ποιμήν
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ποιμένος, ὁ, voc. ποιμήν (not ποιμέν) Hdn.Gr.2.717:—
A herdsman, whether of sheep or oxen, Od.10.82-5, al.; opp. lord or owner (ἄναξ), 4.87.
2 after Hom. always shepherd, βουκόλοι καὶ ποιμένες E.Ba. 714, cf. Cratin.281, Pl.Tht.174d, R.343a, Lg.735b, etc.; ποιμὴν προβάτων LXX Ge.4.2.
II metaph., shepherd of the people, regularly of Agamemnon, Ἀγαμέμνονα π. λαῶν Il.2.243, al.: generally, captain, chief, ib.85, al., S.Aj.360 codd. (lyr.); ναῶν ποιμένες A.Supp.767; λόχων E.Ph.1140; ὄχων Id.Supp.674; ποιμένες δώρων Κυπρίας, of the Loves, Pi.N.8.6: abs., master, lord, πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα Id.O.10(11).88; for A.Ag.657, v. στρόβος.
2 in LXX and NT, pastor, teacher, Je. 2.8, Ep.Eph.4.11, etc. (Cf.Lith. piemuõ, gen.sg. piemeñs 'shepherd'.)
German (Pape)
[Seite 651] ένος, ὁ (mit πατέομαι, pasco, πόα zusammenhangendj, der Hirt, insbesondere der Schäfer; Hom. u. Hes.; als Gegensatz von ἄναξ Od. 4, 87; übh. Lenker, Gebieter der Menschen, bes. ποιμὴν λαῶν, bei Hom. u. Hes. häufiges Beiwort der Fürsten, Hirt der Leute; ναῶν ποιμένες, Aesch. Suppl. 748, der es auch vom Sturme gebraucht, »der Treiber«, Ag. 643; ὄχων, Eur. Suppl. 696; λόχων, Valck. Phoen. 1146; Soph. Ai. 353, von Fürsten, wo der Schol. es durch ποιμαίνων, θάλπων erklären will. In Prosa herrscht die eigtl. Bdtg vor, ποιμὴν καὶ βουκόλος, Plat. Legg. V, 735 a; Polit. 275 b; τῶν ἀρχόντων ὥσπερ ποιμένων πόλεως, Rep. IV, 440 d; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ένος (ὁ) :
I. pâtre, particul. dans Hom. berger, bouvier;
II. p. ext. qui conduit, qui dirige, d'où
1 pasteur de peuples, chef en gén.
2 qui pousse devant soi en parl. d'un ouragan, d'une tempête.
Étymologie: πόα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποιμήν -ένος, ὁ, Dor. ποιμᾱ́ν, vocat. -ήν, herder, spec. schaapherder; overdr. leider:; ποιμένα λαῶν de leider van de troepen Il. 2.243; ναῶν ποιμένες de hoeders van de schepen Aeschl. Suppl. 767; ποιμένος κακοῦ στρόβῳ door de wervelwind van een kwaardaardige herder (= de storm) Aeschl. Ag. 657; christ. herder, geestelijk leider; NT Eph. 4.11; van Christus. NT Hebr. 13.20.
Russian (Dvoretsky)
ποιμήν: ένος, дор. ποιμάν ὁ (voc. ποιμήν)
1 пастух Hom. etc.;
2 овчар (βουκόλοι καὶ ποιμένες Eur.);
3 перен. пастырь, предводитель, вождь (λαῶν Hom.; ναῶν ποιμένες Aesch.);
4 руководитель, наставник (ποιμένες πόλεως Plat.).
English (Autenrieth)
ένος (πῶυ): shepherd; fig., λᾶῶν, ‘shepherd of the people,’ said of rulers.
English (Slater)
ποιμήν shepherd met. πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον (O. 10.88) (ἔρωτες) οἶοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν Κυπρίας δώρων (N. 8.6)
English (Strong)
of uncertain affinity; a shepherd (literally or figuratively): shepherd, pastor.
English (Thayer)
ποιμένος, ὁ (akin to the noun ποίᾳ, which see: (or from the root meaning 'to protect'; cf. Curtius, § 372; Fick 1:132)), from Homer down; the Sept. for רֹעֶה, a herdsman, especially a shepherd;
a. properly: the presiding officer, manager, director, of any assembly: so of Christ the Head of the church, A. V. pastors), ποιμένες λαῶν in Homer and Hesiod.)
Greek Monotonic
ποιμήν: -ένος, ὁ, κλητ. ποιμήν·
I. ποιμένας ή βοσκός, σε Όμηρ.· μετά τον Όμηρ., πάντοτε βοσκός, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
II. μεταφ., ποιμένας των ανθρώπων, λέγεται για τον Αγαμέμνονα, σε Όμηρ. κ.λπ.· γενικά, αρχηγός, ηγέτης, σε Σοφ., Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
ποιμήν: -ένος, ὁ˙ κλητ. ποιμὴν (οὐχὶ -μὲν) Buttm. Ausf. Gr. § 45 Anm. 2˙ ― βοσκὸς προβάτων ἢ βοῶν, Ὅμ., πρβλ. Ὀδ. Κ. 82-85˙ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν κύριον ἢ ἰδιοκτήτην (ἄνακτα), Ὀδ. Δ. 87. 2) μεθ’ Ὅμ. ἀείποτε βοσκὸς προβάτων (πρβλ. ποίμνη), βουκόλοι καὶ π. Εὐρ. Βάκχ. 714, πρβλ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 20, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Πολ. 343Α, Νόμ. 735Α˙ π. προβάτων Ἑβδ. (Γέν. Δϳ, 2). ΙΙ. μεταφορ., ποιμὴν ἀνθρώπων, ἡγεμὼν λαοῦ, συνήθως ἐπὶ τοῦ Ἀγαμέμνονος, Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν Ὅμ., κλπ.˙ καθόλου, ἡγεμών, ἀρχηγός, Σοφ. Αἴ. 360. ναῶν ποιμένες Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 767˙ λόχων Εὐρ. Φοίν. 1140. ὄχων ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 674˙ ποιμένες δώρων Κυπρίας, οἱ Ἔρωτες, Πινδ. Ν. 8. 10˙ ― ἀπολ., κύριος, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 10 (11). 107˙ περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 657, ἴδε στρόβος. 2) παρὰ τοῖς Χριστιανοῖς συγγραφ., ποιμὴν πνευματικός, ἐπίσκοπος, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 10. 4, 1, Συλλ. Ἐπιγρ. 9267, κτλ. (Πιθ., ὡς τὸ πῶυ (πῶyυ) ἐκ τῆς √ΠΑ˙ πρβλ. Σανσκρ. pâ-yus (custos) ἐκ τοῦ pâ (curare), Ζενδ. pâ-yu˙ Λιθ. pë-mu (ποιμήν).)
Frisk Etymological English
-ένος
Grammatical information: m.
Meaning: herdsman, shepherd, metaph. guardian, leader, master (Il.).
Dialectal forms: Myc. pome /poimén/.
Compounds: Some compp., e.g. ποιμ-άνωρ = ποιμην ἀνδρῶν with ποιμανόρ-ιον n. herd, troop of men (A. Pers. 241 a. 74;); on the explanation Sommer Nominalbild. 182 f.; φιτυ-ποίμην guardian of plants (A. Eu. 911).
Derivatives: ποιμέν-ιος (AP, APl), earlier a. more often attested -ικός (Pl., hell. poet.) belonging to herdsmen; -ισσα f. shepherdess (pap. IIIa); ποίμν-η f. herd, flock of sheep (ι 122) with -ιον n. id. (IA.; -ένιον Opp.), -ιος belonging to herds (E.), -ήϊος (Β 470, Hes.; Risch $ 46), -ικός (pap. IIIp), -ίτης (E., Poll.), -ιώτης (sch.) id.; -ηθεν adv. of the herd (A. R.). Denom. verb ποιμαίνω, rarely w. δια-, συν-, to be a herdsman, to herd, to pasture, midd. to graze, of the herd (Il.) with ποιμαν-τήρ = ποιμήν (S.), -τικός = ποιμενικός (Gal., H.), ποιμασία f. the grazing (Ph.). -- Besides πῶυ, -εος n. flock of sheep (ep.Il.).
Origin: IE [Indo-European] [839, and 787] *peh₂-(i-) protect
Etymology: With ποιμήν agrees except fo the ablaut of the suffix in the nom. (IE ē: ō) Lith. piemuõ, gen. -meñs herderboy (on the undisputed stemvowel s. Fraenkel Wb. s. v.). Beside the neuter πῶυ (*poh₂-i̯u) stands as nomen ag. Skt. pāyú-, Av. pāyu- m. herder, protector. As basis of these primary fomations served a verb tend (cattle), keep in Skt. pā́-ti keep, protect, from where go-pā́- m. cowherd a.o. From the 2. members in nr̥-pā́y-(i)ya- protecting men, nŕ̥-pī-ti- f. protection of men we see an orig. longdiphthong pōi: pī (rather *peh₂i-, pih₂- < ph₂i-), which is retained in πῶυ, pāyú- from *poh₂i̯-u-, wih ποιμήν from *poh₂i-men. -- WP. 2, 72 w. lit., Pok. 839, Mayrhofer s. pā́ti1; also W.-Hofmann s. pāscō. -- Cf. 1. πῶμα.
Greek Monolingual
ο / ποιμήν, -ένος, ΝΜΑ, δωρ. τ. ποιμάν Α
1. βοσκός, ιδίως προβάτων, τσοπάνος και, ειδικότερα, στην αρχαία εποχή σε αντιδιαστολή προς τον κύριο ή ιδιοκτήτη, κν. σήμερα μπιστικός
2. εκκλ. (κυρίως ως προσωνυμία του Χριστού) πνευματικός αρχηγός, ηγέτης («αὐτὸς ἔδωκε... τοὺς εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους», ΚΔ)
3. μτφ. (συν. ως προσωνυμία βασιλέων και ηγεμόνων) εθνάρχης, κυβερνήτης («Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν», Ομ. Ιλ.)
4. φρ. «ο καλός ποιμήν»
εκκλ. παλαιοχριστιανική συμβολική παράσταση του Χριστού ως καλού βοσκού που φροντίζει τα λογικά πρόβατα, τους πιστούς, η οποία στηρίζεται στα λόγια του Χριστού («ἐγὼ εἰμὶ ὁ ποιμὴν ὁ καλός»)
νεοελλ.
1. (στους Έλληνες διαμαρτυρομένους) τίτλος ιερέα, πάστορας
2. ο τέταρτος βαθμός στην ιεραρχία της Φιλικής Εταιρείας
αρχ.
1. κύριος («πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον, θνάσκοντι στυγερώτατος» Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ποι-μήν ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pō(i)-/ pō-y- «προστατεύω, προφυλάσσω» με βουκολική σημ. και αντιστοιχεί με το λιθουαν. piemuō «νεαρός βοσκός». Στη λ. ποι-μήν εμφανίζεται βραχύφωνη δίφθογγος (νόμος Osthoff) και επίθημα -μην (πρβλ. λιμήν, πυθμήν). Μακρόφωνος φωνηεντισμός -ω- με παρέκταση -y- μαρτυρείται στον τ. πῶυ «ποίμνιο, κοπάδι» που αντιστοιχεί με τα αρχ. ινδ. pāyu- και αβεστ. pāyu- (πρβλ. αρχ. ινδ. pāti «προφυλάσσω»). Στην ίδια οικογένεια ανήκει και η λ. πῶμα «κάλυμμα, σκέπασμα» (πρβλ. και λατ. pāsco «βόσκω»).
ΠΑΡ. ποιμαίνω, ποιμενικός, ποίμνη
αρχ.
ποιμένιον, ποιμένιος, ποιμένισσα
μσν.
ποιμενόθι
νεοελλ.
ποιμενίς, ποιμενισμός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. ποιμάνωρ
μσν.- νεοελλ.
ποιμενάρχης. (Β' συνθετικό) αρχιποιμήν
αρχ.
επιποιμήν
νεοελλ.
βλαχοποιμένας].
Frisk Etymology German
ποιμήν: -ένος
{poimḗn}
Grammar: m.
Meaning: Hirt, Schafhirt, übertr. Hüter, Lenker, Gebieter (seit Il.); myk. po-me.
Composita: Einzelne Kompp., z.B. ποιμάνωρ = ποιμὴν ἀνδρῶν mit ποιμανόριον n. ‘Männerherde, -schar’ (A. Pers. 241 u. 74; troch. u. lyr.); zur Erklärung Sommer Nominalbild. 182 f.; φιτυποίμην Pflanzenhüter (A. Eu. 911).
Derivative: Davon ποιμένιος (AP, APl), früher u. öfter belegt -ικός (Pl., hell. Dicht.) zum Hirten gehörig; -ισσα f. Hirtin (Pap. IIIa); ποίμνη f. Herde, Schafherde (seit ι 122) mit -ιον n. ib. (ion. att.; -ένιον Opp.), -ιος zur Herde gehörig (E.), -ήϊος (Β 470, Hes.; Risch ̨ 46), -ικός (Pap. IIIp), -ίτης (E. in lyr., Poll.), -ιώτης (Sch.) ib.; -ηθεν Adv. von der Herde (A. R.). Denom. Verb ποιμαίνω, vereinzelt m. δια-, συν-, Hirt sein, weiden, hüten, Med. weiden, von der Herde (seit Il.) mit ποιμαντήρ = ποιμήν (S.), -τικός = ποιμενικός (Gal., H.), ποιμασία f. das Weiden (Ph.). — Daneben πῶυ, -εος n. Schafherde (ep. seit Il.).
Etymology: Zu ποιμήν stimmt bis auf die Abtönung des Suffixes im Nom. (idg. ē: ō) lit. piemuõ, Gen. -meñs Hirtenjunge (zum unbestrittenen Stammvokal s. Fraenkel Wb. s. v.). Neben dem Neutr. πῶυ steht als Nomen ag. aind. pāyú-, aw. pāyu- m. Hüter, Schützer. Als Grundlage dieser primären Bildungen dient ein Verb ‘(Vieh) weiden, hüten’ in aind. pā́-ti hüten, schützen, wovon go-pā́- m. Kuhhirt u.a. Aus den Hintergliedern in nr̥-pā́y-(i)ya- Männer schützend, nŕ̥-pī-ti- f. Männerschutz ergibt sich ein urspr. Langdiphthong pōi: pī, der in πῶυ, pāyú- aus *pōi̯-u- erhalten ist, in ποιμήν vor dem Nasal gekürzt wurde. — WP. 2, 72 m. Lit., Pok. 839, Mayrhofer s. pā́ti1; dazu noch W.-Hofmann s. pāscō. — Vgl. 1. πῶμα.
Page 2,573
Middle Liddell
ποιμήν, ένος,
I. voc. ποιμήν, a herdsman or shepherd, Hom.: after Hom. always a shepherd, Eur., Plat., etc.
II. metaph. a shepherd of the people, of Agamemnon, Hom., etc.; generally, a captain, chief, Soph., Eur. [deriv. uncertain]
Chinese
原文音譯:poim»n 拍門
詞類次數:名詞(18)
原文字根:牧人 相當於: (רָעָה)
字義溯源:牧人*,牧者,牧羊的,牧羊的人,牧師(牧者)。神將他的子民看作群羊,但照顧群羊的牧人都沒有盡責,只喫羊而不看顧羊,所以就預言他要親自作牧人( 結34:15)。到了新約,主耶穌就說,他是好牧人,使羊出入得草喫,叫羊得生命,並為羊捨命( 約10:9,10,11)。主耶穌也在教會中設立牧師(即:牧者),為要成全聖徒,使其各盡其職,而建立基督的身體( 弗4:11,12)
同源字:1) (ἀρχιποίμην)牧長 2) (ποιμαίνω)牧養 3) (ποιμήν)牧人 4) (ποίμνη)羊群 5) (ποίμνιον)群羊
同義字:1) (ποιμήν)牧人 2) (ποίμνη)羊群 3) (ποίμνιον)群羊
出現次數:總共(18);太(3);可(2);路(4);約(6);弗(1);來(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 牧人(14) 太9:36; 太25:32; 太26:31; 可6:34; 可14:27; 路2:15; 約10:2; 約10:11; 約10:11; 約10:12; 約10:14; 約10:16; 來13:20; 彼前2:25;
2) 牧羊的人(3) 路2:8; 路2:18; 路2:20;
3) 牧者(1) 弗4:11
Mantoulidis Etymological
-μένος (=βοσκός). Ἀπό ρίζα πα- καί συγγενεύει μέ τό πατέομαι (=τρέφομαι).
Παράγωγα: ποίμνη (=κοπάδι), ποίμνιον, ποιμενικός καί ποιμαίνω, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Translations
herdsman
Arabic: رَاعٍ; Egyptian Arabic: راعي; Bashkir: көтөүсе; Belarusian: пастух; Bulgarian: пастир; Chinese Mandarin: 牧民, 牧人, 牧夫; Czech: pastýř, pastevec, pasák; Dutch: herder; Finnish: paimen; French: éleveur de bétail, gardien; German: Schäfer, Hirt; Gothic: 𐌷𐌰𐌹𐍂𐌳𐌴𐌹𐍃; Ancient Greek: αἰσυητήρ, αἰσυιητήρ, ἀμορβεύς, ἀμορβός, βοηλάτης, βοηνόμος, βοοβοσκός, βοονόμος, βοοτρόφος, βοσκήτωρ, βοσκός, βόσκων, βοτήρ, βότης, βουβότης, βουκαῖος, βουκόλος, βουκόλλων, βοῦκος, βουπελάτης, βουποίμην, βούτας, βούτης, βουτρόφος, βουφορβός, βῶκος, βώτωρ, ἐπιβουκόλος, κτηνοτρόφος, μηλοβότας, μηλοβότης, μηλονόμας, μηλονόμης, νομεύς, οἰονόμος, ποιμάν, ποιμήν, σαμάντωρ, σηκοκόρος, σημαντήρ, σημάντωρ, φερβήτης; Hungarian: gulyás; Icelandic: hjarðmaður, hirðir; Irish: feighlí bó, maor, aoire; Italian: bovaro; Japanese: 牧人, 牧夫; Kazakh: бақташы, малшы, сиыршы, табыншы; Korean: 목자(牧者); Latin: armentarius, bubulcus; Lithuanian: piemuo; Macedonian: овчар; Malay: gembala; Manchu: ᠠᡩᡠᠴᡳ; Maori: hēpara; Middle English: herde, herdeman; Mongolian Cyrillic: малчин; Mongolian: ᠮᠠᠯᠴᠢᠨ; Navajo: naʼniłkaadí; Plautdietsch: Hoad; Polish: pastuch; Portuguese: pastor; Romanian: cioban, păstor; Russian: пастух; Serbo-Croatian Cyrillic: па̀стӣр, чо̀бан, о̀вча̄р; Roman: pàstīr, čòban, òvčār; Slovak: pastier, pasák; Slovene: pastir; Spanish: pastor, vaquero; Swahili: mchungaji; Swedish: herde, fåraherde; Tuvan: малчын, кадарчы; Ukrainian: пастух; Westrobothnian: gjetar; Yakut: маныыһыт, бостуук
shepherd
Aghwan: 𐔰𐕚𐔴𐕔; Albanian: bari, çoban; Arabic: رَاعٍ; Egyptian Arabic: راعي; Moroccan Arabic: سارح, سارْحة; Armenian: հովիվ, չոբան; Aromanian: picurar, uiar; Assamese: ভেৰাৰখীয়া; Asturian: pastor; Azerbaijani: çoban; Bakhtiari: شوں; Bashkir: көтөүсе; Basque: artzain; Belarusian: пастух, пастыр; Breton: bugul; Bulgarian: пастир; Burmese: သိုးထိန်း; Catalan: pastor; Chichewa: mbusa; Chinese Mandarin: 牧羊人, 羊倌, 牧民, 牧人; Coptic: ⲙⲁⲛⲉⲥⲟⲟⲩ; Cornish: bugel; Czech: pastýř, pasák; Danish: fårehyrde; Dutch: herder, schaapherder; Esperanto: ŝafisto, ŝafistino; Estonian: karjus, lambur; Finnish: lammaspaimen; French: berger, bergère, pasteur, pâtre, pastoureau; Friulian: piorâr, fedâr, pastôr; Galician: pastor, pegureiro; Georgian: მწყემსი, მეცხვარე, ჩობანი; German: Schäfer, Schafhirt, Hirt, Hirte; Gothic: 𐌷𐌰𐌹𐍂𐌳𐌴𐌹𐍃; Greek: βοσκός, τσοπάνης; Ancient Greek: ἀρηνοβοσκός, βοσκός, βοσκὸς προβάτων, βόσκων, μηλάτης, μηλοβότας, μηλοβοτήρ, μηλοβότης, μηλονόμας, μηλονόμης, νομεύς, νομεὺς προβάτων, οἰονόμος, ποιμάνωρ, ποιμήν, προβατοβοσκός; Hebrew: רוֹעֶה; Hindi: गड़ेरिया, चूपान; Hungarian: pásztor, juhász; Hunsrik: Schefer, Schefrin; Icelandic: hirðir, fjárhirðir, smali, smalamaður; Irish: aoire, tréadaí, buachaill caorach; Middle Irish: áegaire; Old Irish: oegaire; Italian: pastore, pecoraio, pecoraro; Japanese: 羊飼い, 牧人; Kazakh: малшы, қойшы; Khmer: មេសបាល, មេសបាលី; Kikuyu: mũrĩithi; Korean: 목자(牧者), 양치기; Kurdish Central Kurdish: شوان; Northern Kurdish: şivan; Kyrgyz: малчы; Lao: ຄົນລ້ຽງແກະ; Latin: pastor, upilio, pecorarius; Latvian: gans; Lezgi: чубан; Ligurian: pastô; Lithuanian: piemuo; Luxembourgish: Schéifer; Macedonian: овчар, пастир, чобан; Malay: gembala, penggembala; Maltese: ragħaj; Manx: bochil; Mazanderani: کرد, گسن کرد; Middle English: schepherde; Mongolian Cyrillic: хоньчин; Mongolian: ᠬᠣᠨᠢᠴᠢᠨ; Navajo: naʼniłkaadí; Northern Sami: geahčči; Norwegian Bokmål: gjeter, hyrde; Nynorsk: gjetar, hjuring; Occitan: pastre, oelhièr; Old English: sċēaphierde; Old Occitan: pastor; Ossetian: фиййау; Ottoman Turkish: چوبان; Pashto: شپون; Persian: چوپان, چوپون, شبان, شوان, چوبان; Plautdietsch: Hoad; Polish: pasterz, pastuch, baraniarz, owczarz; Portuguese: pastor, pegureiro, ovelheiro; Romanian: cioban, oier, păstor, păcurar; Russian: пастух, пастушка, овчар, чабан, пастырь; Sanskrit: अविपाल; Sardinian: pastori, berbecarju, berbecàlgiu, berbegarzu; Scottish Gaelic: buachaill-chaorach, cìobair, aoghaire; Serbo-Croatian Cyrillic: па̀стӣр, чо̀бан, о̀вча̄р; Roman: pàstīr, čòban, òvčār; Sicilian: pasturi, picuraru; Slovak: pastier; Slovene: pastir; Southern Altai: малчы, кӱдӱчи; Spanish: pastor, ovejero; Sumerian: 𒉺𒇻; Swahili: mchungaji; Swedish: fåraherde; Tabasaran: габан; Tajik: чӯпон; Tarifit: arinti; Tatar: көтүче; Thai: เมษบาล, คนเลี้ยง; Turkish: çoban; Turkmen: çopan; Tuvan: хойжу; Ugaritic: 𐎗𐎓𐎊; Ukrainian: пастух, пастир; Urdu: چوپان; Uyghur: چۇپان; Uzbek: cho'pon; Venetian: pastor, piegoràro; Vietnamese: người chăn cừu; Volapük: jipigaledan, galedanapul, galedanahipul, galedanajipul; Walloon: bierdjî, biedjresse; Welsh: bugail; Yiddish: פּאַסטעך, פּאַסטושקע; Zazaki: şıwane, şıwani
pastor
Arabic: قِسِّيس; Belarusian: пастар; Bulgarian: пастор; Catalan: capellà, mossèn, sacerdot, pastor; Chinese Cantonese: 傳道人/传道人, 牧師/牧师; Mandarin: 傳道人/传道人, 牧師/牧师; Finnish: pastori, pappi; French: pasteur; German: Pastor; Greek: πάστορας; Indonesian: pendeta; Japanese: 牧師; Korean: 목사; Plautdietsch: Prädja; Polish: pastor; Portuguese: pastor; Russian: пастор; Sorbian Lower Sorbian: faraŕ; Spanish: pastor; Tagalog: pastor; Ukrainian: пастор; Vietnamese: mục sư