κομίζω
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
fut.
A κομιῶ Od.15.546, Hdt.2.121.γ, Ar.Ec.800, etc.; κομίσω only late, as AP6.41 (Agath.): aor. ἐκόμισα, Ep. ἐκόμισσα Il.13.579, κόμισσα Od.18.322, κόμισα Il.13.196; Dor. ἐκόμιξα Pi.P.4.159: pf. κεκόμικα Hdt.9.115, etc.:—Med., fut. κομιοῦμαι Ar.V.690, Th.1.113, etc.; Ion. -ιεῦμαι, v. infr. 11.4; late κομίσομαι Phalar.Ep.135: aor. ἐκομισάμην Hdt.6.118, etc.; Ep. ἐκομισς- or κομισς-, Od.14.316, Il. 8.284:—Pass., fut. -ισθήσομαι Th.1.52, D.18.301: aor. ἐκομίσθην Hdt.1.31, Th.5.3, etc.: pf. κεκόμισμαι D.18.241: but more freq. in med. sense, v. infr. 11.2: (κομέω):—take care of, provide for, τόν γε γηράσκοντα κομίζω Il.24.541; τόνδε τ' ἐγὼ κομιῶ Od.15.546; ἐμὲ κεῖνος ἐνδυκέως ἐκόμιζε 17.113, etc.; κόμισσε δὲ Πηνελόπεια, παῖδα δὲ ὢς ἀτίταλλε 18.322, cf. 20.68: rare in Trag., A.Ch.262, 344; receive, treat, φιλίως, οὐ πολεμίως κ. Th.3.65 codd.:—more freq. in Med., καί σε . . κομίσσατο ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Il.8.284, cf. Od.14.316; Σίντιες . . ἄφαρ κομίσαντο πεσόντα Il.1.594; κομίζεσθαί τινα ἐς τὴν οἰκίαν And.1.127, cf. Is.1.15:—Pass., οὔ τι κομιζόμενός γε θάμιζεν not often was he attended to, Od.8.451. 2 of things, attend, give heed to, τὰ ο' αὐτῆς ἔργα κόμιζε Il.6.490, Od.21.350; κτήματα μὲν . . κομιζέμεν ἐν μεγάροισι 23.355; δῶμα κ., of the mistress of the house, 16.74, etc.; τὸν χρυσόν Hdt.1.153; ἔξω κ. πηλοῦ πόδα keep it out of the mud, A.Ch. 697:—Med., ἔργα κ. Δημήτερος Hes.Op.393; Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν μέτρῳ εὖ κομίσασθαι ἐν ἄγγεσιν store up... ib.600. II carry away so as to preserve, Ἀμφίμαχον . . κόμισαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν they carried away his body, Il.13.196 (so in Med., κόμισαί με carry me safe away, 5.359, cf.E.IT774); of things, τὴν δὲ κόμισσε κῆρυξ the herald took up the mantle, that it might not be lost, Il.2.183; [τρυφάλειαν] κόμισαν . . ἑταῖροι 3.378, cf. 13.579; later, simply, save, rescue, ἄνδρ' ἐκ θανάτου Pi.P.3.56; ἄρουραν πατρίαν σφίσιν κόμισον Id.O.2.14; of the dead, νεκρὸν κ. carry out to burial, E.Andr.1264, cf. S.Aj. 1397:—in Med., Is.8.21; also, simply, carry the body home, opp. θάπτω, A.Ch.683, cf. Hdt.4.71. 2 carry off as a prize or booty, χρυσὸν δ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισσε Il.2.875; κόμισσα δὲ μώνυχας ἵππους 11.738; τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν four victories they won, Pi. N.2.19; ἔπαινος, ὃν κομίζετον τοῦδ' ἀνδρός S.OC1411:—in Med., Orac. ap. Hdt.1.67:—later freq., get for oneself, acquire, gain, δόξαν ἐσθλήν v.l. in E.Hipp.432; τριώβολον Ar.V.690; τὴν ἀξίαν Pl.R. 615c; τὰ ἆθλα αὐτῆς ib.621d; κ. τί τινος S.OT580; τι παρά τινος Th.1.43; τι ἀπό τινος X.Cyr.1.5.10; gather in, reap, καρπόν Hdt.2.14: pf. Pass. in med. sense, ὑμεῖς τοὺς καρποὺς κεκόμισθε you have reaped the fruits, D.18.231; κεκόμισται χάριν Id.21.171; ὡμολόγει κεκομίσθαι τὴν προῖκα Id.27.14, cf. Is.5.22; simply, receive, ἐνηρόσιον SIG1044.31 (Halic., iv/iii B.C.); ἐπιστολήν PCair.Zen.186 (iii B.C.) ; μισθόν IG42(1).99.24 (Epid., ii B.C.); ἀπ' ἀλλήλων χρείας Phld.D.3Fr. 84. 3 receive a missile in one's body, ἀλλά τις Ἀργείων κόμισε χροΐ (sc. τὸν ἄκοντα) Il.14.456, cf. 463:—Med., ὡς δή μιν σῷ ἐν χροΐ πᾶν κομίσαιο (sc. τὸ ἔγχος) 22.286. 4 carry, convey, κόμισαν δέπας 23.699, cf. Od.13.68, Hdt.5.83, etc.; κομίζοις ἂν σεαυτόν betake thyself, S.Ant.444:—Pass., to be conveyed, journey, travel, by land or sea, Hdt.5.43, etc.; εἴσω κομίζου get thee in, A.Ag.1035, cf. Pr.394; κ. παρά τινα betake oneself to him, Hdt.1.73: in this sense fut. and aor. Med. sts. occur, κομιεύμεθα ἐς Σῖριν Id.8.62; οἳ ἂν κομίσωνται . . ἐς Βαβυλῶνα Id.1.185; ἔξω κομίσασθ' οἴκων E.Tr.167 (lyr.). 5 bring to a place, bring in, introduce, κόμιζέ νύν μοι παῖδα S.Aj.530; import, Pl.R.370e, etc.; ξενικοῦ κομισθέντος νομίσματος Id.Lg.742c; κ. τὴν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας Isoc.11.28; οἱ κομίσαντες τὴν δόξαν ταύτην Arist.EN1096a17, cf. Metaph.990b2:—in Med., [τὸν ἀνδριάντα] ἐπὶ Δήλιον Hdt.6.118; ποίμνας ἐς δόμους S.Aj.63, cf. Ar.V. 833. 6 conduct, escort, τί μέλλεις κομίζειν δόμων τόνδ' ἔσω; S.OT 678 (lyr.), cf. Ph.841 (hex.), Th.7.29, Pl.Phd.113d, etc.; κ. ἐξ ὀμμάτων γυναῖκα τήνδε take her from my sight, E.Alc.1064; κ. ναῦς Th.2.85; ἄρχοντα Id.8.61. 7 bring back from exile, Pi.P.4.106 (dub.); τεὰν ψυχὰν κ. (from the world below), Id.N.8.44; πάλιν κ. Pl.Phd. 107e, etc. 8 get back, recover, Pi.O.13.59; τέκνων . . κομίσαι δέμας E.Supp.273 (hex.), cf. 495:—Med., get back for oneself, τὸν παῖδα Id.Ba.1225, cf. IT1362; τὴν βασιλείαν Ar.Av.549; τοὺς ἄνδρας Th.1.113, cf. 4.117; τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους κ. Id.6.103; τὰ πρέποντα Id.4.98; ἃ νῦν ἀπολαβεῖν οὐ δυνάμεθα διὰ πολέμου, ταῦτα διὰ πρεσβείας ῥᾳδίως κομιούμεθα Isoc.8.22; esp. of money, recover debts, etc., Lys.32.14, And.1.38, D.4.7, etc.; διπλάσια Lys.19.57; τόκους πολλαπλασίους Pl.R.556a, etc.; κ. τιμωρίαν παρά τινος Lys.12.70; κ. τὴν θυγατέρα take back one's daughter (on the death of her husband), Is.8.8. 9 metaph., rescue from oblivion, ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ' ἐκόμισαν Pi.N.6.30. 10 bring, give, θράσος . . ἀνδράσι θνῄσκουσι κ. A.Ag. 804 (anap.):—Act. and Med. combined, χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται gives all things and gets them back again, Men.Mon.539, cf. 89, 668. II cite as an authority, Θεμιστοκλέα Phld.Rh.2.205 S. 12 Medic., extract, remove, Gal.2.632. III Pass., come or go back, return, Hdt.4.76,al.; ἐκομίσθησαν ἐπ' οἴκου Th.2.33, cf. 73; κομισθεὶς οἴκαδε Pl.R.614b.
German (Pape)
[Seite 1477] (von κομέω), fut. κομίσω, att. κομιῶ, – 1) besorgen, warten, pflegen, mit dem Nöthigen versehen; den Gastfreund, τὸν δέ τ' ἐγὼ κομιῶ, ξενίων δέ οἱ οὐ ποθὴ ἔσται Od. 15, 546; ἃς ἐμὲ κεῖνος ἐνδυκέως ἐκόμιζε 17, 111, vgl. 18, 321 κόμισσε δὲ Πηνελόπεια, παῖδα δὲ ἃς ἀτίταλλε; ernähren, κόμισσε δὲ δῖ' Ἀφροδίτη τυρῷ καὶ μέλιτι 20, 68; pass., οὔτι κομιζόμενός γε θ άμιζεν, er ward nicht oft gepflegt, Homerisch = er ward gar nicht gepflegt, 8, 451; im med., τινά, gastlich bei sich aufnehmen, Il. 8, 284 Od. 14, 316. – Auch von Sachen, besorgen, beschicken; τὰ σαυτῆς ἔργα κόμιζε, ἱστόν τ' ἠλακάτην τε Il. 6, 490 u. wiederholt in der Od.; auch κτήματα κομίζειν, das Vermögen verwalten, Od. 23, 355; im med., ἔργα κομίζεσθαι Δημήτερος Hes. O. 391, die Feldarbeit für sich besorgen, Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν μέτρῳ εὐ κομίσασθαι ἐν ἄγγεσιν, die Feldfrucht nach dem Maaße in Gefäßen wohl aufbewahren, 598; – ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν Pind. N. 5, 31; vgl. Aesch. Ch. 260. 340. – 2) daran reiht sich νεκρὸν κομίζειν, Il. 13, 196, den Todten besorgen, indem man ihn aufnimmt u. wegträgt, damit er nicht in die Hände der Feinde falle, aufhebenn. wegtragen; ῥῖψ' ἐπιδινήσας, er schleuderte den Helm, κόμισαν δ' ἐρίηρες ἑταῖροι, 3, 378; ἀπὸ δὲ χλαῖναν βάλε· τὴν δ' ἐκόμισσε κήρυξ, der Herold nahm das Kleid auf, 2, 183; im med., κόμισαί με, bringe mich weg, bringe mich in Sicherheit, 5, 359; ähnlich Σίντιες ἐκομίσαντο πεσόντα, sie hoben den vom Olymp gestürzten Hephästus auf u. verpflegten ihn bei sich, 1, 594. – Daher davontragen, als Beute, χρυσόν, ἵππους, Il. 2, 875. 11, 738; ἄκοντα κόμισε χροΐ, er trug den Wurfspieß im Leibe davon, bekam einen Wurfspieß in den Leib, 14, 456, vgl. 463; so im med., ἔγχος ἐν χροῒ κομίσασθαι, 22, 286; Pind. τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νί. κας ἐκόμιξαν, N. 2, 19. – 3) übh. tragen, bringen, fortschaffen; Il. 23, 699 Od. 13, 68; ἔξω κομίζων ὀλεθρίου πηλοῦ πόδα Aesch. Ch. 686, den Fuß aus dem Sumpfe tragend, lenkend; θράσος ἀκούσιον ἀνδράσι θνήσκουσι κομίζων Ag. 778; κόμιζε νῦν μοι παῖδα Soph. Ai. 526; τί μέλλεις κομίζειν δόμων τῶνδ' ἔσω O. R. 679; ἔπαινον O. C. 1413; πέμψον ἀμέμπτως, ἔνθ' ἡ μεγάλη Μοῖρα κομίζει, wohin die Parze führt, mitgehen heißt, Phil. 1452; vgl. Plat. Henez. 247 c; süh ren, ἀλλά νιν κομίζετ' εἴσω Soph. Ant. 574; auch κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις, ib. 444; κόμιζε πρὸς θεῶν ἀπ' ὀμμάτων γυναῖκα τήνδε, schaff sie aus den Augen, Eur. Alc. 1064, wie im med., κομίζου δ' ὡς τάχιστ' ἐξ ὀμμάτων, Aesch. Suppl. 927; κομίζουσι τὸν νεκρὸν ἐν ἁμάξῃ ἐς ἄλλο ἔθνος, sie schaffen den Todten auf einem Wagen zu einem andern Volke, Her. 4, 71; ἔδει τὴν μητέρα ζεύγεϊ κομισθῆναι ἐς τὸ ἱρόν 1, 31; ναῦς Thuc. 2, 85. 4, 16; οἷ ὁ δαίμων ἕκαστον κομίζει Plat. Phaed. 113 d; εἷς κεκόμικεν ἀργύριον ἱκανόν Crit. 45 b; auch ὕδατα ἄνω πηγαῖα κομίσας, hinausleiten, Critia. 113 e; ἐξ ἄλλης πόλεως αὐτῇ κομιοῦσιν ὧν δεῖται Rep. II, 370 e; – pass., gebracht werden, kommen, reisen, ziehen, bes. zurückkehren; ὅταν μεταλλάξηταί τις, κομίζεται εἰς τὴν ἀγοράν Pol. 6, 53, 1; πεζῇ κομιζόμενος ἐς Παιονίην Her. 5, 98; öfter im fut. u. aor. med., κομιεύμεθα ἐς Σίριν 8, 62, οἳ ἂν κομίσωνται ἀπὸ τῆσδε τῆς θαλάττης ἐς Βαβυλῶνα 1, 185; ἐκομίσθησαν ἐπ' οἴκου Thuc. 2, 33; ἡμέρας ἐσπείσατο ἐν αἷς εἰκὸς ἦν κομισθῆναι, in denen sie muthmaßlich zurückkehren konnten, 2, 73; κομισθέντα ἐκ Λακεδαίμονος Plat. Legg. I, 629 b; κομισθεὶς οἴκαδε Rep. X, 614 b; Xen. u. Folgde. – Med. für sich fortbringen, sich Etwas verschaffen, sich erwerben; δόξαν ἐσ θλήν Eur. Hipp. 432; τὸ τριώβολον οὐ κομιεῖται Ar. Vesp. 690; σώφρονά τε ἀντὶ αἰσχρᾶς κομίσασθαι χάριν Thuc. 3, 58; τὸ αὐτὸ παρ' ὑμῶν 1, 43; τὴν ἀξίαν ἂν παρὰ θεῶν κομιζοίμεθα Plat. Legg. IV, 718 a, öfter; auch τόκους, Zinsen eintreiben, Rep. VIII, 555 e, wie τόκον παρά τινος Dem. 30, 9; χρήματα Lys. 32, 8, Geld einfordern; ähnl. κομίζεσθαι τιμωρίαν 12, 70; κομισάμενος τὴν θυγατέρα, nachdem ihr Mann gestorben, die Tochter wieder zu sich ins Haus nehmen, Is. 8, 8; anders Eur. Bacch. 1223 I. T. 1362. – Wieder bekommen, wiedererlangen; εἰ μὴ κομιούμεθα τὴν βασιλείαν Ar. Av. 550; so bes. von den Gefallenen, τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους Thuc. 6, 103; auch = Gefangene wiedererhalten, 1, 113; ἃ νῦν ἀπολαβεῖν οὐ δυνάμεθα διὰ πολέμου, ταῦτα διὰ πρεσβείας ῥᾳδίως κομιούμεθα Isocr. 8, 22; Pol. 3, 51, 12 u. A. – Daher = retten, erhalten; im act. bei Pind., ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον Ol. 2, 14, ἐκ θανάτου P. 3, 56, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
κομίζω: μέλλ. κομιῶ, οὐ μόνον παρ’ Ἀττ., ἀλλὰ καὶ ἐν Ὀδ. Ο. 546· κομίσω, μόνον παρὰ μεταγεν., οἷον ἐν Ἀνθ. (ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 768 εἶναι ἀόρ. ὑποτ.)· ― ἀόρ. ἐκόμισα, Ἐπικ. ἐκόμισσα ἢ κόμισσα Ἰλ., Δωρ. ἐκόμιξα Πινδ. Π. 4. 284· ― πρκμ. κεκόμικα Πλάτ., κτλ. ― Μέσ., μέλλ. κομιοῦμαι Ἀριστοφ., Θουκ. κτλ.· Ἰων. -ιεῦμαι (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 4)· μεταγεν. κομίσομαι Φάλαρ.· ― ἀόρ. ἐκομισάμην, Ἐπικ. ἐκομισσ- ἢ κομισσ-, Ὅμ. ― Παθ. μέλλ. -ισθήσομαι Θουκ. 1. 52, Δημ.· ἀόρ. ἐκομίσθην Ἡρόδ., Θουκ., κτλ.· πρκμ. κεκόμισμαι Δημ. 307. 18, ἀλλὰ συχνότερον μὲ μέσ. σημασ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 3. (Παθ. ἐκ τῆς √ΚΟΜΙΔJ, ἧς τὸ J ἀπώλετο ἐν τῷ κομιδή, τὸ δὲ δJ ἔγεινε ζ ἐν τῷ κομίζω, ἴδε Ζζ. ΙΙ. 3). Λαμβάνω φροντίδα περί τινος, φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι, περιποιοῦμαι, τόν γε γηράσκοντα κομίζω Ἰλ. Ω. 541· τόνδε τ’ ἐγὼ κομιῶ Ὀδ. Ο. 546· ἐμὲ κεῖνος ἐνδυκέως ἐκόμιζε Ρ. 113· κτλ., κόμισσε δὲ Πηνελόπεια, παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε Σ. 322, πρβλ. Υ. 68· σπάνιον παρ’ Ἀττ., οἷον Αἰσχύλ. Χο. 262, 344· ― δέχομαι φιλίως, ξενίζω, περιποιοῦμαι, Θουκ. 3. 65· κοινότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, καί σε... κομίσσατο ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Ἰλ. Θ. 284, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 316· κομίσασθαί τινα ἐς τὴν οἰκίαν Ἀνδοκ. 16. 37, Ἰσαῖ. 36. 25· ― ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Θ. 451 εἶναι παθ., οὔτι κομιζόμενός γε θάμιζεν, δὲν ἦτο ἀντικείμενον συχνῆς περιποιήσεως. 2) ἐπὶ πραγμάτων, προσέχω εἴς τι, φροντίζω, δίδω προσοχήν, τά σ’ αὐτῆς ἔργα κόμιζε Ἰλ. Ζ. 490, Ὀδ. Φ. 350· κτήματα μὲν... κομιζέμεν ἐν μεγάροισιν Ψ. 355· δῶμα κ. ἐπὶ τῆς οἰκοδεσποίνης, Π. 74, κτλ.· ἔξω κομίζειν πηλοῦ πόδα, τηρεῖν αὐτὸν ἔξω τοῦ βορβόρου, Αἰσχύλ. Χο. 697. ― Μέσ., ἔργα κομίζεσθαι Δημήτερος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 391· Δημήτερος ἱερὸν ἀκτὴν... μέτρῳ εὖ κομίσασθαι ἐν ἄγγεσιν, νὰ ἀποθηκεύσῃ τις..., αὐτόθι 598. ΙΙ. κομίζω τι πρὸς φύλαξιν, Ἀμφίμαχον... κόμισαν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν, ἀπεκόμισαν τὸ πτῶμά του, Ἰλ. Ν. 196· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Σίντιες... ἄφαρ κομίσαντο πεσόντα, τὸν παρέλαβον, τὸν ἔφερον εἰς τὸν οἶκόν του, Α. 594· κόμισαί με, παράλαβέ με ἀσφαλῆ, σῶσόν με, Ε. 359, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 774· ― ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, τὴν δ’ ἐκόμισσεν κῆρυξ, ὁ κῆρυξ ἔλαβε καὶ ἐκόμισεν αὐτὴν (τὴν χλαῖναν) διὰ νὰ μὴ χαθῇ, Ἰλ. Β. 183· τρυφάλειαν κόμισαν... ἑταῖροι Γ. 378, πρβλ. Ν. 579· ― παρὰ μεταγεν. ἁπλῶς, σῴζω, ἀπολυτρώνω, διασῴζω, τινὰ ἐκ θανάτου Πινδ. Π. 3. 97, πρβλ. Ν. 8. 76· ἄρουσαν πατρίαν σφίσι κόμισον ὁ αὐτ. Ο. 2. 28· ― νεκρὸν κ., φέρω εἰς ταφήν, (ὡς τὸ ἐκφέρω), Σοφ. Αἴ. 1397, Εὐρ. Ἀνδρ. 1264· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἰσαῖ. 71. 13· ἀλλ’ ἁπλῶς κομίζειν, φέρω τὸ σῶμα εἰς τὸν οἶκον, ἀντίθετ. τῷ θάπτω, Αἰσχύλ. Χο. 683, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 71. 2) δέχομαι, ἀλλά τις Ἀργείων κόμισε χροῒ (δηλ. τὸν ἄκοντα, τουτέστι τὸ ἀκόντιον τοῦ Πανθοίδου), Ἰλ. Ξ. 456, πρβλ. 463· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὡς δή μιν τῷ ἐν χροῒ ἐδέξατο τῷ σώματι πᾶν κομίσαιο (δηλ. τὸ ἔγχος) Χ. 286. 3) ἀποφέρω ὡς βραβεῖον ἢ ὡς λείαν, χρυσὸν δ’ Ἀχιλεὺς ἐκόμισε Β. 875· κόμισσα δὲ μούνυχας ἵππους Λ. 738· τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν, ἐκέρδησαν τέσσαρας νίκας, Πινδ. Ν. 2. 30· ἔπαινος, ὃν κομίζετον τοῦδ’ ἀνδρὸς Σοφ. Ο. Κ. 1411· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67· ― μετέπειτα, συχνάκις ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, λαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, λαμβάνω τι πλῆρες, κτῶμαι, κερδαίνῳ, δόξαν ἐσθλὴν Εὐρ. Ἱππ. 432· τριώβολον Ἀριστοφ. Σφ. 690· τὴν ἀξίαν Πλάτ. Πολ. 615Β· τὰ ἆθλα αὐτῆς αὐτόθι 621D· τόκους αὐτόθι 555Ε· κ. τί τινος Σοφ. Ο. Τ. 580· τι παρά τινος Θουκ. 1. 43· τι ἀπό τινος Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10· καὶ παθ. πρκμ. μὲ μέσ. σημασ., ὑμεῖς τοὺς καρποὺς κεκόμισθε, ἔχετε θερίσῃ τοὺς καρπούς, Δημ. 304. 26· κεκόμισται χάριν 569. 27· ὡμολόγει κεκομίσθαι τὴν προῖκα 818. 1, πρβλ. Θουκ. 8. 61, Ἰσαῖ 53. 6. 4) φέρω, μεταφέρω, βαστάζω, κόμισαν δέπας Ἰλ. Ψ. 699, πρβλ. Ὀδ. Ν. 68, Ἡρόδ., κτλ.· κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις, δύνασαι ν’ ἀπέλθῃς ὅπου θέλεις, Σοφ. Ἀντ. 444. ― Παθ., μεταφέρομαι, ταξειδεύω διὰ ξηρᾶς ἢ διὰ θαλάσσης, Ἡρόδ. 5. 43, κτλ.· εἴσω κομίζου, εἴσελθε, ἔμβαινε, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1035· κ. παρά τινα, προστρέχω, καταφεύγω εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 73· ― ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ἀπαντῶσιν ἐνίοτε ὁ μέσ. μέλλ. καὶ ἀόρ., κομιεύμεθα ἐς Σίριν Ἡρόδ. 8. 62· οἳ ἂν κομίσωνται... ἐς Βαβυλῶνα ὁ αὐτ. 1. 185· ἔξω κομίσασθ’ οἴκων Εὐρ. Τρῳ. 167. 5) φέρω εἴς τινα τόπον, εἰσφέρω, εἰσάγω, κόμιζε νῦν μοι παῖδα Σοφ. Αἴ. 530, πρβλ. Ἀντ. 444, Πλάτ. Πολ. 370Ε, καρπὸν κ., συγκομίζω τὸν σῖτον (πρβλ. κομιδὴ ΙΙ), Ἡρόδ. 2. 14· ξενικὸν νόμισμα κ., εἰσάγω, Πλάτ. Νόμ. 742Β· οὕτω, κ. τὴν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας Ἰσοκρ. 227Α· οἱ κομίσαντες τὴν δόξαν ταύτην Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 6, 2, πρβλ. Μεταφ. 1. 9, 1· ― καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τὸ ἄγαλμα ἐπὶ Δήλιον Ἡρόδ. 6. 118· ποίμνας ἐς δόμους Σοφ. Αἴ. 63, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 833. 6) ὁδηγῶ, συνοδεύω, τί μέλλεις κομίζειν δόμων τόνδ’ ἔσω; Σοφ. Ο. Τ. 678, πρβλ. Φιλ. 841, Πλάτ. Φαίδων 113D, κτλ.· κ. αὐτὴν ἐξ ὀμμάτων, ἐξάγαγε αὐτὴν ἀπ’ ἔμπροσθέν μου, Εὐρ. Ἄλκ. 1064· κ. ναῦς Θουκ. 2. 85, κτλ. 7) ἐπανάγω ἐκ τῆς ἐξορίας, Πινδ. Π. 4. 188· τεὰν ψυχὰν κ. (ἐκ τοῦ κάτω κόσμου), ὁ αὐτ. Ν. 8. 75. 8) ἀνακτῶμαι, ὁ αὐτ. Ο. 13. 82· τέκνων... κομίσαι δέμας Εὐρ. Ἱκέτ. 273, πρβλ. 495· καὶ παρὰ πεζογράφοις, πάλιν κ. Πλάτ. Φαίδων 107Ε, κτλ. ― Μέσ., ἀνακτῶμαι, λαμβάνω ὀπίσω, τὸν παῖδα Εὐρ. Βάκχ. 1225, πρβλ. Ι. Τ. 1362· τὴν βασιλείαν Ἀριστοφ. Ὄρν. 549· τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους κομίζεσθαι Θουκ. 1. 113, πρβλ. 4. 117., 6. 103· κομίζομαι χρήματα, πληρώνομαι χρέος, Λυσ. παρὰ Διογ. 910, Ἀνδοκ. 6. 11, Δημ. 42. 13, κτλ.· τόκους Πλάτ. Πολ. 555Ε, κτλ.· οὕτω, κ. τιμωρίαν παρά τινος Λυσ. 126. 34· κομίζεσθαι τὴν θυγατέρα, λαμβάνω ὀπίσω τὴν θυγατέρα μου (μετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀνδρός της), Ἰσαῖ. 69. 30, ἴδε κατωτ. 9. ― Παθ., ἔρχομαι ἢ ὑπάγω ὀπίσω, ὑποστρέφω, συχνὸν παρ’ Ἡροδότῳ, Ξεν., κτλ.· ἐκομίσθησαν ἐπ’ οἴκου Θουκ. 2. 33, πρβλ. 73· κομισθεὶς οἴκαδε Πλάτ. Πολ. 614Β. 9) μεταφ., προφυλάττω ἐκ τῆς λήθης, ἀοιδοὶ καὶ λόγοι τὰ καλὰ ἔργ’ ἐκόμισαν Πινδ. Ν. 6. 52. 10) ὡς τὸ Λατ. affero, χορηγῶ, προσφέρω, παρέχω, θράσος... ἀνδράσι θνήσκουσι κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 804· ― τὸ ἐνεργ. καὶ μέσ. συνδυάζονται, χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται, παρέχει τὰ πάντα καὶ πάλιν τὰ λαμβάνει ὀπίσω, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 539, πρβλ. 89, 668.
French (Bailly abrégé)
f. κομιῶ, ao. ἐκόμισα, pf. κεκόμικα;
I. prendre soin de, d’où
1 soigner avec sollicitude ; particul. nourrir, élever;
2 introduire (dans la ville);
3 donner des soins à, s’occuper activement de : δῶμα OD des soins de la maison;
II. p. suite
1 emporter pour mettre en lieu sur : νεκρόν IL un mort (pour le soustraire à l’ennemi) ; χλαῖναν IL ramasser un manteau pour qu’il ne soit pas perdu;
2 emporter (pour déposer en terre ou pour porter au bûcher);
III. p. ext. ;
1 emporter sur soi : χροῒ ἄκοντα IL un javelot enfoncé dans la peau;
2 emporter ou emmener avec soi comme butin : χρυσόν IL, ἵππους IL de l’or, des chevaux ; ἔπαινον SOPH obtenir de la gloire;
3 emmener, transporter (par terre ou par mer), conduire, accompagner;
4 apporter, amener, introduire : τινα SOPH amener qqn ; τὴν φιλοσοφίαν εἰς τοὺς Ἕλληνας ISOCR introduire la philosophie chez les Grecs ; θράσος τινὶ κ. ESCHL donner du courage à qqn;
IV. ramener (des enfers, de l’exil, etc.) ; Pass. revenir : ἐπ’ οἴκου THC ou οἴκαδε PLAT chez soi;
Moy. κομίζομαι;
A. tr. I. prendre soin de ; accueillir, donner l’hospitalité à : τινα ᾧ ἐνὶ οἴκῳ IL à qqn dans sa maison;
II. emporter pour mettre à l’abri : τινα, qqn;
III. 1 emporter sur soi : ἔγχος ἐν χροΐ IL recevoir une javeline dans le corps;
2 emporter avec soi ; remporter, gagner, obtenir ; καρπὸν ἀπό τινος XÉN recueillir le fruit de qch ; δόξαν EUR obtenir de la gloire ; χάριν THC recueillir de la reconnaissance ; τινα οἰκεῖον ISOCR faire de qqn son familier, se concilier l’amitié de qqn;
3 transporter : τὸ ἄγαλμα ἐπὶ Δήλιον HDT la statue à Dèlion ; ποίμνας ἐς δόμους SOPH emmener les troupeaux dans sa demeure;
4 recouvrer : τοὺς νεκρούς THC ramasser ses morts (pendant une trêve) ; recevoir de l’argent dû, recouvrer une dette, τί τινος;
B. intr. se transporter : ἐς Βαβυλῶνα HDT à Babylone ; παρά τινα HDT auprès de qqn.
Étymologie: κόμη.
English (Autenrieth)
(κομέω), fut. κομιῶ, aor. κόμισσα, (ἐ)κόμισε, mid. aor. (ἐ)κομίσσατο, κομίσαντο: I. act. (1) wait upon, attend, care for, esp. entertain as guest, Od. 10.73, Od. 17.113, cf. 111; of feeling (τινά τινι), Od. 20.69; pass., Od. 8.451.—(2) take or bring away to be cared for, fetch, convey, Il. 2.183, Il. 3.378, Il. 11.738, Il. 13.196, Il. 23.699, Od. 13.68.—II. mid., take to one's care, entertain hospitably, take or convey home or to oneself, Il. 5.359, Il. 8.284, Od. 14.316, Il. 1.594, Od. 6.268; of carrying off a spear in one's body, Il. 22.286.
English (Slater)
κομίζω (κόμιζε; κομίζων, -οντες: impf. κόμιζε(ν): aor. ἐκόμιξαν, ἐκόμᾰσαν; κόμᾰσον; κομίξαις; κομίξαι, κομᾰσαι.)
a bring, carry back τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες (O. 13.59) ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα (P. 3.56) “κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι Φρίξος” (P. 4.159) σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν sc. Achilles (N. 3.48) ξανθῷ Μενέλᾳ δάμαρτα κομίσαι θοαῖς ἂν ναυσὶ πόρευσαν εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαὶ πρὸς Ἴλου πόλιν (sc. Αἴαντα) (N. 7.28) ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν (N. 8.44) fig., τέσσαρας ἐξ ἀέθλων νίκας ἐκόμιξαν (N. 2.19)
b preserve Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε (P. 8.99) παροιχομένων γὰρ ἀνέρων, ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν (Tricl.: ἐκόμιξαν codd.) (N. 6.30) “ἱκόμαν οἴκαδ, ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦ τιμάν” (ἀρχὰν ἀγκομίζων coni. Chaeris) (P. 4.106) add. pr. adj. εὔφρων ἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει (O. 2.14) ἐν τεσσαράκοντα γὰρ πετόντεσσιν ἁνιόχοις ὅλον δίφρον κομίξαις (P. 5.51)
English (Strong)
from a primary komeo (to tend, i.e. take care of); properly, to provide for, i.e. (by implication) to carry off (as if from harm; genitive case obtain): bring, receive.