ἀναλύω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(2)
(1)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναλύω:''' Επικ. ἀλ-[[λύω]]· Επικ. γʹ ενικ. παρατ. [[ἀλλύεσκε]] [ῡ]· Επικ. θηλ. μτχ. [[ἀλλύουσα]]· μέλ. <i>-λύσω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χαλαρώνω]], [[λύνω]], λέγεται για τον ιστό της Πηνελόπης, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ελευθερώνω]], [[αποδεσμεύω]], [[απολύω]], <i>ἐκ δεσμῶν</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μετά]] τον Όμηρ., <i>ἀν. ὀφθαλμόν</i>, <i>φωνάν</i>, δηλ. [[αποκαθιστώ]] τη [[χρήση]] της όρασης και της φωνής σε νεκρό, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναλύω]], σε Αριστ.<br /><b class="num">3.</b> [[τερματίζω]] [[κάτι]], σε Ξεν.· [[καταργώ]], [[ακυρώνω]], σε Δημ. — Μέσ., [[εξαλείφω]] λάθη, σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αμτβ., [[λύνω]] τα πρυμνήσια [[σχοινιά]], [[σηκώνω]] την [[άγκυρα]], [[αποπλέω]], σε Πολύβ.· μεταφ., λέγεται για θάνατο, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]], στο ίδ.
|lsmtext='''ἀναλύω:''' Επικ. ἀλ-[[λύω]]· Επικ. γʹ ενικ. παρατ. [[ἀλλύεσκε]] [ῡ]· Επικ. θηλ. μτχ. [[ἀλλύουσα]]· μέλ. <i>-λύσω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χαλαρώνω]], [[λύνω]], λέγεται για τον ιστό της Πηνελόπης, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ελευθερώνω]], [[αποδεσμεύω]], [[απολύω]], <i>ἐκ δεσμῶν</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μετά]] τον Όμηρ., <i>ἀν. ὀφθαλμόν</i>, <i>φωνάν</i>, δηλ. [[αποκαθιστώ]] τη [[χρήση]] της όρασης και της φωνής σε νεκρό, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αναλύω]], σε Αριστ.<br /><b class="num">3.</b> [[τερματίζω]] [[κάτι]], σε Ξεν.· [[καταργώ]], [[ακυρώνω]], σε Δημ. — Μέσ., [[εξαλείφω]] λάθη, σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αμτβ., [[λύνω]] τα πρυμνήσια [[σχοινιά]], [[σηκώνω]] την [[άγκυρα]], [[αποπλέω]], σε Πολύβ.· μεταφ., λέγεται για θάνατο, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[επανέρχομαι]], [[επιστρέφω]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναλύω:''' эп. [[ἀλλύω]]<br /><b class="num">1)</b> распускать ([[ἱστόν]] Hom., Plut.; med. χαίτην Anth.);<br /><b class="num">2)</b> раскручивать, разматывать (τὰ [[βομβύκια]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> воен. развертывать (τὴν παράταξιν Plut.);<br /><b class="num">4)</b> развязывать, распутывать ([[δεσμά]] Arph.);<br /><b class="num">5)</b> растапливать, плавить: τῆς χιόνος ἀναλυομένης Plut. во время таяния снега;<br /><b class="num">6)</b> освобождать (τινὰ ἐκ δεσμῶν Hom.): ἀ. ὀφθαλμόν Pind. in tmesi возвращать зрение, перен. воскрешать;<br /><b class="num">7)</b> разлагать, расчленять (τι εἴς τι Plat., Arst., Plut.);<br /><b class="num">8)</b> исследовать, анализировать (τὰ σχήματα τῶν κατηγοριῶν Arst.);<br /><b class="num">9)</b> (раз)решать (sc. τὰ γεωμετρικὰ προβλήματα Plut.);<br /><b class="num">10)</b> преимущ. med. заглаживать, искупать (τὰς πρός τινα ἁμαρτίας Dem.);<br /><b class="num">11)</b> отменять, аннулировать (πάσας ἐκδώσεις καὶ μισθώσεις καὶ ὠνάς Plut.);<br /><b class="num">12)</b> приостанавливать, прекращать (τὰ περὶ [[κυνηγέσιον]] πάντα Xen.);<br /><b class="num">13)</b> сниматься с якоря, перен. отправляться, уходить (ἐκ τῶν τόπων Polyb.): εἰς παραχειμασίαν ἀναλῦσαι Polyb. отправиться на зимние квартиры;<br /><b class="num">14)</b> отходить (в вечность), умирать NT;<br /><b class="num">15)</b> возвращаться: προσδέχεσθαί τινα, [[πότε]] ἀναλύσῃ NT поджидать кого-л., пока он не вернется.
}}
}}

Revision as of 09:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλύω Medium diacritics: ἀναλύω Low diacritics: αναλύω Capitals: ΑΝΑΛΥΩ
Transliteration A: analýō Transliteration B: analyō Transliteration C: analyo Beta Code: a)nalu/w

English (LSJ)

(A),

   A cause to wander, unsettle, βασιλέα Philostr.VA5.35.
ἀνα-λύω (B), Ep. ἀλλύω ( ἀνλύω Hymn.Is.145): (v. λύω for the tenses and prosody: Hom. has ἀλλύουσα, ἀλλύεσκε with ῡ):—

   A unloose, undo, of Penelope's web, νύκτας δ' ἀλλύεσκεν Od.2.105; ἀλλύουσαν . . ἀγλαὸν ἱστόν ib.109, etc.; ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι ib. 9.178, etc.    2 unloose, set free, ἐμὲ δ' ἐκ δεσμῶν ἀνέλυσαν ib. 12.200 (never in Il.), cf. Ant.Lib.22.4; ὀφθαλμόν, φωνάν Pi.N.10.90; τινὰ καταδίκης Ael.VH5.18.    3 Medic., relax, in Pass., Arist. GA728a15, Men.213, Dsc.5.3.    II undo in various senses:    1 unloose, ζώνην Call.Del.237; in Med., unwind a cocoon, Arist. HA551b14.    2 Astrol., nullify, of planetary influence, Ptol. Tetr. 133 (Pass.).    3 dissolve matter into its elements, ἐς αὐτὰ ταῦτα Ti.Locr.102d:—Pass., of snow, melt, Plu.2.898a.    b resolve into its elements, οὐ καλὸν ἁρμονίην ἀναλυέμεν ἀνθρώποιο Ps.-Phoc.102:— investigate analytically, διάγραμμα Arist.EN1112b20, Plu.2.792d, etc.:—Pass., Archim.Sph.Cyl.1.4; ὁ -όμενος τόπος the treasury of analysis, Papp.634.2; ἀναλύοντες καὶ ἀναλυόμενοι Dam.Pr.2; ἀ. τοὺς μύθους ἐς λόγους πιθανούς Jul.Or.2.74d.    4 in the Logic of Arist., reduce a syllogism, APr.47a4, al.; cf. ἀνάλυσις 1.4.    5 reduce, σχοινία εἰς ὀργυιάς Hero *Geom.5.8.    6 Gramm., resolve, κτητικὰ εἰς γενικάς A.D.Synt.292.17.    7 do away, cancel, μόρσιμ' ἀ. Ζεὺς οὐ τολμᾷ Pi.Pae.6.94, cf. D.21.218, Plu.Sol.25, etc.: mostly in Med., cancel faults, πάντα ταῦτα X.HG7.5.18; ἁμαρτίας D.14.34; ἀλλύοιτό κα τὸ χρέος discharge the debt, prob. in GDI1151 (Olymp.).    8 suspend, τὰ περὶ κυνηγέσιον X.Cyn.5.34.    9 solve the problem of a thing, τὸν Ἰνδὸν ἀ. trace its source, Plu.2.133c.    10 release from a spell, Luc.Vit.Auct.25, cf. Hsch.:—Pass., Men.Her.Fr.6.    11 relieve, Ptol.Tetr.133 (Pass.).    III intr., loose from moorings, weigh anchor, and so, depart, go away, Plb.3.69.14, Babr.42.8, etc.: metaph., of death, ἐς θεοὺς ἀνέλυσα Epigr.Gr. 340.7 (Macestus): abs., die, Ep.Phil.1.23, IG14.1794; ἀ. ἐκ τοῦ ζῆν Diog.Oen.2.    2 return, Ev.Luc.12.36; ἐξ ᾅδου LXX Wi.2.1.

German (Pape)

[Seite 197] ion. u. Hom. ἀλλύω, 1) wieder auflösen, was geknüpft war, ἱστόν, die Fäden eines Gewebes, Od. 2, 105. 109; etwas angeknüpftes loslösen, losknüpfen, πρυμνήσια 9, 178 u. öfter in tmesi; vou Fesseln befreien, ἐμέ τ' ἐκ δεσμῶν ἀνέλυσαν 12, 200; wie δέσμ' ἀναλῦσαι Ar. Pax 1038; vgl. ἀνελύσατο χαίτην Diosc. 15 (IX, 340); Pind. ἀνὰ δ' ἔλυσεν ὀφθαλμόν, er lös'te das vom Todesdunkel umfangene Auge, erlangte für ihn das Leben, N. 10, 90, übh. retten. In der Schiffersprache mit u. ohne ἄγκυραν, die Anker lichten, das Schiff losbinden, abfahren, u. allgemeiner auch zu Lande; vom Heere, weggehen, aufbrechen, ἀνέλυσαν ἐκ τῶν τόπων Pol. 2, 32; ἀνέλυε τὴν αὐτὴν ὁδόν, ἐν ᾑπερ ἧκε 4, 68; εἰς τόπον 5, 29, 8, u. so Sp. – 2) aufheben, zerstören, bes. Gesetze, Verfassungen abschaffen oder ändern (gewöhnlicher καταλύειν), Plut. Flam. 19; ἀναλύσοιτο ist pass., Xen. Hell. 7, 5, 18; ἁμαρτίας ἀναλύεσθαι, wieder gut machen, Dem. 14, 34; vgl. Xen. Hell. 7, 5, 18. – 3) Schwierigkeiten lösen, Fragen beantworten, bes. von Aristot. an; auch geometrische Aufgaben, Plut. [υ bleibt kurz im perf. u. aor. pass., ist aber abweichend lang in den hom. Formen ἀλλύεσκεν u. ἀλλύουσα, u. bei Ap. Rh. 4, 150 in ἀνελύετο, wo υ in der Arsis steht.].

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλύω: Ἐπ. ἀλλύω· ἀνλύω Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1028. 55: μέλλ. ἀναλύσω: (ἴδε λύω διὰ τοὺς σχηματισμοὺς καὶ τὴν προσῳδίαν: ὁ Ὅμ. ἔχει ἀλλύουσα, ἀλλύεσκε μετὰ ῠ). Λύω, «λύνω», διαλύω, ἐπὶ τοὺ ἱστοῦ τῆς Πηνελόπης, νύκτας δ’ ἀλλύεσκεν, ἀνέλυεν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν, ὕφαινεν, Ὀδ. Β. 105· ἀλλύουσαν .. ἀγλαὸν ἱστόν, ἀναλύουσαν, αὐτόθι Β. 109, κτλ.· ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι αὐτόθι Ι. 178, κτλ. 2) ἀπολύω, ἀπελευθερῶ, ἐμέ τ’ ἐκ δεσμῶν ἀνέλυσαν αὐτόθι Μ. 200 (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλιάδι)· ἀπαλλάσσω, «τὸ ἀναίτιον οὖν βρέφος ἀναλύοντες τῆς καταδίκης» Αἰλ. Π. Ἱ. 5. 18. ΙΙ. μεθ’ Ὅμ., λύω κατὰ διαφόρους ἐννοίας: 1) «λύνω», οὐδέποτε ζώνην ἀναλύεται Καλλ. εἰς Δῆλ. 237, κατὰ μέσ. τύπον, πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 19, 11. 2) ἀποδίδω εἰς νεκρὸν τὴν χρῆσιν τῶν ὀφθαλμῶν αὑτοῦ καὶ τῆς γλώσσης, ἀνὰ δ’ ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνάν χαλκομίτρα Κάστορος Πινδ. Ν. 10 ἐν τέλ. 3) διαλύω τὴν ὕλην εἰς τὰ συστατικὰ αὑτῆς ἢ στοιχεῖα, ἐς αὐτὰ ταῦτα Τίμ. Λοκρ. 102D: διαλύω, τήκω χιόνια, κττ., Πλούτ. 2. 898Α. β) ἀναλύω τι εἰς τὰ στοιχεῖα αὑτοῦ, ἐξετάζω, Ψευδο-Φωκυλ. 96: - ἐρευνῶ τι ἀναλυτικῶς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3. 11. 4) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ., ἀναλύω συλλογισμὸν εἰς τὰ στοιχεῖα αὑτοῦ, ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 32, 2, καὶ ἀλλ.: πρβλ. ἀνάλυσις Ι. 3. 5) ἀκυρῶ, διαγράφω, Δημ. 584. 16, πρβλ. 187. 25, Πλούτ., κτλ., ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κατὰ μέσ. τύπον ἐξαλείφω, κάμνω τι νὰ λησμονηθῇ, ἐπὶ σφαλμάτων, πάντα ταῦτα Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 18· ἁμαρτίας Δημ. 187. 24. 6) καταπαύω, διακόπτω, θέτω τέρμα εἴς τι, καὶ ὅταν ἀναγρία ἐμπίπτῃ, ἀναλύειν χρὴ τὰ περὶ κυνηγέσιον πάντα Ξεν. Κυν. 5. 34. 7) λύω πρόβλημα, κτλ., Πλούτ. 2. 792D, Βυττεμ. αὐτόθι 133Β. 8) λύω τὴν μαγγανείαν, «ξεμαγεύω», «πεφαρμάκευσ’, ὦ γλυκύτατε, ἀναλυθεὶς μόλις», «ξεμαγευθείς», Μένανδ. ἐν «Ἥρῳ» 4, πρβλ. Ἀλβέρτ. Ἡσύχ. σ. 330. ΙΙΙ. ἀμετάβ., λύω τὰ πρυμνήσια καλῴδια, αἵρω τὴν ἄγκυραν καὶ ἑπομ. ἀποπλέω, ἀπέρχομαι, Πολύβ. 3. 69. 14, Βαβρ. 42, 8, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 55, κτλ.: - μεταφ., ἐπὶ τοῦ θανάτου, ἐς θεοὺς ἀνέλυσα Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 340. 7· ὅθεν καὶ ἀπολύτως, ἀποθνήσκω (πρβλ. ἀνάλυσις ΙΙ.), Ἐπιστ. πρὸς Φιλ. α΄, 23, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 713. 2) ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 36· ἐξ ᾅδου Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. β΄, 1).

French (Bailly abrégé)

1 délier : ἱστόν OD défaire une trame ; ἐκ δεσμῶν τινα OD dégager qqn de ses liens ; fig. ἀν. τινὰ καταδίκης ÉL absoudre qqn d’une accusation;
2 dissoudre;
3 analyser ; examiner en détail;
4 résoudre (un problème);
5 détruire, abolir : ἀν. εὐχήν LUC faire qu’une prière reste sans effet;
6 abs. lever l’ancre ; partir.
Étymologie: ἀνά, λύω.

English (Autenrieth)

part. ἀλλύουσα, ipf. iter. ἀλλύεσκεν, aor. ἀνέλῦσαν, mid. fut. ἀναλύσεται: unite, unravel. (Od.)

English (Slater)

ἀνᾰλῠω
   1 loosen ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνὰν χαλκομίτρα Κάστορος sc. Ζεύς i. e. freed, revived (N. 10.90) μόρσιμ' ἀνα[λ]ύεν Ζεὺςθεῶν σκοπὸς οὐ τόλμα (i. e. undo, met. from spinning) (Pae. 6.94)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ép. y dór. ἀλλύω Od.2.105, ICr.4.72.6.49 (V a.C.); ἀνλύω Hymn.Is.145

• Prosodia: [tema de pres. ῡ, menos ép. ῠ, excepto ἀλλουσα Od.2.109, ἀλλεσκε Od.2.105; tema de fut. y aor. act. ῡ; tema de fut. y aor. act. y med. ῡ; tema de perf. y aor. pas. ῠ]

• Morfología: [pres. inf. eol. ἀναλυέμεν Ps.Phoc.102, dór. ἀναλύεν Pi.Fr.52f.94, med.-pas. cret. ἀλλύεθθαι ICr.4.72.2.30 (V a.C.); impf. ἀλλύεσκεν Od.2.105; aor. part. med. cret. ἀλλυσαμένοι ICr.4.72.6.49 (V a.C.); aor. act. falsa graf. ἀναλῆσαι Hsch.]
A tr.
I de cosas y seres animados
1 en gener. c. ac. de cosas soltar hacia arriba, abrir ἱερὴν ... κίστην Euph.9.5
pero en gener. simpl. soltar ἀνά τε πρυμνήσια λῦσαι Od.9.178
de la tela de Penélope soltar, destejer νύκτας δ' ἀλλύεσκεν (ἱστόν) Od.2.105, cf. 109
en v. med. mismo sent., del capullo de un gusano, Arist.HA 551b14
soltar de los cables de una nave, Nonn.D.39.217
gener. en v. med. soltarse, desanudarse μίτρας τ' ἀλλύσαντο Hes.Fr.1.4, μίτρην, ἀναλύεται Call.Del.222, ζώνην Call.Del.237
soltarse, desabrocharse περόνας τ' ἀναλυσαμένα Ibyc.35
fig. ἀνὰ δ' ἔλυσεν μὲν ὀφθαλμόν, ἔπειτα δὲ φωνάν ... Κάστορος dejó en libertad la vista (le abrió los ojos), y luego la voz ... de Cástor e.d. le devolvió la vida Pi.N.10.90.
2 c. ac. de pers. o anim. y gen. o prep. c. gen. soltar, librar ἐμέ τ' ἐκ δεσμῶν ἀνέλυσαν Od.12.200, τὸ ἀναίτιον ... βρέφος ... τῆς καταδίκης Ael.VH 5.18, πόρδαλιν ... λεπάδνων Nonn.D.42.20
en v. med. rescatar ἐπὶ τοι ἀλλυσαμένοι ɛ̄μεν ICr.4.72.6.49 (Gortina V a.C.), cf. Hsch.s.u. ἀναλυσάμενος, en v. pas. ICr.4.72.2.30, 34 (Gortina V a.C.)
en v. med. librar de una deuda πρίν κ' ἀλλύσɛ̄ται ὁ καταθένς ICr.4.72.10.26 (Gortina V a.C.).
3 librar de un hechizo, desencantar ἀνάλυσόν με ... καὶ ... ποίησον ἄνθρωπον Luc.Vit.Auct.25, cf. Ant.Lib.22.4
en v. pas. ser desintoxicado tras la ingestión de veneno o droga, Men.Her.Fr.5.
II de abstr. deshacer, anular μόρσιμ' ἀνα[λ] ύεν Ζεὺς ... οὐ τόλμα Pi.Fr.52f.94, cf. D.21.218, Plu.Sol.25, la influencia planetaria, Ptol.Tetr.3.11.15, ὁ ὀνειδισμὸς τὰ τετυλωμένα ἀναλύων τῶν παθῶν Clem.Al.Paed.1.8.65
derrocar βασιλέα Philostr.VA 5.35
suspender τὰ περὶ τὸ κυνηγέσιον πάντα X.Cyn.5.34
reparar, saldar faltas, X.HG 7.5.18, D.14.34, χρέος IO 16.8.
III cien.
1 descomponer en sus elementos τὰ σώματα ... ἐς αὔταυτα ἀναλύοντα Ti.Locr.102d, οὐ καλὸν ἁρμονίην ἀναλυέμεν ἀνθρώποιο Ps.Phoc.102
esp. en sent. mat. y lóg. analizar, reducir a sus elementos ἀναλύειν ... ὥσπερ διάγραμμα Arist.EN 1112b20, SE 175a28, cf. Plu.2.792d, Papp.634.2, en v. pas. ἑκάτερα δὲ ταῦτα ἐπὶ τέλει ἀναλυθήσεται Archim.Sph.Cyl.2.4, ἀναλυόμενος τόπος corpus analítico de enunciados geométricos, Papp.672.4, a veces simpl. ὁ ἀναλυόμενος Papp.636.18
gener. de otras cosas analizar, estudiar τὸ σύστημα τῶν σωματικῶν ἀγαθῶν Ph.1.257, cf. Dam.Pr.2, τοὺς μύθους ... ἀναλύοντος ἐς λόγους πιθανούς Iul.Or.3.74d, ἀ. τὸν Ἴνδον analizar el curso del Indo Plu.2.133b.
2 otros usos cien.: lóg. reducir el silogismo a sus diferentes figuras, Arist.APr.47a4
mat. reducir, convertir τὰ σχοινία εἰς ὀργυιάς Hero Geom.5.8 (p.204.30), cf. PMich.145.3.3.2 (II a.C.)
gram. reducir, transformar πᾶσα κτητικὴ ἀντωνυμία ... εἰς γενικὴν ἀναλύεται todo pronombre posesivo ... puede reducirse a genitivo posesivo A.D.Synt.62.15.
B intr.
1 retirarse de pers., Plb.3.69.14, I.AI 6.52, 11.34, Babr.42.8, μεθ' ἡσυχίας UPZ 8.17, cf. 161.30, 162.2.16 (II a.C.)
de la asamblea levantarse, disolverse ἡ σύνοδος ἀναλύειν ἤμελλε Eus.VC 3.21
esp. de la vida ἐς δὲ θεοὺς ἀνέλυσα καὶ ἀθανάτοισι μέτειμι GVI 961.7 (Misia II/III a.C.), ἐκ τοῦ ζῆν Diog.Oen.2.2.11
morir, Ep.Phil.1.23, IG 14.1794 (Roma).
2 volver, regresar ἐκ εὐωχίας Call.Dieg.4.38 (Fr.102), ἐξ ᾅδου LXX Sap.2.1, ἐκ τῶν γάμων Eu.Luc.12.36, τὴν αὐτὴν ὁδόν Plb.4.68.4, εἰς τὸ τεταγμένον a su puesto, PTaur.1.2.16 (II a.C.), πρὸς τὴν μητέρ' αὐτοῦ UPZ 19.29 (II a.C.).
3 en v. med. relajarse αἱ κοιλίαι Arist.GA 728a15, Dsc.5.3.
4 en v. med. fundirse, derretirse la nieve, Plu.2.898a.

English (Strong)

from ἀνά and λύω; to break up, i.e. depart (literally or figuratively): depart, return.

English (Thayer)

future ἀναλύσω; 1st aorist ἀνέλυσα;
1. to unloose, undo again (as, woven threads).
2. to depart, German aufbrechen, break up (see ἀνάλυσις, 2), so very often in Greek writings; to depart from life: Lucian, Philops c. 14 ὀκτωκαιδεκαέτης ὤν ἀνελυεν; add Aelian v. h. 4,23; (ἀνέλυσεν ὁ ἐπίσκοπος Πλάτων ἐν κυρίῳ, Acta et mart. Matth. § 31)). to return, ἐκ τῶν γάμων, Buttmann, 145 (127); for examples) cf. Kuinoel (and Wetstein) at the passage; Grimm on 2 Maccabees 8:25.

Greek Monolingual

ἀναλύω)
1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία
2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.)
3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ
4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.)
5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό στα στοιχεία του
νεοελλ.
1. χωρίζω μια σύνθεση σε μικρότερες ενότητες, απλοποιώ, απλουστεύω
2. καταστρέφω, αφανίζω
3. μέσ. κινούμαι με δυσκολία λόγω σωματικής αδυναμίας
4. παθ. παραλύω από σωματική ή ψυχική αιτία
αρχ.-μσν.
φεύγω από τη ζωή, πεθαίνω
αρχ.
1. λύνω, ξεδένω
2. (για ύφασμα) ξεϋφαίνω, ξεπλέκω
3. ελευθερώνω, απαλλάσσω
4. ξεφεύγω, γλυτώνω
5. ακυρώνω, καταργώ, αχρηστεύω
6. (για λάθη) κάνω να λησμονηθεί, εξαλείφω, διαγράφω
7. αποδίδω σε νεκρό τη χρήση τών ματιών και της γλώσσας του
8. (στην Ιατρ.) ηρεμώ, ξεκουράζομαι, χαλαρώνω
9. λύνω κάποιο πρόβλημα, επιλύω
10. λύνω το μάγια, ξεμαγεύω
11. επανορθώνω
12. απομακρύνομαι, αναχωρώ, φεύγω
13. σηκώνω την άγκυρα, αποπλέω
14. επανέρχομαι, επιστρέφω
15. βάζα τέρμα σε κάτι, διακόπτω, καταπαύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. ανα- + λύω.
ΠΑΡ. ανάλυση (ις), αναλύτης
αρχ.
ἀναλυτήρ, ἀνάλυτος μσν.-νεοελλ. αναλύσιμος
νεοελλ.
ανάλυμα, αναλυμός, αναλυτής, αναλυτός].

Greek Monotonic

ἀναλύω: Επικ. ἀλ-λύω· Επικ. γʹ ενικ. παρατ. ἀλλύεσκε [ῡ]· Επικ. θηλ. μτχ. ἀλλύουσα· μέλ. -λύσω·
I. 1. χαλαρώνω, λύνω, λέγεται για τον ιστό της Πηνελόπης, σε Ομήρ. Οδ.
2. ελευθερώνω, αποδεσμεύω, απολύω, ἐκ δεσμῶν, στο ίδ.
II. 1. μετά τον Όμηρ., ἀν. ὀφθαλμόν, φωνάν, δηλ. αποκαθιστώ τη χρήση της όρασης και της φωνής σε νεκρό, σε Πίνδ.
2. αναλύω, σε Αριστ.
3. τερματίζω κάτι, σε Ξεν.· καταργώ, ακυρώνω, σε Δημ. — Μέσ., εξαλείφω λάθη, σε Ξεν., Δημ.
III. 1. αμτβ., λύνω τα πρυμνήσια σχοινιά, σηκώνω την άγκυρα, αποπλέω, σε Πολύβ.· μεταφ., λέγεται για θάνατο, σε Καινή Διαθήκη
2. επανέρχομαι, επιστρέφω, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλύω: эп. ἀλλύω
1) распускать (ἱστόν Hom., Plut.; med. χαίτην Anth.);
2) раскручивать, разматывать (τὰ βομβύκια Arst.);
3) воен. развертывать (τὴν παράταξιν Plut.);
4) развязывать, распутывать (δεσμά Arph.);
5) растапливать, плавить: τῆς χιόνος ἀναλυομένης Plut. во время таяния снега;
6) освобождать (τινὰ ἐκ δεσμῶν Hom.): ἀ. ὀφθαλμόν Pind. in tmesi возвращать зрение, перен. воскрешать;
7) разлагать, расчленять (τι εἴς τι Plat., Arst., Plut.);
8) исследовать, анализировать (τὰ σχήματα τῶν κατηγοριῶν Arst.);
9) (раз)решать (sc. τὰ γεωμετρικὰ προβλήματα Plut.);
10) преимущ. med. заглаживать, искупать (τὰς πρός τινα ἁμαρτίας Dem.);
11) отменять, аннулировать (πάσας ἐκδώσεις καὶ μισθώσεις καὶ ὠνάς Plut.);
12) приостанавливать, прекращать (τὰ περὶ κυνηγέσιον πάντα Xen.);
13) сниматься с якоря, перен. отправляться, уходить (ἐκ τῶν τόπων Polyb.): εἰς παραχειμασίαν ἀναλῦσαι Polyb. отправиться на зимние квартиры;
14) отходить (в вечность), умирать NT;
15) возвращаться: προσδέχεσθαί τινα, πότε ἀναλύσῃ NT поджидать кого-л., пока он не вернется.