 7, 8, 22; ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη 4, 39; τὸ πρᾶγμα παρὰ δόξαν ἀπέβη, hatte einen unerwarteten Ausgang, Her. 8, 4 u. oft; τοιόνδ' ἀπέβη τόδε πρᾶγμα, so lief dieses ab, Eur. Alc. 1166; Med. 1419; δεδιὼς τὸ μέλλον, ὅπως ἀποβήσεται Plat. Lys. 206 a; εἰκότως ἀποβέβηκεν Isocr. 4, 150 u. sonst häufig; τὰ ἀποβαίνοντα, die Ereignisse, Folgen, Thuc. 1, 83; τὰ ἐκ τῶν κινδύνων ἀποβησόμενα 8, 75, u. öfter so mit ἐκ, – κατὰ γνώμαν ἀπέβα τοι Theocr. 15, 38. – 4) aor. I., herabsteigen lassen, ans Land setzen, στρατιήν Her. 6, 107.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποβήσομαι, ao.2 ἀπέβην, pf. ἀποβέβηκα, ao. au sens tr. ἀπέβησα;
I. intr. 1 aller hors de, sortir, gén. seul ou avec ἀπό;
2 descendre : ἐξ ἵππων ou ἵππων, abs. ἀποβαίνειν descendre d'un char ; νηός, ἀπὸ τῶν νεῶν, abs. ἀποβαίνειν débarquer;
3 arriver, aboutir : ἔς τι à qch ; παρὰ δόξαν τὰ πρήγματα ἀπέβαινε HDT les affaires tournèrent contre l'attente ; τὰ ἔκ τινος ἀποβησόμενα THC les conséquences probables ; τἀποβαῖνον HDT l'événement ; τῶν ἀποβαινόντων ἐπ’ ἀμφότερα THC au sujet des événements heureux ou malheureux ; τὰ ἀποβάντα THC les faits accidentels ; s'accomplir en parl. d'un oracle, d'une promesse ; résulter de;
II. tr., à l'ao. faire débarquer.
Étymologie: ἀπό, βαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποβαίνω: (fut. ἀποβήσομαι)
1) сходить, слезать (ἵππων и ἐξ ἵππων Hom.);
2) сходить, высаживаться, выгружаться (νηός Hom.; τῆς τριήρους Plut.; ἀπὸ τῶν νεῶν Her. и ἐκ τῶν νεῶν Xen.; ἀποβῆναι εἰς, ἐπὶ или κατὰ τόπον τινά Thuc., Xen.);
3) уходить, удаляться (τινός Eur., ἀπό τινος Xen., πρός и κατά τι Hom., μετά τινα Hom.): αἱ ἐλπίδες ἀπέβησαν Eur. надежды исчезли;
4) простираться, доходить (ἡ ἀκρόπολις πρὸς τὸν Ἠριδανὸν ἀποβεβηκυῖα Plat.);
5) происходить, возникать: τὰ ἔμελλε ἀποβήσεσθαι ἀπὸ τῆς μάχης Her. предстоящий исход боя; τὰ ἀποβαίνοντα или ἀποβάντα Thuc. последствия, исход: τὰ ἔκ τινος ἀποβησόμενα Thuc. предположительные последствия чего-л.; τοιοῦτον ἀπέβη τὸ τέλος Polyb. таков был исход; ἀπέβη χρηστὸν οὐδέν Plut. ничего хорошего не получилось;
6) становиться, оказываться (τύραννος ἐκ βασιλέως ἀπέβη Polyb.): τραῦμα ἰάσιμον ἀπέβη Plat. рана оказалась излечимой;
7) осуществляться, исполняться (ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη Thuc.): τὰ ἱερὰ ἀπέβη Xen. приметы жертвоприношения сбылись;
8) идти сзади: ὁ ἀποβεβηκὼς πούς Arst. задняя нога (лапа);
9) переходить, превращаться (εἴς τι Her., Plat. и ἔς τινα Theocr.);
10) (в aor. ἀπέβησα) высадить, выгрузить (τὰ ἀνδράποδα ἐς τὴν νῆσον Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβαίνω: μέλλ. –βήσομαι, μετὰ Ἐπ. ἀορ. α΄ -εβήσετο (Ἰλ. Β. 35): ἀόρ. β΄ ἀπέβην: πρκμ. ἀποβέβηκα: - ἐν τοῖς χρόνοις τούτοις ἀμετάβ. (ἂν καὶ ὁ ἐνεστὼς δὲν εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ). Ἐξέρχομαι ἔκ τινος μέρους, ἀλλ’ οὕτως ἀποβάντες… νηός, ἀποβάντες ἐκ τοῦ πλοίου εἰς τὴν ξηρὰν, Ὀδ. Ν. 281· ἀπὸ τῶν νεῶν, ἀπὸ τῶν πλοίων Ἡρόδ. 5. 86., 4. 110· ἐκ τῶν νεῶν Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 12· ἀπολύτως, ἀποβὰς παρὰ τὸν ποταμὸν ὁδοιπορίην ποιήσεαι Ἡρόδ. 2. 29, Θουκ. κτλ.· ἐς τὴν σφετέρην ἀποβάντας Ἡρόδ. 7. 8, 2, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 700, Θουκ. 4. 9, Λυσ. 192. 30· ἐς τὴν γῆν Θουκ. 1. 100: - οὕτως, ἐξ ἵππων ἀποβάντες ἐπὶ χθόνα, κατελθόντες ἐκ τοῦ ἅρματος, Ἰλ. Γ. 265· ἵππων Ρ. 480· ἀπολ., Λ. 618· ἀλλὰ παρὰ Δημ. 1408. 12 τὸ ἀποβαίνειν φαίνεται ὅτι δηλοῖ τὴν τέχνην τῶν ἀμφίππων, δηλ. τῶν ἀπὸ ἵππου εἰς ἵππον μεταπηδώντων, ἴδε ἀποβάτης: - ἐν γένει: ἀποσύρομαι, ἀφέρπω, «τραβιοῦμαι» ἀβάτων ἀποβάς, ἀποσυρθεὶς ἐκ τῶν ἀβάτων τόπων, Σοφ. Ο. Κ. 166. 2) ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ, ἀπεβήσετο Ἰλ. Α. 428., Ε. 133, Ἀττ.· ἀπέβη πρὸς μακρὸν Ὄλυμπον Ω. 468· πρὸς δώματα, κατὰ δῶμα Ὀδ. Δ. 657, 715· μετ’ ἀθανάτους Ἰλ. Φ. 298: - μετὰ γεν., ἀπ. πεδίων Εὐρ. Ἑκ. 142· ἀπὸ τῆς φάτνης Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 16: - ἐπὶ θανάτου, ἀπὸ δὲ φθίμενοι βεβᾶσι (ἐν τμήσει) Εὐρ. Ἀνδρ. 1021· ἐπὶ ἐλπίδων, ἀποτυγχάνω, διαψεύδομαι, ὁ αὐτ. Βάκχ. 909. ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, ἀποβαίνω, καταλήγω, τὰ ἔμελλε ἀποβήσεσθαι ἀπὸ τῆς μάχης Ἡρόδ. 9. 66· τἀναντία ἀπέβη, τὰ ἐναντία ἀπέβησαν, Πλάτ. Φίλ. 39Α, πρβλ. Νόμ. 782Ε· ὅ τι ἀποβήσεται ὁ αὐτ. Πρωτ. 318Α, πρβλ. Νόμ. 782Ε· ὅ τι ἀποβήσεται ὁ αὐτ. Πρωτ. 318Α, κτλ.: - τὸ ἀποβαῖνον κατὰ κρᾶσιν τἀποβαῖνον, τὸ ἀποτέλεσμα, Ἡρόδ. 2. 82, κτλ.· τὰ ἀποβαίνοντα, τὰ ἀποβάντα, τὰ ἀποτελέσματα, Θουκ. 1. 83, 2. 87, κτλ.· τὰ ἀποβησόμενα, τὰ πιθανὰ ἀποτελέσματα, ὁ αὐτ. 3. 38. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἐπιρρήματος ἢ ἄλλου προσδιορισμοῦ, σκοπέειν… τὴν τελευτὴν κῇ ἀποβήσεται, εἰς τί θὰ καταλήξῃ, Ἡρόδ. 1. 32· ἀπέβη τῇπερ εἶπε αὐτόθι 86· ἀπ. κατὰ τὸ ἐὸν αὐτόθι 97· ἀπ. παρὰ δόξαν, ἀπ. τοιοῦτο ὁ αὐτ. 8. 4., 7. 23· τοιόνδ’ ἀπ. τόδε πρᾶγμα Εὐρ. Μήδ. 1419, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 1. 5, 13· οὐδὲν αὐτῷ… ὡς προσεδέχετο ἀπέβαινεν Θουκ. 4. 104, πρβλ. 3. 26· πῶς ἡ φήμη δοκεῖ ὑμῖν ἀποβῆναι; Ἀνδοκ. 17. 12. 3) ἀποβαίνω καλῶς, ἐπιτυγχάνω, ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη Θουκ. 4. 39, πρβλ. 5. 14· ἐπὶ ὀνείρων, ἐπαληθεύω, Ἀριστ. Περὶ Μαντ. τῆς ἐν τοῖς Ὕπν. 1. 13. 4) οὕτως ἐπὶ προσώπων, μετ’ ἐπιθ., καταντῶ, γίνομαι, ἀποδεικνύομαι (τοιοῦτος ἢ τοιοῦτος)· ἀπ. κοινοί, ἀποδείκνυνται δίκαιοι, ἀμερόληπτοι, Θουκ. 3. 53· ἀπ. χείρους Πλάτ. Νόμ. 952Β· φρενητικοὶ ἀπ. Ἱππ. Κωακ. Προγν. 184· οὕτως ἐπὶ τραύματος, ἰάσιμον ἀπ. Πλάτ. Νόμ. 878C. β) ὡσαύτως μετὰ τῆς εἰς... ἀπ. εἰς τὰ πολιτικὰ τοιοῦτοι, ἀποδείκνυνται κατάλληλοι διὰ τὰς πολιτικὰς ὑποθέσεις, ὁ αὐτ. Συμπ. 192Α· ἐς ἀληθινὸν ἄνδρ. ἀπ. Θεόκρ. 13. 15: -καί, γ) ἐπὶ περιστάσεων κτλ. ἀπέβη ἐς μουναρχίην, τὰ πράγματα κατέληξαν εἰς μοναρχίαν, Ἡρόδ. 3. 82· εἰς ἕν τι τέλεον Πλάτ. Πολ. 425C. 5) ἐν Πλάτ. Κριτί. 112Β, ἐπὶ διαστήματος, μέγεθος μὲν ἦν πρὸς τὸν Ἠριδανὸν ἀποβεβηκυῖα, διήκουσα, ἐκτεινόμενη πρὸς…· τῷ ἀποβεβηκότι ποδί, τῷ ὀπισθίῳ ποδί, ἐν ἀντιθ. πρὸς τό: τῷ προβεβηκότι, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορ. 4. 9. Β. Μεταβατ., ἐν τῷ ἀορ. α΄ ἀπέβησα, ἔκαμά τινα νὰ καταβῇ ἀπὸ τοῦ ἵππου, νὰ ἐξέλθῃ ἐκ τοῦ πλοίου (ἐν ταύτῃ τῇ σημασίᾳ τὸ ἀποβιβάζω χρησιμεύει ὡς ἐνεστώς), ἀπ. στρατιὴν Ἡρόδ. 5. 63., 6. 107· ἐς τὴν Ψυττάλειαν ὁ αὐτ. 8. 95. ΙΙ. ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ., τὸ ἀποβαινόμενον σκέλος, τὸ οὕτω τιθέμενον σκέλος ὥστε νὰ μὴ φέρῃ τὸ βάρος τοῦ σώματος, ἀντιθέτως πρὸς τὸ ὑποβαινόμενον, ἐφ’ οὗ τις στηρίζεται, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 819· πρβλ. Μοχλικ. 852 ἐν τέλει.
English (Autenrieth)
fut. ἀποβήσομαι, aor. ἀπέβην, ἀπεβήσετο: go away; ἐξ ἵππων (ἵππων, Il. 17.480), ‘dismount’; νηός, ‘disembark,’ Od. 13.281.
English (Slater)
ἀποβαίνω leave Σικυωνόθε δ' ἀργυρωθέντες σὺν οἰνηραῖς φιάλαις ἀπέβαν (ἀνεχώρησαν ἐπὶ τὸ Ἄργος. Σ.) (N. 10.43)
English (Strong)
from ἀπό and the base of βάσις; literally, to disembark; figuratively, to eventuate: become, go out, turn.
English (Thayer)
future ἀποβήσομαι; 2nd aorist ἀπέβην;
1. to come down from: a ship (so even in Homer), ἀπό, Tr marginal reading brackets ἀπ' αὐτῶν); εἰς τήν γῆν, Herodotus down): ἀποβήσεται ὑμῖν εἰς μαρτύριον it will issue, turn out, εἰς σωτηρίαν, Artemidorus Daldianus, oneir. 3,66.)
Greek Monolingual
(AM ἀποβαίνω)
1. καταλήγω, καταντῶ
2. καθίσταμαι, γίνομαι, αποδεικνύομαι
αρχ.
1. αποβιβάζομαι
2. φεύγω, αναχωρῶ
3. (για πρόσωπα) καταντῶ, γίνομαι
4. (για ελπίδες) αποτυγχάνω, διαψεύδομαι
5. επιτυγχάνω
6. πραγματοποιοῦμαι, επαληθεύω
7. (μτβ.) αποβιβάζω
8. (το απαρέμφατο ως ουσ.) τὸ ἀποβαίνειν
η τέχνη του να μεταπηδά κάποιος από άλογο σε άλογο
9. (για διάστημα) εκτείνομαι
10. φρ. «ὁ ἀποβαίνων πούς» — το πίσω πόδι.
Greek Monotonic
ἀποβαίνω: μέλ. -βήσομαι, γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ -εβήσετο· αόρ. βʹ ἀπ-έβην, παρακ. ἀπο-βέβηκα·
Α. I. 1. εξέρχομαι από κάποιο μέρος, κατέρχομαι ή αποβιβάζομαι από πλοίο, σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., αποβιβάζομαι, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· αφιππεύω από άρμα, ἵππων ή ἐξ ἵππων, σε Ομήρ. Ιλ.
2. απέρχομαι, αποχωρώ, αναχωρώ, στο ίδ., Αττ.· με γεν., ἀποβαίνω πεδίων, σε Ευρ.· λέγεται για ελπίδες, διαψεύδομαι, εκμηδενίζομαι, στον ίδ.
II. 1. λέγεται για γεγονότα ή συμβάντα, απορρέω, προκύπτω, καταλήγω, τὰ ἔμελλε ἀποβήσεσθαι ἀπὸ τῆς μάχης, σε Ηρόδ.· τὸ ἀποβαῖνον, με κράση τἀποβαῖνον, το αποτέλεσμα, το γεγονός· και τὰ ἀποβαίνοντα, τὰ ἀποβάντα, αποτελέσματα, επακόλουθα, συνέπειες, στον ίδ., Θουκ.· τὰἀποβησόμενα, πιθανά αποτελέσματα, σε Θουκ.
2. καταλήγω, εκβαίνω, παρὰ δόξαν, σε Ηρόδ.· τοιόνδε, σε Ευρ.· ὡς προσεδέχετο, σε Θουκ.· απόλ., έχω ευτυχή έκβαση, επιτυγχάνω, στον ίδ.
3. λέγεται για πρόσωπα, καταλήγω όντας, αποδεικνύομαι, ἀποβαίνουσι κοινοί, αποδεικνύονται αδέκαστοι, αμερόληπτοι, στον ίδ.· ομοίως, ἐς ἀλαθινὸν ἄνδρ' ἀποβαίνει, σε Θεόκρ.· ἀπέβη ἐς μουναρχίην, η πολιτειακή κατάσταση κατέληξε σε μοναρχία, σε Ηρόδ.Β. Μτβ. στον αόρ. αʹ ἀπέβησα, ανάγκασα κάποιον να αφιππεύσει, να αποβιβαστεί από το πλοίο, να επιβιβαστεί στην ξηρά (με αυτή τη σημασία ως ενεστ. λειτουργεί το ἀποβιβάζω), ἀπέβησα στρατιήν, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
I. to step off from a place, to alight or disembark from a ship, Hom., etc.; absol. to disembark, Hdt., Thuc., etc.:— to dismount from a chariot, ἵππων or ἐξ ἵππων Il.
2. to go away, depart, Il., attic;—c. gen., ἀπ. πεδίων Eur.; of hopes, to come to naught, Eur.
II. of events, to issue or result from, τὰ ἔμελλε ἀποβήσεσθαι ἀπὸ τῆς μάχης Hdt.; τὸ ἀποβαῖνον, contr. τἀποβαῖνον, the issue, event, and τὰ ἀποβαίνοντα, τὰ ἀποβάντα the results, Hdt., Thuc.; τὰ ἀποβησόμενα the probable results, Thuc.
2. to turn out so and so, παρὰ δόξαν Hdt.; τοιόνδε Eur.; ὡς προσεδέχετο Thuc.:—absol. to turn out well, succeed, Thuc.
3. of persons, to end by being, ἀπ. κοινοί to prove impartial, Thuc.; so, ἐς ἀλαθινὸν ἄνδρ' ἀπ. Theocr.; ἀπέβη ἐς μουναρχίην things ended in a monarchy, Hdt.
B. Causal in aor1 ἀπέβησα, to make to dismount, disembark, land, (in which sense ἀποβιβάζω serves as pres.), ἀπ. στρατιήν Hdt.
Chinese
原文音譯:¢poba⋯nw 阿坡-白挪
詞類次數:動詞(4)
原文字根:從-步 相當於: (אֶהְיֶה / הָיָה)
字義溯源:上岸,終必,出現,離,上,去;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(βάσις)=腳步)組成;而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)
同源字:1) (ἀποβαίνω)上岸 2) (ὑπερβαίνω)超越參讀 (ἀναλύω)同義字
出現次數:總共(4);路(2);約(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 終必(2) 路21:13; 腓1:19;
2) 他們上(1) 約21:9;
3) 去了(1) 路5:2