τήκω
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
English (LSJ)
A.Fr.300.5, etc., Dor. τάκω [ᾱ] S.El.123 (lyr.), Theoc.2.28: A fut. τήξω AP5.277 (Agath.), (συν-) E.IA398 (troch.); Dor. 2sg. ταξεῖς (κατα-) Theoc.Ep.6.1: aor. ἔτηξα Hdt.3.96, (κατ-) Od.19.206, etc.: pf. τέτηκα, in intr. sense, Il.3.176, etc.; Dor. τέτᾱκα E.Supp. 1141 (lyr.), (προσ-) S.Tr.836 (lyr.): plpf. ἐτετήκειν X.An.4.5.15:—Med., fut. τήξομαι (but in pass. sense) Hp.Flat.12: aor. ἐτηξάμην Nic.Al.63,164,350:—Pass., fut. τᾰκήσομαι LXX Le.26.39, al., Anacreont.10.16, (συν-) Plu.2.752e: aor. ἐτάκην [ᾰ] E.Hel.3, Pl.Phdr. 251b, Ti.83a; freq. in compounds ἐξ-, ἐν-, συν-; rarely ἐτήχθην, Hp. Morb.4.57, Pl.Ti.61b, once in Trag., συντηχθείς E.Supp.1029 (lyr.): pf. τέτηγμαι Plu.2.106d, AP5.272 (Agath.); but in early Gr. the pf. and plpf. Pass. are supplied by the intr. Act. pf. and plpf. τέτηκα, ἐτετήκειν (v. supr.).
I Act., melt, melt down (trans.), of metals, Hdt.3.96, etc.; τ. πετραίαν χιόνα A.l.c.; bring clouds down in rain, Hdt.2.25; dissolve, Pl.Ti.60e,84d, Gal.13.523, etc.
2 metaph., dissolve, cause to waste or pine away, μὴ θυμὸν τῆκε let it not melt or pine away, Od.19.264; τίν' αεὶ τάκεις ὧδ' ἀκόρετον οἰμωγὰν τὸν Ἀγαμέμνονα; (i.e. τί ὧδε τήκει οἰμώζουσα τὸν Ἀγ.;) S.El.123 (lyr.); τ. βιοτάν E.Med. 141 (anap.); σῶμα Pl.R. 609c; τ. καὶ λείβει [τὸ θυμοειδές] ib.411b; τ. ἧπαρ Call.Aet.Oxy.2079.8; διαφορεῖν καὶ τ. [σάρκα] carry off and reduce superfluous flesh, Gal.6.96, cf. Vict. Att.1; ἡ ταχεῖα κίνησις τὴν θερμασίαν ἐπὶ πλέον αὐξάνουσα τήκει τὸ σῶμα Id.15.191; ἔρωτες τήξουσιν κραδίην AP5.277 (Agath.).
II Pass., with intr. pf. Act. τέτηκα, melt, be dissolved, melt away, of snow, thaw, χιὼν τηκομένη Od.19.207; ῥέειν ἀπὸ τηκομένης χιόνος Hdt.2.22; λευκῆς τακείσης χιόνος E.Hel.3; ἡνίκ' ἂν τακῇ χιών Id.Fr.228.4; τὴν χιόνα τετηκέναι X.An.4.5.15; of metals, ἐτήκετο κασσίτερος ὥς Hes.Th.862; σίδηρος.. πυρὶ κηλέῳ τήκεται ib.866; also τετηκότα (sc. κρέα) sodden flesh, E.Cyc.246; ἄλφιτα πυρὶ τ. is consumed, Theoc.2.18; τήκεται κοιλίη, merely, is relaxed, Hp.Aër.7; of putrefying flesh, fall away, Pl.Ti.82e; of a corpse, κατθανὼν ἐτήκετο S.Ant.906; κηκὶς μηρίων ἐτήκετο ib.1008; πυρὸς τετακότας σποδῷ E.Supp.1141 (lyr.); εἰς τοῦτο τετηκυῖα resolved into... Pl.Ti. 85d; στοιχεῖα καυσούμενα τήκεται 2 Ep.Pet.3.12; of fat, τακείσης πιμελῆς Gal.6.192, cf. 18(2).140; of food in the digestive organs, τήκεται μὲν ἡ πρότερον ῥηθεῖσα [πτισάνη], ἡ δ' ἑτέρα δύστηκτός ἐστι Id.6.784.
2 metaph., melt or waste away, pine, κλαίουσα τέτηκα Il.3.176; τήκετο χρώς Od.19.204; τήκετο καλὰ παρήϊα δάκρυ χεούσης ib.208; ἐν νούσῳ.. δηρὸν τηκόμενος 5.396; τ. νούσῳ Hdt.3.99, cf. Theoc.1.66,82, etc.; Ὀδυσσεὺς τήκετο was moved to tears, Od.8.522; κλαίω, τέτηκα S.El.283; μὴ λίαν τάκου E.Med. 159 (lyr.); ψυχὴν ἐτήκου Id.Heracl.645, cf. El.208 (lyr.); ἐτάκευ βασκαίνων Theoc.5.12; τὸ κάλλος ἐτάκετο Id.2.83; come to naught, δόξαι.. τακόμεναι κατὰ γᾶν μινύθουσιν A.Eu.374 (lyr.); ἐπί τινι τακείς consumed for love of... AP7.31 (Diosc.), cf. Luc.DMeretr.12.1; βλέμμα τηκόμενον a languishing look, Plu.Ant.53. (Cf. Lat. τᾱβες, OE. pawian 'thaw', Slav. tajati 'melt'.)
German (Pape)
[Seite 1105] fut. τήξω, trans., machen, daß Etwas zerfließt, schmelzen, bes. Metalle, Her. 3, 96; χιόνα, Aesch. frg. 299; τήκει καὶ λείβει, Plat. Rep. III, 411 b; καὶ διόλλυσι, X, 609 c, wie Tim. 83 a; Gegensatz von πήγνυμι, Plut. Symp. 6 a. E. – Uebrtr., θυμόν, das Herz in Trauer verzehren, Od. 19, 264; τίν' ἀεὶ τάκεις ὧδ' ἀκόρεστον οἰμωγὰν – Ἀγαμέμνονα, Soph. El. 122; τήξουσιν ἔρωτες κραδίην, Agath. 2 (V, 278). – Pass. τήκομαι, aor. ἐτάκην, seltener ἐτήχθην, wie Plat. Tim. 61 b, fut. τακήσομαι, intr., zerschmelzen, fließend werden, zerfließen; Hes. Th. 862. 866; κηκὶς μηρίων ἐτήκετο, Soph. Ant. 995; verwesen, εἰ ποσις μοι κατθανὼν ἐτήκετο, 897; u. übertr., sich verzehren, vergehen, bes. von Krankheit, Gram oder Sehnsucht; bei Hom. in Vrbdg mit Weinen, so daß man an die eigentliche Bdtg erinnert wird, in Thränen zerfließen u. sich abhärmen: Ὀδυσσεὺς τήκετο, δάκρυ δ' ἔδευεν παρειάς, Od. 8, 522, wie 19, 204 ff. τήκετο χρώς, τήκετο καλὰ παρήϊα δακρυχεούσης mit dem Schmelzen des Schnees verglichen wird; Sp., ὄμμα τέτηκται, Agath. 13 (V, 273); vgl. Theocr. 1, 66. 82. 2, 18. 28; τηκόμενος νούσῳ, Her. 3, 99; u. übertr., δόξαι τακόμεναι κατὰ γᾶν μινύθουσιν ἄτιμοι, Aesch. Eum. 352; Plat. u. Folgde; τὰ μήτε σηπόμενα, μήτε τηκόμενα, Xen. Mem. 3, 1, 7. – Das perf. τέτηκα hat dieselbe intr. Bedeutung, geschmolzen sein; κρέα τετηκότα, Eur. Cycl. 246; auch πῦρ τετακός, Suppl. 1146, erloschen; übertr., κλαίουσα τέτηκα, Il. 3, 126; κλαίω, τέτηκα, Soph. El. 275; Sp., τετηκὸς ἀργύριον, Pol. 11, 24, 11; übertr., τετηκυῖα ἐπὶ σοί, Luc. Meretr. Dial. 12.
French (Bailly abrégé)
f. τήξω, ao. ἔτηξα, pf. au sens intr. τέτηκα;
Pass. f. τακήσομαι, ao. ἐτήχθην, ao.2 ἐτάκην, pf. τέτηγμαι;
A. tr. I. faire fondre ; p. anal. réduire de l'eau en vapeur ; Pass. se liquéfier, fondre ; p. anal. se dissoudre, se putréfier;
II. fig. 1 épancher comme à flots : οἰμωγάν SOPH des gémissements, se consumer à gémir;
2 amollir;
3 consumer dans le chagrin ; fig., au Pass. se consumer, particul. se consumer à force de pleurer ; se flétrir ; en gén. dépérir, se consumer de chagrin ; βλέμμα τηκόμενον PLUT regard languissant;
B. intr. (au pf. et au pqp.) se liquéfier, fondre ; fig. se consumer, s'épuiser;
Moy. τήκομαι se liquéfier ; se consumer, s'épuiser en parl. d'un malade.
Étymologie: R. Τακ, fondre ; cf. τακερός, τηκεδών, lat. tabes.
Russian (Dvoretsky)
τήκω: дор. τάκω (ᾱ) (pf. act. тж. со знач. pass.; pass.: fut. τᾰκήσομαι Anacr., aor. 2 ἐτάκην (ᾰ) - реже ἐτήχθην, pf. τέτηγμαι)
1 растоплять, плавить (sc. τὸν φόρον Her.; χιόνα Aesch.); pass. плавиться, таять (χιὼν τηκομένη Hom.);
2 растворять (γῆς ὄγκους Plat.);
3 варить, разваривать (πυρὶ τάκεσθαι Theocr.);
4 (досл.) развариваться (κρέα τετηκότα Eur.);
5 разлагать: εἰ κατθανὼν ἐτήκετο Soph. если он умер и остался без погребения (досл. разложился);
6 разлагаться: πυρὸς τετακότες σποδῷ Eur. сожженные на погребальном костре (досл. разложившиеся в огненном пепле);
7 истощать, изнурять, томить (τὸ σῶμα Plat.; κραδίην Anth.): μὴ θυμὸν τῆκε Hom. не убивайся; τ. βιοτήν Eur. доживать в страданиях свою жизнь, томиться, чахнуть; τηκόμενος τῇ νούσῳ Her. снедаемый болезнью; βλέμμα τηκόμενον Plut. томный взор;
8 изнывать, томиться: κλαίουσα τέτηκα Hom. я изнываю в слезах; τετηκυῖα ἐπί τινι Luc. истомившаяся по ком-л.
Greek (Liddell-Scott)
τήκω: Δωρ. τάκω [ᾱ]· μέλλ. τήξω Ἀνθ. Π. 5. 278· (συν-) Εὐρ. Ι. Α. 398· Δωρικ. ταξῶ (κατα-) Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 6. 1· ἀόρ. ἔτηξα Ἡρόδ., Ἀττ.· (κατ-) Ὅμηρ., κλπ.· πρκμ. τέτηκα, ἴδε κατωτ. - Μέσ., μέλλ. τήξομαι (ἀλλ’ ἐπὶ παθητ. σημασίας) Ἱππ. 6. 110 Littré· ἀόρ. ἐτηξάμην Νικ. Ἀλεξιφ. 63. 163, 350. - Παθ. μέλλ. τᾰκήσομαι Ἀνακρεόντ. 10. 16, (συν-) Πλούτ.· ἀόρ. ἐτάκην [ᾰ], Εὐρ. (ἴδε κατωτ. ΙΙ), Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β, Τίμ. 83Α· καὶ συχνάκις ἐν συνθέτοις ἐξ-, ἐν-, συν-· σπανίως ἐτήχθην Ἱππ. 515. 40, Πλάτ. Τίμ. 61Β, μόνον ἅπαξ παρὰ Τραγικ., συντηχθεὶς Εὐρ. Ἱκ. 1029· πρκμ. τέτηγμαι Πλούτ. 2. 106, Ἀνθ. Π. 5. 273· ἀλλὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις ὁ πρκμ. καὶ ὁ ὑπερσ. παθ. παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ ἀμεταβ. ἐνεργ. τέτηκα, ἐτετήκειν. (Ἐκ τῆς √ΤΑΚ, τακῆναι, παράγονται καὶ αἱ λέξεις τακερός, τηκεδών, τήγανον· πρβλ. Λατιν. ta-bes, ta-beo· Ἀρχ. Σκανδιν. bey-ja· Ἀγγλ-Σαξον. bâvan (ἐπὶ τηκομένου πάγου, Ἀγγλ. to thaw)· Ἀρχ. Γερμαν. de-wan (τήκω, «λυώνω»)). Ι. ἐνεργ., τήκω, «λυώνω», ἐπὶ μετάλλων, Ἡρόδ. 3. 96, κλπ.· ἥλιος τ. πετραίαν χιόνα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 304, κλπ.· διασκορπίζω νέφη, διαλύω, ἐπὶ ἀνέμου, Ἡρόδ. 2. 25· διαλύω, ὡς τὸ ὕδωρ διαλύει τὸ ἅλας, κτλ., Πλάτ. Τίμ. 60Ε, 84D, κλπ. 2) μεταφορ., μὴ θυμὸν τῆκε, μὴ «λυώνῃς» τὴν καρδιά σου, Ὀδ. Τ. 264· τίν’ ἀεὶ τάκεις ὧδ’ ἀκόρεστον οἰμωγὰν τὸν Ἀγαμέμνονα; (δηλ. τί ὧδε τήκει οἰμώζουσα τὸν Ἀγ.;) Σοφ. Ἠλ. 123· τ. βιοτὰν Εὐρ. Μήδ. 141· σῶμα Πλάτ. Πολ. 609C· τ. καὶ λείβει [τὸ θυμοειδὲς] αὐτόθι 411Α· τήξουσιν ἔρωτες κραδίην Ἀνθ. Π. 5. 278. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀμεταβ. ἐνεργ. πρκμ. τέτηκα, «λυώνω» (ἀμεταβ.), διαλύομαι, ἐπὶ χιόνος, χιὼν τηκομένη Ὀδ. Τ. 207· ῥέειν ἀπὸ τηκομένης χιόνος Ἡρόδ. 2. 22· λευκῆς τακείσης χιόνος Εὐρ. Ἑλ. 3· ἡνίκ’ ἂν τακῇ χιὼν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 230· τὴν χιόνα τετηκέναι Ξεν. Ἀνάβ. 4. 5, 15· ἐπὶ μετάλλων, ἐτήκετο κασσίτερος ὣς Ἡσ. Θεογ. 862· σίδηρος... πυρὶ κηλέῳ τήκεται αὐτόθι 866, πρβλ. 867· ὡσαύτως, (κρέα) ἑφθὰ καὶ τετηκότα Εὐρ. Κύκλ. 246· ἄλφιτα πυρὶ τάκονται, ὑπὸ τοῦ πυρὸς καταναλίσκονται, Θεόκρ. 2. 18· ὥστε καὶ τὴν κοιλίην ὑπ’ αὐτῶν στύφεσθαι μᾶλλον ἢ τήκεσθαι Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ἐπὶ σαρκῶν τηκομένων, ὅταν γὰρ τηκομένη σάρξ... εἰς τὰς φλέβας τὴν τηκεδόνα ἐξιῇ, τότε κτλ. Πλάτ. Τίμ. 82Ε· ἐπὶ πτώματος, κατθανὼν ἐτήκετο Σοφ. Ἀντ. 906· οὕτω, κηκὶς μυρίων ἐτήκετο ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 283· πῦρ τετακός, ἐσβεσμένον, Εὐρ. Ἱκ. 1141· ἐκ τῶν σαρκῶν εἰς τοῦτο τετηκυῖα, περὶ τῆς χολῆς, Πλάτ. Τίμ. 85D. 2) μεταφορ., τήκομαι, φθείρομαι, φθίνω, κλαίουσα τέτηκα Ἰλ. Γ. 176· Ὀδυσσεὺς τήκετο, ἕνεκα τῆς ἀναβαλλομένης ἐκπληρώσεως τῶν ἐλπίδων του, Ὀδ. Θ. 522· τήκετο χρὼς Τ. 204· τήκετο καλὰ παρήια δακρυχεούσης αὐτόθι 207· ἐν νούσῳ... δηρὸν τηκόμενος Ε. 396· τ. νούσῳ Ἡρόδ. 3. 99, πρβλ. Θεόκρ. 1. 66, 82, κλπ.· κλάω, τέτηκα Σοφ. Ἠλ. 283· μὴ λίαν τάκου Εὐρ. Μήδ. 158· τὴν ψυχὴν ἐτήκου ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 645, πρβλ. Ἠλ. 207· ἐτάκευ βασκαίνων Θεόκρ. 5. 12· τὸ κάλλος ἐτάκετο ὁ αὐτ. 2. 83· - καταντῶ εἰς τὸ μηδέν, δόξαι... τακόμενοι κατὰ γᾶν μινύθουσιν Αἰσχύλ. Εὐμ. 374· τακεὶς ἐπί τινι, ἕνεκα ἔρωτος πρός τινα, Ἀνθ. Π. 7. 31, πρβλ. Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 12. 1· βλέμμα τηκόμενον, χαῦνον, Πλουτ. Ἀντών. 53.
English (Autenrieth)
ipf. τῆκε, mid. ipf. τήκετο, perf., w. pres. signif., τέτηκα: act., melt; fig., θῦμόν, ‘consume’ with grief, Od. 19.264.—Mid. and perf., intrans., melt, thaw, Od. 19.207; fig., waste away, pine away, Il. 3.176.
English (Strong)
apparently a primary verb; to liquefy: melt.
English (Thayer)
from Homer down; to make liquid; passive, to become liquid, to melt; to perish or be destroyed by melting: τήκεται Lachmann gives the future τακήσεται (see WH on the passage and in their Appendix, p. 171), cf. τακήσονται πᾶσαι αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν. (Cf. Veitch, under the word.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και δωρ. τ. τάκω Α
μεταβάλλω ένα στερεό σε ρευστό με θερμότητα ή με διάλυση στο νερό, ρευστοποιώ, λειώνω (α. «ο χρυσός τήκεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία» β. «ἐτήκετο κασσίτερος ὥς», Ησίοδ.
γ. «ἥλιος τήκει πετραίαν χιόνα», Αισχύλ.)
μσν.-αρχ.
φθείρω, λειώνω, αφανίζω (α. «τηκόμενον τῇ νούσῳ», Ηρόδ.
β. «μηδέ τι θυμὸν τῆκε», Ομ. Οδ.
γ. «τήκετο καλὰ παρήϊα δακρυχεούσης», Ομ. Οδ.)
αρχ.
1. (για πτώμα) σαπίζω («κατθανὼν ἐτήκετο», Σοφ.)
2. (για τροφή) υφίσταμαι τη διαδικασία της πέψης, χωνεύομαι («τήκεται μὲν ἡ πρότερον ῥηθεῖσα...», Γαλ.)
3. (για άνεμο) μεταβάλλω τα νέφη σε βροχή («ὑπολαμβάνοντες δὲ οἱ άνεμοι καὶ διασκιδνάντες τήκουσι», Ηρόδ.)
4. (για την κοιλιά) πάσχω από διάρροια («ὥστε τὴν κοιλίαν στύφεσθαι... ἤ τήκεσθαι», Ιπποκρ.)
5. (για τα μάτια) λιγώνομαι, αποχαυνώνομαι («βλέμμα τηκόμενον», Πλούτ.)
6. φρ. «κρέα τετηκότα» — κρέας πολύ βρασμένο (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τήκω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα tā-/tә- «λειώνω», με ουρανικό ένθημα -κ-, και συνδέεται με αρχ. σλαβ. tajo «λειώνω», αρμ. t ' a-nam «μουσκεύω», γαλατ. tawdd «τήξη», λατ. ta-bes «τήξη, σήψη», τα οποία εμφανίζουν διαφορετικά ενθήματα. Η σύνδεση της λ. με τους τ. τῖλος και τῖφος δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
τήκω: (√ΤᾸΚ), Δωρ. τάκω[ᾱ]· μέλ. τήξω, Δωρ. ταξῶ· αόρ. ἔτηξα· παρακ. τέτηκα — Παθ., αόρ. βʹ ἐτάκην [ᾰ]· σπάνιος αόρ. ἐτήχθην· αλλά στην κλασική αρχαιότητα, ο παρακ. και ο Παθ. υπερσ. παραλαμβάνονται από τον αμτβ. Ενεργ. παρακ. τέτηκα, ἐτετήκειν·
I. 1. Ενεργ., τήκω, λιώνω, λέγεται για μέταλλα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· διασκορπίζω σύννεφα, στον ίδ.
2. μεταφ., μαραζώνω, λιώνω από θλίψη ή νοσταλγία, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
II. 1. Παθ. με αμτβ. Ενεργ. παρακ., τέτηκα, λιώνω, διαλύομαι, λέγεται για χιόνι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· χρησιμοποιείται για μέταλλα, σε Ησίοδ.· ἄλφιτα πυρὶ τάκονται, καταναλώνονται από τη φωτιά, σε Θεόκρ.· λέγεται για πτώμα, παρακμάζω, φθείρομαι, αποσυντίθεμαι, σε Σοφ.· πῦρ τετακός, σβησμένη φωτιά, σε Ευρ.
2. μεταφ., τήκομαι, φθείρομαι, λιώνω, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· βλέμμα που λιώνει από νοσταλγία, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[Root. !τακ] [in classic Gr. the perf. and plup. pass. are supplied by the intr. act. perf. τέτηκα, ἐτετήκειν]
I. Act. to melt, melt down (trans.), of metals, Hdt., etc.: to dissipate clouds, Hdt.
2. metaph. to cause to waste or pine away, Od., Eur.
II. Pass., with intr. perf. act. τέτηκα, to be dissolved, melt away, of snow, to thaw, Od., Hdt., Attic; of metals, Hes.; ἄλφιτα πυρὶ τ. is consumed, Theocr.; of a corpse, to fall away, Soph.; πῦρ τετακός a dead fire, Eur.
2. metaph. to melt or waste away, pine, Hom., Hdt., Attic; βλέμμα τηκόμενον a languishing look, Plut.
Frisk Etymology German
τήκω: {tḗkō}
Forms: dor. τάκω, Aor. τῆξαι, -ασθαι, Fut. τήξω schmelzen, auflösen, verzehren; öfter intr. τήκομαι, Aor. τακῆναι, auch τηχθῆναι, Fut. τακήσομαι, auch τήξομαι, Perf. τέτηκα, dor. τέτακα, sp. τέτηγμαι
Grammar: v.
Meaning: zerschmelzen, zerfließen, verwesen,
Composita: oft m. Präfix, z.B. συν-, κατα-, ἐν-, ἐκ- (seit Il.).
Derivative: Ableitungen. 1. τῆξις (σύν-, ἀπό-, ἔκ- usw.) das Schmelzen (Hp., Arist., hell. u. sp.). 2. σύν-, περίτηγμα n. das Zusammengeschmolzene, das Hinschwinden (Arist.) bzw. Schlacke (Chrysipp.). 3. τηκεδών, -όνος f. Abzehrung, Verwesung, Schmelze (λ 201, Hp., Pl. usw.). 4. τηκτός schmelzbar, flüssig (Pl., E., Arist. u.a.), -τικός (συν-) auflösend (Arist., Dsk. u.a.). — Mit Schwundstufe 5. τακερός schmelzend, flüssig, weich, zart (Hp., Kom. usw.; vgl. φανερός, σφαλερός u.a., Schwyzer 482) mit -έρωσις f. (Mediz. u.a.); auch -ηρός ib. (Dsk.). 6. Unsicher τάκων (-α-), -ωνος m. N. einer gewürzten Speise, Wurst, Fleischkloß? (Poll. 6, 53 aus Krates Kom.).
Etymology: Ohne direkte außergriech. Entsprechung. Zu τέτηκα, τέτακα: τακῆναι vgl. z.B. λέληκα, λέλακα: λακεῖν. Bei Abtrennung des -κ- ergibt sich in beiden Fällen Anknüpfung an primäre Verba in anderen Sprachen: wie λέληκα: aksl. la-jǫ, -jati bellen, schelten ebenso τέτηκ-α: aksl. ta-jǫ, -jati sclmelzen mit ta-lь schmelzend, flüssig, τακερός; dazu noch arm. t‘a-nam (ā od. α), Aor. t‘a-c̣i benetzen, -c̣ay feucht werden; aus dem Kelt. z.B. air. tām Tod, Pest. Das Latein zeigt eine bh-Erweiterung in tābēs f. Zersetzung, Verwesung, tābēsco schmelzen, hinsiechen u.a.m. — Weitere Formen mit reicher Lit. bei WP. 1, 701, Pok. 1053, W.-Hofmann s. tābēs, Vasmer s. táju. Vgl. noch τῖλος, τῖφος.
Page 2,891
Mantoulidis Etymological
(=λυώνω). Θέματα: α) ἰσχυρό τηκκαί β) τακ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: τακερός (=ἁπαλός), τηκεδών -όνος, ἡ (=λυώσιμο), τηκτικός, τηκτός (=λυωμένος), ἄτηκτος, εὔτηκτος, τῆξις (=λυώσιμο).