λύσσα
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
English (LSJ)
Att. λύττα, ἡ,
A rage, fury, in Hom. always of martial rage, κρατερὴ δέ ἑ λ. δέδυκεν Il.9.239; λύσσα ἔὀλοήν ib.305; λ. δέ οἱ κῆρ αἰὲν ἔχε κρατερή 21.542.
2 after Hom., raging madness, frenzy, such as was caused by the gods, as that of 10, λύσσης πνεύματι μάργῳ A.Pr.883 (anap.); of Orestes, Id.Ch.287, E.Or.254, etc.; of the Proetides, B.10.102; of Bacchic frenzy, ἐλαφρὰ λύσσα E. Ba.851; θοαὶ Λύσσας κύνες, of the Furies, ib.977 (lyr.); λύσσῃ παράκοπος Ar.Th.680: strengthened, λύσσα μανιάς S.Fr.941.4; λύττα ἐρωτική Pl.Lg.839a; λύσσα alone, of raging love, Theoc.3.47; simply, rage, Phld.Ir.p.77 W.; fanaticism, περὶ τὰς αἱρέσεις Gal.8.148 (pl.).
3 personified, Λύσσα = Lyssa, the goddess of madness, E.HF823.
II rabies, in dogs, X.An.5.7.26, Arist.HA604a5, Gal.1.296; in horses, Porph. Abst.3.7.
2 the worm under the tongue of dogs, removed from the belief that it produces rabies, Plin.HN29.100.
German (Pape)
[Seite 72] ἡ, att. λύττα, Wuth; in der Il. von wildem Kriegsmuth, Kampfwuth, κρατερἡ δέ ἑ λύσσα δέδυκεν, Il 9, 239, λύσσαν ἔχων ὀλοήν, 305, vgl. 21, 542; bei den Folgdn Raserei, auch von jeder heftigen Leidenschaft, Aesch. Prom. 885 Ch. 286; μαινάς, Soph. frg. 678; θεομανεῖ λύσσῃ δαμείς, Eur. Or. 843, öfter; auch personificirt, Herc. Fur. 823 ff.; λύσσῃ παράκοπος Ar. Thesm. 681; sp. D., wie in Prosa, λύσσαι οἰστρώδεις Plat. Tim. Locr. 102 e, λύττης ἐρωτικῆς καὶ μανίας Legg. VIII, 839 a. – Bes. von der Hundswuth, ἔδεισαν, μὴ λύσσα τις ὥσπερ κυσὶν ἡμῖν ἐμπεπτώκοι Xen. An. 5, 7, 26; Plut.; auch der sogenannte Tollwurm unter der Zunge der Hunde, Plin. H. N. 29, 5, 32.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
att. λύττα;
rage :
1 rage des chiens;
2 rage ou fureur belliqueuse;
3 rage, fureur, frénésie.
Étymologie: DELG de λύκος.
Russian (Dvoretsky)
λύσσᾰ: атт. λύττᾰ ἡ
1 ярость, неистовство (κρατερή Hom.);
2 порыв, исступление, неукротимая страсть (ἐρωτική Plat.);
3 собачье бешенство Xen., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λύσσᾰ: Ἀττ. λύττα, ἡ μανία, ὀργή, ὁρμή, Λατ. rabies, ἐν τῇ Ἰλιάδι ἀείποτε ἐπὶ πολεμικῆς μανίας, κρατερὴ δέ ἑ λύσσα δέδυκεν Ι. 239 λύσσαν ἔχειν ὀλοὴν αὐτόθι 305· λ. δέ οἱ κῆρ αἱὲν ἔχε κρατερὴ Φ. 542. 2) μεθ’ Ὅμ., μανιώδης ὁρμή, μανία, παραφροσύνη, οἵαν οἱ θεοὶ ἐπέφερον ὡς ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, λύσσης πνεύματι μάργῳ Αἰσχύλ. Πρ. 883· ἐπὶ τοῦ Ὀρέστου, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 288, Εὐρ. Ὀρ. 254, κτλ.· οὕτως ἐπὶ βακχικῆς μανίας, ἐλαφρὰ λ. ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 851· θοαὶ λύσσης κύνες, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, αὐτόθι 977· λύσσῃ παράκοπος Ἀριστοφ. Θεσμ. 681· ἐπιτεταμ., λ. μαινὰς Σοφ. Ἀποσπ. 678· λύττα ἐρωτικὴ Πλάτ. Νόμ. 839A· λύσσα, μόνον, ἐπὶ ἐρωτικῆς μανίας, Θεόκρ. 3. 47. 3) προσωποπ., Λύσσα ἡ θεὰ τῆς λύσσης, τῆς μανίας, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 823. ΙΙ. κυνικὴ μανία, «λύσσα», Ξεν. Ἀν. 5. 7, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 1. 2) ὁ ὑπὸ τὴν γλῶσσαν τῶν κυνῶν σκώληξ ἀφαιρούμενος ἐπειδὴ ἐπιστεύετο ὅτι παρῆγε τὴν λύσσαν, Πλίν. 29. 32. (Ἐντεῦθεν παράγονται τὰ ῥήματα λυσσάω, λυσσαίνω, κτλ.· ὁ Bopp παραβάλλει Σανσκρ. rush-yâmi (irasci, furere), rush (ira, furor).)
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
η (AM λύσσα, Α αττ. τ. λύττα)
1. οξύ, κατά κανόνα θανατηφόρο, ιογενές λοιμώδες νόσημα του κεντρικού νευρικού συστήματος που μεταδίδεται μεταξύ τών κατοικίδιων σκύλων και άγριων σαρκοφάγων ζώων με δάγκωμα
2. παράφορη οργή, ακατάσχετη μανία (α. «μού επιτέθηκε με λύσσα» β. «λύσσαν τε καὶ ματαίους ἐκ νυκτῶν φόβους κινεῖν», Αισχύλ.
γ. «λύσσα δὲ oἱ κῆρ αἰέν ἔχε κρατερή», Ομ. Ιλ.)
3. φανατισμός
νεοελλ.
(για χαρακτηρισμό φαγητού) πολύ αλμυρό
νεοελλ.-μσν.
κάθε υπερβολικό πάθος για κάτι
αρχ.
1. έκφυση κάτω από την γλώσσα τών σκύλων, την οποία αφαιρούσαν γιατί πίστευαν ότι από αυτήν προερχόταν η νόσος λύσσα
2. ως κύριο όν. ἡ Λύσσα
προσωποποίηση της μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λύσσα < λυκ-jα (πρβλ. γλῶσσα < γλωχ-jα) κατά την επικρατέστερη άποψη είναι παράγωγο του θέματος της λ. λύκος (βλ. λ. λύκος) και θεωρείται η τυπική ασθένεια του λύκου. Ορισμένοι μάλιστα εκλαμβάνουν τη λ. ως θηλυκό του λύκος και τήν ερμηνεύουν «λύκαινα», συνδέοντάς την με αρχ. ινδ. vrkī-. Ωστόσο, πρόκειται μάλλον για αφηρημένο ουσιαστικό ή για όνομα που δηλώνει τον δράστη ενέργειας (πρβλ. φύζα). Κατ' άλλη άποψη, η λύσσα θεωρείται «ο δαίμων που μπορεί να μεταμορφώσει τον σκύλο σε λύκο». Άλλοι, τέλος, συνδέουν τη λ. με τη φράση και τις γλώσσες που παραδίδει ο Ησύχιος «λευκαὶ φρένες
μαινόμεναι, λαμπραί», «λυκεῖον
φοβερόν» και το ρ. «ἀλύσσειν
τρέμειν», καθώς και με το αρχ. ινδ. ruc- «φως» και όλη τη λεξιλογική ομάδα του λευκός, από το γεγονός ότι η λύσσα κάνει τα μάτια να λάμπουν, να σπινθηροβολούν —απόψεις όμως που είναι ελάχιστα πιθανές.
ΠΑΡ. λυσσαλέος, λυσσώ (I), λυσσώδης
αρχ.
λυσσαίνω, λυσσάς, λυσσηδόν, λυσσήεις, λυσσήρης, λυσσώ (II)
αρχ.-μσν.
λυσσητήρ
μσν.
λυσσάγρα, λυσσάριος
μσν.- νεοελλ.
λυσσάζω, λυσσάρης
νεοελλ.
λυσσιακό, λυσσικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λυσσόδηκτος, λυσσομανής
αρχ.
λυσσοδίωκτος, λυσσοφόρος, λυσσώπις
μσν.
λυσσόγερος, λυσσοδάκτης, λυσσομάμουδο
μσν.- νεοελλ.
λυσσομαχώ
νεοελλ.
λυσσιατρείο, λυσσίατρος, λυσσοφοβία
(Β' συνθετικό) αρχ. άλυσσος, κυνόλυσσος.
Greek Monotonic
λύσσᾰ: Αττ. λύττᾰ, ἡ,
1. μανία, οργή, ορμή, κυρίως πολεμική μανία, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μετά τον Όμηρο, μανιώδης ορμή, μανία, παραφροσύνη, σε Τραγ.
II. λύσσα σκύλου, σε Ξεν.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: (martial) rage, fury, frenzy (Il.), rabies (X., Arist.).
Other forms: Att. λύττα
Compounds: Some compp., e.g. λυσσο-μανής mad for rage (AP), ἄ-λυσσος λυσσα healing' (Paus.), ἄ-λυσσον n. name of a plant, of which the seeds were used against rabies (Strömberg Pflanzennamen 91). -
Derivatives: λυσσάς f. raging (E.), λυσσ-ώδης (N 53 u.a.), -αλέος (A. R., Man.), -ήρης (Orph., Man.), -ήεις (H.) id.; λυσσηδόν adv. (Opp.). Denomin. verbs: 1. λυσσάω, -ττάω rage, rave, be mad (Hdt., Ar., S., Pl.) with λυσσητήρ adjunct of κύων (Θ 299; cf. AP 5, 265; on the meaning Benveniste Noms d'agent 37), and λυσσητής, Dor. -ατάς (Anth.) raging, λυσσ-ητικός id. (Ael.), -ήματα pl. attacks of rage (E.); 2. λυσσαίνω rage, rave (S.); 3. λυσσόομαι become raging (Ps.-Phoc.).
Origin: IE [Indo-European] [687] *luk- light or from *luk- wolf?
Etymology: Formation like ὄσσα, γλῶσσα, αἶσα a. o., so first a moviertes fern., though verbal connection is possible (Schwyzer 474, Chantraine Form. 99); further uncertain. Since F. Hartmann KZ 54, 287ff. usually explained as "the she-wolf" and identified with Skt. vr̥kī́ḥ, OWNo. ylgr id.; cf. Porzig Satzinhalte 349 f. ("the demoness, which makes the dog to a wolf, is herself a she-wolf"), Ernout Rev. de phil. 75, 154ff.; slightly reserved Risch ̨ 50b and Schwyzer; acc. to Wackernagel-Debrunner 3, 171 rather abstract like φύζα. Rejected by Specht Ursprung 344 (a. 387), who connects Skt. rúc- f. light (the rage is called after the sparkling eyes) and like Lagercrantz Lautgesch. 88 f. reminds of the expression λευκαῖς φρασίν (Pi. P. 4, 194), λευκαὶ φρένες μαινόμεναι H. (quite diff. F. Hartmann KZ 60, 223); thus Havers Sprache 4, 32, Pok. 687; to λευκός a. rel. also Lasso de la Vega Emer. 20, 32ff.
Middle Liddell
λύσσα, Att. λύττα, ἡ,
I. rage, fury, esp. martial rage, Il.
2. after Hom. raging madness, raving, frenzy, Trag.
II. canine madness, rabies, Xen.
Frisk Etymology German
λύσσα: {lússa}
Forms: att. λύττα
Grammar: f.
Meaning: Wut, Raserei, Tollheit (vorw. ep. poet. seit Il.), Hundswut (X., Arist. u. a.).
Composita: Einige Kompp., z.B. λυσσομανής toll aus Wut (AP), ἄλυσσος ’λυσσα heilend' (Paus.), ἄλυσσον n. N. einer Pflanze, deren Same als Mittel gegen die Hundswut gebraucht wurde (Strömberg Pflanzennamen 91).
Derivative: Davon λυσσάς f. wütend, rasend (E. in lyr. u.a.), λυσσώδης (Ν 53 u.a.), -αλέος (A. R., Man.), -ήρης (Orph., Man.), -ήεις (H.) ib.; λυσσηδόν Adv. (Opp.). Denominative Verba: 1. λυσσάω, -ττάω wüten, rasen, toll sein (Hdt., Ar., S., Pl. usw.) mit λυσσητήρ Beiw. von κύων (Θ 299; ähnlich AP 5, 265; zur Bed. Benveniste Noms d'agent 37), und λυσσητής, dor. -ατάς (Anth.) Wüterich, Rasender, λυσσητικός wütend, toll (Ael.), -ήματα pl. Wutanfälle (E.); 2. λυσσαίνω wüten, rasen (S.); 3. λυσσόομαι wütend werden (Ps.-Phok.).
Etymology: Bildung wie ὄσσα, γλῶσσα, αἶσα u. a., somit zunächst ein moviertes Fern., obwohl auch verbale Beziehung möglich ist (Schwyzer 474, Chantraine Form. 99); im übrigen nicht sicher erklärt. Seit F. Hartmann KZ 54, 287ff. gewöhnlich als "die Wölfin" erklärt und mit aind. vr̥kī́ḥ, awno. ylgr ib. gleichgesetzt; vgl. noch Porzig Satzinhalte 349 f. ("die Dämonin, die den Hund zum Wolfe macht, ist selbst eine Wölfin"), Ernout Rev. de phil. 75, 154ff.; etwas zurückhaltend Risch ̨ 50b und Schwyzer a.a.O.; nach Wackernagel-Debrunner 3, 171 eher Abstrakt wie φύζα. Ablehnend Specht Ursprung 344 (u. 387), der an aind. rúc- f. Licht anknüpft (die Wut sei nach den funkelnden Augen benannt) und wie Lagercrantz Lautgesch. 88 f. an den Ausdruck λευκαῖς φρασίν (Pi. P. 4, 194), λευκαὶ φρένες· μαινόμεναι H. (ganz anders F. Hartmann KZ 60, 223) erinnert; zustimmend Havers Sprache 4, 32, Pok. 687; zu λευκός u. Verw. auch Lasso de la Vega Emer. 20, 32ff. — Eine veraltete Deutung (Fick, Hoffmann) wird von Bq (und WP. 2, 415) abgewiesen.
Page 2,147
English (Woodhouse)
frenzy, madness, transport of madness
Translations
madness
Albanian: marrëzi; Arabic: جُنُون; Egyptian Arabic: جنون; Armenian: խելագարություն; Azerbaijani: dəlilik; Belarusian: шаленства, вар'яцтва; Bulgarian: лудост, безумие; Catalan: bogeria, follia; Chinese Mandarin: 狂, 瘋病, 疯病, 精神錯亂, 精神错乱; Czech: šílenství, šílenost; Danish: galskab, sindssyge, vanvid; Dutch: krankzinnigheid, waanzin; English: bedlamism, brainsickness, craze, craziness, derangement, insanity, lunacy, madness, mental disorder, mental illness; Esperanto: frenezeco; Estonian: hullumeelsus; Finnish: hulluus; French: folie; Galician: loucura, tolería, tolemia, doudice, folía, vesania, tolén; Georgian: სიგიჟე, სულით ავადმყოფობა; German: Wahnsinn, Verrücktheit; Greek: αλάλιασμα, αλαλιασμός, ζούρλαμα, λώλαμα, παλάβωμα, παραφροσύνη, σάλεμα, σαλτάρισμα, τρέλα, φλιπάρισμα, φρενοβλάβεια, φρενοπάθεια, ψυχοπάθεια; Ancient Greek: ἀασιφρονία, ἀασιφροσύνη, ἀεσιφροσύνη, ἀναισθησία, ἄνοια, ἀπαυλισμός, ἀπόνοια, ἀποπληξία, ἀποπληξίη, ἀπόρρευσις, ἄτη, ἀτοπία,ἀφραδία, ἀφραδίη, ἀφρόνη, ἀφρόνησις, ἀφροσύνα, ἀφροσύνη, διαστροφή, ἐκπληξία, ἐκφροσύνη, ἐμβροντησία, ἐμβρόντησις, ἐνθουσίασις, θεία νόσος, μάνη, μανία, μανίη, μαργότης, μωρία, μωρίη, οἶστρος, παρακοπή, παραλήρημα, παράνοια, παράπαισμα, παραπληξία, παραφορά, παραφορή, παραφρόνησις, παραφρονία, παραφροσύνη, παρηρία, παροίνησις, παροινία, παροίστρησις, παρφορά, τὸ ἄφρον, τὸ ἐμμανές, τὸ μανιῶδες, τὸ φρενῶν διαφθαρέν, φοιτὰς νόσος, φρενῖτις, φρενιτισμός, φρενοβλάβεια; Hebrew: שִׁגָּעוֹן, טֵרוּף; Hindi: पागलपन; Hungarian: őrület, őrültség; Icelandic: brjálæði; Indonesian: kegilaan; Italian: pazzia, follia; Japanese: 狂気; Kazakh: ақылсыздық; Korean: 광기(狂氣); Kyrgyz: жиндилик; Latin: vesania, insania, insanitas, vecordia, dementia, amentia; Latvian: ārprāts, vājprāts, trakums; Lithuanian: beprotybė, pamišimas; Macedonian: лудило, лудост; Malayalam: ഭ്രാന്ത്, വട്ട്, കിറുക്ക്; Manx: meecheeallid; Middle English: madnesse; Norwegian Bokmål: galskap; Occitan: foliá; Old English: wōdnes; Persian: دیوانگی; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szaleństwo, obłęd, świr, fioł, szajba, niepoczytalność, kręciek, wariactwo, amok; Portuguese: loucura, insanidade, maluquice, malucagem, vesânia, doidice, doideira; Romanian: nebunie; Russian: безумие, сумасшествие, помешательство, безумство; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̏дост, лу̀дило, порѐмећено̄ст; Roman: lȕdost, lùdilo, porèmećenōst; Slovak: šialenstvo, šialenosť; Slovene: norost, blaznost; Spanish: locura; Swedish: vansinne, vanvett, galenskap; Tajik: девонагӣ; Telugu: పిచ్చి; Turkish: delilik; Ukrainian: божеві́лля, безумство, безумність, шаленість, навіженість, варіяція
frenzy
Armenian: կատաղություն; Bikol Central: labulabo; Bulgarian: ярост, безумие; Catalan: frenesí; Chinese Mandarin: 發狂/发狂, 狂熱/狂热; Danish: vanvid, raseri; Dutch: razernij; Finnish: vimma, kiihko, paniikki; French: frénésie; Galician: farnesía, guinada; German: Wahn, Rausch, Wut; Greek: φρενίτιδα; Ancient Greek: βακχεία, βακχίη, ἐνθουσίασις, ἐνθουσιασμός, θεοληψία, λύσσα, λύττα, οἴστρημα, οἰστρομανία, οἶστρος, παρακοπή, παραφορά, παραφορή, παροίστρησις, παρφορά, φρενιτισμός; Italian: frenesia; Japanese: 逆上; Korean: 발광(發狂), 광란(狂亂); Latin: furia; Latvian: trakums; Maori: hōkeka; Plautdietsch: Wonsenn; Polish: szał, amok; Portuguese: frenesi; Romanian: frenezie; Russian: неистовство, безумие, помешательство, сумасшествие; Sicilian: furia, frinisìa, sdilliriu, sbentu, smania; Spanish: frenesí, manía; Telugu: వీరావేశము; Ukrainian: шаленство, шаленість, божевілля
rabies
Afrikaans: hondsdolheid; Arabic: كَلَب, دَاء اَلْكَلَب; Egyptian Arabic: سعر; Moroccan Arabic: سعر; Armenian: կատաղություն; Azerbaijani: quduzluq; Belarusian: шаленства, шал; Bulgarian: бяс; Catalan: ràbia; Cebuano: rabis; Chinese Mandarin: 狂犬病; Czech: vzteklina; Danish: hundegalskab, rabies; Dutch: hondsdolheid; Estonian: marutaud; Finnish: vesikauhu, raivotauti; French: rage; Galician: rabia; Georgian: ცოფი; German: Tollwut; Greek: λύσσα; Hebrew: כַּלֶּבֶת; Hungarian: veszettség; Ido: ranio; Indonesian: rabies, anjing gila; Irish: confadh; Italian: rabbia; Japanese: 狂犬病; Khmer: ឆ្កែឆ្កួត; Korean: 광견병; Kurdish Northern Kurdish: harî; Lao: ວໍ້; Malay: penyakit anjing gila, gila anjing, rabies; Mongolian: галзуу өвчин; Norman: rage; Norwegian: hundegalskap, rabies; Polish: wścieklizna; Portuguese: raiva; Romanian: turbare, rabie; Russian: бешенство; Serbo-Croatian Cyrillic: бѐснило, бесноћа; Roman: bèsnilo, besnoća; Sicilian: raggia; Slovak: besnota; Slovene: steklina; Spanish: rabia; Swedish: rabies; Tagalog: rabis; Thai: พิษสุนัขบ้า; Turkish: kuduz; Ukrainian: сказ; Vietnamese: dại, bệnh dại; Walloon: må d' araedje, araedje, raedje; Yiddish: וואַסערשרעק
rage
Albanian: tërbim, mllef; Arabic: حَنَق; Egyptian Arabic: غضب; Armenian: կատաղություն; Breton: buanegezh; Bulgarian: ярост, бяс; Catalan: ràbia; Chinese Mandarin: 憤怒/愤怒, 怒火, 怒氣/怒气, 暴怒; Czech: zuřivost, běs, běsnění; Danish: raseri, galskab; Dutch: furie, razernij, toorn, woede; Finnish: raivo, vimma; French: rage, furie, fureur, courroux; Galician: raiba, furia, ira; Georgian: მძვინვარება, გააფთრება, გაშმაგება, რისხვა; German: Wut, Zorn, Raserei, Rage; Greek: οργή; Ancient Greek: λύσσα; Italian: rabbia, furia, furore; Japanese: 激怒; Kazakh: қаһар; Khmer: កំហឹង; Latin: rabies, furia, furor; Lithuanian: įniršis, įsiūtis, įtūžis; Luxembourgish: Roserei; Maori: nguha, ngana; Norwegian Bokmål: raseri; Nynorsk: raseri; Old English: hātheortnes; Ottoman Turkish: اوفكه; Persian: خشم; Plautdietsch: Wutt; Polish: wściekłość, szał, amok; Portuguese: raiva, fúria, ira, furor; Romanian: mânie, furie; Russian: ярость, бешенство, гнев, неистовство, бесчинство; Scottish Gaelic: corraich; Serbo-Croatian: ljutost, goropadnost, goropad, jarost, bes, besnost, bijes; Spanish: rabia, furor; Swedish: vrede, raseri, ilska, ursinne; Telugu: పిచ్చికోపం; Ukrainian: розлютованість, лють, лютість, скаженість, шаленість; Vietnamese: thịnh nộ; Zazaki: xışm
fury
Arabic: حَنَق, غَيْظ; Egyptian Arabic: غضب; Armenian: կատաղություն; Bulgarian: ярост, бяс; Catalan: fúria, ràbia; Chinese Mandarin: 狂怒; Danish: raseri; Dutch: razernij; Esperanto: kolerego; Finnish: raivo; German: Wut; Greek: οργή, μανία, λύσσα; Ancient Greek: λύσσα; Hebrew: זעם; Hungarian: düh, dühöngés, tombolás, őrjöngés; Ido: furio; Indonesian: angkara; Irish: aonachas; Italian: furia, furore; Kazakh: қаһар, зығырдан; Latin: furia; Macedonian: јарост, бес; Maori: nguha; Middle English: furie; Norwegian Bokmål: raseri; Nynorsk: raseri; Old English: hātheortnes; Old Saxon: ābolganhēd; Ottoman Turkish: اوفكه; Plautdietsch: Wutt; Polish: furia, szał, wściekłość; Portuguese: fúria, ira, furor, cólera; Romanian: furie, mânie; Russian: ярость, бешенство, неистовство; Serbo-Croatian: jarost; Spanish: furia, rabia, furor; Swedish: raseri, vrede, ursinne; Turkish: gazap, hiddet, hışım, öfke; Volapük: lezun, vut