μάντις
σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part
English (LSJ)
ὁ, gen. μάντεως, Ion. μάντιος; voc. μάντῐ: pl., gen. μάντεων (written μαντειον IG12.503); dat.
A μάντεσι Thgn.545: also fem., acc. sg. μάντιδα δάφνην App.Anth.6.122; nom. pl. μάντιδες Suid.s.v. Σίβυλλα:—diviner, seer, prophet, ἀλλ' ἄγε δή τινα μ. ἐρείομεν ἢ ἱερῆα ἢ καὶ ὀνειροπόλον Il.1.62, cf. Od.17.384; μάντι κακῶν = prophet of ill, Il.1.106; with the Greek armies, Simon.94, IG12.929.129: distinguished from χρησμολόγος, Th.8.1; μ. ἀνήρ Pi.I.6(5).51; of Apollo, A.Ag.1202, Ch.559, Eu. 169 (lyr.); ὁ μάντις μάντιν ἐκπράξας ἐμέ, of Apollo and Cassandra, Id.Ag.1275; of the Pythian priestess, Id.Eu.29; of Amphiaraus, Id.Th. 382, etc.: c. dat. pers., ὁ Θρῃξὶ μ. E.Hec.1267 (of Dionysus), cf. Or. 363: c. acc. neut. Pron., μάντις… οὐ καλὸς τάδε Id.Heracl.65: as fem., A.Ag. l.c., S.El.472 (lyr.), E.Med.239; μ. κόρα Pi.P.11.33.
2 metaph., presager, foreboder, μ. εἴμ' ἐσθλῶν ἀγώνων S.OC1080 (lyr.), cf.Ant.1160, A.Th.402; οὐδεὶς μ. τῶν μελλόντων S.Aj.1419 (anap.); γνώμη δ' ἀρίστη μ. E.Hel.757.
3 Adj., τοῦδε μάντεως χοροῦ of this prophetic band, dub. in S.Fr.113.
II a kind of grasshopper, the praying mantis, Mantis religiosa, Theoc.10.18, Dsc.Eup.1.149.
III European tree frog, green garden-frog, Hyla arborea, Rana arborea, Rana hyla, Hyla viridi, so called as predicting the weather, Hsch.
IV a kind of cabbage, Nic.Fr.85.7.
V applied to comets, Herm. ap. Stob.1.21.9. (Deriv. from μαίνομαι by Pl.Ti.72a, 72b.)
German (Pape)
[Seite 94] μάντεως, ion. μάντιος, ὁ, 1) der Wahrsager, Prophet; μάντιν ἐρείομεν Il. 1, 62, öfter; μάντι κακῶν, Unglücksprophet, 1, 106; zu den δημιοεργοί gerechnet, neben ἰητήρ u. τέκτων, Od. 17, 384; Pind., der auch μάντις ἀνήρ vrbdt, I. 5, 49, u. es als fem. braucht, μάντιν κόραν, P. 11, 33; ὡς ὁ μάντις φησίν, οἰωνῶν βοτήρ, Aesch. Spt. 24, u. öfter in diesem Stücke von Amphiaraus. Apollon selbst, Ag. 1175, wie Ch. 552; auch μάντις ὁὐξ ὀνειράτων φόβος, 916, wie τάχ' ἂν γένοιτο μάντις ἡ 'ννοία τινί, Spt. 402; Soph. oft, μάντις οὐδεὶς τῶν καθεστώτων βροτοῖς, Ant. 1145, vgl. οὐδεὶς μάντις τῶν μελλόντων, Ai. 1398; er braucht es auch adj., τοῦδε μάντεως χοροῦ, frg. 116; fem. ist es Eur. Med. 234 Hipp. 346; auch γνώμη ἀρίστη μάντις, Mel. 763. – Auch in Prosa, Her., der οἱ μάντιες, τοὺς μάντιας sagt; καὶ χρησμολόγοι, Thuc. 8, 1; Plat. öfter, αἰνιγματωδέστερον ὡς μάντις λέγει Charm. 164 e, καὶ ἱερεῖς Legg. X, 885 d, καὶ ἐξηγηταί IX, 871 d, καὶ χρησμῳδοί Ion 534 e; er leitet es gewiß richtig von μαίνομαι ab, Tim. 72 b, denn der Seher weissagt von Gott begeistert, verzückt; auch bei Xen. bes. die aus den Eingeweiden der Opferthiere weissagen, vgl. An. 1, 7, 18. 4, 3, 18; Sp., ἀγυρτικός Plut. Lyc. 9. – 2) ἡ μ., eine Heuschrecken- od. Cicadenart, sonst καλαμαία, Theocr. 10, 18. – Auch der grüne Garten- od. Laubfrosch heißt so, als der Wetterprophet, Hesych. – Bei Nic. Ath. IX, 370 a eine Art Kohl.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
devin, prophète ou prophétesse.
Étymologie: R. Μαν, être inspiré ; cf. μανία.
Russian (Dvoretsky)
μάντις: εως ἡ зоол. кузнечик или богомол (Mantis religiosa) Theocr.
εως, ион. ιος ὁ и ἡ (ῐο, иногда ῑο) прорицатель, прорицательница, предсказатель, предсказательница (μάντεις καὶ χρησμολόγοι Thuc.; οἱ μάντεις πῶς ἀμφίβολα λέγουσιν Arst.): οὐδεὶς μ. τῶν μελλόντων Soph. никто не может предсказать грядущее.
Greek (Liddell-Scott)
μάντῐς: ὁ, γεν. εως, Ἰων. ιος, (περὶ τῆς, γεν. μάντηος, ἴδε ἐν λ. ἀλαός III)· κλητ. μάντῐ· πλ. δοτ. μάντεσι Θέογν. 545· - ὁ προλέγων, προφητεύων, προφήτης, ἀλλ’ ἄγε δή τινα μ. ἐρείομεν ἢ ἱερῆα ἢ καὶ ὀνειροπόλον Ἰλ. Α. 62· μάντι κακῶν αὐτόθι 106· ἐλογίζετο δὲ μεταξὺ τῶν δημιοεργῶν, ἐν οἷς οἱ ἰατροί, οἱ ἀοιδοί, οἱ τέκτονες, μάντιν ἢ ἰητῆρα κακῶν ἢ τέκτονα δούρων ἢ καὶ θέσπιν ἀοιδὸν Ὀδ. Ρ. 384· διακρίνεται δὲ ἀπὸ τοῦ χρησμολόγου Θουκ. 8. 1· μ. ἀνὴρ Πινδ. Ι. 6 (5). 75· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1202, Χο. 559, Εὐμ. 169, 595, 615· ὁ μάντις μάντιν ἐκπράξας ἐμέ, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Κασσάνδρας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1275· ἐπὶ τῆς Πυθίας ἱερείας, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 29· ἐπὶ τοῦ Ἀμφιαράου, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 382, κτλ.· - μετὰ δοτ. προσ., ὁ Θρῃξὶ μ. Εὐρ. Ἑκ. 1267, πρβλ. Ὀρ. 363· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., μάντις... οὐ καλὸς τάδε ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 65· - ὡσαύτως ὡς θηλ., Αἰσχύλ. (ἴδε ἀνωτ.), Σοφ. Ἠλ. 472, Θουκ. 3. 20, Εὐρ. Μήδ. 239· μ. κόρα Πινδ. Π. 11. 49. 2) μεταφορ., ὁ προλέγων, προμηνύων, μ. εἴμ’ ἐσθλῶν ἀγώνων, ἔχω τὸ προαίσθημα νίκης ἐν τῷ ἀγῶνι, Σοφ. Ο. Κ. 1080, πρβλ. Ἀντ. 1160, Αἰσχύλ. Θήβ. 402· οὐδεὶς μ. τῶν μελλόντων Σοφ. Αἴ. 1419. 3) ὡς ἐπίθ., τοῦδε μάντεως χοροῦ, τοῦ προφητικοῦ τούτου ὁμίλου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 116. II. εἶδος ἀκρίδος ἐχούσης τοὺς προσθίους πόδας μακροὺς καὶ ἰσχνοὺς καὶ συνεχῶς κινουμένους, ἴσως ἡ Mantis religiosa Λατ., ὡσαύτως καλαμαία, καλαμῖτις, ἴδε Θεόκρ. 10. 18, Νικ. παρ’ Ἀθην. 370Α. III. ὁ ἐν τοῖς κήποις βάτραχος, Rana arborea, καλούμενος οὕτως ὡς προαγγέλλων τὰς μεταβολὰς τοῦ καιροῦ, Ἡσύχ. (Ἡ ἐτυμολογία ἐκ τῆς √ΜΑΝ, μαίνομαι εἶναι ἀρχαία, διότι εὕρηται ἐν Πλάτ. Τιμ. 72Β, ἔνθα διακρίνονται οἱ μάντεις ἀπὸ τῶν προφητῶν, καθ’ ὅσον οἱ μὲν μάντεις ἐξέφερον χρησμοὺς ἐν καταστάσει μανίας θείας ἢ ἐμπνεύσεως ὄντες, οἱ δὲ προφῆται ἦσαν οἱ ἑρμηνευταὶ τῶν χρησμῶν ἐκείνων, πρβλ. προφήτης, μανία 2. Ἡ √ΜΑΝ εἶναι ἐκτεταμένος τύπος τῆς ῥίζης, ΜΑ, ἴδε ἐν λ. *μάω· - ἴσως λοιπὸν τὸ μάντις εἶναι ταὐτὸν τῷ Λατ. vates, πρβλ. μαλλός, villus).
English (Autenrieth)
ιος (μάντηος, Od. 10.493): seer, prophet, expounder of omens, which were drawn from the flight of birds, from dreams, and from sacrifices. Seers celebrated by Homer are Tiresias, Calchas, Melampus, Theoclymenus.
English (Slater)
μάντις (ὁ, ἡ.) (-ις, -ιν, -ιες, -ίων.) prophet(ess) (αἶνος), ὃν Ἄδραστος μάντιν Οἰκλείδαν ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ (O. 6.13) “ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι Amphiareus (O. 6.17) περὶ θνατῶν δ' ἔσσεσθαι μάντιν ἐπιχθονίοις ἔξοχον Iamos (O. 6.50) Οὐλυμπία ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου (O. 8.2) ἐπιχώριον μάντιν ἄσμενος εὗρεν Polyidos (O. 13.74) μάντις ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς Μόψος (P. 4.190) Ἰσμήνιον δ' ὀνύμαξεν, ἀλαθέα μαντίων θῶκον (Hermann: μαντείων, -εῖον codd.) (P. 11.6) μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν Kassandra (P. 11.33) μάντιν Οἰκλείδαν, πολέμοιο νέφος Amphiareus (N. 10.9) εἶπέν τε φωνήσαις ἅτε μάντις ἀνήρ Herakles (I. 6.51) ναοπόλον μάντιν δαπέδοισιν ὁμοκλέα Teneros fr. 51d. κλυτοὶ μάντιες Ἀπόλλωνος (Pae. 8.13) Δελφοὶ θεμίστων μάντιες Ἀπολλωνίδαι (ὕμνων post θεμ. del. Heyne) fr. 192. ἐναργέα τ' ἔμ ὥστε μάντιν οὐ λανθάνει (v. fr. 150.) fr. 75. 13. μάντις ὡς τελέσσω ἱεραπόλος Παρθ. 1. 5.
Spanish
Greek Monolingual
ο, η (AM μάντις, -εως, Α ιων. γεν. -ιος)
βλ. μάντης.
Greek Monotonic
μάντῐς: ὁ, γεν. -εως, Ιων. -ιος και -ηος, κλητ. μάντῐ, δοτ. πληθ. μάντεσι (μαίνομαι)·
I. 1. αυτός που δίνει χρησμούς, που προβλέπει τα μελλούμενα, προφήτης, σε Όμηρ., κ.λπ.· ως θηλ., η προφήτις, σε Τραγ., Θουκ.
2. μεταφ., οιωνοσκόπος, προφήτης, σε Σοφ.
II. είδος ακρίδας, σε Θεόκρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. and f.
Meaning: seer, prophet (Il.); also name of a plant (Nic.), a grasshopper, praying manti (Theoc., Dsc.), a garden-frog (H.); as announcing the weather, cf. Strömberg Pflanzennamen 79.
Other forms: -εως, Ion. -ιος.
Compounds: often as 2. member in the tragics, e.g. ἰατρό-μαντις soothsayer, who is also a physician (A.), cf. Risch IF 59, 272f. Rarely as 1. member, e.g. μαντι-πόλος predicting (E. in anap., Orac. ap. Luc., Man.).
Derivatives: 1. μαντεῖος, -ήϊος regarding the soothsayer, prophetic (P., trag.; after βασιλεῖος etc.), μαντεῖον, -ήϊον n. oracle, place of an oracle (μ 272). 2. μαντικός id., μαντική (τέχνη) the art of seeing (IA.; Chantraine Études 130 a. 143). 3. μαντῳ̃ος id. (AP; after ἡρῳ̃ος a. o.). 4. μαντοσύνη gift of prophecy (Il., Pi., Emp.; after ἱππο-σύνη etc., Wyss -συνη 24f., Porzig Satzinhalte 226), -συνος belonging to the seer, oracle (Corinna, E. in lyr.; Wyss -συνη 42). 5. μαντεύομαι, late also -εύω, prophesy, predict, ask an oracle (Il., after βασιλεύειν etc.; cf. Schwyzer 732) with μαντεία, -είη, η-ΐη prophecy, the gift of prophecy, oracle (h. Merc.; Zumbach Neuerungen 9), μάντευμα oracle (Pi., trag.), μαντευτής = μάντις (Hdt.), -εύτρια (Sch.). - PN Μάντιος (Od.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [726] *men- think?
Etymology: As masc. concretum, esp. as nom. agentis in -τι-, μάντις is rather isolated; similar only μάρπτις brigand (A. Supp. 826 f.; text defect), πόρτις calf; quite uncertain the PN Σίντιες (Lemnos; σίνομαι?, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 76). It lies at hand, to take it like φάτις as an original abstract fem. (Brugmann; e.g. 4239); on the question Holt Les noms d'action en -σις 40f., G. Liebert Das Nominalsuffix -ti- im Aind. (Lund 1949) 142ff. After Benveniste Origines 83 we should rather reconstruct an old neuter *τὸ μάντι divination; but μαντι-πόλος, adduced by B., can easily be explained differently, s. above. In nay case μάντις belongs to μαίνομαι, μανῆναι (ὑπὸ τοῦ θεοῦ μαίνεται Hdt. 4, 79; rejected by v. Wilamowitz Glaube 1, 40); semantically agrees the formally cognate but differently built Skt. múni- m. illuminated, seer (rejected by Mayrhofer KEWA 2, 654); in the West there is a different word for it (Lat. vātēs etc.; Porzig Gliederung 127). The ti-deriv. in Lat. mens etc. is qua content far off.
See also: Weiteres s. μέμονα und μένος.
Middle Liddell
μαίνομαι
I. one who divines, a seer, prophet, Hom., etc.:—as fem. a prophetess, Trag., Thuc.
2. metaph. a diviner, foreboder, Soph.
II. a kind of grasshopper, Theocr.
Frisk Etymology German
μάντις: -εως
{mántis}
Forms: ion. -ιος
Grammar: m., auch f.,
Meaning: Seher, Wahrsager, Weissager, Prophet (seit Il.), auch als N. einer Pflanze (Nik.), einer Heuschrecke, Fangheuschrecke (Theok., Dsk.), eines Frosches (H.); als Wetterverkünder, vgl. Strömberg Pflanzennamen 79.
Composita: Selten als Vorderglied, z.B. μαντιπόλος weissagend (E. in anap., Orac. ap. Luk., Man.), -έω weissagen (A. in lyr.); formale Nachbildung nach οἰωνοπόλος, -έω Vogelschauer, Vogelschau anstellen u. a. (Wackernagel KZ 29, 143 = Kl. Schr. 1, 646; vgl. unten); oft als Hinterglied in der Tragikersprache, z.B. ἰατρόμαντις Wahrsager, der zugleich Arzt ist (A.), vgl. Risch IF 59, 272f. m. Lit.
Derivative: Ableitungen: 1. μαντεῖος, -ήϊος den Wahrsager betreffend, prophetisch (P., Trag.; nach βασιλεῖος usw.), μαντεῖον, -ήϊον n. ‘Orakelspruch, -statte’ (seit μ 272). 2. μαντικός ib., μαντική (τέχνη) Seherkunst (ion. att.; Chantraine Études 130 u. 143). 3. μαντῳ̃ος ib. (AP; nach ἡρῳ̃ος u. a.). 4. μαντοσύνη Sehergabe (Il., Pi., Emp.; nach ἱπποσύνη usw., Wyss -συνη 24f., Porzig Satzinhalte 226), -συνος zum Seher, Orakel gehörig (Korinna, E. in lyr.; Wyss -συνη 42). 5. μαντεύομαι, spät auch -εύω, weissagen, voraussagen, ein Orakel befragen (seit Il., analog nach βασιλεύειν usw.; vgl. Schwyzer 732) mit μαντεία, -είη, ηΐη das Weissagen, die Sehergabe, Orakelspruch (seit h. Merc.; Zumbach Neuerungen 9), μάντευμα Orakelspruch (Pi., Trag. u. a.), μαντευτής = μάντις (Hdt.), -εύτρια (Sch.). — PN Μάντιος (Od.).
Etymology: Als mask. Konkretum, zumal als Nom. agentis auf -τι-, steht μάντις ziemlich vereinzelt da; ähnlich nur μάρπτις Räuber (A. Supp. 826 f.; Text defekt), πόρτις Kalb; ganz unsicher der VN Σίντιες (Lemnos; σίνομαι?, s. Fraenkel Nom. ag. 1, 76). Der Gedanke, darin wie in φάτις ein urspr. abstraktes Fem. zu sehen (Brugmann; z.B. 4239), liegt nahe; zur ganzen Frage Holt Les noms d'action en -σις 40f., G. Liebert Das Nominalsuffix -ti- im Aind. (Lund 1949) 142ff. m. Lit. Nach Benveniste Origines 83 wäre vielmehr auf ein altes Neutrum *τὸ μάντι divination zurückzuschließen; das von B. dafür angeführte μαντιπόλος läßt sich indessen unschwer anders erklären, s. oben. Jedenfalls gehört μάντις zu μαίνομαι, μανῆναι (ὑπὸ τοῦ θεοῦ μαίνεται Hdt. 4, 79; ablehnend v. Wilamowitz Glaube 1, 40); semantisch stimmt dazu das auch formal verwandte aber anders gebildete aind. múni- m. Begeisterter, Seher; im Westen dafür ein anderes Wort (lat. vātēs usw.; Porzig Gliederung 127). Die ti-Ableitung in lat. mens usw. steht dagegen begrifflich fern. Weiteres s. μέμονα und μένος.
Page 2,172-173
English (Woodhouse)
priestess, prophet, any one who predicts the future, presaging, prophetic of
Mantoulidis Etymological
-εως καί -ιος ὁ (=προφήτης). Ἀπό ρίζα μαν- τοῦ μαίνομαι, γιατί οἱ μάντεις ἔλεγαν τούς χρησμούς ἐνῶ βρίσκονταν σέ κατάσταση θείας μανίας. Ἴσως νά ἔχει σχέση καί μέ τό ματεύω (=ἀναζητῶ). (Ὁ προφήτης ἦταν ὁ ἑρμηνευτής τῶν χρησμῶν τῶν μάντεων).
Παράγωγα: μαντεύομαι, μαντεία, μαντεῖον, μάντευμα, μαντευτέον, μαντευτής, μαντευτικός, μαντευτός, μαντικός.
Léxico de magia
ὁ adivino ref. a Apolo μόλε, δεῦρ' ἴθι, μάντι, χάρμα φέρων, Σμινθεῦ corre, ven aquí, adivino, portando alegría P III 249 ref. a un espíritu ἢν γαίης κευθμῶνα μόλῃς, νεκύων ἐνὶ χώρῳ, πέμψον μάντιν si llegas a la profundidad de la tierra, en la región de los muertos, envía un adivino P VIII 81
Lexicon Thucydideum
vates, prophet, seer, 3.20.1, 6.69.2, 7.50.4, 8.1.1.
Translations
Bulgarian: пророк, гадател; Catalan: vident, endeví, endevinaire, endevinador; Czech: jasnovidec, prorok; Dutch: ziener, helderziende; Finnish: näkijä, tietäjä; French: voyant, voyante; Galician: vidente, adiviño, adiviña; Georgian: წინასწარმეტყველი; German: Seher, Seherin, Wahrsager, Wahrsagerin, Weissager, Weissagerin, Hellseher, Hellseherin, Visionär, Visionärin, Prophet, Prophetin; Ancient Greek: μάντις; Hindi: ऋषि; Hungarian: látnok; Irish: fáidh; Italian: veggente, chiaroveggente, indovino; Latin: vates, fatidica; Latvian: pareģis, ziletajs; Lithuanian: pranašas, aiškiaregys; Persian: پیشگو; Polish: jasnowidz; Portuguese: vidente; Russian: прорицатель, провидец; Scottish Gaelic: taibhsear; Serbo-Croatian Cyrillic: видовњак, пророк, пророчица, видјелац; Roman: vidovnjak, pròrok, pròročica, vidjelac; Slovak: jasnovidec, prorok, veštec; Spanish: vidente, adivino, adivina; Swedish: siare, sierska; Tocharian B: rṣake; Turkish: falcı; Volapük: visionan, hivisionan, jivisionan
prophet
Afrikaans: profeet; Albanian: profet, mrrim; Amharic: ነቢይ; Arabic: نَبِيّ, نَبِيء; Aramaic: נביא; Classical Syriac: ܢܒܝܐ mā); Armenian: մարգարե; Asturian: profeta; Avar: авараг; Azerbaijani: peyğəmbər, nəbi, rəsul; Bashkir: пәйғәмбәр; Beaver: naachin; Belarusian: прарок, прарочыца; Bengali: নবী; Bulgarian: пророк, пророчица; Burmese: ပရောဖက်; Catalan: profeta; Chechen: пайхамар; Chinese Mandarin: 先知, 預言家/预言家; Chuvash: пӳлӗхҫӗ; Czech: prorok, prorokyně; Danish: profet, profetinde; Dutch: profeet, profete, ziener, zieneres; Esperanto: profeto, profetino; Estonian: prohvet; Ewe: nyagblɔɖila; Faroese: profetur, spámaður; Finnish: profeetta; French: prophète, prophétesse; Galician: profeta, profetisa; Georgian: წინასწარმეტყველი; German: Prophet, Prophetin, Weissager; Gothic: 𐍀𐍂𐌰𐌿𐍆𐌴𐍄𐌴𐍃; Greek: προφήτης; Ancient Greek: ἀφήτωρ, ἐνθεάτης, θεσπιστής, θεοπρόπος, μάντις, πρόμαντις, προφάτας, προφήτης, προφῆτις, προφήτωρ, φοιβητήρ, φοιβητής, χρησμοδότης, χρήστης; Haitian Creole: profèt; Hausa: annabi; Hebrew: נָבִיא, איש האלוהים; Hindi: नबी; Hungarian: próféta; Icelandic: spámaður; Indonesian: nabi; Irish: fáidh; Italian: profeta, vate, divinatore, aedo; Japanese: 預言者; Kazakh: пайғамбар; Khmer: ព្យាការី; Konkani: पैगंबर; Korean: 선지자(先知者), 예언자(豫言者); Kumyk: пайхаммар; Kurdish Central Kurdish: پێغەمەر; Northern Kurdish: resûl, nebî, pêxember; Kyrgyz: пайгамбар; Lao: ສາດສະດາ; Latin: propheta, vates, fatidicus, fatidica, vaticinator; Latvian: pravietis; Lezgi: пайгъамбар; Lithuanian: pranašas; Luxembourgish: Prophéit, Prophéitin; Macedonian: пророк, пророчица; Malay: nabi; Maltese: profeta; Manchu: ᡦᠣᡵᠣᡶᡳᠶᡝᡨᠠ; Mongolian Cyrillic: бошиглогч; Mwani: ntume; Ngazidja Comorian: mtrume; Niuean: perofeta; Norwegian Bokmål: profet, profetinne; Nynorsk: profet, profetinne; Old English: wītga; Old Norse: spámaðr; Ottoman Turkish: پیغامبر; Pashto: نبي, رسول, پيغمبر; Persian: پیامبر, نبی, رسول, وخشور, پیغمبر; Plautdietsch: Profeet; Polish: prorok, prorokini; Portuguese: profeta, profetisa; Romanian: proroc, profet; Romansch: profet; Russian: пророк, пророчица; Sakha: көрбүөччү; Samoan: perofeta; Serbo-Croatian Cyrillic: про̀рок, про̀рочица; Roman: pròrok, pròročica; Sinhalese: තුමා; Slovak: prorok, prorokyňa; Slovene: prerok, prerokinja; Somali: nebi; Spanish: profeta, profetisa; Swahili: nabii, mtume; Swedish: profet; Tagalog: propeta, manghahawo; Tajik: расул, пайғамбар; Tashelhiyt: arqqas; Tatar: пәйгамбәр; Tausug: nabī; Thai: ศาสดา; Turkish: peygamber, nebi, resul, serdar-ı ekrem, Allah'ın elçisi, yalvaç; Turkmen: pygamber; Ukrainian: пророк, пророчиця; Urdu: نَبی; Uyghur: پەيغەمبەر, نەبى, روسۇل; Uzbek: paygʻambar, nabi, rasul; Vietnamese: nhà tiên tri; Volapük: profetan, hiprofetan, jiprofetan; Welsh: proffwyd; Yiddish: נבֿיא, נבֿיאה