πολιτεία

From LSJ
Revision as of 15:22, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῑτείᾱ Medium diacritics: πολιτεία Low diacritics: πολιτεία Capitals: ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Transliteration A: politeía Transliteration B: politeia Transliteration C: politeia Beta Code: politei/a

English (LSJ)

Ion. πολιτηΐη, ἡ,
A condition and rights of a citizen, citizenship, Hdt.9.34, Th.6.104, etc.; π. δοῦναί τινι X.HG1.2.10: pl., πολιτεῖαι = grants of citizenship, Arist.Ath.54.3.
2 the daily life of a citizen, And.2.10, D. 19.184; ἐν εἰρήνῃ καὶ πολιτείᾳ Id.20.122; life, living, ἡ ἐν Βοιωτίᾳ πολιτεία Plb.18.43.6; so perhaps Ep.Eph.2.12.
3 concrete, body of citizens, Arist.Pol. 1292a34.
4 = Lat. civitas in geographical sense, SIG888.118 (Scaptopara, iii A. D.), Mitteis Chr.78.6 (iv A. D.), etc.
II government, administration, Ar.Eq.219, X.Mem.3.9.15, etc.; ἄγειν τὴν π. Th.1.127; πρασύτατα καὶ ἀσελγέστατα τῇ πολιτείᾳ κεχρῆσθαι Hyp.Eux.29; course of policy, τῇ π. καὶ τοῖς ψηφίσμασι D.18.87, cf. 9.3 (pl.), 18.263; ἡ Κλεοφῶντος π. Aeschin.3.150; ἡ πρὸς Ῥωμαίους ὁμιλία καὶ πολιτεία Str.16.2.46: pl., acts of policy, J.Vit.65.
2 tenure of public office, πᾶσαν π. ἐπιφανῶς ἐκτελέσαι IG4.716.6 (Hermione); ἐν τοῖς τῆς πολιτείας χρόνοις IPE12.32B76 (Olbia, iii B. C.).
III civil polity, constitution of a state, Antipho 3.2.1, Th.2.37, etc.; τὴν ἐλευθερίαν... μᾶλλον δὲ καὶ τὰς πολιτείας D.18.65; form of government, Pl.R.562a, etc.; ὁμολογοῦνται τρεῖς εἶναι π., τυραννὶς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία Aeschin.1.4, cf. Arist.Pol.1293a37, etc.; αἱ τέτταρες πολιτεῖαι Pl.R.544b; ἥτις ἂν π. συμφέρῃ Lys.25.8; π. ἐστὶ τάξις ταῖς πόλεσιν ἡ περὶ τὰς ἀρχάς Arist.Pol.1289a15, cf. 1274b26 (pl.), 1289b27 (pl.); ὅπου μὴ νόμοι ἄρχουσιν οὐκ ἔστι πολιτεία = where the laws do not govern there is no constitution ib.1292a32; τὴν ἀρίστην πολιτεύεσθαι πολιτείαν ib.1288b31, cf. X.Ath.1.1, etc.
2 esp. republican government, free commonwealth, Arist.EN1160a34, Pol. 1293b22; ὅταν δὲ τὸ πλῆθος πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύηται συμφέρον, καλεῖται πολιτεία ib.1279a39; ἄπιστον ταῖς πολιτείαις ἡ τυραννίς D.1.5; οὐ γὰρ ἀσφαλεῖς ταῖς πολιτείαις αἱ πρὸς τοὺς τυράννους… ὁμιλίαι Id.6.21; τοὺς τὰς π. μεθιστάντας εἰς ὀλιγαρχίαν Id.15.20; ταῖς μὲν πολιτείαις πολεμοῦσι τὰς δὲ μοναρχίας συγκαθιστᾶσι Isoc.4.125; ἔστι δήμου ἡ πολιτεία βίος Plu.2.826c.

German (Pape)

[Seite 656] ἡ, ion. πολιτηΐη, das Bürgersein, der Stand, die Rechte des freien Bürgers, Her. 9, 34 u. öfter; das Leben als Bürger in einer Stadt, Pol. 18, 26, 6; Bürgerrecht, Thuc. 6, 104; τῆς ἐν Ἄργει μετέχειν, Xen. Hell. 4, 4, 6; πολιτείαν δοῦναί τινι, 1, 2, 10; Dem. 12, 10; τυχὼν τῆς πολιτείας, Pol. 6, 2, 12; dah. die Teilnahme an der Staatsverwaltung, οἷς γάρ ἐστ' ἐν λόγοις ἡ πολ., Dem. 19, 184; Xen. Mem. 3, 9, 15; ἀπομιμούμενος τὴν Κλεοφῶντος πολιτείαν, Aesch. 3, 150; auch τὴν πολιτείαν ἄγων, Thuc. 1, 127; Staatsverfassung; im Allgemeinen, πολιτεῖαι τρεῖς, τυραννίς, ὀλιγαρχία, δημοκρατία, Aesch. 1, 4; καλλίστη πολιτεία τυραννίς, Plat. Rep. VIII, 562 a; μοναρχικὴ καὶ δημοκρατική, Legg. VI, 756 e; ἀριστοκρατία, Polit. 301 a, u. öfter; Arist., Pol. u. A.; bes. die freie demokratische Verfassung, im Gegensatz der μοναρχία Isocr. 4, 125, der τυραννίς Dem. 1, 5; τὰς πολιτείας καταλύοντας καὶ μεθιστάντας εἰς ὀλιγαρχίαν, Dem. 15, 20, u. öfter; Ar. Equ. 217 sagt τὰ δ' ἄλλα σοι πρόσεστι δημαγωγικά, φωνὴ μιαρά, γέγονας κακῶς, ἀγοραῖος εἶ· ἔχεις ἅπαντα πρὸς πολιτείαν ἃ δεῖ; Plat. setzt auch gegenüber χρήσιμοι εἴς τε πολιτείαν καὶ ἰδίους οἴκους, Legg. VI, 796 d. – Übh. civitas, Staat, περιγράψατέ με ἐκ τῆς πολιτείας, Aesch. 3, 209, verbannen.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. au sens de citoyen privé;
1 la qualité et les droits de citoyen, droit de cité;
2 vie d'un citoyen, genre de vie d'un citoyen;
II. au sens politique;
1 vie et administration d'un homme d'État, participation aux affaires publiques;
2 au sens collect. mesures de gouvernement;
3 constitution d'un État, forme de gouvernement, régime politique en gén. ; particul. constitution démocratique.
Étymologie: πολιτεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολιτεία -ας, ἡ, Ion. πολιτηΐη [πολιτεύω] positie van de burger, burgerrecht:; πολιτηΐην αἰτεῖσθαι burgerrecht vragen Hdt. 9.34.1; πολιτείας... μετέχειν burgerrecht hebben Xen. Hell. 4.4.6; Σελινουσίοις... πολιτείαν ἔδοσαν aan de inwoners van Selinunte verleenden zij burgerrecht Xen. Hell. 1.2.10; leven als burger:. ἐπιθυμία τῆς... μεθ’ ὑμῶν πολιτείας verlangen naar het leven als burger samen met jullie And. 2.10. regering, bestuur:. ἄγων τὴν πολιτείαν de regering leidend Thuc. 1.127.3; οἷς γὰρ ἐστ’ ἐν λόγοις ἡ πολιτεία waar het politieke systeem op redevoeringen berust Dem. 19.184; μετέχειν τῆς πολιτείας delen in het bestuur Aristot. Pol. 1294a14. politiek, politiek handelen:. ἔχεις ἅπαντα πρὸς πολιτείαν ἃ δεῖ je hebt alles wat je nodig hebt voor een politieke carrière Aristoph. Eq. 219; ὑφ’ ὑμῶν ἐξηλάθη τοῖς μὲν ὅπλοις, τῇ δὲ πολιτείᾳ... ὑπ’ ἐμοῦ door jullie is hij verdreven met wapengeweld, maar door mij door mijn politiek optreden Dem. 18.67; τοιαύτην γὰρ εἵλου πολιτείαν jij verkoos een dergelijke politiek Dem. 18.263. staatsvorm:; εἰσὶ δύο πολιτείαι παρὰ δημοκρατίαν τε καὶ ὀλιγαρχίαν er zijn twee staatsvormen naast democratie en oligarchie Aristot. Pol. 1293a35; τὴν ἀρίστην πολιτεύεσθαι πολιτείαν de beste staatsvorm hebben Aristot. Pol. 1288b31; spec. constitutionele (d.w.z. voorbeeldig ingerichte) staatsvorm:. ὅπου γὰρ μὴ νόμοι ἄρχουσιν, οὐκ ἔστι πολιτεία waar geen gezag van de wetten is, daar bestaat geen geregelde staatsvorm Aristot. Pol. 1292a32. politeia, ideale staatsvorm bij Aristoteles, soort republikeinse democratie:. ἔστι γὰρ ἡ πολιτεία ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν μίξις ὀλιγαρχίας καὶ δημοκρατίας de politeia is namelijk, simpel gezegd, een mengvorm van oligarchie en democratie Aristot. Pol. 1293b33.

Russian (Dvoretsky)

πολῑτεία: ион. πολῑτηΐη
1 гражданские права, гражданство (πολιτηίην αἰτεῖσθαι Her.; πολιτείαν δοῦναι τινι Xen.; πολιτείαν κτήσασθαι NT);
2 гражданственность, гражданский образ жизни (ἐν εἰρήνῃ καὶ πολιτείᾳ Dem.);
3 государственные дела: τὴν πολιτείαν ἄγειν Thuc. управлять государством;
4 государственная деятельность, правление (ἡ Κλεοφῶντος π. Aeschin.);
5 государственное устройство, форма правления (ἡ μοναρχικὴ καὶ δημοκρατικὴ π. Plat.);
6 демократическая форма правления, республика (ἡ τῶν Ἀθηναίων π. Xen.);
7 государство (вообще): τῆς πολιτείας χρῆσθαι Thuc. управлять государством.

English (Strong)

from πολίτης ("polity"); citizenship; concretely, a community: commonwealth, freedom.

English (Thayer)

πολιτείας, ἡ (πολιτεύω);
1. the administration of civil affairs (Xenophon, mem. 3,9, 15; Aristophanes, Aeschines, Demosthenes (others)).
2. a state, commonwealth (Xenophon, Plato, Thucydides (others)): with a genitive of the possessor, τοῦ Ἰσραήλ, spoken of the theocratic or divine commonwealth, citizenship, the rights of a citizen (some make this sense the primary one): Herodotus 9,34; Xenophon, Hell. 1,1, 26; 1,2, 10; (4,4, 6, etc.); Demosthenes, Polybius, Diodorus, Josephus, others).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολητηΐη, Α πολιτεύομαι
1. (στην αρχαιότητα) α) η μορφή της κρατικής οργάνωσης που υιοθετούν οι πολίτες μιας χώρας, ο τύπος του πολιτεύματος (α. «ὁμολογοῦνται τρεῖς εἶναι πολιτεῖαι, τυραννίς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία», Αισχίν.
β. «πολιτεία ἐστὶ τάξις ταῖς πόλεσιν ἡ περὶ τὰς ἀρχάς», Αριστοτ.)
γ) η ίδια η πολιτική κοινότητα, που νοείται ως σύνολο πολιτών
δ) τα πολιτικά δικαιώματα
2. (κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) διοικητική περιοχή μιας πόλης
3. ως κύριο όν. Πολιτεία
τίτλος διαλόγου του Πλάτωνος από 10 βιβλία ο οποίος φέρει τον υπότιτλο «Περί δικαίου, πολιτικός» και ο οποίος αναφέρεται στον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να οργανωθεί η πόλη προκειμένου να εξασφαλίσει την ευδαιμονία του ανθρώπου
4. φρ. «Πολιτεία του Θεού» — ένα από τα αξιολογότερα έργα του ιερού Αυγουστίνου
νεοελλ.
1. οργανωμένος σε διάρκεια μόνιμος λαός σε ορισμένη εδαφική περιοχή, υπό ενιαία πολιτική εξουσία εξ ιδίου Δικαίου, το κράτος
2. πόλη (α. «τρισκότεινοι ουρανοί πάνω απ' την πολιτεία την κοιμισμένη», Γρυπ. β. «Ακυβέρνητες πολιτείες», Τσίρκ.)
3. η κυβέρνηση και η νομοθετική εξουσία («η πολιτεία ευθύνεται για την αύξηση της εγκληματικότητας»)
4. χώρα, τόπος («έφυγε για άλλες πολιτείες»)
5. τρόπος, συμπεριφορά, δράσηβίος και πολιτεία του αγίου Αθανασίου»)
6. διοικητική υποδιαίρεση σε ορισμένα κράτη ή ομόσπονδη κρατική μονάδα σε άλλα («Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής»)
7. φρ. α) «είναι βίος και πολιτεία» — έχει ζωή περιπετειώδη, επιλήψιμη ή ύποπτη
β) «προσωπική ένωση πολιτειών»
διεθν. δίκ. μορφή ένωσης κρατών κατά την οποία τα συμμετέχοντα κράτη έχουν τον ίδιο ανώτατο άρχοντα αλλά καθένα από αυτά διατηρεί τη διεθνή του προσωπικότητα
γ) «πραγματική ένωση πολιτειών»
διεθν. δίκ. μορφή ένωσης κρατών κατά την οποία ο βαθμός συγχώνευσης τών επιμέρους πολιτειών είναι ιδιαίτερα έντονος, τα κύρια κρατικά όργανα είναι κοινά και τα συμμετέχοντα κράτη εμφανίζονται με ενιαία διεθνή προσωπικότητα
νεοελλ.-μσν.
ο τρόπος διαχείρισης τών κοινών
μσν.-αρχ.
ζωή, βίος («ἡ ἐν Βοιωτίᾳ πολιτεία», Πολ.)
αρχ.
1. ο τρόπος με τον οποίο ζει κάποιος («οἷς γὰρ ἐστ' ἐν λόγοις ἡ πολιτεία, πῶς ἂν οὗτοι μὴ ἀληθεῖς ὦσιν», Δημοσθ.)
2. διοίκηση, διακυβέρνηση («ἔχεις ἅπαντα πρὸς πολιτείαν ἃ δεῖ», Αριστοφ.)
3. (περιλπτ.) τα μέτρα που εφαρμόζει μια κυβέρνηση («ἡ Κλεοφῶντος πολιτεία», Αισχίν.)
4. η κατοχή δημόσιου αξιώματος
5. δημοκρατικό πολίτευμα, δημοκρατία («ταῖς μὲν πολιτείαις πολεμοῦσι τὰς δὲ μοναρχίας συγκαθιστᾱσι», Ισοκρ.)
7. κάθε είδος διοίκησης, ολιγαρχικής ή δημοκρατικής
8. ελεύθερη κοινότητα («ὄλως ἄπιστον οἶμαι ταῖς πολιτείαις ἡ τυραννίς», Δημοσθ.)
9. στον πληθ. αἱ πολιτεῖαι
παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων («ἐν ταῖς στήλαις πρὸς ταῖς συμμαχίαις καὶ προξενίαις καὶ πολιτείαις οὗτος ἀναγράφεται», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

πολῑτεία: Ιων. -ηΐη, ἡ (πολιτεύω
I. 1. η ιδιότητα και τα δικαιώματα του πολίτη, πολιτικά δικαιώματα, Λατ. civitas, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· πολιτείαν δοῦναί τινι, σε Ξεν.
2. ο βίος του πολίτη, η πολιτική ζωή, σε Δημ.
3. ως σύνολο, το άθροισμα των πολιτών, σε Αριστ.
II. ο βίος και η πολιτεία ενός πολιτικού άνδρα, κυβέρνηση, διοίκηση, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· με περιληπτική σημασία, τα μέτρα της κυβέρνησης, σε Δημ.
III. 1. πολιτική συγκρότηση, σύσταση και σύνθεση ενός κράτους, σε Θουκ. κ.λπ.· είδος πολιτεύματος, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. δημοκρατία, κοινοπολιτεία, σε Ξεν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πολιτεία: Ἰων. -ηίη, ἡ, (πολιτεύω) ἡ σχέσις τοῦ πολίτου πρὸς τὴν πόλιν ἢ τὸ κράτος, ἡ κατάστασις καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ πολίτου, πολιτικὰ δικαιώματα, Λατ. civitas, Ἡρόδ. 9. 34, Θουκ. 6. 104, κτλ.· πολιτείαν δοῦναί τινι Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 6· π. ἐστί μοι ἐν πόλει αὐτόθι 1. 2, 10. 2) ὁ βίος τοῦ πολίτου, ὁ τρόπος τοῦ καθ’ ἡμέραν βίου τινός, Λατ. ratio vitae civilis, Ἀνδοκ. 21. 7, Δημ. 399. 6· ἐν εἰρήνῃ καὶ πολιτείᾳ Δημ. 494. 3· ― παρὰ μεταγεν., καθόλου, ζωή, βίος, ἐν τόπῳ Πολύβ. 18. 26, 6. 3) ὡς συγκεκριμένον, τὸ σύνολον τῶν πολιτῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 31., 4. 13, 7. ΙΙ. ὁ βίος καὶ ἡ ἀσχολία πολιτικοῦ ἀνδρός, διοίκησις, κυβέρνησις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 219. Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 15, κτλ.· ― ἄγειν τὴν π. Θουκ. 1. 127· ἄλλον τρόπον τῇ π. κέχρημαι, = πεπολίτευμαι, Ὑπερείδης ὑπὲρ Εὐξενίππου 389· ἡ Κλεοφῶντος π. Αἰσχίν. 75. 3· ἴδε ἐν λ. προαίρεσις 3· ― περιληπτικῶς, τὰ μέτρα τὰ ὁποῖα ἐφαρμόζει ἡ κυβέρνησις, τῇ πολιτείᾳ καὶ τοῖς ψηφίσμασι Δημ. 254. 18, πρβλ. 314. 22. ΙΙΙ. πολιτικὴ σύνταξις, σύστημα πολιτικόν, πολίτευμα, Ἀντιφῶν 120. 40, Θουκ. 2. 37, κτλ.· τὴν ἐλευθερίαν…, μᾶλλον δὲ καὶ τὰς πολιτείας Δημ. 246. 25· ― εἶδος πολιτεύματος, Πλάτ. Πολ. 562A, κτλ.· ὁμολογοῦνται τρεῖς εἶναι π. τυραννὶς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία Αἰσχίν. 1. 19, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 544B, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 7, 1, κτλ.· ἥτις π. συμφέρῃ Λυσ. 171. 37· π. ἐστι τάξις ταῖς πόλεσιν ἡ περὶ τὰς ἀρχὰς Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 10, πρβλ. 3. 1, 1., 4. 3, 5. 2) κυρίωςκαλῶς συντεταγμένη δημοκρατικὴ πολιτεία, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 8. 10, 1, Πολιτικ. 4. 8, 1. κἑξ.· ὅταν δὲ τὸ πλῆθος πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύηται συμφέρον, π. καλεῖται αὐτόθι 3. 7, 3· ἐπὶ παντὸς εἴδους διοικήσεως διὰ τῶν πολιτῶν γιγνομένης, ὀλιγαρχικῆς ἢ δημοκρατικῆς, αὐτόθι 4. 4, 19, πρβλ. 30· τὴν ἀρίστην πολιτεύεσθαι πολιτείαν αὐτόθι 4. 1, 4· ― ἀκολούθως, 3) καθόλου, ἐλευθέρα κοινότης, αὐτόνομος πολιτεία, Ξεν. Ἀθην. 1, 1. κτλ.· ἄπιστον ταῖς πολ. ἡ τυραννὶς Δημ. 10. 21· οὐ γὰρ ἀσφαλεῖς ταῖς πολιτείαις αἱ πρὸς τοὺς τυράννους... ὁμιλίαι ὁ αὐτ. 71, 8· τοὺς τὰς π. μεθιστάντας εἰς ὀλιγαρχίαν ὁ αὐτ. 196, 12· τὰς μὲν π. πολεμοῦσι, τὰς δὲ μοναρχίας συγκαθιστᾶσι Ἰσοκρ. 67A. ― Περὶ τῆς λέξ. ὅρα Πλούτ. 2. 826C-F. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τ. Α΄, σ. 441, Κόντου Παρατηρ. εἰς Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 313.

Middle Liddell

πολῑτεία, Ionic -ηΐη, ἡ, πολιτεύω
I. the condition and rights of a citizen, citizenship, Lat. civitas, Hdt., Thuc., etc.; πολιτείαν δοῦναί τινι Xen.
2. the life of a citizen, civic life, Dem.
3. as a concrete, the body of citizens, Arist.
II. the life and business of a statesman, government, administration, Ar., Thuc., etc.:—in a collective sense, the measures of a government, Dem.
III. civil polity, the condition or constitution of a state, Thuc., etc.:— a form of government, Plat., etc.
2. a republic, commonwealth, Xen., etc.

Chinese

原文音譯:polite⋯a 坡利帖阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:許多
字義溯源:公民籍,政府行政,國民;源自(πολίτης)=市民),而 (πολίτης)出自(πόλις)*=城,鎮)
出現次數:總共(2);徒(1);弗(1)
譯字彙編
1) 國民(1) 弗2:12;
2) 公民籍(1) 徒22:28

English (Woodhouse)

constitution, state, body politic, constitutional state, political constitution, public life, public policy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

respublica, civitas, republic, state, 1.127.3 (de Pericte concerning Pericles), 4.126.2, 8.53.3, 8.74.3, 8.97.2,
forma et status reipublicae, character and constitution of the republic, 1.18.1, 1.115.2, 2.36.4, 2.37.1, 4.76.5, 5.31.6, 6.17.2, 7.55.2, 8.89.2,
administratio reipublicae, mos civilis, administration of the republic, civil practice, 1.68.1, 5.68.2,
victus, consuetudo, way of life, custom, 2.16.2,
ius civitatis, citizenship, 1.132.4, 3.55.3, 5.4.3, 6.104.2, 8.76.5.

Translations

citizenship

Afrikaans: burgerskap; Albanian: shtetësi; Arabic: مُوَاطِنِيَّة‎; Armenian: քաղաքացիություն; Assamese: নাগৰিকত্ব; Asturian: ciudadanía; Azerbaijani: vətəndaşlıq; Bashkir: гражданлыҡ; Belarusian: грамадзянства; Bengali: নাগরিকতা; Bulgarian: гражданство, поданство; Burmese: နိုင်ငံသားအဖြစ်; Catalan: ciutadania; Chinese Mandarin: 公民權, 公民权, 國籍, 国籍; Crimean Tatar: grajdanlıq; Czech: občanství; Danish: borgerskab, statsborgerskab; Dutch: burgerschap; Estonian: kodakondsus; Faroese: ríkisborgararættur; Finnish: kansalaisuus; French: citoyenneté, nationalité; Galician: cidadanía; Georgian: მოქალაქეობა; German: Staatsbürgerschaft, Staatsangehörigkeit, Bürgerschaft; Greek: υπηκοότητα; Ancient Greek: πολιτεία; Gujarati: નાગરિકતા; Hebrew: אֶזְרָחוּת‎; Hindi: नागरिकता; Hungarian: állampolgárság; Icelandic: ríkisborgararéttur, ríkisfang; Indonesian: kependudukan, kewarganegaraan; Irish: saoránacht, cathróireacht; Italian: cittadinanza, senso civico; Japanese: 市民権, 公民権, 国籍; Kannada: ಪೌರತ್ವ; Kazakh: азаматтық; Khmer: សញ្ជាតិ; Korean: 시민권(市民權), 국적(國籍), 공민권(公民權); Kyrgyz: граждандык, жарандык, атуулдук; Lao: ສັນຊາດ; Latin: civitas; Latvian: pilsonība; Lithuanian: pilietybė; Macedonian: државјанство, граѓанство; Malay: kewarganegaraan, kerakyatan; Malayalam: പൗരത്വം; Manx: seyraanaght; Maori: kiriraraunga, raraunga; Mongolian Cyrillic: иргэншил, харъяат; Norwegian Bokmål: borgerskap, statsborgerskap; Occitan: ciutadanetat; Old English: burgræden; Pashto: تابعيت‎; Persian: شهروندان‎, شهروندی‎, تابعیت‎; Polish: obywatelstwo; Portuguese: cidadania; Romanian: cetățenie; Russian: гражданство, подданство; Scottish Gaelic: saoranachd; Serbo-Croatian Cyrillic: држављанство, др̀жавља̄нство; Roman: državljánstvo, dr̀žavljānstvo; Sinhalese: පුරවැසි බව; Slovak: občianstvo; Slovene: državljanstvo; Spanish: ciudadanía; Swahili: uraia; Swedish: medborgarskap; Tajik: табаият, гражданият, шаҳрвандон, шаҳрвандӣ; Tamil: குடியுரிமை; Tatar: ватандашлык; Telugu: పౌరసత్వం; Thai: สัญชาติ; Turkish: vatandaşlık, yurttaşlık; Turkmen: raýatlyk; Ukrainian: громадянство; Urdu: شَہْرِیَّت‎; Uyghur: پۇقرالىق‎; Uzbek: tabaalik, grajdanlik, fuqarolik; Vietnamese: quyền công dân, quốc tịch; Welsh: dinasyddiaeth; Yiddish: בירגערשאַפֿט‎

government

Acehnese: peumeurèntah; Afrikaans: regering; Albanian: qeveri; Amharic: መንግሥት; Arabic: حُكُومَة‎; Aragonese: gobierno; Armenian: կառավարություն; Assamese: চৰকাৰ; Asturian: gobiernu; Avar: хӏукумат; Azerbaijani: dövlət, hökümət, hakimiyyət; Bashkir: хөкүмәт; Basque: gobernu; Bavarian: Regiarung; Belarusian: урад, ўрад; Bengali: সরকার, হুকুমত, দৌলত; Breton: gouarnamant; Bulgarian: правителство; Burmese: အစိုးရ; Buryat: засаглал; Catalan: govern; Cebuano: kagamhanan; Chechen: правительство, ӏедал; Chichewa: boma; Chinese Cantonese: 政府; Dungan: җынфу; Hakka: 政府; Mandarin: 政府; Min Dong: 政府; Min Nan: 政府; Wu: 政府; Coptic: ⲙⲁⲛⲉⲣϣⲓϣⲓ; Corsican: guvernu; Czech: vláda; Danish: regering; Dutch: regering, overheid; Dzongkha: སྲིད་གཞུང; Erzya: правительство; Esperanto: registaro, registara, regado; Estonian: valitsus; Extremaduran: gobiernu, gobielnu; Finnish: hallitus; French: gouvernement; Friulian: guviêr; Galician: goberno; Georgian: მთავრობა, ხელისუფლება; German: Regierung; Alemannic German: Regierig; Greek: κυβέρνηση; Ancient Greek: κυβερνισμός; Gujarati: સરકાર; Haitian Creole: gouvènman; Hausa: gwamnati; Hawaiian: aupuni; Hebrew: מֶמְשָׁלָה‎; Hindi: सरकार, हुकूमत; Hungarian: kormány; Icelandic: stjórn, ríkisstjórn; Ido: guvernerio; Indonesian: pemerintah; Interlingua: governamento; Irish: rialtas; Italian: governo; Japanese: 政府; Kalmyk: залвр; Kannada: ಸರಕಾರ; Kazakh: үкімет; Khmer: រដ្ឋាភិបាល; Kikuyu: thirikari; Korean: 정부(政府); Kumyk: гьукумат; Kurdish Central Kurdish: حوکمەت‎, حکوومەت‎; Northern Kurdish: hukumet; Kyrgyz: өкмөт; Ladin: guviern; Lao: ລັດຖະບານ; Latin: administratio, gubernatio; Latvian: valdība; Lezgi: гьукумат; Limburgish: Regiering; Lithuanian: vyriausybė, valdžia; Luhya: eserikali; Lü: ᦟᦱᦋᦂᦱᧃ, ᦵᦐᦲᦷᦜᧂ, ᦉᦐᦱᧄ; Macedonian: влада, управа; Malay: kerajaan, pemerintah; Malayalam: സർക്കാർ, ഭരണകൂടം; Maltese: gvern; Maori: kāwanatanga; Marathi: सरकार; Mizo: sorkar; Mongolian Cyrillic: засаг, засгийн газар засгийн ордон; Mongolian: ᠵᠠᠰᠠᠭ, ᠵᠠᠰᠠᠭ ᠦᠨ; ᠭᠠᠵᠠᠷ, ᠵᠠᠰᠠᠭ ᠦᠨ; ᠣᠷᠳᠣᠨ; Nepali: सरकार; Norman: gouvèrnément; Norwegian Bokmål: regjering, myndigheter, styresmakter or; Nynorsk: regjering, styremakter, styresmakter, myndigheiter; Occitan: govèrn; Old English: leodweard, gerec, anweald, ealdordom; Oriya: ସରକାର; Oromo: mootummaa; Pashto: حکومت‎, سرکار‎, دولت‎; Persian: دولت‎, حکومت‎; Plautdietsch: Rejierunk; Polish: rząd inan, władza; Portuguese: governo; Punjabi: ਸਰਕਾਰ; Romanian: guvern; Russian: правительство; Rusyn: волода, влада; S'gaw Karen: ကီၢ်ပဒိၣ်; Sanskrit: शासन, राज्य, नृपक्रिया, राजता; Sardinian: cuberru, guvernu, cuvrenu, cuverrinu; Scottish Gaelic: riaghaltas, riaghladh; Serbo-Croatian Cyrillic: влада; Roman: vláda; Shan: လူင်ပွင်ၸိုင်ႈ; Sicilian: cuvernu, guvernu, cuviernu, guviernu; Sinhalese: රජය; Slovak: vláda; Slovene: vlada; Spanish: gobierno; Swahili: serikali; Swedish: regering; Tagalog: gobyerno, pamahalaan; Tajik: давлат, ҳукумат; Tamil: அரசு; Tatar: хөкүмәт; Telugu: ప్రభుత్వం, సర్కారు; Thai: รัฐบาล; Tibetan: གཞུང; Tigrinya: መንግስቲ; Tok Pisin: gavman; Turkish: hükûmet; Turkmen: hökümet; Ukrainian: уряд, влада; Urdu: حکومت‎, سرکار‎; Uyghur: ھۆكۈمەت‎; Uzbek: hukumat; Venetian: guerno, governo, goerno; Vietnamese: chính phủ; Volapük: reiganef; Welsh: llywodraeth; West Frisian: regear; Yakut: дьаһалта, бырабыыталыстыба; Yiddish: רעגירונג‎, מלוכה‎, ממשלה‎; Zhuang: cwngfuj